Αρχιμ. Κύριλλος Κεφαλόπουλος
Ίσως ο προσδιορισμός της υστεροβυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου σε διασύνδεση με τον νεώτερο ελληνισμό σε μία ενιαία μακράς διαρκείας ιστορική ενότητα που εκτείνεται από τον 11ο μ.Χ. αι. έως σήμερα, να μοιάζει σε πολλούς κάπως αταίριαστη και παράξενη, ωστόσο οφείλουμε να επισημάνουμε πως η ιστορία είναι συνεχής, όπως και ο ιστορικός χρόνος έχει μία συνέχεια. Οι ιστορικοί για λόγους συμβατικούς και διευκολύνσεως της ιστορικής μελέτης επιλέγουν κάποια σημαντικά γεγονότα μέσα στον χρόνο για να ορίζουν εποχές και ιστορικές περιόδους. Όταν όμως μελετάμε την εξέλιξη των ιδεών και την διαμόρφωση πολιτιστικών αξιών ή εν προκειμένω, την διαμόρφωση εθνικής συνειδητότητας και ταυτότητας ενός έθνους, είμαστε αναγκασμένοι να εξετάζουμε την διαχρονική τους εξέλιξη σε μεγάλες ιστορικές περιόδους (στον λεγόμενο ΄΄ιστορικό χρόνο μακράς διαρκείας΄΄) που συμβαίνει ενίοτε να μην συμπίπτουν με την συμβατική και καθιερωμένη κατάτμηση της ιστορίας σε περιόδους.
Ένας επιπλέον και πολύ ουσιαστικός λόγος για την συγκεκριμένη μας επιλογή είναι η τεκμηριωμένη άποψη καταξιωμένων ιστορικών του ελληνισμού, όπως του Κ. Αμαντου, του Αποστ. Βακαλόπουλου και του Νικ. Σβορώνου (βλ. τα έργα του Βακαλόπουλου, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τομ Α’, Αρχές και διαμόρφωσή του, εκδ. Ηρόδοτος, Θεσσαλονίκη 1974, και Ν. Σβορώνου, Ανάλεκτα νεοελληνικής ιστορίας και ιστοριογραφίας, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1982, και , Το ελληνικό έθνος. Γένεση και διαμόρφωση του νέου ελληνισμού, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2004), όπως και του σύγχρονου διανοητή και ιστορικοκοινωνικού αναλυτή Γ. Καραμπελιά, 1204, η διαμόρφωση του νεωτέρου ελληνισμού, Εναλλακτικές εκδόσεις, Αθήνα, 2006), για να αναφέρουμε ενδεικτικώς ορισμένους, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι τις απαρχές της ιδεολογικής και εθνικής διαμορφώσεως της ταυτότητας του νεώτερου ελληνισμού οφείλουμε να τις αναζητήσουμε στο Ύστερο Βυζάντιο, τέλη 11ου αι. αρχές 12ου αι. και εφ’ εξής, θέση την οποία αποδεχόμαστε και την χρησιμοποιούμε ως βάση για την παρούσα ανάλυση της ελληνικότητας όπως αυτή εδώ μας αφορά.
Η ελληνικότητα στο Βυζάντιο αποτελεί μέρος μίας ευρύτερης και πολυσύνθετης ταυτότητος αποτελουμένης εκ διαφόρων στοιχείων. Οι κάτοικοι υπήκοοι της βυζαντινής αυτοκρατορίας έχουν συναίσθηση της ρωμαϊκής τους αυτοκρατορικής κληρονομιάς, αυτοαποκαλούνται Ρωμαίοι, και τα γνωρίσματα αυτής της βυζαντινής ρωμαϊκότητας είναι η χριστιανική πίστη, η αρχαία ελληνική και ελληνιστική παιδεία και οι ρωμαϊκοί νόμοι και θεσμοί. Ασφαλώς ομιλούμε για μίαν ιδιότυπη ελληνικότητα που καλύπτει όχι μόνον τους ελληνικούς πληθυσμούς, αλλά όλους τους βυζαντινούς υπηκόους, διαφορετικής εθνικής καταγωγής, κατά το μάλλον ή ήττον εξελληνισμένους και ελληνοφώνους. Όλοι αυτοί οι ετερόκλητοι λαοί έχουν συνείδηση του συνανήκειν σε αυτό που ο ιστορικός Διον. Ζακυθηνός αποκαλεί ΄΄Οικουμενικό Χριστιανικό κράτος του Ελληνικού Έθνους΄΄, την ανατολική Ρωμαϊκή, χριστιανική, βυζαντινή αυτοκρατορία., στην οποία η χριστιανική πίστη, ο ελληνικός πολιτισμός και η πίστη στον αυτοκράτορα αποτελούν τα συνεκτικά στοιχεία. Όσο περισσότερο προχωρούμε στο Ύστερο Βυζάντιο, η ενδυνάμωση της ελληνικότητος των Βυζαντινών καθίσταται εμφανέστερη. Καθώς το Βυζάντιο περιορίζεται εδαφικά, χάνει τις ανατολικές επαρχίες της Συρίας, Αιγύπτου, και περιορίζεται στα εδάφη της Μικράς Ασίας, ης Θράκης και του ελλαδικού χώρου, τείνει η αυτοκρατορία από πολυεθνική να καταστεί ελληνική, καθώς η πλειοψηφία των υπηκόων της είναι ελληνικής καταγωγής.
