Η ΜΕΣΣΗΝΙΑ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΦΡΑΓΚΟΚΡΑΤΙΑΣ

(ἀ­πό τήν κα­τά­κτη­ση τό 1204 ὡς τό 1262)    

 

ΜΕΡΟΣ Γ’

ΕΔΡΑΙΩΣΗ ΤΗΣ ΦΡΑΓΚΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΤΗΝ ΜΕΣΣΗΝΙΑ

Η ΠΡΩΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΩΣ ΤΟ 1262 (ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΠΕΛΑΓΟΝΙΑΣ)

 

Ἀρ­χιμ. Κύ­ριλ­λος

 

Μό­νο δύ­ο μέ­ρες με­τά τήν πα­ρά­δο­ση τοῦ φρου­ρί­ου τῆς Ἀρ­κα­δί­ας (Κυ­πα­ρισ­σί­ας), μαν­τα­το­φό­ροι ἔ­φθα­σαν στόν Γου­λι­έλ­μο Σαμ­πλίτ­τη φέρ­νον­τάς του τήν εἴ­δη­ση πώς ὁ ἀ­δελ­φός του στά μέ­ρη τῆς Γαλ­λί­ας πέ­θα­νε ἄ­κλη­ρος καί ἑ­πο­μέ­νως ὁ ἴ­διος ἔ­πρε­πε νά τόν δι­α­δε­χθεῖ. Ἔ­τσι, ὁ Σαμ­πλίτ­της ἀ­νε­χώ­ρη­σε γιά τήν Γαλ­λί­α ἀ­φή­νον­τας τόν στρα­τό του καί τήν κα­τα­κτη­μέ­νη πε­ρι­ο­χή στόν Γο­δε­φρί­δο Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνο. Εἰ­δι­κό­τε­ρα στόν Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνο πα­ρα­χώ­ρη­σε τήν Κα­λα­μά­τα καί τήν Ἀρ­κα­δί­α μέ τήν πε­ρι­ο­χή της (11).

Ὁ Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνος εἶ­χε ἄ­με­σα ζη­τή­μα­τα νά ἀν­τι­με­τω­πί­σει, τίς σχέ­σεις μέ τούς Βε­νε­τούς καί τήν δι­οι­κη­τι­κή ὀρ­γά­νω­ση τῆς κα­τα­κτη­μέ­νης πε­ρι­ο­χῆς. Ἐ­κεί­νη τήν πε­ρί­ο­δο οἱ σχέ­σεις του μέ τούς Βε­νε­τούς ἦ­σαν ἐ­χθρι­κές, δι­ό­τι οἱ τε­λευ­ταῖ­οι εἶ­χαν ἀ­πο­σπά­σει μέ ἐ­χθρο­πρα­ξί­ες ἀ­πό τούς Φράγ­κους τήν Με­θώ­νη καί τήν Κο­ρώ­νη τά ἔ­τη 1206-1207. Τά δύ­ο μέ­ρη τε­λι­κά κα­τέ­λη­ξαν σέ συμ­φω­νί­α, πού ἐ­πι­κυ­ρώ­θη­κε μέ τήν συν­θή­κη τῆς Σα­πι­έν­τζας (1209), πού συν­τά­χθη­κε στήν ὁ­μώ­νυ­μη νη­σί­δα ἀ­πέ­ναν­τι ἀ­πό τήν Με­θώ­νη. Μέ τήν συν­θή­κη αὐ­τή ὁ Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνος ἀ­να­γνώ­ρι­ζε τήν βε­νε­τι­κή κυ­ρι­αρ­χί­α στήν Με­θώ­νη καί τήν Κο­ρώ­νη (μέ τίς πε­ρι­ο­χές τους), πα­ραι­τοῦν­ταν τῶν δι­εκ­δι­κή­σε­ών του ἐ­π᾿ αὐ­τῶν, καί ἐ­πί­σης πα­ρα­χω­ροῦ­σε ἐ­λευ­θε­ρί­α στίς ἐμ­πο­ρι­κές δρα­στη­ρι­ό­τη­τες τῶν Βε­νε­τῶν, καί τό δι­καί­ω­μα τῶν τε­λευ­ταί­ων νά ἔ­χουν τίς δι­κές τους Ἐκ­κλη­σί­ες καί ἀ­πο­θῆ­κες σέ κά­θε πό­λη.

Ἐ­νῶ τό Χρο­νι­κό τοῦ Μο­ρέ­ως ἀ­να­φέ­ρει τήν πα­ρα­χώ­ρη­ση τῶν δύ­ο πό­λε­ων στούς Βε­νε­τούς (12), τήν συν­δέ­ει μέ τήν βο­ή­θεια πού προ­σέ­φε­ραν οἱ Βε­νε­τοί μέ τά πλοῖ­α τους στόν Γου­λι­έλ­μο Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνο, τόν γυιό τοῦ Γο­δε­φρί­δου, γιά τήν κα­τά­κτη­ση τῆς Κο­ρίν­θου, τοῦ Ναυ­πλί­ου, τοῦ Ἄρ­γους καί τῆς Μο­νεμ­βα­σιᾶς, γε­γο­νό­τα ὅ­μως πού συ­νέ­βη­σαν ἀρ­γό­τε­ρα (1246-1250). Κά­που τό Χρο­νι­κό συγ­χέ­ει τά δύ­ο γε­γο­νό­τα καί ἐμ­φα­νί­ζε­ται νά ἔ­χει ἀ­να­χρο­νι­σμούς.

