Τσακτσίρα Μαρίας
Νηπιαγωγοῦ
Διδασκαλία – Διδακτική – Παιδεία
Ἐξαιρετικὰ ἐνδιαφέρουσα εἶναι ἡ θεώρηση τοῦ Χρυσοστόμου γιὰ τὰ περιεχόμενα τῶν ὅρων: α) Διδασκαλία, β) Διδακτικὴ καὶ γ) Παιδεία.
«Ὁ καθαρὸς βίος εἶναι καρπὸς τῆς ἀληθινῆς παιδείας».
«Γι᾿ αὐτὸ τὰ προβλήματά μας ἔχουν περιέλθει τώρα στὴν ταραχὴ καὶ τὴ σύγχυση καὶ οἱ μαθητές, ἀφοῦ κατελήφθησαν ἀπὸ ἐγωϊστικὸ φρόνημα, ἀνέτρεψαν τὴν τάξη καὶ ἔγιναν ὅλα ἄνω κάτω. Κι ἂν τοὺς κατηγορήσει κανεὶς γιὰ τὸ παραμικρό, περιφρονοῦν τοὺς ἄρχοντες, ἐπειδὴ ἐμεῖς (οἱ ἐκπαιδευτικοί) τούς παιδαγωγήσαμε κακῶς».
«Καὶ ἀρκεῖ πολλὲς φορὲς ἕνας καὶ μόνον λόγος ποὺ πῆραν (τὰ παιδιὰ) ἀπὸ τὴ χριστιανικὴ διδασκαλία νὰ τοὺς εἶναι ἐφόδιο σ᾿ ὅλη τους τὴ ζωή».
«Κάθε τεχνίτης, ὅπως θὰ ἀφήσει τὸ ἔργο τῶν χεριῶν του, ἔτσι θὰ τὸ βρεῖ. Σ᾿ ἐμᾶς ὅμως (τοὺς παιδαγωγοὺς) δὲν συμβαίνει τὸ ἴδιο, ἀλλὰ τὸ ἐντελῶς ἀντίθετο. Γιατί δὲν κατεργαζόμαστε ἄψυχα σκεύη, ἀλλὰ λογικὲς ψυχές».
«Ἡ καρποφορία τῆς διδασκαλίας δὲν ἐξαρτᾶται ἐξ ὁλοκλήρου ἀπὸ τὸ δάσκαλο, ἀλλὰ ἂν ὄχι περισσότερο, τοὐλάχιστον κατὰ τὸ ἥμισυ καὶ ἀπὸ τοὺς μαθητές».
«Συνήθως αὐτὰ ποὺ ἀνακαλύπτονται μὲ κόπο καὶ ὕστερα ἀπὸ ἔρευνα, ἐντυπώνονται περισσότερο στὴ διάνοιά μας καὶ παραμένουν».
«Ὅταν οἱ ἀκροατὲς εἶναι πνευματικὰ ἀδύνατοι, πρέπει νὰ ἑτοιμάσουμε διάφορα εἴδη διδασκαλίας ποὺ περιλαμβάνουν ποικίλες παραβολὲς καὶ παραδείγματα καὶ ἄλλα πολλὰ τέτοια».
«Γιὰ τὴν τέλεια οἰκοδομὴ ἡ ἐφαρμογὴ ἔχει ἀνάγκη τὴ διδασκαλία καὶ ἡ διδασκαλία ἀπὸ τὴν ἐφαρμογή».
«Ἀκροατὴς ποὺ δὲν κάθεται ἄνετα, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ προσέχει μὲ ἐνδιαφέρον τὰ λεγόμενα».
«Τὰ παραδείγματα δὲν πρέπει νὰ τὰ χρησιμοποιοῦμε στὸ σύνολό τους, ἀλλὰ μόνο ἀφοῦ προηγουμένως διαλέξουμε τὸ χρήσιμο μέρος τους».
«Μεγάλη δύναμη ἔχουν καὶ οἱ εἰκόνες στὸ νὰ ἐπιτείνουν τὴ δύναμη καὶ τὴ ζωντάνια τοῦ λόγου».
«Ἀφοῦ διακόψαμε τὴ συνέχεια τῆς διδασκαλίας, καταπιαστήκαμε μὲ ἐπείγοντα, ἐπίκαιρα γεγονότα».