Μέσα από τις πολεμικές συγκρούσεις με Σέρβους, Βουλγάρους, Τούρκους, και την αντιπαλότητα με τους Δυτικούς, τους Φράγκους και τον Παπισμό, σφυρηλατείται η εθνική συνοχή και αναδεικνύεται ο ελληνικός χαρακτήρας του Βυζαντίου ισχυρότερος και πιο κυρίαρχος. Ουσιαστικά από τον 11ο αι. αρχίζει να διαμορφώνεται η ταυτότητα του νεωτέρου ελληνισμού. Ας δούμε πως περιγράφει την εθνογενετική αυτή διαδικασία ο Αποστ. Βακαλόπουλος στην Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, ό.π. σελ 64: ΄΄ οι ποικίλες αυτές αντιθέσεις και οι συγκρούσεις με τους Φράγκους, αλλά και με τους άλλους κατακτητές (Βουλγάρους, Σέρβους, Τούρκους), προκάλεσαν ιδίως στους πολιτικούς και πνευματικούς των ηγέτας διάφορες ζυμώσεις, που τους προσανατόλιζαν προς την πραγματική δική τους εθνική υπόσταση, προς το παρελθόν, προς τον αρχαίο ελληνικό κόσμο, και τους οδηγούσαν προς την μεγαλύτερη συνοχή τους. Το νεοελληνικό έθνος δηλαδή διαμορφώνεται μέσα από σκληρούς αγώνες για την επιβίωσή του… Με την φραγκική κατάκτηση αρχίζει να αποτυπώνεται ο ελληνικός εθνικός χαρακτήρας όχι μόνο στους πληθυσμούς της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, αλλά και στην Ορθόδοξη Εκκλησία, έστω και αν το δεύτερο αυτό ιστορικό φαινόμενο δεν είναι ακόμη αισθητό. Τον εθνικό αυτόν χαρακτήρα στην εκκλησία τον έδωσε περισσότερο η περίοδος της τουρκοκρατίας…΄΄.
Με το ίδιο πνεύμα γράφει και ο Ν. Σβορώνος, ό.π., σελ. 115: ΄΄γενικά μπορούμε να πούμε, για την περίοδο που θα ακολουθήσει την φραγκική κατάκτηση μέχρι την επιβολή του τουρκικού ζυγού (1453), ότι αποτελεί το τέλος της βυζαντινής αυτοκρατορίας και συγχρόνως την πρώτη εποχή της ιστορίας του νέου ελληνικού έθνους, του οποίου οι απαρχές είναι δυνατόν να τοποθετηθούν χρονικά στον 11ο αιώνα΄΄. Και σε άλλο σημείο επισημαίνει καίρια (Το Ελληνικό έθνος, γένεση και διαμόρφωση του νέου ελληνισμού, ό.π., σελ. 66) ότι ΄΄το βασικό χαρακτηριστικό της περιόδου αυτής, που αν θέλουμε να της δώσουμε μία συμβατική χρονολογική αφετηρία, θα μπορούσαμε να διαλέξουμε το έτος 1071 (έτος των δύο μεγάλων ηττών στην Ανατολή και την Δύση) ή, ακόμα, το 1081, έτος της ανόδου στο θρόνο του Αλεξίου Κομνηνού, του ιδρυτή της πρώτης καθαρά ελληνικής δυναστείας, που διαρκεί ως την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους (1204), είναι η βαθμιαία ανεξαρτητοποίηση όλων των μη εξελληνισμένων στοιχείων. Το μόνο συστατικό στοιχείο της μένει ο ελληνισμός που, απομονωμένος και περικυκλωμένος από εχθρικούς πλέον λαούς-εθνότητες, παίρνει βαθύτερη συνείδηση του εαυτού του ως ιδιαίτερης πολιτικής και πολιτισμικής οντότητας. Η ελληνική ιδέα, που είχε αρχίσει ν’ αποκαθίσταται από πριν, παρουσιάζεται στους σημαντικότερους συγγραφείς σαν δική τους κληρονομιά, για την οποία είναι υπερήφανοι. Το όνομα Έλλην αρχίζει και ξαναπαίρνει το διπλό πολιτιστικό και εθνολογικό του περιεχόμενο. Έλλην είναι όποιος μετέχει ελληνικής παιδείας και έχει ελληνική καταγωγή. Για άλλη μια φορά οι βυζαντινοί λόγιοι χωρίζουν τον κόσμο σε Έλληνες και βαρβάρους…Από το τελευταίο, λοιπόν, τέταρτο του 11ου αιώνα ως το 1204, ο Βυζαντινός αρχίζει να συνδέεται με το ιστορικό του παρελθόν και να ξαναβρίσκει σιγά-σιγά τις λαϊκές ρίζες του πολιτισμού του. Αρχαία Ελληνική κληρονομιά και χριστιανική πίστη αρχίζουν να συμβιβάζονται στη συνείδησή του και να γίνονται τα συστατικά της στοιχεία΄΄. Το ενδιαφέρον για την ελληνική αρχαιότητα, που ποτέ δεν έλειψε από τους βυζαντινούς, αυτήν την περίοδο ανανεώνεται σημαντικά, καθίσταται κυρίαρχο στοιχείο της πνευματικής ζωής. Οι Βυζαντινοί ανανεώνουν την σχέση τους με την ελληνική αρχαιότητα, της οποίας αισθάνονται βασικοί αν όχι αποκλειστικοί απόγονοι, πνευματικά, γλωσσικά, φυλετικά, με ένα αίσθημα υπεροχής έναντι της απολίτιστης και καθυστερημένης Δύσης αλλά και των εξ ανατολών βαρβάρων.