Τό ἄλ­λο με­γά­λο ζή­τη­μα πού ἐ­πεῖ­γε καί εἶ­χε νά ἀν­τι­με­τω­πί­σει ὁ Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνος ἦ­ταν ἡ δι­οί­κη­ση τοῦ φραγ­κι­κοῦ Μο­ρέ­ως. Ὁ Γο­δε­φρί­δος Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνος κά­λε­σε συ­νέ­λευ­ση τῶν Φράγ­κων στήν Ἀν­δρα­βί­δα, ὥ­στε νά ὀρ­γα­νω­θεῖ δι­οι­κη­τι­κά ἡ κα­τα­κτη­μέ­νη πε­ρι­ο­χή. Δύ­ο κυ­ρί­ως πα­ρα­μέ­τρους ἔ­λα­βαν ὑ­π᾿ ὄ­ψιν τους, τό ἀν­τί­στοι­χο φε­ου­δαρ­χι­κό σύ­στη­μα ποῦ ἐ­πι­κρα­τοῦ­σε στήν χώ­ρα τους (Γαλ­λί­α), τό ὁ­ποῖ­ο χρη­σί­μευ­σε ὡς πρό­τυ­πο γιά τήν δι­οι­κη­τι­κή δι­αί­ρε­ση τοῦ Μο­ρέ­ως, καί τήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα πού δέν ἦ­ταν δυ­να­τόν νά ἀ­γνο­η­θεῖ, πώς βρί­σκον­ταν αὐ­τοί οἱ ὀ­λι­γά­ριθ­μοι Φράγ­κοι κυ­ρί­αρ­χοι μί­ας ξέ­νης πε­ρι­ο­χῆς, πάν­το­τε ἀ­ναγ­κα­σμέ­νοι νά εἶ­ναι σέ στρα­τι­ω­τι­κή ἑ­τοι­μό­τη­τα.

Ἡ Πε­λο­πόν­νη­σος δι­αι­ρέ­θη­κε σέ δώ­δε­κα βα­ρω­νί­ες, καί κά­θε βα­ρω­νί­α σέ μι­κρό­τε­ρα φέ­ου­δα (”φέη” ἀ­να­φέ­ρον­ται στό Χρο­νι­κό τοῦ Μο­ρέ­ως), τά ὁ­ποῖα­ δι­α­νε­μή­θη­καν στούς Ἱπ­πό­τες, τήν Κα­θο­λι­κή Ἐκ­κλη­σί­α καί τούς ὑ­πο­τε­λεῖς (λί­ζιους) στούς βα­ρώ­νους. Ἱ­δρύ­θη­καν ἐ­πί­σης ἀρ­χι­ε­πι­σκο­πή στήν Πά­τρα μέ Λα­τί­νο Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πο καί Ἔ­ξαρ­χο Ἀ­χα­ΐ­ας, ἐπι­σκο­πές, ἑ­πτά βα­ρω­νί­ες ἐκ­κλη­σι­α­στι­κές μέ κλη­ρι­κούς βα­ρώ­νους. Κά­θε ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή βα­ρω­νί­α ἔ­λα­βε ἀ­πό τέσ­σε­ρα τι­μά­ρια. Δό­θη­καν ἐ­πί­σης τι­μά­ρια στά ἱπ­πο­τι­κά τάγ­μα­τα τῶν Τευ­τό­νων καί τῶν Ἰ­ω­αν­νι­τῶν.

Εἰ­δι­κό­τε­ρα, ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τήν Μεσ­ση­νί­α, αὐ­τή χω­ρί­σθη­κε σέ δύ­ο βα­ρω­νί­ες [Κα­λα­μῶν καί Ἀρ­κα­δί­ας (Κυ­πα­ρισ­σί­ας)] καί σέ δύ­ο ἐπι­σκο­πές μέ ἕ­δρες τήν Με­θώ­νη καί τήν Κο­ρώ­νη. Καί οἱ ἕ­δρες τῶν ἱπ­πο­τι­κῶν ταγ­μά­των βρί­σκον­ταν στήν πε­ρι­ο­χή τῆς Μεσ­ση­νί­ας, τῶν μέν Τευ­τό­νων στήν Μο­στε­νί­τσα (κον­τά στήν Κα­λα­μά­τα), τῶν δέ Ἰ­ω­αν­νι­τῶν στήν Με­θώ­νη (Χρο­νι­κό Μο­ρέ­ως στ. 1903-1988). Οἱ βα­ρω­νί­ες Κα­λα­μῶν καί Ἀρ­κα­δί­ας ἐ­πι­κυ­ρώ­θη­καν στόν Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνο, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­να­γνω­ρί­σθη­κε καί βά­ϊ­λος τοῦ Μο­ρέ­ως (ἔ­τος 1209), ἀρ­γό­τε­ρα ἔ­γι­νε καί ἡ­γε­μό­νας. Τόν ἡ­γε­μό­να πλαι­σί­ω­ναν οἱ βα­ρῶ­νοι, οἱ ἐπί­σκο­ποι καί οἱ λί­ζιοι, πού ἀ­πο­τε­λοῦ­σαν κούρ­τη (αὐ­λή) γύ­ρω ἀ­πό αὐ­τόν (Χρο­νι­κό Μο­ρέ­ως στ. 2013-2016). Ἡ κούρ­τη λει­τουρ­γοῦ­σε ὡς συμ­βου­λευ­τι­κό ὄρ­γα­νο τοῦ ἡ­γε­μό­να καί εἶ­χε ἐ­πί­σης δι­κα­στι­κές ἁρ­μο­δι­ό­τη­τες (13).

Ἐν­δι­α­φέ­ρου­σες πλη­ρο­φο­ρί­ες γιά τό πῶς λει­τουρ­γοῦ­σε ἡ κούρ­τη μᾶς δί­δει τό Χρο­νι­κό τοῦ Μο­ρέ­ως σέ δι­ά­φο­ρα χω­ρί­α. Ὁ πρίγ­κη­πας (ἡ­γε­μό­νας), γιά πα­ρά­δειγ­μα, δέν μπο­ρεῖ νά λά­βει μό­νος του τήν ἀ­πό­φα­ση νά πα­ρα­χω­ρή­σει κά­στρα ἤ τι­μά­ρια πού ἀ­νή­κουν σέ ἕ­ναν ὑ­πο­τε­λῆ σέ κά­ποι­ον ἄλ­λον, χω­ρίς τήν συγ­κα­τά­θε­ση τῶν βα­ρώ­νων (στ. 4280-4290), εἴ­τε ἡ ἀ­πάν­τη­ση τοῦ αἰχ­μά­λω­του Γου­λι­έλ­μου, γυιοῦ τοῦ Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνου, στόν Ἕλ­λη­να αὐ­το­κρά­το­ρα τῆς Νι­καί­ας με­τά τήν μά­χη τῆς Πε­λα­γο­νί­ας (θά ἀ­να­φερ­θοῦ­με στήν συ­νέ­χεια).

