«Ἱερουσαλὴμ Ἱερουσαλήμ, ἡ ἀποκτείνουσα τοὺς προφήτας καὶ λιθοβολοῦσα τοὺς ἀπεσταλμένους πρὸς αὐτήν· ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῖν τὰ τέκνα σου…καὶ οὐκ ἠθελήσατε» (Ματθ. κγ΄, 37)
ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΗΝΑ
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν Β΄πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολὴ προφητεύει μὲ ἐκπληκτικὴ ἀκρίβεια ὅτι θὰ ἔρθει καιρὸς ποὺ οἱ ἄνθρωποι δὲν θὰ ἀνέχονται τὴν ὑγιῆ διδασκαλία τοῦ Πνεύματος, ἀλλὰ θὰ ἐκτρέπονται καὶ θὰ πορεύονται ὀπίσω πλάνης καὶ δαιμονιωδῶν καταστάσεων· «ἔσται γὰρ καιρὸς ὅτε τῆς ὑγιαινούσης διδασκαλίας οὐκ ἀνέξονται, ἀλλὰ κατά τὰς ἐπιθυμίας τὰς ἰδίας ἑαυτοῖς ἐπισωρεύσουσι διδασκάλους κνηθόμενοι τὴν ἀκοήν, καὶ ἀπὸ μὲν τῆς ἀληθείας τὴν ἀκοὴν ἀποστρέψουσιν, ἐπὶ δὲ τοὺς μύθους ἐκτραπήσονται.» (Β΄Τιμ. δ΄, 3-4)
Ἐπίσης, λέει ὅτι στοὺς ἐσχάτους καιροὺς οἱ ἄνθρωποι θὰ καταστοῦν φίλαυτοι, φιλάργυροι, ἀλαζόνες, ὑπερήφανοι, βλάσφημοι, γονεῦσιν ἀπειθεῖς, ἀχάριστοι, ἀνόσιοι, ἄστοργοι, ἄσπονδοι, διάβολοι, ἀκρατεῖς, ἀνήμεροι, ἀφιλάγαθοι, προδόται, προπετεῖς, τετυφωμένοι, φιλήδονοι μᾶλλον ἢ φιλόθεοι, ἔχοντες μόρφωσιν εὐσεβείας, τὴν δὲ δύναμιν αὐτῆς ἠρνημένοι (Β΄Τιμ. γ΄, 1-5). Οἱ κατὰ σάρκα ζῶντες θὰ θερίσουν σάρκα – θάνατο καὶ οἱ κατὰ Πνεῦμα θὰ θερίσουν Πνεῦμα – ζωὴν αἰώνιον. «ὃ γὰρ ἐὰν σπείρῃ ἄνθρωπος, τοῦτο καὶ θερίσει· ὅτι ὁ σπείρων εἰς τὴν σάρκα ἑαυτοῦ ἐκ τῆς σαρκὸς θερίσει φθοράν, ὁ δὲ σπείρων εἰς τὸ πνεῦμα ἐκ τοῦ πνεύματος θερίσει ζωὴν αἰώνιον» (Γαλ. στ΄, 7-9). Καὶ θὰ εἶναι εὔκολο νὰ ξεχωρίσουν οἱ ἄνθρωποι τὸ σαρκικὸ φρόνημα ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ζωή, ἐὰν ἀναγινώσκουν τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ γνωρίσουν τὴν Ὀρθόδοξον παράδοσιν, ἀρκεῖ νὰ θελήσουν. Στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ στὴν Ὀρθόδοξον Παράδοσιν, ἀποκαλύπτονται καὶ διδάσκονται ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι τὰ πάντα, καὶ αὐτὰ ποὺ καταστρέφουν καὶ ἐκεῖνα ποὺ ζωοποιοῦν τὴν ψυχή. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος πάλι λέγει: Ἐγὼ δὲν κρίνω κανέναν. Ὁ λόγος ὂν ἐλάλησα ἐκεῖνος κρινεῖ ὑμᾶς.