Η υπεράσπιση της παραδοσιακής οικογένειας και του αγεννήτου παιδιού συνιστούν απειλή για το κράτος δικαίου της ΕΕ;

ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΩΜΕΝΗ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ 

Από τον Patrik Regalski

Στις 17 Σεπτεμβρίου, το Ευρωκοινοβούλιο υιοθέτησε με μεγάλη πλειοψηφία ένα νέο ψήφισμα, την «πρόταση για λήψη απόφασης του Κοινοβουλίου για τον προσδιορισμό ενός ξεκάθαρου κινδύνου μιας σοβαρής παραβίασης του κράτους δικαίου από τη Δημοκρατία της Πολωνίας». Αυτή η νέα απόφαση ήταν μέρος της διαδικασίας επιβολής κυρώσεων που ξεκίνησε το Δεκέμβριο του 2017 από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπό το Άρθρο 7 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (Treaty on European Union – TEU). Το Άρθρο 7 προβλέπει ότι «σε περίπτωση εμπεριστατωμένης πρότασης από το ένα τρίτο των Κρατών-Μελών, του Ευρωκοινοβουλίου ή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το Συμβούλιο (ως ανώτατο όργανο) της ΕΕ, ενεργώντας με την πλειοψηφία των τεσσάρων πέμπτων των μελών κατόπιν έγκρισης της Ευρωβουλής, μπορεί να καθορίσει ότι υπάρχει ξεκάθαρος κίνδυνος σοβαρής παραβίασης των όρων που αναφέρονται στο Άρθρο 2 από ένα Κράτος – Μέλος [1]».

Αυτή η απόφαση βασίζεται στην αναφορά που συντάχθηκε εξαρχής από τον πρώην επικεφαλής της Επιτροπής για τις Ελευθερίες των Πολιτών, τη Δικαιοσύνη και τις Ενδοοικογενειακές Υποθέσεις (Επιτροπή LIBE), τον ευρωβουλευτή του Εργατικού Κόμματος της Βρετανίας Claude Moraes, και κατόπιν συνεχίστηκε από τον διάδοχό του, τον Ισπανό Σοσιαλιστή Juan Fernando López Aguilar, πρώην Υπουργό Δικαιοσύνης της (ακροαριστερής) κυβέρνησης του Zapatero.

Η απόφαση που ψηφίστηκε στις 17 Σεπτεμβρίου περιέχει την τελική εκδοχή της αναφοράς του López Aguilar. 513 ευρωβουλευτές ψήφισαν υπέρ της απόφασης, 148 κατά και 33 απείχαν. Σε γενικές γραμμές, και με μερικές εξαιρέσεις, τα μέλη των ομάδων του Ευρωκοινοβουλίου «Ευρωπαϊκή Ενωτική Αριστερά – Βόρεια Πράσινη Αριστερά» (GUE/NGL), «Πράσινοι -Ευρωπαϊκή Ελεύθερη Συμμαχία» (Greens/EFA), «Προοδευτική Συμμαχία Σοσιαλιστών και Δημοκρατών» (S&D) και «Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα» (EPP) χωρίς τους Ούγγρους Ευρωβουλευτές του, ψήφισαν υπέρ, ενώ οι ανήκοντες στα κόμματα «Ευρωπαίοι Συντηρητικοί και Μεταρρυθμιστές» (ECR) και οι χαρακτηριζόμενοι ως ακροδεξιοί της κοινοβουλευτικής ομάδας «Ταυτότητα και Δημοκρατία» (I&D), μαζί με τους Ούγγρους ευρωβουλευτές του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (EPP), ψήφισαν κατά.