Στήν συ­νέ­λευ­ση τῆς κούρ­της (στόν ”παρλαμά”, parlament, Χρο­νι­κό Μο­ρέ­ως στ. 4402) προ­ΐ­στα­το ὁ λο­γο­θέ­της ὡς ἀν­τι­πρό­σω­πος τοῦ ἡ­γε­μό­να καί ἐ­νερ­γοῦ­σε ὡς πλη­ρε­ξού­σιός του ἔ­χον­τας τό δι­καί­ω­μα νά ὑ­πο­γρά­φει συν­θῆ­κες ἐν ὀ­νό­μα­τι αὐ­τοῦ. Ὁ ἡ­γε­μό­νας, ἄν πα­ρί­στα­το ὁ ἴ­διος, ἤ ὁ λο­γο­θέ­της ὡς πλη­ρε­ξού­σιός του, κρα­τοῦ­σε κα­τά τήν συ­νέ­λευ­ση σκῆ­πτρο ὡς ἔμ­βλη­μα τῆς ἀρ­χῆς του (Χρο­νι­κό Μο­ρέ­ως στ. 7533-7552). Οἱ ὑ­πο­τε­λεῖς (λί­ζιοι) ὁρ­κί­ζον­ταν πί­στη σέ αὐ­τόν, ἀ­να­γνώ­ρι­ζαν καί τι­μοῦ­σαν τήν ἀρ­χή του (ὅ.π., στ. 7880-7905). Εἶ­χαν ἐ­πί­σης τήν ὑ­πο­χρέ­ω­ση νά προ­σπα­θή­σουν νά ἀ­πε­λευ­θε­ρώ­σουν τόν αἰχ­μα­λω­τι­σμέ­νο τους ἡ­γε­μό­να εἴ­τε πλη­ρώ­νον­τας τά λύ­τρα εἴ­τε παίρ­νον­τας οἱ ἴ­διοι τήν θέ­ση του ἕ­ως ὅ­του νά συγ­κεν­τρω­θεῖ τό πο­σό (ὅ.π. στ. 7570-7580).

Οἱ στρα­τι­ω­τι­κές ὑ­πο­χρε­ώ­σεις ὁ­ρί­σθη­καν ὡς ἑ­ξῆς: ὅ­λοι οἱ ὑ­πο­τε­λεῖς θά στρα­τεύ­ον­ταν γιά τέσ­σε­ρις μῆ­νες, τέσ­σε­ρις μῆ­νες θά ἔ­με­ναν σέ φρού­ρια καί τούς ὑ­πο­λοί­πους τέσ­σε­ρις μῆ­νες στά σπί­τια τους, πάν­το­τε ὅ­μως ἑ­τοι­μο­πό­λε­μοι νά προ­στρέ­ξουν στό κά­λε­σμα τοῦ ἡ­γε­μό­να. Ἀ­πό τίς στρα­τι­ω­τι­κές ὑ­πο­χρε­ώ­σεις ἀ­παλ­λάσ­σον­ταν οἱ ἱ­ε­ρω­μέ­νοι καί οἱ ἀ­νή­κον­τες σέ μο­να­χι­κά τάγ­μα­τα (ὅ.π., στ. 1995-2000).

Στήν κα­τώ­τε­ρη κοι­νω­νι­κή βαθ­μί­δα βρί­σκον­ταν οἱ δου­λο­πά­ροι­κοι, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἀ­νῆ­καν στόν ἀ­φέν­τη τους, πού ἦ­ταν ὁ μό­νος πού μπο­ροῦ­σε νά τούς ἐ­λευ­θε­ρώ­σει. Πολ­λές φο­ρές οἱ δου­λο­πά­ροι­κοι ἦ­σαν ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νοι νά δου­λεύ­ουν γιά τήν Κα­θο­λι­κή ἐκ­κλη­σί­α δί­χως πλη­ρω­μη (14). Κα­τ᾿ αὐ­τόν τόν τρό­πο δι­αρ­θρώ­θη­κε κοι­νω­νι­κά καί στρα­τι­ω­τι­κά τό φραγ­κι­κό πριγ­κη­πάτο τοῦ Μο­ρέ­ως (καί ἡ Μεσ­ση­νί­α φυ­σι­κά πού μᾶς ἐν­δι­α­φέ­ρει εἰ­δι­κό­τε­ρα).

Ὁ Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνος, γιά νά δι­α­σφα­λί­σει πε­ρισ­σό­τε­ρο τήν μεσ­ση­νια­κή του ἐ­πι­κρά­τεια, ἐ­ξε­στρά­τευ­σε ἐ­ναν­τί­ον τῆς Ἀρ­κα­δί­ας καί τῆς Λα­κω­νί­ας πο­λι­ορ­κών­τας τά φρού­ρια τῶν Ἑλ­λή­νων, Βε­λι­γο­στῆ, Νι­κλί καί τήν πε­ρι­ο­χή τῆς Λα­κε­δαί­μο­νας. Οἱ Ἕλ­λη­νες ἄρ­χον­τες συν­θη­κο­λό­γη­σαν γιά νά δι­α­τη­ρή­σουν τίς γαι­ο­κτη­σί­ες τους (Χρο­νι­κό Μο­ρέ­ως, στ. 2017-2074). Ὁ Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνος ἐ­πί­σης ἀν­τι­με­τώ­πι­σε ἐ­πι­τυ­χῶς καί τίς ἐ­δα­φι­κές δικ­δι­κή­σεις τοῦ Ρο­βέρ­του ἐ­ξα­δέλ­φου τοῦ Γου­λι­έλ­μου Σαμ­πλίτ­τη, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­ξί­ω­νε τήν κλη­ρο­νο­μί­α του ὡς δι­ά­δο­χος τοῦ Σαμ­πλίτ­τη. Πό­τε ἐρ­χό­με­νος σέ συ­νεν­νό­η­ση μέ τούς Βε­νε­τούς, ὥ­στε οἱ τε­λευ­ταῖ­οι νά μήν προ­σφέ­ρουν πλοῖ­ο στόν Ρο­βέρ­το καί πό­τε ἀ­πο­φεύ­γον­τας νά τόν συ­ναν­τή­σει με­τα­κι­νού­με­νος συ­νε­χῶς, πέ­τυ­χε νά κερ­δί­σει χρό­νο. Ὅ­ταν τε­λι­κά οἱ δύ­ο ἄν­δρες συ­ναν­τή­θη­καν στήν Λα­κε­δαί­μο­να, σέ συ­νέ­λευ­ση οἱ Ἀρ­χι­ε­ρεῖς καί οἱ ”φλαουριαραῖοι” (ὅ­σοι δηλ. εἶ­χαν δι­καί­ω­μα νά φέ­ρουν φλάμ­που­ρο, ση­μαί­α βά­σει τῶν τι­μα­ρί­ων τους, βλ. Χρο­νι­κό Μο­ρέ­ως στ. 1980-1988) ἐ­ξέ­τα­σαν τά ἔγ­γρα­φα τοῦ κα­θε­νός καί ἔ­κρι­ναν πώς ὁ Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνος ἦ­ταν ὁ νό­μι­μος δι­ά­δο­χος τοῦ Σαμ­πλίτ­τη, βά­ϊ­λος τοῦ Μο­ρέ­ως καί ἡ­γε­μό­νας (15). Στήν ἀ­πό­φα­σή τους βά­ρυ­νε τό γε­γο­νός ὅ­τι ὁ Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνος ἦ­ταν ”κα­λο­ϋ­πό­λη­πτος εἰς ὅ­λους δι­και­ο­κρί­τη­ς”, ”καλός καί φρό­νι­μο­ς” (ὅ.π. στ. 2100-2105) καί οἱ Φράγ­κοι δέν ἤ­θε­λαν γιά ἡ­γε­μό­να τους ἕ­ναν ἄ­πει­ρο νε­α­ρό, τήν στιγ­μή πού δι­έ­θε­ταν ἕ­ναν ἔμ­πει­ρο ἡ­γέ­τη,  ἀ­γα­πη­τό σέ ὅ­λους.

