ΟΙ ΕΠΙΡΡΟΕΣ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΣΤΟ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΟ * ΔΥΤΙΚΟ ΚΟΣΜΟ

BYZANTINH PAIDEIA

ΔΙΟΙΚΗΣΗ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ, ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ

ΣΕ ΑΝΤΙΘΕΣΗ με τη μεσαιωνική Δύση, όπου επικρατούσε ένα σχετικά χαλαρό ατομικιστικό φεουδαρχικό σύστημα, το Βυζάντιο, για την μακρότερη περίοδό του είχε μια πολύ συγκεντρωτική κρατική οργάνωση, όπου ουσιαστικά όλες οι δραστηριότητες ήταν κάτω από την εξουσία του αυτοκράτορα.
Αυτά τα δύο στοιχεία, η απολυταρχία και η εξάρτηση των δημόσιων υπηρεσιών από αυτόν, ήταν οι βασικοί παράγοντες που επέτρεψαν στο Βυζάντιο να αποκτήσει τη δύναμη να αντέξει στις σχεδόν παντοτινές ξένες εισβολές και στις εσωτερικές κρίσεις. 

Η απολυταρχική παράδοση του Βυζάντιου χρησιμοποιήθηκε σαν έμπνευση για την εξέλιξη αρκετών από τις μεσαιωνικές δυτικές κυβερνήσεις. Έτσι π.χ., μέρος από την βάση των νορμανδικών ιδεών για την βασιλεία στη Σικελία, όπως και μερικά σημεία του τελετουργικού της νορμανδικής αυλής (συμπεριλαμβανομένης και της αμφιέσεως του βασιλιά), φαίνεται πως ήταν δανεισμένα άμεσα από τα βυζαντινά έθιμα και από την πέρα από κάθε αμφιβολία αντίληψη του βασιλέα σαν αντιπρόσωπου του Θεού, που ήταν αρχηγός και του Κράτους και της Θρησκείας στον κόσμο. (Η προσωπογραφία του Ρογήρου του Β’ στη Μαρτοράνα του Παλέρμου είναι ένα καλό παράδειγμα). Αυτή η βυζαντινή αντίληψη βρισκόταν σε αντίθεση με την προγενέστερη δυτική θεωρία του Πάπα και του αυτοκράτορα, που χειρίζονται τα δύο ξίφη, και τις ύστερες απαιτήσεις του Πάπα στην παγκόσμια πνευματική και εγκόσμια εξουσία. Γνωρίζουμε πως ο Ρογήρος Β΄ της Σικελίας, όταν έψαχνε για να υποστηρίξει την απαίτησή του να ελέγχει τη σικελική εκκλησία απέναντι στον Πάπα, πρόσταξε έναν Έλληνα μοναχό του βασιλείου του, τον Νείλο Δοξαπατρή, να ετοιμάσει πραγματεία, όπου θα εξέθετε την παλιά βυζαντινή θεωρία της πενταρχίας, δηλαδή της ισότητας και των πέντε Πατριαρχών, συμπεριλαμβανομένου και του Πάπα, στην διακυβέρνηση της Εκκλησίας (παρ’ όλο που είχε παραχωρηθεί στον Πάπα τιμητικό πρωτείο). Είναι πιθανό πως ο απολυταρχικός τύπος της κυβερνήσεως ενέπνευσε ακόμα μερικές από τις ιδέες των Γερμανών Χοχενστάουφεν για την βασιλική εξουσία και, σύμφωνα με τον Ντηλ, βοήθησε στο να διαπλαστεί η ύστερη ευρωπαϊκή αντίληψη για το θείο δίκαιο των βασιλέων. 
Αν η απολυταρχία έπαιξε βασικό ρόλο στην διατήρηση της δυνάμεως του βυζαντινού κράτους, το δίκαιο συγκράτησε τη συνοχή της βυζαντινής κοινωνίας. Και είναι το ρωμαϊκό δίκαιο που κωδικοποιήθηκε από τον βυζαντινό αυτοκράτορα Ιουστινιανό και μεταφέρθηκε με το διαμέσο της Σικελίας στη Δύση. Και αυτή η κληρονομία είναι ίσως η σπουδαιότερη από όσες εκληροδότησε το Βυζάντιο στο σύγχρονο κόσμο. Γιατί, ενώ η Δύση ήταν βουτηγμένη στο γερμανικό βάρβαρο δίκαιο με τις πρωτόγονες δοκιμασίες και τις κρίσεις με τη μάχη, η ελληνική Ανατολή απελάμβανε τα προνόμια του ρωμαϊκού δικαίου, που είχε ζυμωθεί με τα ιδεώδη του Στωικισμού και με άλλες φιλοσοφίες πάνω στη βάση της μακραίωνης πείρας της Ανατολής. Αυτές οι αντιλήψεις του ρωμαιοβυζαντινού δικαίου, περισσότερο και απ’την καθαυτό νομοθέτηση, είχαν την μεγαλύτερη επίδραση πάνω στο σύγχρονο δυτικό δίκαιο. 