Στο Συμβούλιο (το ανώτατο όργανο) της ΕΕ δεν υπάρχει επαρκής πλειοψηφία  για την επιβολή κυρώσεων στην Πολωνία

Γι’ αυτό, το επόμενο βήμα για την επιβολή κυρώσεων στην Πολωνία θα ήταν η εξασφάλιση της συγκατάθεσης των 22, από τα 27, Κρατών – Μελών του Συμβουλίου της ΕΕ (πρώτο στάδιο), έχοντας υπόψιν ότι η τελική απόφαση επιβολής κυρώσεων (δεύτερο στάδιο) θα απαιτούσε την ομοφωνία των 26 κατά της Πολωνίας. Αυτό το τελευταίο φαίνεται ανέφικτο, καθώς αρκετές χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, με πρώτη την Ουγγαρία (που επίσης υφίσταται μια παρόμοια διαδικασία) έχουν ήδη ξεκαθαρίσει ότι δεν θα ενέκριναν ποτέ κυρώσεις κατά της Πολωνίας. Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και η πλειοψηφία των τεσσάρων-πέμπτων του πρώτου σταδίου στη διαδικασία κυρώσεων μέσα στο Συμβούλιο φαίνεται δύσκολο να επιτευχθεί, κάτι που αναφέρεται μετά λύπης και προβληματισμού από το Ευρωκοινοβούλιο, το οποίο «είναι της άποψης ότι οι συζητήσεις στο Συμβούλιο της ΕΕ, στα πλαίσια της διαδικασίας που αναφέρεται στο Άρθρο 7 [1] της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (TEU) δεν ήταν ούτε τακτικές ούτε δομημένες, και ούτε έχουν θέσει επί τάπητος επαρκώς τα ουσιαστικά θέματα που εξασφάλιζαν την ενεργοποίηση της διαδικασίας, ούτε επαρκώς χαρτογράφησαν το αντίκτυπο που έχουν οι ενέργειες της κυβέρνησης της Πολωνίας πάνω στις αξίες που αναφέρονται στο Άρθρο 2 TEU».

Η Ευρωβουλή ζητά νέους μηχανισμούς κυρώσεων επί των Κρατών – Μελών

Παρά ταύτα, η Ευρωβουλή αναγνωρίζει ότι οι νομικές αναθεωρήσεις της Πολωνίας στο επίκεντρο της δράσης που ξεκίνησε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή το Δεκέμβριο του 2017 μπορεί να μην είναι αρκετές για να δικαιολογήσουν μια διαδικασία κυρώσεων υπό το Άρθρο 7 της Συνθήκης, διότι η δράση της Επιτροπής «έχει περιορισμένο πεδίο εφαρμογής, τουτέστιν την κατάσταση του κράτους δικαίου στην Πολωνία υπό την αυστηρή έννοια της ανεξαρτησίας του νομικού συστήματος». Συνεπώς, στο ψήφισμά της, η Ευρωβουλή «διαπιστώνει την επείγουσα ανάγκη διεύρυνσης του πεδίου εφαρμογής της εμπεριστατωμένης πρότασης συμπεριλαμβάνοντας ξεκάθαρους κινδύνους σοβαρών παραβιάσεων άλλων αξιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με ιδιαίτερη έμφαση στη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα». Εφόσον λοιπόν οι Ευρωπαϊκές συνθήκες επιβάλλουν προϋποθέσεις που η Ευρωβουλή θεωρεί υπερβολικά δύσκολο να εκπληρωθούν ούτως ώστε η Πολωνία να υποστεί κυρώσεις, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο ψήφισμά του από 17ης Σεπτεμβρίου, επιβεβαιώνει «την επικείμενη ανάγκη για έναν συμπληρωματικό και προληπτικό μηχανισμό της ΕΕ για τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου και τα θεμελιώδη δικαιώματα» καθώς επίσης και για «την προστασία του προϋπολογισμού της ΕΕ σε περίπτωση γενικευμένων ελλείψεων αναφορικά με το κράτος δικαίου στα Κράτη – Μέλη».