«Δὲν πρέπει νὰ ἀνατρέχουμε μόνον στὶς παλιὲς διηγήσεις, ἀλλὰ νὰ χρησιμοποιοῦμε παραδείγματα καὶ ἀπὸ τὴ σύγχρονη ζωή».
«Εἶναι προτιμότερο, ἀφοῦ σκάψουμε ἕνα μικρὸ μέρος καὶ κατεβοῦμε στὸ βάθος του, νὰ βροῦμε ἐκεῖ ἕνα μεγάλο θησαυρὸ ἀπὸ ἀναγκαία πράγματα, παρά, περνώντας πάνω ἀπὸ πολλὰ χωράφια νὰ ταλαιπωρούμαστε χωρὶς λόγο, ἄσκοπα καὶ μάταια».
«Ὅταν πρόκειται νὰ καταπιαστεῖ κανεὶς μὲ τὴν ἀνάπτυξη μεγάλου θέματος, ποὺ ἀπαιτεῖ πολλὰ λόγια καὶ δὲν ἐξαντλεῖται σὲ μία καὶ δύο καὶ τρεῖς μέρες, ἀλλὰ σὲ πολὺ περισσότερες, νομίζω ὅτι εἶναι ἀνάγκη νὰ μὴ φορτώσει ὁ ὁμιλητής (παιδαγωγὸς) στὴ διάνοια τῶν ἀκροατῶν ὁλόκληρη τὴ διδασκαλία διὰ μίας, ἀλλά, ἀφοῦ τὴ διαιρέσει σὲ πολλὰ μέρη, νὰ κάνει μὲ τὸ κομμάτιασμα αὐτὸ τὸ φορτίο τοῦ λόγου ἐλαφρὸ καὶ κατανοητό».
«Δὲν εἶναι ἀναγκαῖο καὶ σκόπιμο νὰ ἑρμηνεύονται καὶ νὰ ἐπιλύονται τὰ πάντα, γιὰ νὰ μὴ γίνονται (οἱ μαθητὲς) ὀκνηροὶ καὶ ἀδιάφοροι γιὰ τὴν ἔρευνα».
«Οἱ δάσκαλοι νὰ μὴν παραδίδουν νέο μάθημα στὰ παιδιά, ἕως ὅτου διαπιστώσουν, ὅτι τὸ προηγούμενο ἔχει ἐντυπωθεῖ καλὰ στὴ μνήμη τους».
«Ἐπειδὴ καὶ κάθε δάσκαλος, ὅταν δεῖ τὸ μαθητὴ νὰ ἐντυπώνει στὴ διάνοιά του μὲ ἀκρίβεια τὰ προηγούμενα μαθήματα καὶ νὰ ἐπιδεικνύει τὴν καρποφορία μὲ τὰ ἔργα, μὲ μεγαλύτερη προθυμία ἐμπιστεύεται σ᾿ αὐτὸν τὴ γνώση τῶν ἑπομένων».
«Ὁ τρόπος τῆς διδασκαλίας πρέπει νὰ εἶναι ἀνάμεικτος καὶ νὰ μεταχειρίζεται κανεὶς πότε τὸν ἕνα καὶ πότε τὸν ἄλλο, ὥστε οὔτε νὰ χαλαρώνει ὑπέρμετρα ἡ διάνοια, οὔτε πάλι νὰ κουράζεται ὑπερβολικά, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ καταπονεῖται καὶ νὰ παίρνει στάση ἀρνητικὴ ἀπέναντι στὸν κόπο».
«Ἐκεῖνος ποὺ ἐπιδιώκει πρὶν ἀπὸ τὸν κατάλληλο χρόνο νὰ διδάξει τὰ ὑψηλὰ δόγματα (ἀλήθειες/ἔννοιες/ἀξιώματα) δὲν θὰ βρεῖ ἕτοιμη τὴν ψυχικὴ διάθεση.[…]. Οὔτε λοιπὸν κι ἐμεῖς νὰ ἀπαιτοῦμε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὅλα ἀπὸ ὅλους, ἀλλὰ ὅσα εἶναι δυνατόν. Καὶ σύντομα θὰ φθάσουμε καὶ σ᾿ ἐκεῖνα (τὰ δύσκολα)»[1].