Αντίθετα απ’ ότι γενικά πιστεύεται, η εξέλιξη του βυζαντινού δικαίου δεν σταμάτησε μετά την βασιλεία του Ιουστινιανού. Οι μεγάλες κοινωνικές αλλαγές που σημειώθηκαν στην αυτοκρατορία έγιναν αιτία να τροποποιηθεί ο κώδικας και ακόμα να διευρυνθεί από την Μακεδονική δυναστεία του Ι’ αιώνα, εποχή που όλοι οι νόμοι αναδιαπλάστηκαν συστηματικά στα ελληνικά. Και αυτός ο Μακεδονικός κώδικας, πολύ περισσότερο από τον Ιουστινιάνιο, κατείχε την κεντρική θέση στη βυζαντινή νομολογία από τον Ι’ αιώνα και πέρα. 

Πρωτύτερα, τον Η΄ και τον Θ’ αιώνα, τρεις άλλοι κώδικες είχαν σχεδιαστεί από την δυναστεία των Ισαύρων. Ο αγροτικός κώδικας, σχετικός με το αγροτικό δίκαιο, ο στρατιωτικός κώδικας, και ένας κώδικας του «Ναυαρχείου», που βασιζόταν στο παλιό Ροδιακό ναυτικό δίκαιο. Από τους τρεις ο τελευταίος είχε σημαντική βαρύτητα για τη Δύση. Είχε αναπτυχθεί πρωταρχικά από τους ναυτικούς και τους εμπόρους της Ρόδου και είχε υίοθετηθεί με την ονομασία «Ροδιακό ναυτικό δίκαιο» από τις ελληνιστικές πόλεις και αργότερα από την Ρώμη σαν πρότυπο ναυτικού δικαίου. Στην βυζαντινή Ανατολή, όπου έγινε ο επίσημος ή ημιεπίσημος κώδικας των ναυτικών ή «Δίκαιο του Ναυαρχείου», πρόσφερε πρακτικούς δοκιμασμένους από το χρόνο κανονισμούς, για την περίπτωση συγκρούσεων ανάμεσα σε πλοία και γι’ αυτά τα «πρωτοκαπιταλιστικά» προβλήματα, όπως οι σχέσεις του ιδιοκτήτη ενός πλοίου με τον ιδιοκτήτη του φορτίου στην περίπτωση που θα χανόταν το φορτίο. Καθώς περνούσε ο χρόνος, ορισμένοι κανονισμοί του κώδικα φαίνεται πως μεταλαμπαδεύτηκαν, από το έθιμο, στις πρώιμες ιταλικές πόλεις, που, όπως είδαμε, ήταν σε στενή επαφή με την Κωνσταντινούπολη. Ένας από τους ιταλικούς ναυτικούς κώδικες, ίσως ο πρώτος, του Αμάλφι (θεσπίστηκε γύρω στα 1000 μ.Χ.), φαίνεται πως ήταν βασισμένος απάνω στον Ροδιακό. Καθώς όμως άρχισε να φθίνει το βυζαντινό εμπόριο από τον ΙΒ’ αιώνα και πέρα και η Ιταλία εξασφάλισε για τον εαυτό της τα πρωτεία στη θάλασσα, το Ροδιακό ναυτικό δίκαιο καθ’ εαυτό άρχισε να μην εφαρμόζεται όλο και περισσότερο. Μερικές όμως από τις πιο σημαντικές αντιλήψεις του εξακολούθησαν να επιζούν και ενέπνευσαν την εξέλιξη ορισμένων εμπορικών και ναυτικών συνθηκών της Γένοβας, της Πίζας, της Βενετίας, και ακόμα τον ονομαστό «Consolato del Mare», τον πρώιμο καταλανικό νομικό κώδικα (γράφτηκε γύρω στα 1300) της πιο απόμακρης Βαρκελώνας. 