Με άλλα λόγια, η Ευρωβουλή, όπως και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ζητεί να εφοδιαστούν οι θεσμοί της ΕΕ με νέα όπλα που να κάνουν ευκολότερη την επιβολή κυρώσεων σε Κράτη – Μέλη, παρακάμπτοντας έτσι τις διαδικασίες που καθορίζονται από τις Συνθήκες. Προτού ακόμη καθιερωθεί ένας τέτοιος μηχανισμός (στον οποίο σθεναρά αντιτίθενται οι δυο χώρες που εμπλέκονται στην διαδικασία του Άρθρου 7), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έδωσε ήδη το Μάιο ένα δείγμα γραφής για το πώς ένα τέτοιο εργαλείο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να ασκηθεί πίεση στα Κράτη – Μέλη της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων και περιοχών οι οποίες, υπό το φως των Συνθηκών, εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα των τελευταίων. Για παράδειγμα, από τον Μάιο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαρκώς απειλεί να παρακρατήσει κονδύλια της ΕΕ από τις τοπικές αρχές της Πολωνίας οι οποίες έχουν υιοθετήσει ένα Καταστατικό των Τοπικών Αρχών για τα Δικαιώματα των Οικογενειών.

Αυτός ο φόβος μόνιμου εκβιασμού από τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς σε κοινωνίες και ουσιαστικά σε όλες τις περιοχές που μέχρι τώρα δεσμεύονται με τα Κράτη – Μέλη υπό τις Ευρωπαϊκές συνθήκες, μπορεί μόνο να ενισχυθεί από τη φύση των μομφών που εκφράστηκαν εναντίον της Πολωνίας στο ψήφισμα της Ευρωβουλής, το οποίο ενστερνίστηκε την αναφορά López-Aguilar, μαζί με τις συνήθεις αντιδράσεις στις νομικές αναθεωρήσεις που διεξήχθησαν στην Πολωνία το 2017. Αυτές οι κριτικές αφορούν κυρίως την επιδιωκόμενη από την Πολωνική Κυβέρνηση πολιτική υπεράσπισης της ζωής και της οικογένειας.

Έκτρωση και Υπεράσπιση της Ζωής

Έτσι, το ψήφισμα της Ευρωβουλής, αφού κάνει ειδική μνεία στα λεγόμενα «σεξουαλικά και αναπαραγωγικά δικαιώματα»,  επιβεβαιώνει και πάλι την ύπαρξη ενός διεθνούς, δηλαδή παγκοσμίου εμβελείας και ισχύος,  δικαιώματος για πραγματοποίηση έκτρωσης, όταν στην πραγματικότητα ένα τέτοιο δικαίωμα δεν μπορεί να υπάρξει, και η νομική ρύθμιση της έκτρωσης εμπίπτει στην αποκλειστική δικαιοδοσία των Κρατών – Μελών. Στα πλαίσια αυτά, ζητείται από την Κυβέρνηση της Πολωνίας «να αποφύγει να πραγματοποιήσει οποιεσδήποτε εκ νέου προσπάθειες περιορισμού της σεξουαλικής και αναπαραγωγικής υγείας και των αντίστοιχων δικαιωμάτων των γυναικών» και επίσης τονίζεται πως η Ευρωβουλή «διατυπώνει κατηγορηματικά ότι η άρνηση στη σεξουαλική και αναπαραγωγική υγεία και τα αντίστοιχα δικαιώματα των γυναικών και νεαρών κοριτσιών, εξυπηρετεί και αποτελεί μια μορφή βίας εναντίον τους». Καλεί επίσης τις Πολωνικές αρχές να «αποσύρουν το νόμο που περιορίζει την πρόσβαση των γυναικών και νεαρών κοριτσιών στο χάπι επείγουσας αντισύλληψης». Στην πρώτη περίπτωση, αυτό αποτελεί αναφορά στις πρωτοβουλίες δυο πολιτών το 2016 και το 2017, οι οποίες είχαν στόχο να απαγορεύσουν τις επονομαζόμενες «ευγονικές» εκτρώσεις, τουτέστιν αυτές που έχουν ως κίνητρο την αποτροπή γεννήσεως παιδιού με κάποια σοβαρή και αθεράπευτη οργανική ανωμαλία ή αρρώστια. Αυτή είναι η κύρια αιτία των νόμιμων εκτρώσεων στην Πολωνία, καθώς αυτή η συνθήκη πρόσβασης στην έκτρωση έχει επεκταθεί και συμπεριλάβει στην πράξη περιπτώσεις όπως τα Σύνδρομα Down και Turner ή άλλες αναπηρίες που σχετίζονται με τη ζωή. Η κίνηση των πολιτών του 2016, η οποία απορρίφθηκε από την Ολομέλεια της Βουλής, είχε συγκεντρώσει περισσότερες από 400.000 υπογραφές. Η πρωτοβουλία του 2017, η οποία υιοθετήθηκε στην αρχική ακρόαση αλλά απορρίφθηκε ακολούθως στην επιτροπή της Βουλής, είχε συγκεντρώσει περισσότερες από 800.000 υπογραφές, ρεκόρ για τη χώρα αυτή με πληθυσμό 38 εκατομμύρια. Αναφορικά με το θέμα των χαπιών επείγουσας αντισύλληψης (αυτών που λαμβάνονται μετά τη σεξουαλική πράξη και για αυτό μπορεί να επιφέρουν ως αποτέλεσμα την έκτρωση του συλληφθέντος εμβρύου), η Ευρωβουλή κατακρίνει τις Πολωνικές αρχές για το ότι έχουν κάνει την πώλησή τους δυνατή μόνο με συνταγή, κάτι που η Ευρωπαϊκή νομοθεσία δεν απαγορεύει, και που οι αρχές στη Βαρσοβία εξηγούν από το γεγονός ότι αυτά τα χάπια δύνανται να έχουν ανεπιθύμητες παρενέργειες στην υγεία.