Γενικὰ παρατηρεῖ κανεὶς μὲ θαυμασμὸ καὶ στὶς παραπάνω ἀπόψεις τοῦ Χρυσοστόμου τὴν εὐστοχία στὴν προσέγγιση τῶν ὅρων διδακτικὴ – διδασκαλία, τὴν ἀρκετὰ προοδευτική, ἄλλη μία φορὰ ἀντίληψη τῶν παιδαγωγικῶν πραγμάτων καὶ τὴ διάθεση ἀνάλυσης λεπτῶν παραγόντων ποὺ ἐμπλέκονται στὴ διαδικασία τῆς διδασκαλίας καὶ διαδραματίζουν οὐσιαστικὸ ρόλο στὴν ἐξέλιξη καὶ τὰ ἀποτελέσματά της.
Θεωρεῖ πάνω ἀπὸ ὅλα ἀμφίδρομη τὴ σχέση παιδαγωγοῦ καὶ παιδιῶν στὸ πλαίσιο τῆς διδασκαλίας. Καὶ οἱ δύο πλευρὲς πρέπει νὰ καταβάλλουν προσπάθειες, ὥστε νὰ ἀποκτηθοῦν τὰ μορφωτικὰ ἀγαθά, μὲ τὸν πιὸ ἐπικοδομητικὸ τρόπο. Ἡ ἐπιτυχὴς διδασκαλία ἀναπόφευκτα ἐπιφέρει ἀλλαγὲς στοὺς παιδαγωγούμενους. Ἐπίσης, σταθερότερη ἀποβαίνει ἡ μάθηση, ποὺ προκύπτει ἔπειτα ἀπὸ τὸν πειραματισμὸ μὲ τὸ διδακτικὸ ἀντικείμενο, τὴν αὐτενέργεια, τὸν προβληματισμό, τὴν κριτικὴ σκέψη καὶ τὴν ἔρευνα γύρω ἀπὸ αὐτὸ καὶ τὴν ἀπόκτηση σχετικῶν βιωμάτων. Αὐτὴ τὴν αὐτενέργεια ποὺ ἀρκετοὺς αἰῶνες ἀργότερα οἱ πρωτοπόροι ἐκπρόσωποι τοῦ «νέου σχολείου» – Dewey, Montessori, Decroly, Spencer κ.ἄ. – ἀντέταξαν μὲ πάθος στὴν παλιὰ παιδαγωγική, ἐξαίρει πρῶτος ὁ χρυσὸς Ἱεράρχης καὶ παιδαγωγός. Ὁ εὐσυνείδητος παιδαγωγὸς ὀφείλει νὰ ἐκμεταλλευτεῖ τὴ μεγάλη διάθεση τῶν παιδιῶν νὰ ψάχνουν καὶ νὰ ἀναζητοῦν, νὰ θέλουν νὰ μάθουν.
Ἤδη ὁ Ἀριστοτέλης στὰ Πολιτικά του (Ε, 6. 1340b) παρατηρεῖ, ὅτι «οὐ δύναται τὸ νέον ἡσυχάζειν» καὶ ἀκόμη νωρίτερα ὁ Πλάτωνας προτείνει στὴν Πολιτεία: «Μὴ τοίνυν βία τοὺς παίδας ἐν τοῖς μαθήμασιν, ἀλλὰ παίζοντας τρέφε». Ὁ Frobel θὰ πεῖ: «Ἡ ἀγωγὴ δὲν σημαίνει πρόσληψη ἀπ᾿ ἔξω, ἀλλὰ ἐξέλιξη τῶν προδιαθέσεων ποὺ προϋπάρχουν μέσα στὸν ἄνθρωπο, οἱ ὁποῖες ἀφυπνίζονται μέσῳ τῆς αὐτενέργειας. Μόνο διὰ τῆς δικῆς του ἐνέργειας ἀποκτᾶ τὸ παιδὶ γνώση τοῦ κόσμου καί τοῦ περιβάλλοντος»[2]. Ἐξάλλου, σκοπιμότερη θεωρεῖ ὁ Χρυσόστομος τὴν εἰς βάθος ἐνασχόληση μὲ ἕνα θέμα καὶ ὄχι τὴν «ἄσκοπη ἐπιφανειακὴ περιπλάνηση» σὲ περισσότερα. Διακρίνει κανεὶς καθαρὰ ἐδῶ τὶς θεωρητικὲς ἀρχὲς τῆς μεθόδου project καὶ ἄλλων σύγχρονων προγραμμάτων διδασκαλίας. Ἡ διδασκαλία ἄλλωστε εἶναι ἀναγκαῖο νὰ λαμβάνει ποικίλες μορφὲς καὶ νὰ εἶναι ὁπωσδήποτε ἐποπτική, προκειμένου νὰ ἀνταποκρίνεται καλύτερα στὶς ἀνάγκες καὶ τοὺς διαφορετικοὺς τύπους τῶν παιδιῶν. Χωρὶς ἀμφιβολία, δὲν ἀπέχουν πολὺ οἱ θέσεις αὐτὲς καὶ ἀπὸ τὴ θεωρία τῆς πολλαπλῆς νοημοσύνης τοῦ Gardner καὶ τὶς θεωρίες διαχείρισης τῶν γνωστικῶν δυσκολιῶν τῶν πιὸ «ἀδύνατων» μαθητῶν, ποὺ ἐπικρατοῦν σήμερα καὶ βρίσκουν πλῆθος ἐφαρμογῶν.