Τό 1210 ὁ Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνος ἐμ­φα­νί­ζε­ται ὡς ἡ­γε­μό­νας (πρίγ­κη­πας) τοῦ Μο­ρέ­ως, ἔ­χει στήν ἰ­δι­ο­κτη­σί­α του τίς δύ­ο μεσ­ση­νια­κές βα­ρω­νί­ες Κα­λα­μῶν καί Ἀρ­κα­δί­ας (Κυ­πα­ρισ­σί­ας), μέ ἑ­δραι­ω­μέ­νη καί ἀ­δι­αμ­φι­σβή­τη­τη τήν κυ­ρι­αρ­χί­α του στήν Μεσ­ση­νί­α, χω­ρίς νά ὑ­πάρ­χει ἐ­λεύ­θε­ρο φρού­ριο ἀ­πει­λη­τι­κό τῆς ἐ­πι­κρα­τεί­ας του σέ ἑλ­λη­νι­κή κυ­ρι­αρ­χί­α (πλήν τῆς Μο­νεμ­βα­σιᾶς) καί μέ συμ­μά­χους τούς Βε­νε­τούς πού κα­τέ­χουν Με­θώ­νη καί Κο­ρώ­νη. Ἡ ἱ­στο­ρί­α τῆς Μεσ­ση­νί­ας στά ἀ­μέ­σως ἑ­πό­με­να χρό­νια θά εἶ­ναι στε­νά συν­δε­δε­μέ­νη μέ τήν οἰ­κο­γέ­νεια τῶν Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνων καί τήν  γε­νι­κό­τε­ρη πο­ρεί­α τοῦ πριγ­κη­πά­του τοῦ Μο­ρέ­ως, τήν ὁ­ποί­α συ­να­κο­λου­θεῖ.

Ὁ Γο­δε­φρί­δος Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνος ἄ­φη­σε δύ­ο γυιούς, τόν Γο­δε­φρί­δο Β’ καί τόν Γου­λι­έλ­μο, ὁ ὁ­ποῖ­ος μά­λι­στα ἐ­πει­δή γεν­νή­θη­κε στό φρού­ριο τῆς Κα­λα­μά­τας γι᾿ αὐ­τό τόν ἀ­πο­κα­λοῦ­σαν Γου­λι­έλ­μο ντέ Κα­λα­μά­τα (ὅ.π. στ. 2445-2451). Ὅ­ταν πέ­θα­νε ὁ Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνος (ἔ­τος 1218) ”θρῆνος ἐ­γέ­νε­το πο­λύς εἰς ὅ­λον τόν Μο­ρέ­α,/ δια­τί τόν εἶ­χαν ἀ­κρι­βόν, πολ­λά τόν ἀ­γα­ποῦ­σαν/ διά τήν κα­λήν του ἀ­φεν­τί­αν τήν φρό­νε­σιν ὅ­που εἶ­χε­ν” (ὅ.π. στ. 2462-2465). Τήν θέ­ση τοῦ θα­νόν­τος ἡ­γε­μό­να δι­α­δέ­χθη­κε ὁ γυιός του Γο­δε­φρί­δος ὁ Β’, γιά τόν ὁ­ποῖ­ο τό Χρο­νι­κό τοῦ Μο­ρέ­ως ἐκ­φρά­ζε­ται θε­τι­κά. Τόν χα­ρα­κτη­ρί­ζει ἄ­ξιο καί ἱ­κα­νό ἡ­γέ­τη, ὅ­πως καί ὁ πα­τέ­ρας του (στ. 2468-2472).

Καί πραγ­μα­τι­κά ἦ­ταν ἄ­ξιος δι­ά­δο­χος τοῦ πα­τέ­ρα του. Ἐ­πί τῶν ἡ­με­ρῶν τοῦ Γο­δε­φρί­δου Β’ οἱ βα­ρω­νί­ες τῆς Μεσ­ση­νί­ας καί ὅ­λο τό πριγ­κη­πά­το τοῦ Μο­ρέ­ως γνω­ρί­ζουν τήν ἄν­θη­ση. Συγ­κεν­τρώ­θη­κε πλοῦ­τος καί δύ­να­μη ἀ­ξι­ό­λο­γη. Αὐ­τό φαί­νε­ται ἀ­πό τό γε­γο­νός ὅ­τι στήν αὐ­λή του δι­α­τη­ροῦ­σε με­γά­λο ἀ­ριθ­μό ἱπ­πο­τῶν (ὀ­γδόν­τα), στούς ὁ­ποί­ους συ­χνά προ­σέ­φε­ρε πλού­σια δῶ­ρα (16).