Καὶ ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὅτι Αὐτὸς ἦλθε ὡς ἀπεσταλμένος τοῦ Πατέρα καὶ ὁ κόσμος δὲν Τὸν δέχθηκε. Ὅταν ἔλθει ὁ ἄλλος ἀντὶ Αὐτοῦ -ἀντίχριστος- ἐν τῷ ἰδίῳ ὀνόματι, αὐτὸν θὰ τὸν δεχτοῦν οἱ ἄνθρωποι[1]. Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ Φῶς ποὺ ἦρθε στὸν κόσμο καὶ οἱ ἄνθρωποι ἀγάπησαν τὸ σκότος παρὰ τὸ Φῶς γιατί εἶναι πονηρὰ αὐτῶν τὰ ἔργα[2]. « ὁ ἀθετῶν ἐμὲ καὶ μὴ λαμβάνων τὰ ῥήματά μου, ἔχει τὸν κρίνοντα αὐτόν· ὁ λόγος ὃν ἐλάλησα, ἐκεῖνος κρινεῖ αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ·ὅτι ἐγὼ ἐξ ἐμαυτοῦ οὐκ ἐλάλησα, ἀλλ’ ὁ πέμψας με πατὴρ αὐτός μοι ἐντολὴν ἔδωκε τί εἴπω καὶ τί λαλήσω· καὶ οἶδα ὅτι ἡ ἐντολὴ αὐτοῦ ζωὴ αἰώνιός ἐστιν. ἃ οὖν λαλῶ ἐγὼ, καθὼς εἴρηκέ μοι ὁ πατήρ, οὕτω λαλῶ. » (Ἰωάν. ιβ΄, 48-50).
Ἀπὸ ὅλα τὰ ἀνωτέρω εὐχερῶς ἐξάγεται τὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ συζήτηση ποὺ γίνεται στὴν πατρίδα μας γιὰ δῆθεν ρατσισμὸ ἢ ἀντιρατσισμό, φοβία ἢ ξενοφοβία, εἶναι προσχηματικὴ καὶ ψευδεπίγραφη. Καὶ τοῦτο ἐπειδὴ ἡ ὁποιαδήποτε συζήτηση θὰ πρέπει νὰ κινεῖται στοὺς πόλους ἀλήθεια ἢ ψεῦδος, φῶς ἢ σκοτάδι. Κηρύττει ἡ Ἐκκλησία: «Ὅλοι εἴμαστε ἀδελφοί, ἑνὸς Θεοῦ δημιουργήματα καὶ δὲν ὑπάρχει διάκρισις μεταξὺ ἀνδρὸς καὶ γυναικός, δούλου ἢ ἐλευθέρου. Ἔτσι, μποροῦμε νὰ ἀγαπήσουμε τὸν ἀδελφό μας ὡς τὸν ἑαυτό μας, νὰ συγχωρήσουμε τὸν ἐχθρό μας καὶ εἰ δυνατὸν νὰ εἰρηνεύουμε μὲ τοὺς πάντες».
Ὅταν λοιπὸν ὁ Κύριος ἐντέλλεται «ἐὰν σὲ ραπίσει ὁ ἀδελφός σου στὴ μία σιαγόνα στρέψε σ’ αὐτὸν καὶ τὴν ἄλλη, ἐὰν σὲ ἀγγαρέψει ἕνα μίλι πήγαινε δυὸ μίλια μαζί του, ἐὰν σοῦ ζητήσει τὸ σακάκι δῶσε του καὶ τὸ πουκάμισο καὶ ἐὰν σοῦ ζητήσει νὰ τοῦ δανείσεις τὰ πρὸς χρείαν κάνε το χωρὶς ἀνταπόδοση» (Ματθ.ε΄, 39-42), τὰ λέει αὐτὰ μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ κερδίσουμε τὸν ἀδελφό μας προβάλλοντας θυσία καὶ φιλότιμο, ὥστε νὰ ἐντραπεῖ, νὰ μετανοήσει καὶ νὰ διορθώσει τὴ ζωή του, χτυπώντας τὰ πάθη ποὺ τυχὸν τὸν βασανίζουν, καὶ στὴν συνέχεια νὰ στηρίξει κι αὐτὸς τοὺς ἀδελφούς του. Καμμία σχέση βεβαίως, μὲ τὸν μαζοχισμὸ ἢ τὴν εἴσπραξη καρπαζιᾶς, ὅπως ἀντιλέγουν οἱ ἀφελεῖς καὶ οἱ ἀμύητοι στὴν Ὀρθοδοξία.