Το ύστερο Βυζάντιο διατηρεί στο ακέραιο τον χαρακτήρα της οικουμενικότητος και της αυτοκρατορικής διαστάσεώς της, τουλάχιστον σε πολιτικό και θεωρητικό επίπεδο, ως έκφραση της επίσημης κρατικής ιδεολογίας, στην πραγματικότητα όμως η βυζαντινή διανόηση αλλά και οι ιστορικές εξελίξεις δείχνουν τον δρόμο προς την σύσταση (για πρώτη φορά στην ιστορία του ελληνικού έθνους) ενός εθνικού κράτους, που θα συμπεριλαμβάνει όλους τους ελληνικούς πληθυσμούς. Τα πρώτα ελληνικά εθνικά κράτη είναι το Βασίλειο της Νικαίας και η Ελληνική Αυτοκρατορία της Τραπεζούντος, που ξεπηδούν μετά το 1204. Έκτοτε, παρά τις ιστορικές περιπέτειες του ελληνισμού και την υποδούλωση τους Τούρκους, το αίτημα για την δημιουργία ενός εθνικού κράτους παραμένει διαχρονικό, από τα σχέδια του Πλήθωνος για το Δεσποτάτο του Μορέως, την ανασύσταση της ελληνικής βυζαντινής και βαλκανικής συνομοσπονδίας με πρωτεύουσα την Κων/πολη (όραμα του Ρήγα Φερραίου), τα σχέδια της Φιλικής Εταιρίας για μία Ελληνική Επανάσταη που θα απελευθέρωνε τα ελληνικά εδάφη σε ένα κράτος με πρωτεύουσα την Κων/πολη, το ίδιο όραμα των αγωνιστών του 1821, την Μεγάλη Ιδέα του 19ου αι. για την απελευθέρωση των υποδούλων ελληνικών πληθυσμών από τους Οθωμανούς, μέχρι τον Ίωνα Δραγούμη και τον Ελευθ. Βενιζέλο, αυτός είναι ο διακαής πόθος των Ελλήνων, αυτό συγκροτεί την εθνική τους ταυτότητα και τον πυρήνα της ελληνικής τους αυτοσυνειδησίας. Οφείλουμε όμως να παραδεχθούμε πως μετά την τραγωδία του 1922, το όραμα αυτό έμεινε ανεκπλήρωτο, και έκτοτε ο ελληνισμός αισθάνεται ακρωτηριασμένος, λειψός, περιορισμός σε ένα μικρό και πολλαπλώς εξαρτημένο ελλαδικό κρατίδιο, που εν πολλοίς δείχνει να λησμονεί την ελληνικότητά του και την εθνική αποστολή.
Η βυζαντινή περίοδος, οι ελληνικοί Μέσοι Χρόνοι, αποτελούν τον συνδετικό κρίκο μεταξύ αρχαιότητος και νεωτέρου ελληνισμού. Μέσα από το Βυζάντιο διασώζεται η ελληνικότητα και εξασφαλίζεται η πνευματική, πολιτισμική και φυλετική διαχρονική επιβίωση της ελληνικότητας αλλά και των ίδιων των Ελλήνων. Δεν μπορούμε να απαρνηθούμε ή να διαγράψουμε από την ελληνική ιστορία το Βυζάντιο, το ελληνικό, το χριστιανικό, το ορθόδοξο, ούτε να το υποτιμήσουμε περιφρονητικά όπως έκαναν στο παρελθόν οι Δυτικοί από προκατάληψη, είτε οι νεωτερικοί και μετανεωτερικοί ιστοριογράφοι, τέκνα του Διαφωτισμού και του μαρξισμού, οι οποίοι θεωρούν πως το ελληνικό έθνος εμφανίζεται μόλις τον 19ο αι. διαμορφούμενο ως μία τεχνητή, φαντασιακή κοινότητα που την συνθέτει το ελλαδικό κράτος! Το ελληνικό πνεύμα θέτει ανεξίτηλη την σφραγίδα του στην διαμόρφωση της ορθοδοξίας.