Ὁ Γο­δε­φρί­δος ὁ Β’ ἦλ­θε σέ σύγ­κρου­ση μέ τούς Λα­τί­νους ἐ­πι­σκό­πους καί τόν Κα­θο­λι­κό κλῆ­ρο κα­τη­γο­ρών­τας τους ὅ­τι δέν συ­νέ­βα­λαν ἀρ­κε­τά στήν ἀν­τι­με­τώ­πι­ση τῶν Ἑλ­λή­νων. Συγ­κέν­τρω­σε μά­λι­στα τά ἔ­σο­δα τῶν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν φέ­ου­δων καί ἔ­χτι­σε ἰ­σχυ­ρό φρού­ριο στό Χλο­μού­τσι, δυ­τι­κά τῆς Γλα­ρέν­τζας (στήν πε­ρι­ο­χή τῆς Ἠ­λεί­ας). Ἔ­κο­ψε ἐ­πί­σης καί δι­κό του νό­μι­σμα (Χρο­νι­κό Μο­ρέ­ως στ. 2631-2657). Ἀρ­γό­τε­ρα ὅ­μως, ἦλ­θε σέ συμ­φω­νί­α μέ τήν Κα­θο­λι­κή ἐκ­κλη­σί­α καί τῆς ἔ­δω­σε προ­νό­μια. Συμ­φω­νή­θη­κε οἱ ἐ­πι­σκο­πές (καί τοῦ­το μᾶς ἐν­δι­α­φέ­ρει εἰ­δι­κό­τε­ρα γιά τίς δύ­ο μεσ­ση­νια­κές ἐ­πι­σκο­πές τῆς Με­θώ­νης καί τῆς Κο­ρώ­νης) νά ἀ­παλ­λα­γοῦν ἀ­πό τίς εἰ­σφο­ρές καί ἀ­πό κά­θε δι­κα­στι­κή ὑ­πο­χρέω­ση, καί νά λά­βουν ὅ­λα τά κτή­μα­τα πού ἀ­νῆ­καν προ­η­γου­μέ­νως στήν Ὀρ­θό­δο­ξη ἐκ­κλη­σί­α. Ὁ ἴ­διος ὁ ἡ­γε­μό­νας τοῦ Μο­ρέ­ως κρά­τη­σε τήν κι­νη­τή ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή πε­ρι­ου­σί­α, μέ τόν ὅ­ρο νά κα­τα­βάλ­λει ἐ­τη­σί­ως ἕ­να πο­σό ὡς πλη­ρω­μή (ὅ.π. στ. 2658 κ.ἑ.) (17).

Χά­ρη στήν οἰ­κο­νο­μι­κή του ἰ­σχύ ὁ Γο­δε­φρί­δος Β’ μπό­ρε­σε νά προ­σφέ­ρει στρα­τι­ω­τι­κή καί οἰ­κο­νο­μι­κή στή­ρι­ξη στόν Λα­τί­νο αὐ­το­κρά­το­ρα τῆς Κων/πο­λης, Βαλ­δου­ΐνο Β’, ὅ­ταν ὁ τε­λευ­ταῖ­ος ἀ­πει­λοῦν­ταν ἀ­πό τήν ἑλ­λη­νι­κή αὐ­το­κρα­το­ρί­α τῆς Νι­καί­ας. Σέ ἀν­τάλ­λαγ­μα, ὁ Βαλ­δου­ΐ­νος Β’ τοῦ πα­ρα­χώ­ρη­σε τό Δου­κά­το τοῦ Αἰ­γαί­ου (1236). Ὅ­λες οἱ πα­ρα­πά­νω πλη­ρο­φο­ρί­ες τοῦ Χρο­νι­κοῦ ἀ­πο­τε­λοῦν στοι­χεῖ­α εὔ­γλωτ­τα τῆς ἀκ­μῆς τοῦ πριγ­κη­πά­του τοῦ Μο­ρέ­ως. Ἀ­νά­λο­γη ἀκ­μή γνω­ρί­ζει καί ἡ Μεσ­ση­νί­α ὡς ἀ­πο­τε­λοῦ­σα προ­σω­πι­κή ἰ­δι­ο­κτη­σί­α τοῦ Γο­δε­φρί­δου Β’ Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνου.

Με­τά τόν θά­να­το τοῦ Γο­δε­φρί­δου Β’, οἱ βα­ρω­νί­ες Κα­λα­μῶν καί Ἀρ­κα­δί­ας (Κυ­πα­ρισ­σί­ας) καί τό πριγ­κη­πάτο τοῦ Μο­ρέ­ως (στό ὁ­ποῖ­ο πε­ρι­λαμ­βά­νον­ταν οἱ μεσ­ση­νια­κές βα­ρω­νί­ες), πε­ρι­ῆλ­θαν στόν Γου­λι­έλ­μο Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνο, δι­ά­δο­χο καί ἀ­δελ­φό τοῦ Γο­δε­φρί­δου Β’ (1246). Ἡ πε­ρί­ο­δος τῆς ἡ­γε­μο­νί­ας του συμ­πί­πτει μέ τήν με­γα­λύ­τε­ρη ἀκ­μή τῆς Φραγ­κο­κρα­τί­ας στήν Πε­λο­πόν­νη­σο, ἀλ­λά καί μέ τήν ἀρ­χή τῆς πα­ρακ­μῆς της. Στά χρό­νια τοῦ Γου­λι­έλ­μου ὁ­λο­κλη­ρώ­θη­κε ἡ φραγ­κι­κή κα­τά­κτη­ση ὁ­λό­κλη­ρης τῆς Πε­λο­πον­νή­σου. Ἐ­πί Γου­λι­έλ­μου ὅ­μως οἱ Βυ­ζαν­τι­νοί, με­τά τήν μά­χη τῆς Πε­λα­γο­νί­ας, ἀ­πέ­κτη­σαν ἕ­να τμῆ­μα τῆς νο­τί­ου Πε­λο­πον­νή­σου καί στα­δια­κά κα­τόρ­θω­σαν οἱ Πα­λαι­ο­λό­γοι νά δι­α­λύ­σουν τό πριγ­κη­πάτο τοῦ Μο­ρέ­ως. Ἡ ἐ­ξέ­λι­ξη τῶν γε­γο­νό­των ἀ­κο­λού­θη­σε μί­α πο­ρεί­α πού πε­ρι­γρά­φε­ται στήν συ­νέ­χεια.

