Γράφει ο Θεολόγος – Εκκλησιαστικός Ιστορικός – Νομικός κ. Ιωάννης Ελ. Σιδηράς
Εκκλησιαστική και Εκπαιδευτική Οργάνωση κατά την Υστεροθωμανική Περίοδο (17ος – 20ος αιώνας)
Ένας από τους πολλούς ιστορικούς αδάμαντες της «Μεγάλης Θρακώας Πατριαρχικής Γης», που σε πείσμα των επώδυνων στροφών του ιστορικού γίγνεσθαι «φαίνει και ζει αδιαλείπτως» στις «αθάνατες συνειδήσεις» των επιγενομένων γόνων των πονεμένων προσφύγων είναι και η παλαίφατος και μεγάτιμος ελληνορθόδοξη επαρχία της Αίνου στην Ανατολική Θράκη στην οποία πριν από τον πικρό απορφανισμό της κατά το έτος 1922 και την οριστική Αναγκαστική Ανταλλαγή των πληθυσμών με την υπογραφείσα Συνθήκη της Λωζάνης (1923) υπήρχαν ακμαίες ρωμαίϊκες κοινότητες με άρτια εκκλησιαστική εκπαιδευτική οργάνωση όπου διέπρεπαν επιφανείς λόγιοι Μητροπολίτες, Ιερομόναχοι και Διδάσκαλοι του Γένους οι οποίοι ανέθρεψαν και εγαλούχησαν με το «μέλι και το γάλα της ελληνορθοδόξου παιδείας και ευσεβείας» γενεές γενεών ελληνοπαίδων.
Ο Ευαγγελικός λόγος εσπάρη και ο χριστιανισμός εδραιώθηκε στην ευρύτερη περιοχή της Αίνου πολύ νωρίς, όπου ήδη κατά τον τρίτο –πολύ περισσότερο τον τέταρτο μ.Χ. αιώνα– είχαν οργανωθεί και οι πρώτες μικρές υποτυπώδεις χριστιανικές κοινότητες. Ο πολύς περί την εκκλησιαστική ιστορία των Επισκοπών και Μητροπόλεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου Καθηγητής της Ιεράς Θεολογικής Σχολής της Χάλκης Βασίλειος Σταυρίδης γράφει σχετικά: «ο χριστιανισμός θα διεδόθη ενωρίς εις την Αίνον, διότι αύτη κατέστη έδρα επισκόπου, άλλοτε πρώτη και άλλας φοράς τετάρτη της επαρχίας Ροδόπης. Επί Ιουστινιανού του Μεγάλου (527-565) έγινεν Αριχεπισκοπή. Επί Αλεξίου Α΄ του Κομνηνού (1081-1118) ανυψώθη εις Μητρόπολιν, εις την 62αν θέσιν, κατόπιν 73ην εις τας Μητροπόλεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Αρχάς του Κ΄ αιώνος ήτο 33η εις την σειράν του Συνταγματίου και ο Μητροπολίτης της Αίνου ετάσσετο αρχικώς μεταξύ των υπερτίμων, εφημίζετο δε έπειτα και ως έξαρχος Ροδόπης. Η έδρα του είχε μετατεθεί εις Δεδέαγατς… η Αίνος, ότε ήτο Αρχιεπισκοπή, ήρχετο εις την σειράν 30η, 31η, 33η και 43η. Ως Μητρόπολις κατά τους βυζαντινούς χρόνους 57η, 62α, 64η, 72α και 73η. Μετά δε την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως αθρόως 38η και κατά τον Κ΄ αιώνα 33η και 32η».
Κατά την υστεροθωμανική περίοδο και συγκεκριμένα κατά τα τέλη του 19ου αιώνος, σύμφωνα και με τα γραφόμενα του Στ. Ψάλτη «η μικρά αύτη Μητρόπολις κατέχει το προς το Αιγαίον τείνον Νότιον μέρος της Θράκης, το περί τας εκβολάς του ποταμού Έβρου, επεκτείνεται δε επί του Καζά Αίνου, μέρους του Καζά Δεδέαγατς και μέρους του Καζά Σουφλίου». Ο Στ. Ψάλτης, βέβαια αναφέρεται στην γεωγραφική έκταση της Μητροπόλεως Αίνου, όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά το έτος 1885, όταν ένεκα σοβαρών οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε, απεσπάσθησαν από την Μητρόπολη Μαρωνείας το Δεδέαγατς (σημερινή Αλεξανδρούπολη) και άλλα 14
χωριά, τα οποία υπήχθησαν στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Μητροπόλεως Αίνου.