Σ’ αὐτὴν τὴν θεϊκὴ διδασκαλία, ποὺ δίνει πραγματικὸ νόημα στὴ ζωή μας καὶ ἀνυψώνει τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο ἕως τὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπεισέλθει κάτι ξένο ἢ παρείσακτο, π.χ. σὰν αὐτὰ ποὺ διδάσκουν ἄλλες θρησκεῖες καὶ αἱρέσεις, οἱ ὁποῖες ἀναφέρονται μὲ κομπασμὸ στὴν ἀντιπαλότητα τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν ἐθνῶν, στὸν ἀνταγωνισμὸ τῶν κρατῶν καὶ φτάνουν μάλιστα στὸ τραγικὸ σημεῖο νὰ διδάσκουν ὅτι ὁ φόνος συνανθρώπων ὁδηγεῖ σὲ παραδείσια κατάσταση; (Ἐφθάσαμε στὸ ἀχαρακτήριστο, ἀξιωματικός τῆς ἀστυνομίας νὰ συστήνει ἀπὸ τηλεοράσεως στοὺς Ἕλληνες πολίτες, ὅταν τοὺς ληστεύουν οἱ λαθραῖοι νὰ μὴν ἀντιστέκονται, μήπως τουλάχιστον σώσουν τὴ ζωή τους. Ὁποῖον κατάντημα!!!).
Ἐπίσης, εἶναι δυνατὸν νὰ γίνεται ἀνεκτὴ ἔστω καὶ ἡ σκέψη γιὰ πορνεία, μοιχεία, ὁμοφυλοφιλία, παιδεραστία, κτηνοβασία (βλέπε τὰ κτήνη μὲ τὰ ὁποῖα ἔχουν γεμίσει οἱ περισσότεροι Νεοεποχίτες τὰ σπίτια τους), ἐμπόριο ναρκωτικῶν, ἐγκληματικὲς πράξεις, ἐκτρώσεις, ἁρπαχτὴ καὶ ἀδικία, ὅπως τὰ προωθεῖ ἡ Νέα Ἐποχή; ΟΧΙ καὶ πάλιν ΟΧΙ. Διότι ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ἡ ἀκόλουθη: «διότι γνόντες τὸν Θεὸν οὐχ ὡς Θεὸν ἐδόξασαν ἤ εὐχαρίστησαν…ἐσκοτίσθη ἡ ἀσύνετος αὐτῶν καρδία…μετήλλαξαν τὴν ἀλήθειαν τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ ψεύδει…ἐλάτρευσαν τῇ κτίσει παρὰ τὸν κτίσαντα…αἵ τε γὰρ θήλειαι αὐτῶν μετήλλαξαν τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν, …ἄρσενες ἐν ἄρσεσι τὴν ἀσχημοσύνην κατεργαζόμενοι…παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς εἰς ἀδόκιμον νοῦν…συνευδοκοῦσι τοῖς πράσσουσι.» (Ρωμ. α΄, 21-32) Ἐδῶ θὰ πρέπει νὰ ἀναφέρομε τὸν μεγάλο ἀριθμὸ μεταναστῶν ποὺ εἰσέρευσαν καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ εἰσρέουν στὴν εὑρισκόμενη στὰ ὅριά της πατρίδα μας. Μετανάστες χωρὶς χαρτιά , ποὺ πλήρωσαν ὅμως μιὰ ὁλόκληρη περιουσία σὲ διακινητές. Μετανάστες ἀπὸ χῶρες τῆς Μέσης Ἀνατολῆς, τῆς Ἀσίας, τῆς Βορείου Αφρικῆς. Ἄν συνυπολογίσομε καὶ τὸν μεγάλο ἀριθμὸ τῶν βαλκάνιων γειτόνων μας ποὺ εὑρίσκονται νομίμως ἤ μὴ στὴν Ἑλλάδα μας μποροῦμε βασίμως νὰ συμπεράνουμε πὼς πρόκειται γιὰ μιὰ βόμβα στὰ θεμέλια τῆς ἐμπερίστατης πατρίδος μας. Βεβαίως ἡ Ἐκκλησία μας καὶ ὁ Ὀρθόδοξος λαός μας ἀτομικὰ στὸν καθένα φρόντισαν στὸ μέτρο τοῦ ἐφικτοῦ νὰ τὸν βοηθήσουν, ἀλλὰ τὸ πρόβλημα εἶναι βαθύτερο καὶ ὑφίσταται.
Ὁ Χριστός μας, ὁ Μεσσίας, μᾶς λέει: « Εἶδες τὸν ἀδελφό σου, εἶδες τὸν Θεό σου. Καὶ ὅσο βρίσκεσαι μαζί του στὸ διάβα τῆς ζωῆς φρόντισε νὰ συνδιαλέγεσαι μὲ συγχωρητικότητα καὶ ἀγάπη γιὰ νὰ μὴν βρεθεῖς ἐκτεθειμένος τὴν ἡμέρα καὶ τὴν ὥρα τῆς Κρίσεως.» Ἐὰν αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπόλυτη καὶ μόνη ἀλήθεια ὑπὸ τὸν ἥλιον – καὶ εἶναι – τότε δὲν ἐπιτρέπεται ἐπ’ οὐδενὶ νὰ ἀνέχεσαι στὴ ζωή σου ὁποιαδήποτε πλάνη καὶ βλασφημία ποὺ προσβάλλει τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο καὶ καθιστᾶ τὸν κάθε ἀποστάτη ἐχθρὸ τῆς Θείας Ἀποκαλύψεως. Ἔχεις, λοιπόν, προσωπικὴ εὐθύνη, ὅταν δὲν ἀντιστέκεσαι στὸ ψεῦδος, τὴν πλάνη καὶ τὸ σκοτάδι. Αὐτὰ τὰ δηλητηριώδη φίδια, δηλαδὴ τὸ ψεῦδος, τὴν πλάνη καὶ τὸ σκοτάδι, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τὰ βάλεις στὸ σπίτι σου καὶ στὸν κόρφο σου, γιατὶ θὰ σὲ δηλητηριάσουν καὶ θὰ φανεῖς ἀνίκανος καὶ ἀδόκιμος. Στὴν περίπτωση αὐτὴ ἰσχύει ἕτερος νόμος ποὺ λέει νὰ θυσιάζεσαι ὑπὲρ τῆς ἀληθείας κι αὐτὴ ἡ θυσία νὰ φθάνει ἕως τέλους, προκειμένου νὰ ὑπερασπιστεῖς τὴν τιμή σου, τὴν οἰκογένειά σου, τὴν ἀξιοπρέπειά σου, τὴν πίστη σου καὶ τὴν πατρίδα σου.