Με­τά τόν θά­να­το τοῦ Γο­δε­φρί­δου Β’, ὁ Γου­λι­έλ­μος Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνος ἔ­γι­νε ἡ­γε­μό­νας τοῦ πριγ­κη­πά­του τοῦ Μο­ρέ­ως, ὁ τρί­τος κα­τά σει­ράν ἀ­πό τήν οἰ­κο­γέ­νεια τῶν Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνων. Ἦ­ταν ἄν­θρω­πος ἐ­πι­δέ­ξιος, φρό­νι­μος, φι­λάν­θρω­πος καί ὅ­λοι τόν ἀ­γα­ποῦ­σαν (Χρο­νι­κό Μο­ρέ­ως στ. 2756-2762). Εἶ­χε γεν­νη­θεῖ στήν Κα­λα­μά­τα καί μι­λοῦ­σε τήν ἑλ­λη­νι­κή γλῶσ­σα ὡς μη­τρι­κή (ὅ.π. στ. 4130). Ὁ Γου­λι­έλ­μος ἐ­κτέ­λε­σε τήν ἐ­πι­θυ­μί­α τοῦ ἀ­δελ­φοῦ καί ἔ­κτι­σε μί­α Ἐκ­κλη­σί­α γιά νά ἀ­να­παυ­θοῦν τά σώ­μα­τα τῶν δύ­ο Γο­δε­φρί­δων Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνων, πα­τέ­ρα καί γυιοῦ (ὅ.π. στ. 2735-2747). Πρό­κει­ται γιά τήν ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Ἰ­α­κώ­βου στήν Ἀν­δρα­βί­δα, ὅ­πως μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ ἡ γαλ­λι­κή πα­ραλ­λα­γή τοῦ Χρο­νι­κοῦ.

Τήν πε­ρί­ο­δο ἐ­κεί­νη οἱ Ἕλ­λη­νες σέ ὅ­λη τήν Πε­λο­πόν­νη­σο εἶ­χαν ὑ­πό τήν κυ­ρι­αρ­χί­α τους τέσ­σε­ρα φρού­ρια: τήν Μο­νεμ­βα­σιά, τήν Κό­ριν­θο, τό Ναύ­πλιο καί τό Ἄρ­γος, τά ὁ­ποί­α ἔ­χο­ντας λι­μά­νια, ἀ­νε­φο­δι­ά­ζον­ταν ἀ­πό τόν αὐ­το­κρά­το­ρα τῆς Νι­καί­ας (ὅ.π. στ. 2763-2769). Ὁ Γου­λι­έλ­μος ἦλ­θε σέ συμ­φω­νί­α μέ τούς Βε­νε­τούς πα­ρα­χω­ρών­τας τους ἐμ­πο­ρι­κά δι­και­ώ­μα­τα (18), τόν Μέ­γα Δού­κα τῶν Ἀ­θη­νῶν Δε­λα­ρός, τόν Δού­κα τῆς Νά­ξου καί ἄλ­λους Φράγ­κους ἄρ­χον­τες τῶν νη­σι­ῶν (ὅ.π. στ. 2770-2800). Οἱ Βε­νε­τοί ἀ­πό θα­λάσ­σης καί οἱ Φράγ­κοι ἀ­πό ξη­ρᾶς πο­λι­ορ­κοῦν καί ἐ­ξα­ναγ­κά­ζουν σέ πα­ρά­δο­ση κα­τά σειράν τήν Κό­ριν­θο, τό Ναύ­πλιο, τό Ἄρ­γος καί τήν Μο­νεμ­βα­σιά (τρί­α χρό­νια κρά­τη­σε ἡ πο­λι­ορ­κί­α της).

Αὐ­τό πού εἰ­δι­κό­τε­ρα ἀ­φο­ρᾶ τόν μεσ­ση­νια­κό χῶ­ρο εἶ­ναι ὅ­τι ὁ Γου­λι­έλ­μος ὑ­πο­τάσ­σον­τας τήν Μο­νεμ­βα­σιά στήν ἀρ­χή καί χτί­ζον­τας στήν συ­νέ­χεια τά φρού­ρια τοῦ Μυ­στρᾶ, τῆς Μά­ϊνας (Μά­νης) καί τοῦ Λεύ­τρου (Beaufort στά γαλ­λι­κά) γιά νά ἐ­λέγ­χει τούς ἀ­νυ­πό­τα­κτους Σλά­βους Μη­λιγ­κούς τοῦ Τα­ϋ­γέ­του, πέ­τυ­χε νά ἐ­ξα­λεί­ψει τήν ἀ­πει­λή τῶν Ἑλ­λή­νων καί κά­θε πη­γή πα­ρε­νο­χλή­σε­ων (ἀ­πό Ἕλ­λη­νες, Σλά­βους) πού μπο­ροῦ­σαν νά τοῦ προ­ξε­νή­σουν προ­βλή­μα­τα στήν Λα­κω­νί­α καί τήν ἀ­να­το­λι­κή πλευ­ρά τῆς Μεσ­ση­νί­ας (19).

Μέ­σα στήν τε­τρα­ε­τί­α 1246-1250 ὁ Γου­λι­έλ­μος κα­θυ­πέ­τα­ξε καί τά τε­λευ­ταῖ­α ἑλ­λη­νι­κά φρού­ρια. Τό πριγ­κη­πά­το τοῦ Μο­ρέ­ως γνω­ρί­ζει πε­ρί­ο­δο ἀκ­μῆς. Ὁ Γου­λι­έλ­μος κό­βει καί κυ­κλο­φο­ρεῖ δι­κό του νό­μι­σμα. Ἐ­πί­σης πολ­λά κά­στρα φραγ­κι­κά χτί­ζον­ται ἤ ἐ­πι­σκευ­ά­ζον­ται καί ἐ­νι­σχύ­ον­ται τά προ­ϋ­πάρ­χον­τα. Κά­θε ἄρ­χον­τας βα­ρῶ­νος ἤ ἱπ­πό­της χτί­ζει τό δι­κό του φρού­ριο μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα νά γε­μί­σει ὁ Μο­ριᾶς φράγ­κι­κα κά­στρα. Πολ­λοί ἐ­πί­σης Φράγ­κοι ἐγ­κα­τα­λεί­πουν τό γαλ­λι­κό τους προ­σω­νύ­μιο καί λαμ­βά­νουν τό ἑλ­λη­νι­κό τῆς πε­ρι­ο­χῆς πού τούς ἀ­νή­κει (π.χ. ὁ Γου­λι­έλ­μος κα­λεῖ­ται ντέ Κα­λα­μά­τα, ὅ.π. στ. 3145-3170).