Σχετικά με την ναυσιπλοΐα, φαίνεται πως καθώς οι μεγάλες δυτικές εμπορικές πόλεις της Μεσογείου άρχισαν να ευρύνουν το εμπόριό τους, δανείστηκαν έναν αριθμό από εμπορικούς και ναυτικούς όρους απ’ την ελληνική ανατολή. Π.χ. ο βυζαντινός (αλλ’ αρχικά λατινικός) όρος «σκάλα» (αποβάθρα για τα εμπορεύματα) χρησιμοποιείται στα ιταλικά έγγραφα από τον ΙΑ’ αιώνα και πέρα. Η λέξη «γρίπος» (ένας βυζαντινός τύπος δικτύου ή ψαρόβαρκας) έγινε πολύ κοινή σε τμήματα της Μεσογείου, ιδιαίτερα στην Ιταλία, όπως και το βυζαντινό «παλαμάριον» (χονδρό σκοινί). Το τελευταίο απαντιέται σε γενουατικά, ενετικά και σε καταλανικά έγγραφα από τον ΙΓ’ αιώνα και ύστερα. Ίσως ένα πιο ενδιαφέρον παράγωγο είναι εκείνο του παλιού όρου των Βίκινγκς «ντρέκι», που αφορά τον μεγαλύτερο τύπο των πλοίων των Βίκινγκς, που η πλώρη του ήταν στολισμένη με το κεφάλι δράκοντα ή κάποιου άλλου ζώου και που κάποιος μελετητής πιστεύει πως μπορεί να προέρχεται αρχικά από την βυζαντινή ονομασία «δράκων» (το πώς αυτή η ονομασία έφθασε στον βορρά είναι άλλο θέμα). Πρέπει όμως να τονισθεί πως μια τελευταία έρευνα πάνω στην ναυτική και τη θαλασσινή ορολογία μοιάζει να δείχνει πως, ιδιαίτερα από τον ΙΓ’ αιώνα και εδώ, τις περισσότερες ονομασίες τις δανείζονταν οι Βυζαντινοί από τη Δύση παρά το αντίθετο. Παραδείγματα: η ενετική «κασέλα» κιβώτιο, marangon ο ξυλουργός των πλοίων, «γκάλιον» πολεμικό πλοίο (που αναφέρεται για πρώτη φορά σ’ ένα έγγραφο της Πίζας τον ΙΒ΄ αιώνα), και η ανάμεικτη ενετική ονομασία «άρμα», που σημαίνει την αρματωσιά ενός πλοίου και που συγχωνεύτηκε με την παλαιότερη λατινική «άρμα». 

Μια φανερή αλλά και σοβαρή περιοχή πολιτιστικής μεταβιβάσεως, που μέχρι σήμερα μόλις που έχει ερευνηθεί, είναι η πιθανή επιρροή της βυζαντινής πολιτικής τέχνης, και πιο συγκεκριμένα της διπλωματικής πράξης στη μεσαιωνική Δύση. Παρ’ όλο που οι βυζαντινές διπλωματικές μέθοδοι είχαν πρωταρχικά πηγάσει, τουλάχιστον σε μέρος τους, από τη Ρώμη και την ελληνιστική Ανατολή, το βυζάντιο ανέπτυξε τη διπλωματία σ’ ένα βαθμό λεπτότητας που είναι άγνωστος αλλού στη μεσαιωνική περίοδο. Συντάχτηκαν μερικές βυζαντινές πραγματείες, που καταγίνονται σε μέρος τους ή ολόκληρες με την διπλωματία και την πολιτική (η «Έκθεσις της βασιλείου τάξεως» του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Ζ’ του Πορφυρογέννητον είναι ίσως το πιο σημαντικό παράδειγμα), και που δίνουν λεπτομερείς οδηγίες, οι οποίες στηρίζονται στη θεωρία και την πείρα για τους καταλληλότερους τρόπους για να χειριστούν τις πιο δύσκολες πολιτικές καταστάσεις. Η Βενετία, που οι σχέσεις της με το Βυζάντιο ήταν πάντα στενότερες από τις άλλες δυτικές δυνάμεις, φαίνεται πως επωφελήθηκε περισσότερο από το βυζαντινό παράδειγμα. Πραγματικά, μια σύγκριση της βυζαντινής και της ενετικής διπλωματικής πρακτικής στην ύστερη μεσαιωνική εποχή και στην Αναγέννηση -π.χ. η αποστολή από τους πρέσβεις περιοδικών αναφορών στην κυβέρνησή τους (relazioni) ή η οργάνωση της υπηρεσίας πληροφοριών- θ’ αποκαλύψει κατά πάσα βεβαιότητα βυζαντινή, άμεση ή έμμεση, επιρροή σε όχι μικρό βαθμό. Πρέπει να θυμηθούμε πως η Βενετία από τον ΙΑ’ και τον ΙΒ’ αιώνα είχε μεγάλη παροικία στην ίδια την καρδιά της Κωνσταντινουπόλεως και πως αρκετά νωρίς σημαντικός αριθμός από Έλληνες είχε εγκατασταθεί στην Βενετία. 

Έχοντας υπ’ όψη τα όσα συζητήθηκαν σ’ αυτό το τμήμα, μπορούμε να βγάλουμε ένα σπουδαίο αλλά λίγο γνωστό συμπέρασμα: πως το Βυζάντιο με το τελειοποιημένο διοικητικό του σύστημα ιδιαίτερα στην μεγάλη πόλη της Κωνσταντινουπόλεως, πρόσφερε στον φεουδαρχικό δυτικό κόσμο, κάτι που είχε χαθεί από τη Δύση από την αρχαιότητα -ένα ζωντανό παράδειγμα μιας εξαιρετικά ανεπτυγμένης και οργανωμένης κοινωνίας κάτω από την εξουσία της δημόσιας αρχής. 

 

*Κ. Ι. Γιαννακόπουλος, Βυζαντινή Ανατολή και Λατινική Δύση, μτφρ. Κώστας Κυριαζής, εκδ. Εστία, Αθήναι ά.έ.

 

Πρώτη δημοσίευση

http://talantoblog.blogspot.gr/2013/04/blog-post_5001.html