Τὸ στοιχεῖο τοῦ χώρου εἶναι σὺν τοῖς ἄλλοις πολὺ σημαντικὸ γιὰ τὰ ἀποτελέσματα ποὺ ἐπιδιώκει ἡ διδασκαλία. Σύμφωνα μὲ ἐκπροσώπους τῆς σύγχρονης ἐκπαιδευτικῆς ἔρευνας (Katz, Gandini, Fyfe) τὸ διδακτικὸ περιβάλλον καὶ ὁ χῶρος ἀποτελοῦν ἕναν ἀκόμη παιδαγωγὸ γιὰ τὰ παιδιὰ (ὁ ἐκπαιδευτικὸς δὲν εἶναι ἡ ἀποκλειστικὴ πηγὴ γνώσης γιὰ τὴ μοντέρνα Παιδαγωγική). Ὁ ἐκσυγχρονισμὸς τῆς διδασκαλίας καὶ ἡ σύνδεσή της μὲ γεγονότα καὶ καταστάσεις τῆς ἐπικαιρότητας εἶναι ἕνα ἄλλο αἴτημα ποὺ προβάλλει στὶς ἀπόψεις τοῦ Χρυσορρήμονος. Τὸ μαθησιακὸ μοντέλο γνωστὸ στὶς μέρες μας ὡς «μέθοδος τῆς σκαλωσιᾶς» (Bruner) εἶναι αὐτὸ ποὺ περιγράφει καὶ ὁ Χρυσόστομος, ὅταν μὲ ἔμφαση ἐξηγεῖ γιατί ἡ νέα γνώση πρέπει μὲ κάθε τρόπο νὰ βασίζεται στὴν ὑπάρχουσα καί, ἔτσι, σταδιακὰ ἀφομοιώνοντας τὸ καινούργιο νὰ προχωρᾶ ἡ παιδικὴ διάνοια σὲ ἀνώτερες νοητικὲς λειτουργίες καὶ πνευματικὲς κατακτήσεις.
Ὁ ἱερὸς Πατὴρ ἀποδοκιμάζει πλήρως καὶ θεωρεῖ ἄκρως ἀντιπαιδαγωγικὴ τὴ μύηση τῶν παιδιῶν σὲ ἀνώτερα ἀπὸ τὶς δυνατότητές τους ἐπίπεδα, πρὶν ἔρθει γι᾿ αὐτὸ ἡ κατάλληλη ὥρα καὶ πρὶν τὰ παιδιὰ ἀποκτήσουν τὶς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις καὶ ὡριμότητα. Στὴν τοποθέτηση αὐτὴ ἴσως θὰ εἶχε ἰδιαίτερο νόημα νὰ ἐμβαθύνουν -καὶ νὰ ἀναθεωρήσουν πιθανῶς- ὁρισμένοι παιδαγωγοὶ τῆς προσχολικῆς ἀγωγῆς, οἱ ὁποῖοι ξεχνώντας τοὺς σκοποὺς καὶ τὸν πραγματικὸ ρόλο τους καὶ αὐτὸν τοῦ θεσμοῦ τοῦ Νηπιαγωγείου προωθοῦν συστηματικὰ σχεδὸν μόνο τὸν γραμματισμὸ καὶ τὶς ὑπόλοιπες ἀκαδημαϊκὲς δεξιότητες στὰ παιδιά, συχνὰ μὲ καταναγκαστικὸ τρόπο, προκειμένου νὰ ἐπιδείξουν πλούσια παραγωγὴ ἔργου. Ἔτσι τὰ παιδιὰ δὲν βιώνουν τὸ Νηπιαγωγεῖο ὡς μεταβατικὴ φάση στὴν ὁποία ἀβίαστα, εὐχάριστα καὶ αὐτενεργὰ θὰ ὁδηγηθοῦν στοὺς δρόμους τῆς ἀνακάλυψης τῆς γνώσης, ἀλλὰ ὡς προθέρμανση γιὰ τὴ φοίτηση στὴν πρώτη Δημοτικοῦ.