Πριν από την κατά το έτος 1885 αναδιαμόρφωση της εκκλησιαστικής γεωγραφικής δικαιοδοσίας της Μητροπόλεως Αίνου και συγκεκριμένα κατά το έτος 1859, όπως καταγράφεται στον σχετικό Πατριαρχικό Κώδικα, αυτή περιελάμβανε 12 χωριά στα οποία διαβιούσαν 1.743 οικογένειες (ψυχές 8.715). Το έτος 1873 δημοσιεύθηκε στην Επετηρίδα του Θρακικού Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου έκθεση περί της εκπαιδευτικής καταστάσεως της Μητροπόλεως Αίνου, στην οποία αναφέρεται ότι αυτή περιελάμβανε 13 χωριά με 1.425 οικογένειες, 6 λειτουργούντα σχολεία στα οποία φοιτούσαν 300 μαθητές και δίδασκαν 6 διδάσκαλοι. Ο Synret το έτος 1877 αναφέρει ότι υπήρχαν 14 χωριά με 8.650 Έλληνες Ορθοδόξους, 6 σχολεία με 300 μαθητές, ενώ ο Stanford καταγράφει την ύπαρξη 13 χωριών.
Ο δε Χασιώτης, κατά το έτος 1881, στο τεκμηριωμένο ιστορικό πόνημά του, υπό τον τίτλο: «L’ instruction Publique chez les Grecs» αναφέρει ότι στην Μητρόπολη Αίνου υπήγοντο 14 χωριά όπου διαβιούσαν 12.500 κάτοικοι, λειτουργούσαν 11 σχολεία και φοιτούσαν 500 μαθητές. Ο Στ. Ψάλτης χαρακτηρίζει ως ακριβεστέρα την δημοσιευθείσα έκθεση στον «Ανατολικό Αστέρα Κωνσταντινουπόλεως», κατά το έτος 1885, η οποία αποτελεί αναδημοσίευση του στατιστικού πίνακα εκ της εφημερίδας «Ανατολική Επιθεώρηση Αθηνών», του έτους 1884, όπου καταγράφεται η ύπαρξη 12 χωριών με 1.395 οικογένειες (ψυχές 6.975), 5 σχολεία, 250 μαθητές και 5 διδασκάλους.
Μέχρι και το έτος 1885 υπήρχαν συνολικά τα εξής 14 ελληνορθόδοξα χωριά στην Ιερά Μητρόπολη Αίνου: 1) Αίνος (Enez) με πληθυσμό ελληνικό από τον Καζά Αίνου, 2) Αρβανίτες (σημερινό Istikli), 3) Μποράορι ή Μποραούρο (σημερινό Baragi), 4) Κιζκαπάν ή Κιγκαμπάν (Kizkapan), 5) Τσελεμπή (Celebi), 6) Γιαπουλντάκ ή Γιαμαλντάκ (Yapildak) εκ του Καζά Κεσάνης, 7) Κόζκορη ή Κόσχορι (σημερινό Kocahidir), 8) Αχούρια ή Αχίρκιοϊ (σημερινό Ahir) εκ του Καζά Σουφλίου, 9) Αμυγδαλιά (σημερινό Cavuskoy), 10) Ασαρλή (Σκαλωτή, σημερινό Hisarl, όπου και η Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου), 11) Μαΐστρος (σημερινό Yenice), 12) Διασορνή ή Διασορανέλλα ή Μικρά Διόσα (σημερινό Kucukevren), 13) Αγίασμα (σημερινό Kocaali), 14) Κεμερλή (σημερινό Sehitler) εκ του Καζά Αίνου.