Το υπερχιλιετές Βυζάντιο, ιδίως η πρωτεύουσά του Κων/πολη, υπήρξε ο ιστορικός θεματοφύλακας της ελληνικής γλώσσας, της ελληνικής φιλοσοφίας, τέχνης και επιστήμης, υπερήφανο για την αρχαιοελληνική του κληρονομιά που την διασώζει με την αντιγραφή των ελληνικών χειρογράφων των αρχαίων συγγραφέων. Ταυτόχρονα, διατηρεί το οικουμενικό χαρακτήρα του ελληνισμού της ελληνιστικής περιόδου. Στο Βυζάντιο η ελληνικότητα συνδυάζεται με την οικουμενικότητα του χριστιανισμού. Σημαντικός θα είναι ο ρόλος της Εκκλησίας που θα μεταβληθεί ΄΄σε πνευματικό όχημα του νέου οικουμενικού ρόλου του ελληνισμού΄΄. Όσο απομακρυνόμαστε από τους πρωτοχριστιανικούς αιώνες όπου η ύπαρξη της ειδωλολατρίας, του παγανισμού είχε συνδεθεί με τον ελληνισμό (όχι τόσο ως εθνική ή πολιτισμική έκφραση, αλλά κυρίως ως θρησκευτική) και η ταύτιση του όρου Έλλην= ειδωλολάτρης, εθνικός υπήρξε κυρίαρχη, όσο λοιπόν προχωρούμε στους μεσοβυζαντινούς χρόνους, ιδίως μετά τον Μέγα Φώτιο, και πολύ περισσότερο στο Ύστερο Βυζάντιο, επανεμφανίζεται η ονομασία Έλλην ως δηλωτική εθνικής καταγωγής, πολιτιστικής υπεροχής και υπερηφάνιας, και εν τέλει ως έννοιας αυτοπροσδιοριστικής μίας αναγεννώμενης ελληνικότητας, που μπροστά στο ζοφερό μέλλον μίας αυτοκρατορίας που ψυχορραγεί, στρέφεται με υπερηφάνια στο ένδοξο παρελθόν της και προβάλλει την νέα της ελληνική και συνάμα χριστιανική, ορθόδοξη αυτοσυνειδησία της. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι από τον Μυστρά, την καρδιά δηλαδή του ελλαδικού χώρου, τον ΄΄σκληρό πυρήνα του ελληνισμού΄΄, θα προέλθει η τελευταία πνευματική αναλαμπή του Βυζαντίου, εκεί θα εκδηλωθεί μία κίνηση για την συγκρότηση ενός εθνικού κράτους των Ελλήνων, διαδικασία που θα διακοπεί από την τουρκική κατάκτηση, για να ξαναρχίσει μετά από 400 χρόνια, με την Επανάσταση του 1821. Δηλωτική αυτών των ιδεολογικών διεργασιών ως προς την ανασυγκρότηση της εθνικής αυτογνωσίας του νεωτέρου ελληνισμού αποτελεί η ταυτόχρονη και εναλλασσόμενη ρήση των εθνικών ονομασιών Έλλην, Ρωμαίος, Ρωμιός, Γραικός.
Με την Άλωση της Πόλης το 1453 ο ελληνισμός εισέρχεται σε μία μακροχρόνια οδυνηρή δουλεία υπό τον βάρβαρο και άπιστο οθωμανό δυνάστη ενώ σημαντικά τμήματα του ελλαδικού χώρου βιώνουν την κατοχή και την καταπίεση των δυτικών, Βενετών (Κρήτη, Κύπρος, Επτάνησα, νότια Πελοπόννησος). Ο ελληνισμός ευρισκόμενος και πάλι ενώπιον μιας διπλής δουλείας, χωρίς κρατική ανεξαρτησία και ελευθερία πνευματική, θρησκευτική, εθνική, βρίσκεται στην θλιβερή θέση να επιλέξει μεταξύ τούρκου και φράγκου-βενετού δυνάστη. Σε αυτήν την δύσκολη φάση του ελληνισμού, οι υπόδουλοι Έλληνες αισθάνονται την βαθιά ανάγκη να προσδιορίσουν την ελληνικότητά τους έναντι των άλλων, και να περισώσουν την αυτοσυνειδησία τους ως αυθύπαρκτη εθνική οντότητα.
Οι Έλληνες, έχοντας βιώσει το σοκ της Αλώσεως, χωρίς να ελπίζουν βάσιμα στην βοήθεια της Δύσης, η οποία άλλωστε δεν ήρθε ούτε το 1453 ούτε μετά, παρά τις αγωνιώδεις εκκλήσεις προς τον Πάπα και τους δυτικούς ηγεμόνες κυρίως των ελληνοβυζαντινών λογίων που κατέφυγαν στην Δύση μετά την Άλωση , έχοντας βιώσει την σκληρή φραγκοκρατία και την καταπίεση της Λατινικής Εκκλησίας και της απόπειρας προσηλυτισμού των ορθοδόξων στον Παπισμό, δεν δείχνουν και μεγάλη εμπιστοσύνη στους Δυτικούς. Εκ των πραγμάτων θα αναγκασθούν να στηριχθούν σε ίδιες δυνάμεις σε μία προσπάθεια επιβίωσης του γένους. Ο λαός θα συσπειρωθεί γύρω από την Εκκλησία, η οποία μετά την Άλωση αποτελεί τον μοναδικό οργανωμένο θεσμό του ελληνισμού που επιβιώνει μετά το 1453, και ουσιαστικά θα αποτελέσει και την θεσμική έκφραση του ελληνισμού έναντι του τούρκου κατακτητή.