Υπεράσπιση της Οικογένειας

Στη συνέχεια, η Ευρωβουλή εκφράζει τη «βαθιά ανησυχία της για την πρόσφατη απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης της Πολωνίας να ξεκινήσει επισήμως την απόσυρση της Πολωνίας από τη Συνθήκη του Συμβουλίου της Ευρώπης για την παρεμπόδιση και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και την ενδοοικογενειακή βία (Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης)». Παρ’ όλα αυτά, αρκετές χώρες της ΕΕ δεν έχουν επικυρώσει αυτή τη Συνθήκη του Συμβουλίου της Ευρώπης, καθώς εκτιμούν ότι είναι θεμελιωμένη πάνω στη θεωρία των φύλων και ότι αποσπά την προσοχή των υπογεγραμμένων κρατών από τα πραγματικά αίτια της βίας εντός της οικογένειας και κατά των γυναικών». Η συμμετοχή ενός κράτους ως μέλος της ΕΕ δεν το υποχρεώνει καθ’ ουδένα τρόπο να αποδεχτεί αυτή τη συνθήκη του Συμβουλίου της Ευρώπης.

Ακολούθως, η Ευρωβουλή αποκηρύττει την υιοθέτηση από τις τοπικές αρχές του «εγχώριου καταστατικού χάρτη για τα δικαιώματα στην οικογένεια», διότι θεωρεί ότι ενισχύει τις διακρίσεις. Αυτό το καταστατικό (εδώ στα αγγλικά) επαναδιατυπώνει και αναγνωρίζει την ελευθερία και το δικαίωμα των γονέων να κάνουν παιδαγωγικές επιλογές για τα παιδιά τους και την απαίτηση για διαφάνεια αναφορικά με τις παρεμβάσεις μελών Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (ΜΚΟ) στα σχολεία. Αναφέρει συγκεκριμένα την ανάγκη για μια «ολοκληρωμένη προσέγγιση στην ανθρώπινη σεξουαλικότητα που θα μορφώνει στάσεις υπέρ της οικογένειας, της υγείας και της κοινωνίας».