Όταν το έτος 1885 το Οικουμενικό Πατριαρχείο απεφάσισε να ενισχύσει την οικονομικώς δυσπραγούσα Μητρόπολη Αίνου, υπήγαγε σε αυτή τα ανήκοντα μέχρι τότε στη Μητρόπολη Μαρωνείας, κάτωθι 17 χωριά, συμπεριλαμβανομένου του Δεδέαγατς (σημερινή Αλεξανδρούπολη), που ήταν: 1) Καβατζήκι (σημερινή Λευκίμμη), 2) Πασμακτσή (σημερινό Τριφύλλι), 3) Τεκέ (σημερινή Ταύρη), 4) Μαρχαμλί (σημερινός Πέπλος), 5) Πιζμάνικιοϊ (σημερινή Πισμάνη, από τον Καζά Σουφλίου εκ των οποίων τα τρία τελευταία υπήγοντο στην σχισματική βουλγαρική εξαρχία), 6) Ρουμτζούκι (σημερινός Δορίσκος), 7) Φερετζίκ (σημερινές Φέρες), 8) Δεδέαγατς (σημερινή Αλεξανδρούπολη), 9) Δογάν Χισάρ (σημερινό Αετοχώρι), 10) Γενίκιοϊ (σημερινή Ιάνα), 11) Βάδομα (σημερινός Ποταμός), 12) Δερβέντ (σημερινός Αβάς), 13) Ντομούζντερε (σημερινή Νίψα), 14) Λιτζάκιοϊ (σημερινός Λουτρός), 15)
Τσάμερεν (σημερινά Πεύκα), 16) Μπαλίκιοϊ (σημερινή Μελία), 17) Τουρμπαλί (σημερινή Πυλαία, από τον Καζά Δεδέαγατς εκ των οποίων τα εννέα τελευταία υπήγοντο στην σχισματική βουλγαρική εξαρχία).
Σύμφωνα δε με την Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1885 τα χωριά τα οποία υπήχθησαν στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Μητροπόλεως Αίνου, συμπεριλαμβανομένου και του Δεδέαγατς, ήταν τα εξής: Άβαντας, Αισύμη, Νίψα, Λουτρός, Πεύκα, Φέρρες, Δορίσκος, Κάβησσος, Πυλαία, Μελία, Ταύρη, Πέπλος, Τριφύλλι, Λευκίμη, Πισάνη, Σανιδοχώρι. Τη δε 17η Νοεμβρίου του 1922 και επί της Πατριαρχείας Μελετίου του Δ΄ (Μεταξάκη), η Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως με Πατριαρχική και Συνοδική πράξη ανίδρυσε ως αυτοτελώς ανεξάρτητη την Ιερά Μητρόπολη Αλεξανδρουπόλεως στην οποία υπήχθησαν τα παραπάνω χωριά και η αποσπασθείσα από την εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Μητροπόλεως Μαρωνείας, ιστορική κοινότητα της Μάκρης. Σημειωτέον ότι η έδρα της Μητροπόλεως Αίνου είχε μεταφερθεί ήδη κατά το έτος 1909 στο Δεδέαγατς (σημερινή Αλεξανδρούπολη).
Η πόλη της Αίνου αποτελούσε την έδρα του ομωνύμου Καζά και στα τέλη του 19ου αιώνος ανήκε στο Σαντζάκιο του Δεδέαγατς. Κατά την περίοδο εκείνη είχε περί τους 4.000 ή κατ’ άλλους 7.000 χριστιανούς κατοίκους στην πλειοψηφία του πληθυσμού, αφού Οθωμανοί ήταν μόνο οι διοικητικοί υπάλληλοι. Το έτος 1909 μεταφέρθηκε η έδρα του Καζά από την Αίνο στο Ιμπρίκ Τεπέ και επανήλθε στην Αίνο κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1914-1918).
Στις αρχές του 20ου αιώνος στην Μητρόπολη Αίνου υπήγοντο 25 κωμοπόλεις και χωριά όπου λειτουργούσαν άνω των 10 σχολείων, με 22 διδασκάλους (11 διδασκάλους και 11 διδασκάλισσες) και 700 μαθητευομένους (500 μαθητές και 200 μαθήτριες), με πληθυσμό 4.000 πιστούς. Στο «Ημερολόγιο των Εθνικών και Φιλανθρωπικών Καταστημάτων» του έτους 1905 δημοσιεύονται στατιστικά στοιχεία σύμφωνα με τα οποία σε όλη την εκκλησιαστική επαρχία Αίνου λειτουργούσαν διάφορα κατά βαθμίδα εκπαιδευτήρια, όπως δύο Αστικές Σχολές (Σχολαρχεία) και εν συνόλω 16 Δημοτικά Σχολεία και Παρθεναγωγεία, στα οποία δίδασκαν 16 διδάσκαλοι και 10 διδασκάλισσες και φοιτούσαν 605 μαθητές και 430 μαθήτριες. Σύνολα: Σχολές 18, διδάσκοντες 26 και διδασκόμενοι 1.035. Από δε το «Ημερολόγιο των Εθνικών και Φιλανθρωπικών Καταστημάτων» του έτους 1907 πληροφορούμεθα ότι στην εκκλησιαστική επαρχία της Μητροπόλεως Αίνου υπήρχαν 19 εκκλησίες, 1 Αγίασμα, 21 Ιερείς, 9 σχολεία, 22 διδάσκοντες (11 διδάσκαλοι και 11 διδασκάλισσες), 700 μαθητευόμενοι (500 μαθητές και 200 μαθήτριες).