Η Εκκλησία, ιδίως το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, θα υποκαταστήσει και θα διασώσει ένα τμήμα της βυζαντινής αυτοκρατορικής εξουσίας, και εν μέσω πολλών δυσχερειών, πιέσεων, βίαιων καταστάσεων θα καταστεί εθναρχεύουσα Εκκλησία που θα αποτελέσει την ΄΄κιβωτό του γένους΄΄ , όπως χαρακτηριστικά την αποκαλεί ο Αποστ. Βακαλόπουλος, που θα διασώσει την εθνική αυτοσυνειδησία των Ελλήνων. Οι υπόδουλοι θα βρουν στην ορθόδοξη πίστη το πνευματικό στήριγμα και την ελπίδα για να διατηρήσουν την ελληνικότητά τους έναντι των εκτεταμένων βιαίων εξισλαμισμών. Η χριστιανική πίστη θα αποτελέσει την βάση για την ιδεολογική εθνική αντίσταση των Ελλήνων έναντι του κατακτητή, εφ’ όσον όποιος αλλαξοπιστεί, γίνεται μουσουλμάνος, τουρκεύει, χάνει δηλαδή την ελληνικότητά του και αποκόπτεται από το γένος των Ελλήνων. Οι χιλιάδες χριστιανών νεομαρτύρων καθ’ όλην την τουρκοκρατία θα καταστούν στην λαϊκή συνείδηση οι εθνικοί ήρωες, οι γενναίοι αντιστασιακοί. Που πεθαίνουν ΄΄για την πίστη του Χριστού και την Ελλάδα΄΄. Η Εκκλησία θα αναλάβει σε μεγάλο βαθμό την εκπαίδευση των υποδούλων διατηρώντας σχολεία ακόμη και μέσα σε ναούς και μοναστήρια, για να μαθαίνουν τα ελληνόπουλα την ελληνική γλώσσα και την χριστιανική πίστη. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του ιερομονάχου , αγίου εθνοϊερομάρτυρος, πατρο-Κοσμά του Αιτωλού, που μέσα από τα εκατοντάδες σχολεία που ιδρύει και με τα φλογερά του χριστιανικά κηρύγματα διαφωτίζει τον λαό, αποτρέπει μαζικούς εξισλαμισμούς, καθίσταται ένας νέος εθναπόστολος του νεωτέρου ελληνισμού. Μέσα από την Εκκλησία επιβιώνει η γλώσσα και ο πολιτισμός και εξακολουθεί να επιβιώνει ένα μέρος του Βυζαντίου, αυτό που ο Ρουμάνος ιστορικός Ν. Iorga θα αποκαλέσει ΄΄το Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο΄΄. Αλλά και στην λαϊκή μνήμη η θύμηση του Βυζαντίου, του ένδοξου αυτοκρατορικού παρελθόντος, θα διατηρηθεί ζωντανή και μάλιστα θα λάβει μεσσιανικές και μυστικιστικές διαστάσεις με τον θρύλο του μαρμαρωμένου βασιλιά, του τελευταίου αυτοκράτορος Κων/νου Παλαιολόγου, ο οποίος θα ανακαταλάβει την Πόλη, θα διώξει τους Τούρκους, οπότε ΄΄πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θα’ ναι΄΄. Αυτές οι λαϊκές δοξασίες πότισαν βαθιά την συνείδηση του υπόδουλου Έλληνα, απετέλεσαν τον πυρήνα της ελπίδος για την μελλοντική εθνική αποκατάσταση, οδήγησαν στο 1821 και γέννησαν την ιδεολογία της Μεγάλης Ιδέας, που υπήρξε κυρίαρχη εθνική ιδεολογία και πόθος του ελληνισμού τον 19ο αι. και τις αρχές του 20ου αι. μέχρι το 1922. Η Μεγάλη Ιδέα, έστω και αν ναυάγησε μπροστά στην μικρασιατική καταστροφή του 1922, απετέλεσε σημαντικό παράγοντα στην συγκρότηση της ελληνικής ταυτότητας και της εθνικής αυτογνωσίας του νεωτέρου ελληνισμού, και εξακολουθεί να επιβιώνει έως σήμερα μέσα από την πληγωμένη ψυχή των ξεριζωμένων Ελλήνων που εξακολουθούν να θυμούνται τις ΄΄αλησμόνητες πατρίδες΄΄.
Στην συγκρότηση της νεοελληνικής ταυτότητας κατά την διάρκεια της τουρκοκρατίας, διαπιστώνουμε τον κυρίαρχο πνευματικό, θρησκευτικό, εκπαιδευτικό ρόλο της Εκκλησίας , που θέτει την σφραγίδα της στον εθνικό τύπο του Έλληνα Ρωμηού, του ορθοδόξου, και ουσιαστικά μέσα από την Ρωμιοσύνη και το ησυχαστικό κίνημα των Κολλυβάδων του 18ου αι. (Αγ. Μακαρίου του Νοταρά, Αγ. Νικοδήμου του Αγιορείτου, Αθανασίου του Παρίου) με το αίτημα για επιστροφή στις πνευματικές και ησυχαστικές ρίζες της ορθοδοξίας του ύστερου Βυζαντίου (14ος αι., μυστική και ησυχαστική θεολογία του Αγ.Γρηγορίου του Παλαμά) , και με την εξάπλωση των ιδεών των Κολλυβάδων σε όλους τους ορθοδόξους βαλκανικούς λαούς και την Ρωσία, με την φιλοκαλική αναγέννηση του 18ου αι., διακρίνουμε ως ισχυρή συνιστώσα της εθνικής αυτογνωσίας την επιβίωση της ιδέας της ρωμαϊκότητας, της Ρωμιοσύνης, δηλ. του προτύπου της ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, του ελληνοχριστιανικού και συνάμα οικουμενικού Βυζαντίου που θα συνενώσει στο μέλλον σε μία νέα χριστιανική και ελληνική αυτοκρατορία όλους τους ορθοδόξους βαλκάνιους λαούς. Ας μην λησμονούμε και το όραμα του Ρήγα Φερραίου όχι βέβαια για αυτοκρατορία, αλλά για μία βαλκανική συνομοσπονδία όλων των χριστιανικών λαών, με κυριάρχους τους Έλληνες. Βεβαίως, στην σκέψη του Ρήγα υπάρχουν επιρροές από τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό και τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης, χωρίς αυτές να είναι κυρίαρχες.
Στο ίδιο πρότυπο ελληνικότητας, που θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε ΄΄ανατολικό αυτοκρατορικό΄΄, μπορούμε να εντάξουμε ιδεολογικά τους Φαναριώτες, τις ισχυρές αυτές οικογένειες που ανδρώθηκαν γύρω από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ως σύμβουλοι και συμπαραστάτες, και ανεδείχθησαν σε μία νέα τάξη πλουσίων αστικών οικογενειών, εμπόρων, ιατρών, λογίων, υψηλών αξιωματούχων και κρατικών λειτουργών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, προσφέροντας τις υπηρεσίες τους στον Σουλτάνο ως μεταφραστές, διπλωμάτες, ηγεμόνες στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Οι Φαναριώτες θεωρούν εαυτούς συνεχιστές των ενδόξων αριστοκρατορικών οικογενειών του Βυζαντίου, εκ των οποίων υποστηρίζουν (μάλλον αβάσιμα) ότι έλκουν την καταγωγή τους, και προσβλέπουν στην ανασύσταση μίας νέας ανατολικής αυτοκρατορίας, πολυεθνικής, που θα συμπεριλαμβάνει χριστιανούς και μουσουλμάνους, ένα είδος πολυφυλετικής αυτοκρατορίας με έδρα την Κων/πολη.
Το προτεινόμενο ως αυτοκρατορικό μοντέλο για την εθνική ανασυγκρότηση του ελληνισμού μέσα από μία νέα ανατολική αυτοκρατορία εξακολουθεί να επιβιώνει και μετά την Ελληνική Επανάσταση του 1821, και παρά την ύπαρξη του ανεξάρτητου ελλαδικού κρατιδίου, εξακολουθεί να συγκινεί αρκετούς Έλληνες, που θα τους χαρακτηρίζαμε θιασώτες της ΄΄ανατολικής Μεγάλης Ιδέας΄΄, και σε αυτούς θα μπορούσαμε να εντάξουμε τους Κωνσταντινοπολίτες και κάποιους Ελλαδίτες με κύριο εκφραστή τον Ίωνα Δραγούμη.
Επειδή, όπως έχουμε ήδη διαπιστώσει, η έκφραση της ελληνικότητας στην ιστορική της διαχρονία ποτέ δεν υπήρξε μονοδιάστατη ή μονοσήμαντη, αλλά πάντοτε προέκυπτε ως αποτέλεσμα συνθέσεως ιδεών, τάσεων, ρευμάτων, θα ήταν λάθος να παραβλέψουμε την ιστορική πραγματικότητα πως πλάι στην ισχυρή παρουσία της Εκκλησίας και της Ορθοδοξίας στην διαμόρφωση της αυτοσυνειδησίας του νεωτέρου ελληνισμού, υπήρξαν και άλλες εθνικές και πνευματικές δυνάμεις, που εξίσου δυναμικά και καίρια συνέβαλαν στην ελληνικότητα. Ομιλούμε για όλες εκείνες τις δυνάμεις και κοινωνικές τάξεις( όχι με την έννοια που τις αποδίδει η μαρξιστική ιστοριογραφία αλλά περισσότερο με την έννοια μιας διακριτής κοινωνικής διαστρωμάτωσης) που αναδεικνύονται από τον 17ο αι. και προτάσσουν ένα διαφορετικό μοντέλο ελληνικότητας, του Έλληνα που επηρεάζεται από την Δύση, και όχι του Ρωμιού της παραδοσιακής Ανατολής.