Στήν Μεσ­ση­νί­α τό φρού­ριο τῆς Ἀρ­κα­δί­ας (Κυ­πα­ρισ­σί­ας) ἐ­πι­σκευ­ά­ζε­ται καί στό ἀρ­χαῖ­ο ἑλ­λη­νι­κό κτί­σμα προ­στί­θεν­ται φράγ­κι­κοι πύρ­γοι (σημ=τό φρού­ριο αὐ­τό θά δο­θεῖ τό 1262 ἀ­πό τόν Γου­λι­έλ­μο στόν Βι­λαίν ντ᾿ Ὠ­νο­νά, πρω­το­στρά­το­ρα τῆς Ρω­μα­νί­ας, δηλ. τῆς Λα­τι­νι­κῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας τῆς Κων/πο­λης, ὁ ὁ­ποῖ­ος με­τά τήν κα­τά­λη­ψη τῆς Κων/πο­λης ἀ­πό τούς Ἕλ­λη­νες θά πά­ει στήν Πε­λο­πόν­νη­σο, ὅ.π. στ. 8462). Ἐ­πί­σης ἐ­πι­σκευ­ά­ζον­ται καί τό Σι­δη­ρο­κά­στρο πού χτί­σθη­κε ἀ­πό τόν Γο­δε­φρί­δο Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνο τό 1210, καί τό φρού­ριο τῆς Ἀν­δρού­σας, πού τό ἔ­χτι­σε ὁ Γου­λι­έλ­μος Βιλ­λε­αρ­δου­ΐ­νος τό 1250 (ὅ­πως ἀ­να­φέ­ρε­ται στό Ἀ­ρα­γω­νι­κό Χρο­νι­κό τοῦ Μο­ρέ­ως ὅ­τι ἀ­νή­κουν στήν Κα­στε­λα­νί­α τῆς Κα­λα­μά­τας). Γιά τό φρού­ριο τῆς Ἀν­δρούσας πού βρι­σκό­ταν στά δυ­τι­κά τῆς πε­διά­δας τῆς Μεσ­ση­νί­ας, ἀ­πέ­ναν­τι ἀ­πό τήν Ἰ­θώ­μη, ἀ­ξί­ζει νά ἀ­να­φερ­θεῖ ὅ­τι ἀ­πο­τε­λοῦ­σε τήν ἕ­δρα ἑ­νός ἀ­πό τά δύ­ο δι­κα­στή­ρια τῆς Βα­ρω­νί­ας τῶν Κα­λα­μῶν (20).

Οἱ Βε­νε­τοί ἐ­πί­σης ἐ­πι­σκευά­ζουν καί ἐ­νι­σχύ­ουν τά ἤ­δη ὑ­πάρ­χον­τα μι­σο­ε­ρει­πω­μέ­να καί ἀ­δύ­να­μα φρού­ρια τῆς Με­θώ­νης καί τῆς Κο­ρώ­νης. Οἱ δύ­ο αὐ­τές πό­λεις τε­λι­κά θά ἐ­ξε­λι­χθοῦν σέ με­γά­λα κέν­τρα καί λι­μά­νια ἐμ­πο­ρι­κά, κα­θώς βρί­σκον­ται στό πέ­ρα­σμα πρός τήν Ἀ­να­το­λι­κή Με­σό­γει­ο καί τό ἐ­λέγ­χουν. Κα­νέ­να πλοῖ­ο δέν μπο­ρεῖ νά πε­ρά­σει ἀ­πα­ρα­τή­ρη­το ἀ­πό τούς Βε­νε­τούς. Ἀ­κό­μη, ἡ Με­θώ­νη καί ἡ Κο­ρώ­νη θά ἀ­πο­τε­λέ­σουν πό­λεις σταθ­μούς τα­ξι­δί­ου γιά τούς πι­στούς προ­σκυ­νη­τές τῶν Ἁ­γί­ων Τό­πων.

Ἀλ­λά καί με­τά τούς Βιλ­λε­αρ­δου­ΐνους καί κα­θ᾿ ὅ­λην τήν Φραγ­κο­κρα­τί­α καί Βε­νε­το­κρα­τί­α χτί­ζον­ται φρού­ρια. Γιά πα­ρά­δειγ­μα τό φρού­ριο τοῦ Γαρ­δι­κί­ου, πού χτί­σθη­κε με­τα­ξύ τοῦ 1264 καί 1292 πά­νω στά ἐ­ρεί­πια τῆς ἀρ­χαί­ας Ἀμ­φεί­ας, στά ὅ­ρια Μεσ­ση­νί­ας-Ἀρ­κα­δί­ας καί ἄλ­λα πολ­λά, τά ὁ­ποῖ­α δέν ἀ­πο­τε­λοῦν ἀν­τι­κεί­με­νο τῆς πα­ρού­σης ἐρ­γα­σί­ας (21).

Ὁ Γου­λι­έλ­μος, γιά νά ἐ­πα­νέλ­θου­με στό πρό­σω­πό του, δέν ἀρ­κεῖ­ται στήν κα­το­χή τοῦ Μο­ριᾶ. Οἱ βλέ­ψεις καί οἱ φι­λο­δο­ξί­ες του ἐ­κτεί­νον­ται πο­λύ μα­κρύ­τε­ρα καί φθά­νουν, εἰ­δι­κά με­τά τόν γά­μο του τό 1259 μέ τήν κό­ρη τοῦ Μι­χα­ήλ Β’, Δε­σπό­τη τῆς Ἠ­πεί­ρου, Ἄν­να, ὡς τίς βό­ρει­ες ἑλ­λα­δι­κές πε­ρι­ο­χές (Ἤ­πει­ρος, Μα­κε­δο­νί­α). Ἔ­τσι, τόν βλέ­που­με νά ἀ­να­μει­γνύ­ε­ται στήν δι­α­μά­χη τοῦ Μι­χα­ήλ Β’, Δε­σπό­τη τῆς Ἠ­πεί­ρου μέ τήν αὐ­το­κρα­το­ρί­α τῆς Νι­καί­ας, δι­α­μά­χη πού θά κα­τα­λή­ξει σέ πο­λε­μι­κή ἀ­να­μέ­τρη­ση στήν μά­χη τῆς Πε­λα­γο­νί­ας, πε­ρι­ο­χῆς στήν Κα­στο­ριά (1259). Στήν μά­χη αὐ­τή ὁ Γου­λι­έλ­μος θά λά­βει ὁ ἴ­διος μέ­ρος στό πλευ­ρό τοῦ Μι­χα­ήλ Β’. Στό κρί­σι­μο ὅ­μως ση­μεῖ­ο τῆς μά­χης, τό πε­ρί­φη­μο φράγ­κι­κο ἱπ­πι­κό θά δι­α­σπα­σθεῖ, θά χά­σει τήν συ­νο­χή του. Πολ­λοί Φράγ­κοι εὐ­γε­νεῖς ἀλ­λά καί ὁ ἴ­διος ὁ Γου­λι­έλ­μος θά αἰχ­μα­λω­τι­σθοῦν καί θά ὁ­δη­γη­θοῦν σι­δη­ρο­δέ­σμιοι στόν ἀν­τι­βα­σι­λέ­α τῆς Νι­καί­ας, Μι­χα­ήλ Η’ Πα­λαι­ο­λό­γο, ἐ­πί­τρο­πο τοῦ ἀ­νή­λι­κου δι­α­δό­χου, ἀλ­λά οὐ­σι­α­στι­κό κυ­ρί­αρ­χο τῆς αὐ­το­κρα­το­ρι­κῆς ἀρ­χῆς.