Ο Καθηγητής Βασίλειος Σταυρίδης αναφερόμενος στην εκκλησιαστική οργάνωση της Μητροπόλεως Αίνου επισημαίνει ότι η Αίνος ήταν μια πόλη του θρακικού πελάγους, η οποία ήκμαζε στον θρησκευτικό, τον εκπαιδευτικό και πνευματικό τομέα. Είχε 17 ναούς, παρεκκλήσια, μονές, κελιά, μετόχια, σχολεία και άλλα πνευματικά και ευαγή φιλανθρωπικά ιδρύματα ή Καταστήματα, όπως χαρακτηριστικά ονομάζονταν. Οι κυριότεροι ναοί ήταν: του Αγίου Γρηγορίου Νεοκαισαρείας (Μητροπολιτικός), του Αγίου Γρηγορίου στο Κάστρο, του Τιμίου
Προδρόμου, του Αγίου Νικολάου, του Αγίου Βλασίου, προστάτου της συντεχνίας (Εσναφίου ή Ρουφετίου) των Αγγειοπλαστών, του Αγίου Εύπλου, διάφοροι ναοί επ’ ονόματι της Παναγίας, της Παναγίας της Κεχαριτωμένης (σήμερα Τέμενος Γκαζή Ομέρ Μπέϋ) της οποίας η ιστορική εικόνα εσώθη, ο γραφικός κοιμητηριακός ναός έξω από τη χώρα, της Ζωοδόχου Πηγής ή Χρυσοπηγής στο Κάστρο. Άξιο μνείας είναι το γεγονός ότι οι Αινίτες ευλαβούντο ιδιαίτερα την Υπεραγία Θεοτόκο, όπως μαρτυρούσε η πληθώρα των παρεκκλησίων, που ήταν αφιερωμένα σ’ αυτή, με τις ονομασίες, «Ελαιούσα», «Οδηγήτρια», «Φανερωμένη», «Παντοβασίλισσα», «Χαριτωμένη», «Ταξιδαριά» κ.ά. Οι δε Μονές που υπήρχαν στα εκκλησιαστικά όρια της Μητροπόλεως Αίνου ήταν: του Αγίου Παντελεήμονος, η Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου Σκαλωτής (Κοιμήσεως της Θεοτόκου) και η Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Αγίου Αθανασίου Τσαδήρι.
Άξιο μνείας είναι το γεγονός ότι ιδιαίτερα οδυνηρές υπήρξαν στη Θράκη οι επιπτώσεις από την εφαρμογή των θεσμικών μέτρων των Νεοτούρκων ή Νεοθωμανών στο πολιτικό και κοινοτικό καθεστώς του Χριστιανικού στοιχείου. Ακόμη χειρότερες υπήρξαν οι συνέπειες από την εφαρμογή του εκκλησιαστικού νόμου (1910), που διακανόνιζε οριστικά τις εκκλησιαστικές διαφορές των χριστιανικών εθνοτήτων και συγκεκριμένα μεταξύ Ελλήνων και σχισματικών εξαρχικών Βουλγάρων όσον αφορά την κατοχή και τη χρήση Εκκλησιών και εκπαιδευτικών ιδρυμάτων που αμφισβητούνταν από τις δύο χριστιανικές εθνότητες. Στην Θράκη και φυσικά στον Καζά Αίνου η εθνοτική διαπάλη σχετικά με την κατοχή των αμφισβητούμενων εκκλησιών προκάλεσε τις έντονες αντιδράσεις των Ελληνικών πληθυσμών. Στον Καζά Αίνου υπήρχαν αμφισβητούμενες εκκλησίες τις οποίες διεκδικούσαν οι Βουλγαροεξαρχικοί και σε πολλές περιπτώσεις επεβάλετο η αναστολή της λειτουργίας των εκκλησιών αυτών μέχρι την τελική άρση της εθνοτικής διαμάχης. Το θλιβερό είναι ότι κατά τη διάρκεια των εκ των Νεοτούρκων διώξεων (1914-1918) εναντίον των Ελληνορθοδόξων Ανατολικοθρακών (1914-1920), κυρίως στην πρώτη φάση τους και συγκεκριμένα κατά τα τέλη του 1915, οι Αινίτες εκτοπίστηκαν και διεσκορπίστηκαν στα Μάλγαρα. Τότε κατεστράφησαν και 15 από τις 17 εκκλησίες και παρεκκλήσια σύμφωνα με την ομολογία του αρχιαστυνόμου της Αίνου Γιουσούφ Ζία.