Καθώς τον 17ο αι. αναδεικνύονται νέες δυνάμεις μέσα στον ελληνισμό, διαμορφώνεται μία ανερχόμενη εμπορική αστική και ναυτική τάξη, που πλουτίζει από τις εμπορικές σχέσεις με την Δύση, αναπτύσσονται οι κοινοτικοί θεσμοί, οι κατά τόπους αυτοδιοικούμενες κοινότητες των Ελλήνων, καθώς έχουμε μία νέα μετανάστευση προς την Δύση κυρίως νέων και εύπορων Ελλήνων που εγκαθίστανται στην Ευρώπη για εμπόριο και σπουδές, μία ελληνική διασπορά αποδήμων, όλα αυτά αποτελούν ένα νέο ρεύμα επηρεαζόμενο από τις ευρωπαϊκές ιδέες του Διαφωτισμού, του ρομαντισμού και του κλασσικισμού (του θαυμασμού των ευρωπαίων για την αρχαιοελληνική κληρονομιά) που εκφράζει μία διαφοροποιημένη αντίληψη περί ελληνικότητος, αυτή του εξευρωπαϊσμένου Έλληνα, που επιστρέφει ανακαλύπτοντας εκ νέου το κλασσικό παρελθόν, τους ενδόξους προγόνους της αρχαιότητος, και τον κάνουν να αισθάνεται υπερήφανος και εξυψωμένος, ισότιμος των ευρωπαίων.
Αυτή η τάση ελληνικότητος, που ονομάσθηκε νεοελληνικός διαφωτισμός, με κυριότερο εκφραστή της τον Κοραή, επιθυμεί να μεταφέρει ( να ΄΄μετακενώσει΄΄) τις ευρωπαϊκές ιδέες στον ελλαδικό χώρο, να επανασυνδέσει τους υπόδουλους Έλληνες με την αρχαιότητα, ώστε διά αυτού του τρόπου να ανέλθει πνευματικά ο ελληνισμός, να προετοιμασθεί για να αποτινάξει τον τουρκικό ζυγό και να απελευθερωθεί. Βιβλία τυπώνονται στην Δύση στα ελληνικά και περνούν στον ελλαδικό χώρο, οι ελληνικές κοινότητες και τα μεγάλα αστικά κέντρα του ελληνισμού ιδρύουν σχολές, τις συντηρούν με δικά τους έξοδα, συναγωνίζονται στο να καλέσουν γνωστούς και φημισμένους ΄΄διδασκάλους του γένους΄΄ να διδάξουν τα παιδιά τους, βαπτίζουν τα παιδιά τους δίδοντάς αρχαιοελληνικά ονόματα ενδόξων προγόνων (λ.χ. Περικλής, Θεμιστοκλής).
Οφείλουμε να παραδεχθούμε με κάθε σεβασμό στην ιστορική αλήθεια ότι η συνεισφορά των διαφωτιστών υπήρξε σημαντική στην διαμόρφωση της νεοελληνικής αυτογνωσίας, όχι όμως καθ’ ολοκληρίαν ή κατ’ αποκλειστικότητα όπως επιμένουν να μας την παρουσιάζουν οι νεωτεριστές και μαρξιστές ιστοριογράφοι. Δεν υπήρξε ολοκληρωτική αντιπαλότητα μεταξύ διαφωτιστών και Εκκλησίας, η οποία ήσαν επιφυλακτική και καταδικαστική ως προς τις αθεϊστικές και αντικληρικαλιστικές θέσεις που εξέφραζαν κάποιοι μειοψηφικοί εκπρόσωποι του νεοελληνικού διαφωτισμού, όχι πάντως οι κυριότεροι, αλλά ποτέ δεν στάθηκε αρνητική στις ευρωπαϊκές ιδέες και γνώσεις. Άλλωστε πολλές σχολές που ιδρύθηκαν χρηματοδοτήθηκαν από την Εκκλησία, και σε αυτές δίδαξαν αρκετοί εκπρόσωποι του νεοελληνικού διαφωτισμού, μεταξύ αυτών και πολλοί ιερείς και μοναχοί, όπως ο Ευγένιος Βούλγαρις (μητροπολίτης), ο Άνθιμος Γαζής, για να αναφέρουμε δύο από τους επιφανέστερους.
Επίσης, οφείλουμε να παραδεχθούμε πως οι ιδέες του νεοελληνικού διαφωτισμού, σημαντικές και ρωμαλέες, κυρίως επηρέασαν τις ανώτερες κοινωνικές ομάδες του ελληνισμού, στις πλατιές λαϊκές μάζες είχαν ελάχιστη επιρροή. Και όταν ξέσπασε η Επανάσταση του 1821, πολλοί διαφωτιστές παρέμειναν στην Ευρώπη, εργαζόμενοι μεταξύ της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης και ενισχύοντας τα φιλελελληνικά αισθήματα συμπάθειας, όμως δεν ήρθαν στην εξεγερμένη Ελλάδα να πολεμήσουν, και κάποιοι εξ αυτών, όπως ο Κοραής, εξέφρασαν ζωηρές επιφυλάξεις για το ξέσπασμα της Επαναστάσεως διότι πίστευαν πως οι υπόδουλοι Έλληνες δεν ήσαν καταλλήλως προετοιμασμένοι!