Βέβαια, τὸ φίδι τῆς πλάνης δὲν τὸ σκοτώνεις, γιατὶ ταυτίζεται μὲ ἀνθρώπινο πρόσωπο, ἔστω κι ἀμαυρωμένο. Δὲν τὸ κλείνεις ὅμως στὸ στῆθος σου καὶ στὴν καρδιά σου. Θέλω νὰ πῶ ὅτι ὑπάρχουν θρησκεύματα καὶ αἱρέσεις ποὺ διαμορφώνουν ἀνθρώπους μὲ ἀντικοινωνικὴ συμπεριφορὰ καὶ ἀνελεήμονη καρδιά, καὶ ποὺ φθάνουν μέχρι τοῦ σημείου, ἐνῶ ἐσὺ τοὺς περιθάλπεις, τοὺς βοηθᾶς καὶ τοὺς ἀγαπᾶς, ἐκεῖνοι ἀρρωστημένα, σύμφωνα μὲ τὸν τρόπο ζωῆς ποὺ τοὺς ἔχουν ἤδη διδάξει στὸν τόπο τους καὶ ἐφόσον τοὺς ἔχουν ἤδη ἐκμεταλλευθεῖ καὶ πετάξει μακριὰ ἀπὸ τὴν ἴδια τους τὴν πατρίδα, δοθείσης εὐκαιρίας, καραδοκοῦν νὰ ληστεύσουν, νὰ βιάσουν καὶ νὰ σκοτώσουν.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ:
Ἑπομένως, δὲν εἴμαστε ρατσιστές, οὔτε ἔχουμε ξενοφοβία, ἀλλὰ μὲ διάκριση καὶ ἀκακία, προνοοῦμε τὰ τοῦ οἴκου μας.
Οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ ἀγωνιζόμαστε νὰ φυλάσσουμε τὴν Ὀρθόδοξη πίστη καὶ παράδοσή μας ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ, μεταδίδοντάς την στὰ παιδιά μας, στὰ ἐγγόνια μας καὶ στὶς ἑπόμενες γενεές. Τὸ ὀφείλουμε χάριν εὐγνωμοσύνης στοὺς πατέρες ποὺ μᾶς παρέδωσαν αὐτὰ τὰ Ἅγια σεβάσματα τῆς Θρησκείας μας καὶ τὴν Ὀρθόδοξο ἀνθρωπολογία μας. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ἔκλαψε γιὰ τὴν Ἱερουσαλήμ, ὅταν ἐκείνη ἐπηρεάσθηκε, ἀσώτεψε καὶ ἀλλαξοπίστησε εἰσάγοντας ξένους τρόπους λατρείας, ξένα εἰδωλολατρικά ἤθη καὶ ἔθιμα. Δὲν θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ, καὶ ὡς Θεὸς μάλιστα ποὺ εἶναι, ὁ Ὢν, ὁ Ὑπάρχων[3]: “Ἀφῆστέ τα ὅλα ἐλεύθερα, σπᾶστε τὰ δεσμὰ τῆς πίστεώς σας, καταργῆστε τὶς παραδόσεις σας, σεβασθῆτε τοὺς ξένους”; Μήπως καὶ ὁ Χριστὸς ἦταν ρατσιστής; Ὦ τοῦ παραλόγου καὶ νὰ τὸ σκεφθεῖ κανείς! Ἐκεῖνα, λοιπόν, ποὺ λέγονται στὰ media καὶ γράφονται στὰ ἔντυπα περὶ δῆθεν ρατσισμοῦ καὶ ξενοφοβίας εἶναι ἐκ τοῦ πονηροῦ σοφιστεῖες, ποὺ ἀποπροσανατολίζουν καὶ δὲν ἅπτονται τοῦ ἀληθινοῦ προβλήματος ποὺ ἀπασχολεῖ σήμερα ὅλους μας. Τὰ σερβίρουν μὲ δόλο οἱ ἐχθροὶ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τῆς Ἑλλάδος, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν πολυπολιτισμικότητα προσπαθοῦν νὰ γκετοποιήσουν κάθε γωνιὰ τῆς πατρίδος μας, ὥστε οἱ πολίτες, μαζὶ μὲ τὴν ἀνεργία, τὴ φτώχεια καὶ τὴν ἀβάσταχτη φορολογία, νὰ νοιώθουν ἀνασφάλεια καὶ ἀπελπισία, μὲ τελικὴ προοπτικὴ νὰ ὑποταχθοῦν στὴ Νέα Ἐποχὴ μὲ τὰ ὄργανά της. Εἶναι αὐτοὶ οἱ ἐχθροί, ποὺ ξεδιάντροπα τονίζουν συχνὰ-πυκνὰ ὅτι ἢ θὰ τὰ δεχτοῦμε ἢ θὰ πεθάνουμε, ἢ θὰ τοὺς ἀκολουθήσουμε στὴν καταστροφική τους πορεία ἀλλέως θὰ χάσουμε τὸ τρένο τῆς ζωῆς. Μήπως κι αὐτὸ ἀκόμη δὲν εἶναι ρατσισμὸς ἀπ᾿ τὴν πλευρά τους; Εἶναι δυστυχῶς ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ξενοψευδοσωτῆρες, ποὺ χωρὶς καμμία αἰδῶ, προβάλλουν τὸν κυνεδισμό, τὴν παιδεραστία, τὴν ἁρπαγὴ καὶ τὴν τοκογλυφία, ὡς πολιτισμὸ καὶ νέο τρόπο ζωῆς. Ταλαίπωροι ἄνθρωποι!!! Ποῦ καταντήσατε!!! Ἔτσι, ἐν τέλει, τίθενται τὰ ἐρωτήματα ποὺ περιμένουν εἰλικρινῆ ἀπάντηση:
Φῶς ἢ σκοτάδι; Ἀλήθεια ἢ ψεῦδος; Ἐντιμότητα ἢ ἀτιμία; Ὀρθὴ κριτικὴ σκέψη ἢ ἀνοησία καὶ ἠλιθιότητα; Φιλότιμο ἢ δόλος; Φιλία ἢ λυκοφιλία;
Ἐργασία ἢ δουλεία;
Ἡ δισχιλιετὴς Ὀρθόδοξη Παράδοσή μας δίνει μὲ ἀκρίβεια καὶ σαφήνεια τὴν ἀπάντηση. Εὐχόμαστε νὰ τὴν μελετήσουν αὐτοὶ ποὺ ἰσχυρίζονται ὅτι ἀγαποῦν αὐτὸν τὸν τόπο.
Ἡ ψυχὴ καὶ ὁ Χριστός, οὔτε πωλοῦνται, οὔτε συλλήζονται καὶ ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες, τὸν Πολύτιμον Μαργαρίτην, ποὺ εἶναι ἡ πίστις καὶ ἡ παράδοσή μας, δὲν Τὸν πετοῦμε στοὺς κύνες καὶ στοὺς χοίρους. Τελεία καὶ παῦλα.
[1] (Ἰωάν.,ε΄,43): « ἐγὼ ἐλήλυθα ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ πατρός μου, καὶ οὐ λαμβάνετέ με· ἐὰν ἄλλος ἔλθῃ ἐν τῷ ὀνόματι τῷ ἰδίῳ, ἐκεῖνον λήψεσθε.»
[2](Ἰωάν., γ’, 19): «Αὕτη δὲ ἐστὶν ἡ κρίσις, ὅτι τὸ φῶς ἐλήλυθεν εἰς τὸν κόσμον, καὶ ἀγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τὸ σκότος ἤ τὸ φῶς• ἦν γὰρ πονηρὰ αὐτῶν τὰ ἔργα»
[3][3] (Ἰωάν.,η΄,58): “… Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, πρὶν Ἀβραὰμ γενέσθαι ἐγὼ εἰμί.”
(Ἔξοδ., γ΄,14): “…Ἐγώ εἰμι ὁ Ὢν…”
(Ἀποκ. Ἰωάν.,α΄,8): “Ἐγὼ εἰμι τὸ Α καὶ τὸ Ω, λέγει Κύριος ὁ Θεός, ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος, ὁ παντοκράτωρ.”