Ὁ Μι­χα­ήλ Η’ γιά νά τούς ἀ­φή­σει ἐ­λεύ­θε­ρους ζη­τά­ει ἀ­πό τόν Γου­λι­έλ­μο νά τοῦ δώ­σει τόν Μο­ριᾶ. Ἐ­κεῖ­νος ἰ­σχυ­ρί­ζε­ται ὅ­τι δέν μπο­ρεῖ χω­ρίς τήν σύμ­φω­νη γνώ­μη τῶν ἄλ­λων Φράγ­κων καί ἀν­τι­προ­τεί­νει νά πλη­ρώ­σει λύ­τρα (22). Ὁ Γου­λι­έλ­μος θά κρα­τεῖ­ται ἐ­πί τρί­α ἔ­τη αἰχ­μά­λω­τος, ὥ­σπου νά συμ­φω­νή­σει νά πα­ρα­δώ­σει τά φρού­ρια τοῦ Μυ­στρᾶ, τῆς Μά­νης, τῆς Μο­νεμ­βα­σιᾶς καί τοῦ Λεύ­τρου. Τε­λι­κά, καί ἀ­φοῦ προ­η­γεῖ­ται σύγ­κλι­ση τῆς κούρ­της στήν Πε­λο­πόν­νη­σο ὅ­που συμ­με­τέ­χουν πολ­λές γυ­ναῖ­κες τῶν αἰχ­μα­λώ­των Φράγ­κων, ὁ Γου­λι­έλ­μος ἀν­ταλ­λάσ­σει τά φρού­ρια μέ τήν ἐ­λευ­θε­ρί­α του (Χρο­νι­κό Μο­ρέ­ως στ. 4402 κ.ἑ.).

Τό ἔ­τος 1262 ἀ­πο­τε­λεῖ κομ­βι­κό ση­μεῖ­ο γιά τήν πο­ρεί­α τῆς Φραγ­κο­κρα­τί­ας σέ ὁ­λό­κλη­ρη τήν Πε­λο­πόν­νη­σο, εἰ­δι­κό­τε­ρα γιά τήν πε­ρι­ο­χή τῆς Μεσ­ση­νί­ας, τήν ὁ­ποί­α ἐ­ξε­τά­ζου­με. Ἐ­νῶ ἀ­πό τό 1250 δέν ὑ­πῆρ­χε οὔ­τε ἕ­να φρού­ριο τοῦ Μο­ριᾶ, οὔ­τε μί­α πε­ρι­ο­χή στήν ἑλ­λη­νι­κή κυ­ρι­αρ­χί­α (ὅ­λος ὁ Μο­ριάς ἦ­ταν φραγ­κο­κρα­τού­με­νος ἐ­κτός τῆς Με­θώ­νης καί τῆς Κο­ρώ­νης πού ἦσαν βε­νε­το­κρα­τού­με­νες, δηλ. πά­λι σέ χέ­ρια Δυ­τι­κῶν), ἀ­πό τό 1262 οἱ Ἕλ­λη­νες βρί­σκον­ται νά κα­τέ­χουν ἕ­να τμῆ­μα τῆς νο­τί­ου Πε­λο­πον­νή­σου, πού θά ἀ­πο­τε­λέ­σει τό προ­γε­φύ­ρω­μα τῶν Πα­λαι­ο­λό­γων στήν προ­σπά­θειά τους νά κα­τα­λύ­σουν τό πριγ­κη­πά­το τοῦ Μο­ρέ­ως, προ­σπά­θεια πού θά ἔ­χει ἐ­πι­τυ­χῆ κα­τά­λη­ξη. Ἤ­δη ἀ­πό τό 1262 οἱ Ἕλ­λη­νες θά εἰ­σβάλ­λουν στήν Μεσ­ση­νί­α καί θά δώ­σουν μά­χες μέ τούς Φράγ­κους. Τό ἔ­τος 1262 ἀ­πο­τε­λεῖ τήν ἀρ­χή, θά μπο­ροῦ­σε νά πεῖ κα­νείς, τῆς πτω­τι­κῆς πο­ρεί­ας τῆς Φραγ­κι­κῆς κυ­ρι­αρ­χί­ας.

Γιά ὅ­λους τούς προ­α­να­φερ­θέν­τες λό­γους θά ἦ­ταν δυ­να­τόν νά δι­α­κρί­νου­με ὡς τό 1262 μί­α πρώ­τη πε­ρί­ο­δο τῆς Φραγ­κο­κρα­τί­ας, πα­ρ᾿ ὅ­λο πού ὁ Γου­λι­έλ­μος ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νά ἡ­γε­μο­νεύ­ει ὡς τό 1277, ἔ­τος τοῦ θα­νά­του του, ἤ ὅ­πως ἀ­να­φέ­ρει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τό Χρο­νι­κό τοῦ Μο­ρέ­ως, τό ἔ­τος ΣΨΠΕ ἀ­πό κτί­σε­ως κό­σμου (στ. 7810) (24).

Συ­νε­χί­ζε­ται…

 

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα