Ἰωάννη Δρούγκα Ἀντιστρατήγου ε.α
Ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικότερα μοναστικὰ κέντρα τοῦ Βυζαντίου, ποὺ ἀναπτύχθηκαν στὸν βαλκανικὸ χῶρο, ὑπῆρξε τὸ Παπίκιον ὄρος, ποὺ βρίσκεται ΒΔ τῆς Κομοτηνῆς. Μεγάλος ἀριθμὸς βυζαντινῶν ναῶν καὶ ἄλλων κτισμάτων ἔχουν ἐντοπισθεῖ βορείως τῶν οἰκισμῶν Πολυανθοῦ, Λινοῦ, Σώστη, Μίσχου, Ἀσώματου καὶ Θάμνας. Ἡ πρώτη ἀναφορὰ τοῦ Παπικίου στὶς γραπτὲς πηγὲς γίνεται στὸ τυπικὸ τοῦ Γρηγορίου Πακουριανοῦ, ἀξιωματούχου τοῦ Βυζαντίου, γιὰ τὴ Μονὴ τῆς Θεοτόκου Πετριτζονίναινας (Μπατσκόβου), ποὺ συντάχθηκε τὸ 1083, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στὸ ὄρος Παπίκιον συμπεριλαμβανόταν στὰ μετόχια τῆς παραπάνω Ἱερᾶς Μονῆς.
Οἱ βυζαντινοὶ ἱστορικοὶ καὶ χρονογράφοι Νικήτας Χωνιάτης καὶ Ἰωάννης Κίνναμος ἀναφέρουν, μὲ ἀφορμὴ τὴν παράθεση τῶν ἱστορικῶν γεγονότων τοῦ 12ου αἰῶνα, τὴν ὕπαρξη πλείστων σεμνείων (1) καὶ φροντιστηρίων, σὲ μερικὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἐκάρησαν μοναχοὶ ἐπιφανῆ πρόσωπα τοῦ Βυζαντίου, ὅπως ὁ πρωτοστράτωρ Ἀλέξιος Ἀξοὺθ καὶ ὁ νόθος γιὸς τοῦ αὐτοκράτορος Μανουὴλ Α΄ (1143- 1180), σεβαστοκράτωρ Ἀλέξιος. Στὸ τέλος τῆς ζωῆς του προσῆλθε ἐδῶ ὁ ἡγεμὼν τῶν Σέρβων Στέφανος Α΄ Νεμάνια καὶ ἀσπάσθηκε τὸ μοναχικὸ σχῆμα, ἀφήνοντας τὴν ἐξουσία στὸν δευτερότοκο γιό του Στέφανο (1195). Σημαντικὲς πληροφορίες γιὰ τὸ Παπίκιο ἀντλοῦμε ἀπὸ τὸν βίο τῶν δύο Ἀθηναίων μοναχῶν Βαρνάβα καὶ Σωφρονίου, ἱδρυτῶν τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παναγίας Σουμελᾶ τοῦ Πόντου, ποὺ ἔγραψε ὁ Ἀκάκιος Σαββαΐτης στὸ πρῶτο τέταρτο τοῦ 13ου αἰῶνα.
Οἱ δύο μοναχοὶ ἐπισκέφθηκαν τὸ Παπίκιον, ποὺ σύμφωνα μὲ τὸν Ἀκάκιο «τὴν κλῆσιν δὲ ἔλαχεν ἐκ τοῦ εἶναι πλεῖστα μοναστήρια καὶ μέγιστα περὶ τὰ τρὶς ἑκατὸν καὶ ἑβδομήκοντα. Ἀρχὴν δὲ τῇ κατοικήσει τοῦ ὄρους γέρων τις πρῶτος κατῴκησεν ἐκεῖσε τὴν κλῆσιν ἔχων πάππος καὶ διὰ τοῦτο Παπίκιον». Ἀπὸ τὸ ἀπόσπασμα τοῦ βίου τῶν ἱδρυτῶν τῆς Παναγίας Σουμελᾶ, ποὺ σχετίζεται μὲ τὸ Παπίκιο, πληροφορούμαστε τὴν ὕπαρξη δύο ἐπώνυμων Μονῶν: τῆς Παναγίας τῆς Ἐλεούσας, ποὺ βρισκόταν στὸ ἀνατολικὸ τμῆμα τοῦ Παπικίου, καὶ τοῦ Εὐαγγελιστῆ Λουκᾶ στὸ δυτικό. Ἡ πληροφορία τοῦ Ἀκάκιου ὅτι στὸ Παπίκιον ὑπῆρξαν τριακόσια ἑβδομῆντα μοναστήρια, ὅσο καὶ ἂν κρίνεται ὑπερβολική, φανερώνει τὴ σπουδαιότητα τοῦ μοναστικοῦ αὐτοῦ κέντρου. Ὁ ἀριθμὸς τῶν μοναστηριῶν ἦταν κατ᾿ ἄλλους ἐνενήκοντα. Ἂν καὶ ἡ πρώτη ἀναφορὰ τοῦ Παπικίου γίνεται τὸ 1083, δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι οἱ πρῶτες ἐγκαταστάσεις μοναχῶν στὴν περιοχὴ θὰ πρέπει νὰ ἀναχθοῦν σὲ προγενέστερους χρόνους. Εἶναι πολὺ πιθανὸν νὰ κατοικήθηκε τὸ Παπίκιον ἀπὸ ἀσκητὲς καὶ ἐρημῖτες κατὰ τὴν περίοδο τῆς εἰκονομαχίας, σὲ μία ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία ἡ λατρεία τῶν εἰκόνων στὴν Κωνσταντινούπολη, στὰ ἀστικὰ κέντρα καὶ τὰ μοναστήρια τῶν πόλεων ἀπαγορευόταν καὶ μποροῦσε εὔκολα νὰ ἐλεγχθεῖ. Ἦταν φυσικὸ γιὰ τοὺς εἰκονολάτρες μοναχοὺς τῶν ἀστικῶν κέντρων νὰ ἀναζητήσουν καινούργιους τόπους λατρείας καὶ ἄσκησης σὲ ὀρεινὲς καὶ δύσβατες περιοχές. Αὐτὲς οἱ συνθῆκες θὰ πρέπει νὰ ἀποτέλεσαν τὰ αἴτια ἵδρυσης τοῦ μοναστικοῦ κέντρου τοῦ Παπικίου ὄρους.
Τὸ Παπίκιον ὄρος ἔχει ὑψόμετρο 1463 μέτρα. Μὲ τὶς δύσβατες κορυφές του, τὴν πυκνὴ βλάστηση καὶ τὰ πολλὰ νερὰ ἦταν φυσικὸ νὰ προσελκύσει ἀσκητὲς καὶ ἐρημῖτες, ποὺ ἐπιζητοῦσαν τὴν τέλεια ἀπομόνωση, ἐνῷ δὲν ἐπέτρεπε καὶ τὴν ἐπικοινωνία μὲ τὸν «ἔξω κόσμο». Μὲ τὴν ἱστορία τοῦ Παπικίου συνδέονται τὰ ὀνόματα τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾶ, ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, καὶ τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλυβίτου, ποὺ ἐπισκέφθηκαν τὴ μοναστικὴ κοινότητα στὶς ἀρχὲς τοῦ 14ου αἰῶνα καὶ ἔμειναν γιὰ μικρὸ χρονικὸ διάστημα. Ἐνδιαφέρουσα εἶναι καὶ ἡ μαρτυρία ποὺ μᾶς παρέχει ὁ μαθητὴς καὶ βιογράφος τοῦ ὁσίου Μαξίμου, Θεοφάνης, προηγούμενος Βατοπεδίου καὶ Μητροπολίτης Περιθωρίου, ὁ ὁποῖος γράφει γύρω στὰ 1350: «Γενόμενος γὰρ πρὸς τὸ Παπίκιον (ὁ κλεινὸς Μάξιμος) εὗρεν ἐκεῖσε ἄνδρας ἁγίους ἴσα τοῖς μεγάλοις πατράσιν ἐκείνοις, Ἀντώνιον λέγω καὶ τὸν Εὐθύμιον, Ἀρσένιον καὶ Παχώμιον, ἀπὸ ἱππικούς, ἀπροΐτους (2), πελαζομένους ἐν ὄρεσιν ὑψηλοῖς καὶ σπηλαίοις ἡσύχοις καὶ ἀβάτοις τόποις, ἀπαρακλήτοις, ἔχοντας μεθ᾿ ἑαυτῶν οὐδέν, εἰ μὴ μόνον τὰ ράκη ἃ περιεβέβληντο οἱ γενναῖοι». Τὰ ἴδια περίπου ἀναφέρει καὶ ὁ δεύτερος βιογράφος τοῦ ὁσίου Μαξίμου, Ἰωαννίκιος Κόχυλας. Ἡ εἰκόνα ποὺ δίνεται στὰ ἀποσπάσματα τῶν δύο βιογράφων τοῦ ὁσίου Μαξίμου δὲν ἀφορᾶ στὸ σύνολο τῶν μοναχῶν τοῦ Παπικίου. Μὲ τὰ ἐπίθετα «ἄοικοι, ἄστεγοι, ἄυλοι» δὲν γίνεται ἀναφορὰ σὲ κάποια κατάσταση οἰκονομικῆς ἐξαθλίωσης τῶν μοναχῶν. Ἀντίθετα τὰ ἐπίθετα αὐτὰ προσδιορίζουν ἠθελημένη καὶ σκληρὴ δοκιμασία ἀσκητικοῦ βίου. Ἀξιόλογες πληροφορίες γιὰ τὸ Παπίκιον ἀντλοῦμε ἀπὸ μία ὁροθετικὴ στήλη μὲ τὴν ἐπιγραφὴ «Ὁριαῖοι διαφέροντες τῇ εὐαγεστάτῃ μονῇ τοῦ Δικαίου Ἀντωνίου». Ἡ ἐπιγραφὴ αὐτή, ποὺ χρονολογεῖται στὶς ἀρχὲς τοῦ 14ου αἰῶνα, ἔχει ἰδιαίτερη σημασία, γιατὶ ἀποτελεῖ τὴν πρώτη μαρτυρία ἐπώνυμης Μονῆς στὴν περιοχή, ἀποτελεῖ ὁροθέσιο δηλώνοντας τὴν ὕπαρξη ὁρίων δικαιοδοσίας μεταξὺ τῶν μονῶν καὶ ἀπόδειξη ὅτι τὸ ἀξίωμα τοῦ «δικαίου» ὑπῆρχε καὶ στὸ Παπίκιον.
Ἀπὸ τὴ συσχέτιση τῶν ἱστορικῶν μαρτυριῶν συμπεραίνεται ὅτι ἡ μοναστικὴ κοινότητα τοῦ Παπικίου βρισκόταν σὲ μεγάλη ἀκμὴ τὸν 11ο καὶ 12ο αἰῶνα. Ἀπὸ τὸν 13ο αἰῶνα ὅμως καὶ μετὰ σημειώνεται μία κάμψη, ποὺ φθάνει σὲ πλήρη μαρασμὸ στὰ τέλη τοῦ 14ου αἰῶνα. Ἀπὸ τὰ ἀνασκαφικὰ δεδομένα συμπεραίνεται ὅτι στὶς ἀρχὲς τοῦ 13ου αἰῶνα μερικὰ μοναστήρια τοῦ Παπικίου ὑπέστησαν τρομερὲς καταστροφὲς ἀπὸ πυρκαγιές. Μεγάλα τμήματά τους ἀποτεφρώθηκαν καὶ ἔπαψαν νὰ χρησιμοποιοῦνται. Οἱ ἐμφύλιοι πόλεμοι καὶ οἱ ἔριδες μεταξὺ τοῦ Ἀνδρονίκου Β΄ καὶ Ἀνδρονίκου Γ΄ (1321- 1328), καθὼς καὶ τῆς Ἄννας Παλαιολογίνας καὶ τοῦ Ἰωάννου ΣΤ΄ Κατακουζηνοῦ (1341- 1347), ποὺ διεξήχθηκαν ἀποκλειστικὰ στὸν χῶρο τῆς Θράκης, ἐπιτάχυναν τὸν μαρασμὸ τοῦ Παπικίου. Ἡ κατάλυση τῆς βυζαντινῆς κυριαρχίας στὴν περιοχὴ ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανοὺς (1362) συντόμευσε τὸν χρόνο λειτουργίας τῶν λίγων μοναστηριῶν ποὺ εἶχαν κατορθώσει νὰ ἐπιβιώσουν μέχρι τότε. Κατὰ τοὺς μεταβυζαντινοὺς χρόνους τὸ Παπίκιον δὲν ὑφίσταται ὡς μοναστικὸ κέντρο. Ὅπως καὶ στὰ ἄλλα μοναστικὰ κέντρα, ἔτσι καὶ στὸ Παπίκιον, ἡ πρώτη μορφὴ μοναχικοῦ βίου θὰ πρέπει νὰ ἦταν ἡ «ἐρημική». Τὸ κοινοβιακὸ σύστημα εἰσήχθη ἀργότερα, ὅπως ἔγινε στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ὄρος τῶν κελλίων (Πήλιον).
Ὁ κοινοβιακὸς τρόπος μοναχισμοῦ ποὺ ἐφαρμόστηκε στὸ Παπίκιον ἀποδεικνύεται σήμερα μὲ ἀνασκαφικὰ δεδομένα, μὲ τὴν ἀποκάλυψη ὀργανωμένων μοναστηριακῶν συγκροτημάτων κατὰ τὸ κοινοβιακὸ σύστημα. Ἡ ἀνάπτυξη τοῦ κοινοβιακοῦ συστήματος στὸ Παπίκιον δὲν κατήργησε τὸν ἐρημικὸ μοναχικὸ βίο. Ἡ συνύπαρξη τῶν δύο μοναστικῶν τύπων συμπεραίνεται καὶ ἀπὸ τὸ κείμενο τοῦ Ἀκακίου Σαββαΐτη, ὁ ὁποῖος ἀναφέρει ὅτι στὸ μοναστήρι τῆς Παναγίας Ἐλεούσας στὸ Παπίκιον ὑπῆρχαν μοναχοὶ ποὺ διέμειναν ἄλλοι στὸ Κοινόβιο καὶ ἄλλοι σὲ Ἡσυχαστήρια. Οἱ ἀνασκαφικὲς ἔρευνες ἔφεραν στὸ φῶς, ἐκτὸς ἀπὸ ναοὺς καὶ μοναστηριακὰ συγκροτήματα, κινστέρνες (δεξαμενές), ἀποθῆκες, μύλους, ἀλλὰ καὶ εὑρήματα ὅπως νομίσματα, μολυβδόβουλα, εἰκονίδια ἀπὸ στεατίτη καὶ ἀντικείμενα οἰκιακῆς χρήσης. Τὰ περισσότερα εὑρήματα καλύπτουν τὸ διάστημα μεταξύ τοῦ 11ου-13ου αἰῶνα.
1. Σεμνεῖον (τό): ἱερόν, μοναστήριον.
2. ἀπρόϊτος: αὐτὸς ποὺ δὲν ἐξέρχεται ἀπὸ τὸ σπίτι. Βιβλιογραφία. Νίκος Ζῆκος (1984). Βυζαντινὸ ὁδοιπορικὸ στὴ Θράκη. Ἀρχαιολογικὸς ὁδηγός, (1999). Ἔκδοση Περιφέρειας Ἀνατολικῆς Μακεδονίας-Θράκης