Ἀξίζει νὰ ἀναφερθεῖ ἐδῶ, ὅτι τὴν ἄποψη τοῦ Χρυσοστόμου γιὰ τὴν ἄρρηκτη σύνδεση διδασκαλίας καὶ πρακτικῆς ἐφαρμογῆς καὶ βίωσης ὅσων διδάσκονται συμμερίστηκαν καὶ οἱ μεγάλοι Γερμανοὶ παιδαγωγοὶ Herbart καὶ Kerschensteiner. Ὁ πρῶτος ὑποστήριξε ὅτι «δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξει διδασκαλία χωρὶς ἀγωγή, ἀλλὰ οὔτε ἀγωγὴ χωρὶς διδασκαλία». Ὁ δεύτερος ἀρκετὰ ἀργότερα ἔγραψε τὰ ἑξῆς: «Γιὰ νὰ κατευθυνθεῖ ἡ βούληση πρὸς τὶς μορφωτικὲς ἀξίες δὲν ἀρκεῖ νὰ λάβουμε μόνο γνώση αὐτῶν, ἀλλὰ πρέπει νὰ λάβουμε καὶ πραγματικὴ πεῖρα αὐτῶν μέσα στὴ ζωή, νὰ τὶς ζήσουμε. Ζεῖ μέσα μας λοιπὸν κάθε ἀξία, τοὐλάχιστον γιὰ πρώτη φορά, ὄχι μέσῳ τῆς ἀνάγνωσης βιβλίων καὶ ἀφηγήσεων, ἀλλὰ μέσῳ προσωπικῶν ἐμπειριῶν καὶ μὲ τὴν συναναστροφὴ μὲ προσωπικότητες προικισμένες μὲ ἀξίες, στὶς ὁποῖες γιὰ ἕνα ὁποιοδήποτε λόγο αἰσθανόμαστε σεβασμό»[3].
Ἐν τέλει, πρὶν ἀπὸ ἀρκετοὺς αἰῶνες ὁ ἱερὸς Πατὴρ δίδασκε καὶ ὁραματιζόταν πράγματα περὶ διδασκαλίας καὶ διδακτικῆς, τὰ ὁποῖα ἦρθαν νὰ ἐπιβεβαιώσουν, νὰ ὁλοκληρώσουν καὶ νὰ ἐπεκτείνουν διάφοροι διορατικοὶ παιδαγωγοὶ στὸ πέρασμα τοῦ χρόνου. Πολλὲς ἀπὸ αὐτὲς τὶς στάσεις ἐπιβιώνουν σήμερα μέσα στὸ νέο κλίμα τῆς ἐκπαίδευσης, ἀποτελοῦν κοινὰ ἀποδεκτὲς διαπιστώσεις τῆς πλειοψηφίας τῶν παιδαγωγῶν καὶ τῶν ἐρευνητῶν τῆς γνωστικῆς καὶ νοητικῆς ἀνάπτυξης στὴν παιδικὴ ἡλικία καὶ δίνουν τὸ ἔναυσμα γιὰ περαιτέρω πρόοδο στὶς μεθόδους καὶ τὰ μέσα μὲ τὰ ὁποῖα αὐτὴ ἐπιδιώκεται.
Συνεχίζεται…
1. Παιδ. Ἀνθρωπολογία Ἰω. Χ., Τόμος Β΄, σελ. 375-438, Τόμος Γ΄, σελ. 600- 602.
2. Α. Ἰσηγόνης, Γενική Διδακτική, σελ. 87.
3. Α. Ἰσηγόνης, ὅπ. π., σελ. 7.