Η θετική συνεισφορά των νεοελλήνων διαφωτιστών και διδασκάλων του γένους στην διαμόρφωση της εθνικής αυτογνωσίας υπήρξε το γεγονός ότι μέσα από τους Έλληνες της Διασποράς, τους εμπόρους και την υπό διαμόρφωσιν αστική εμπορική και ναυτιλιακή τάξη, επανέρχεται εμφατικά μία άλλη θεώρηση ελληνικότητος, κάτω από την επιρροή του ευρωπαϊκού ρομαντισμού, κλασσικισμού και διαφωτισμού, αναζητούν την ελληνικότητα στην αρχαία Ελλάδα, την κλασσική αρχαιότητα, παραμερίζοντας το Βυζάντιο με αποστροφή καθώς το βλέπουν ως μία ανατολικού τύπου απολυταρχία, οπισθοδρομική και καθυστερημένη (βλέπουν δηλ το Βυζάντιο μέσα από τα μάτια των δυτικών). Ομοίως θεωρούν την οθωμανική αυτοκρατορία εξίσου σκοταδιστική και απολυταρχική. Προτείνουν ένα άλλον δρόμο ελληνικότητας, που στρέφεται στις ένδοξες μνήμες της κλασσικής Ελλάδας, σε τάση ΄΄επανελλήνισης΄΄ μέσα από την ανάδειξη της κληρονομιάς των αρχαίων προγόνων και την αναγέννηση του αρχαίου ελληνικού κλασσικού πνεύματος. Μόνον έτσι θεωρούν ότι ο υπόδουλος ελληνισμός θα ξεφύγει από την αμάθεια και το σκοτάδι των αιώνων της τουρκοκρατίας.
Στους κύκλους των νεοελλήνων διαφωτιστών και εν γένει των ευρωπαιομορφωμένων Ελλήνων διακρίνεται μία αρνητική στάση, μία έντονη προκατάληψη έναντι του Βυζαντίου, που αξιολογείται με την οπτική του ευρωπαϊκού διαφωτισμού ως θρησκόληπτο, σκοταδιστικό, απολυταρχικό, αντιευρωπαϊκό. Συχνά ταυτίζεται η Εκκλησία, ως μοναδικό απομεινάρι του βυζαντινισμού, με τους ίδους χαρακτηρισμούς, και συχνά θεωρείται ότι καλλιεργεί την αμάθεια, την θρησκοληψία, την δεισιδαιμονία στον λαό, και εμποδίζει ΄΄την πρόοδο, την αναγέννηση και τον εξευρωπαϊσμό των Ελλήνων΄΄ .Κύριοι εκπρόσωποι αυτής της τάσης είναι ο ΄΄ανώνυμος Έλληνας΄΄ συντάκτης της ΄΄Ελληνικής Νομαρχίας΄΄ ( η κυκλοφορία και η ιδεολογική επιρροή της οποίας σημειωτέον παρέμεινε περιορισμένη, ενδεικτική όμως μίας προτεινόμενης ελληνικότητας).
Αυτοί οι ελληνικοί κύκλοι, στενά συνδεδεμένοι με τις ευρωπαϊκές ιδέες και τους φιλελεύθερους κύκλους της Ευρώπης ενισχύουν το κύμα φιλελληνισμού και ελληνολατρείας, που διαπερνά την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη και συγκινεί τους φιλελεύθερους Ευρωπαίους, που με συμπάθεια βλέπουν την Ελληνική Επανάσταση ως μία προσπάθεια αποτίναξης της κυριαρχίας ενός απολυταρχικού και σκληρού δυνάστη, και την θεωρούν ως πρότυπο και προπομπό για παρόμοιες εξεγέρσεις και στην Ευρώπη εναντίον των απολυταρχικών καθεστώτων (πολλοί εξ αυτών των φιλελλήνων θα ξεσηκώσουν την Ευρώπη με άρθρα σε εφημερίδες, με ποιήματα όπως ο λόρδος Βύρων, με ζωγραφικούς πίνακες εμπνευσμένους από το 1821, όπως ο Ντελακρουά, θα οργανώσουν χρηματικούς εράνους υπέρ του Αγώνα, και πολλοί θα έρθουν στην Ελλάδα να πολεμήσουν και να πεθαίνουν). Από την άλλη πλευρά, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα σταθούν αρνητικές στην Ελληνική Επανάσταση, θεωρώντας την κακό παράδειγμα για τους λαούς τους και κίνδυνο για την ευρωπαϊκή τάξη και θα την πολεμήσουν, όπως κυρίως ο περιβόητος αντιδραστικός αυστριακός καγκελάριος Μέττερνιχ. Βλέπουμε λοιπόν πως ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας του 1821 περιβάλλεται με ένα ιδεολογικό φιλελεύθερο και δημοκρατικό μανδύα, και αποτελεί στα μάτια των Ευρωπαίων και των δυτικοφερμένων Ελλήνων ως ένα σύμβολο. Οι ίδιοι όμως οι επαναστατημένοι ΄΄Ελληνες θεωρούν τον αγώνα τους διφυή, πνευματικό και απελευθερωτικό ( αγωνίζονται ΄΄για του Χριστού την πίστη και την ελευθερία΄΄).