Επεκτείνοντας την ιδέα του κράτους δικαίου σε ιδεολογικά ζητήματα με όπλο τον προσδιορισμό νέων θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων

Σε κάθε περίπτωση, αυτά τα κοινωνικά ζητήματα εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των Κρατών – Μελών και όχι των ευρωπαϊκών θεσμών. Παρά ταύτα, με την ίδια ως τώρα περιγραφόμενη δυναμική, η Ευρωβουλή συνεχίζει στο ίδιο μοτίβο και καλεί το Συμβούλιο να καταδείξει «έναν ξεκάθαρο κίνδυνο μιας σοβαρής παραβίασης του κράτους δικαίου από την Πολωνία». Επίσης στην ίδια συνέχεια, ζητάει τον καθορισμό ενός «συμπληρωματικού και αποτρεπτικού μηχανισμού της ΕΕ για τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου και τα θεμελιώδη δικαιώματα» και στα πλαίσια των διαδικασιών που κατοχυρώνονται στις Συνθήκες, «καλεί το Συμβούλιο και την Επιτροπή να αποφύγουν τη στενή ερμηνεία της αρχής του κράτους δικαίου και να χρησιμοποιήσουν τη διαδικασία υπό το Άρθρο 7 TEU στην πλήρη της δυναμική αντιμετωπίζοντας τις επιπτώσεις της δράσης της Πολωνικής Κυβέρνησης σε όλες τις αρχές που κατοχυρώνονται στο Άρθρο 2 TEU, συμπεριλαμβανομένης της δημοκρατίας και των θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως αυτά επισημαίνονται σε αυτή την αναφορά».

Το Άρθρο 7 εξελισσόμενο σε όργανο άσκησης πολιτικής πίεσης

Το 2018, μετά την ψήφιση της απόφασης κατά της Ουγγαρίας (επίσης υπό τη διαδικασία του Άρθρου 7), στη βάση της αναφοράς της Ολλανδής Ευρωβουλευτού του Πράσινου Κόμματος, Judith Sargentini, το Ουγγρικό Κέντρο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα εξέφρασε τις ανησυχίες του, για το ότι η διαδικασία του Άρθρου 7, εάν δεν ακολουθούνταν κατά έναν αντικειμενικό και αμερόληπτο τρόπο, θα μεταστρεφόταν σε ένα καθαρό όργανο άσκησης πολιτικής πίεσης ενάντια στο νομικό όργανο που αρχικά προβλέφθηκε από τη Συνθήκη της Λισσαβόνας. Αυτό έχει πλέον γίνει, με τα πρώτα δύο ψηφίσματα της Ευρωβουλής που υιοθετήθηκαν κάτω από την εν λόγω διαδικασία, και αυτός είναι ο λόγος που η Ουγγαρία και η Πολωνία είναι τώρα έτοιμες να θέσουν βέτο στο επόμενο πολυετές οικονομικό πλαίσιο και το σχέδιο επανάκαμψης, εάν η Ευρωβουλή επιμείνει να θέτει ως συνθήκη πληρωμής των ευρωπαϊκών κονδυλίων το σεβασμό και την αποδοχή της πολιτικής και ιδεολογικής της αντίληψης για τους κανόνες δικαίου και τις Ευρωπαϊκές αξίες.

Παραπομπή:

[1]. Άρθρο 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση: «Η Ένωση θεμελιώνεται στις αρχές του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, των κανόνων δικαίου και του σεβασμού στα ανθρώπινα δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων ανθρώπων που ανήκουν σε μειονότητες. Αυτές οι αξίες είναι κοινές στα Κράτη – Μέλη για μια κοινωνία στην οποία επικρατεί ο πλουραλισμός, η απουσία διακρίσεων, η ανοχή, η δικαιοσύνη, η αλληλεγγύη και η ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών».

 

Πηγή