Περί της Ιεράς Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής Κοιμήσεως της Θεοτόκου Σκαλωτής έχουν συγγράψει επιστημονικά οι Γ. Λαμπάκης (1908), Β. Μυστακίδης (1929,1932), Α. Σαμοθράκης (1942), Y. Otüken–R. Ousterhout, P. Soustal και εσχάτως Γ. Χαριζάνης. Η Ιερά Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Σκαλωτής δέσποζε επί βραχώδους κορυφής ενός λόφου 8 χλμ ανατολικά της Αίνου (Enez) και λίγο βορειότερα του χωριού Αμυγδαλιά, απ’ όπου η θέα ήταν ειδυλλιακή καθώς φαινόταν όχι μόνο ο φάρος του Δεδέαγατς, αλλά και οι νήσοι Σαμοθράκη, Ίμβρος και Θάσος.
Η Ιερά Μονή ήταν οικοδομημένη σε δύο επίπεδα, στο ανώτερο βρισκόταν το Καθολικό της Μονής και στο κατώτερο εκτείνετο η εσωτερική αυλή της. Το Καθολικό της Μονής του οποίου η κόγχη και η πρόθεση του Ιερού Βήματος ήταν λαξευμένα εντός του βραχώδους λόφου, ήταν αφιερωμένο στο πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου και ετιμάτο η Κοίμηση της Αειπαρθένου Παναγίας παρόλο που δεν γνωρίζουμε εάν η Μονή ήταν εξαρχής αφιερωμένη στο πρόσωπο της Θεομήτορος. Το βέβαιο είναι ότι κατά τον 17ο αιώνα (1609), όπως αναφέρεται από
τον Γ. Λαμπάκη και Α. Σαμοθράκη, η Μονή ήταν αφιερωμένη στην Υπεραγία Θεοτόκο. Ο δε κειμηλιακός πλούτος της Μονής κατά τις αρχές του 20ου αιώνος (Εικόνες τέμπλου, Ευαγγέλια, Λειτουργικά Σκεύη, Αναλόγιο) έφεραν επιγραφές του 17ου και 18ου αιώνος.
Πλησίον του Καθολικού της Μονής, προς την νοτιοανατολική του γωνία, και εντός του βραχώδους όγκου ήταν διαμορφωμένος ένας τετράγωνος χώρος αγνώστου χρήσεως και ο επιμήκης ναΐσκος αφιερωμένος στην Αγία Τριάδα όπου εφυλάσσετο το Σκευοφυλάκιο της Μονής. Σε αυτό μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνος εφυλάσσοντο δύο Τίμιες Κάρες, ενός ανωνύμου Αγίου και του Πατριάρχου Ιεροσολύμων Σωφρονίου, καθώς επίσης και τέσσερα Πατριαρχικά Σιγίλλια: α) του Νεοφύτου του Β’ (1602/1609), β) του Παρθενίου (αχρονολόγητο), γ) Του Γαβριήλ (1702/1707) και δ) του Ανθίμου (1845/1847). Άξιο μνείας είναι το γεγονός ότι στο Πατριαρχικό Σιγίλλιο του Οικουμενικού Πατριάρχου Νεοφύτου Β΄ (Φεβρουάριος του 1609) γίνεται σαφής και ρητή αναφορά στην ύπαρξη της Μονής κατά τον 16ο αιώνα και μάλιστα ως Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής, όπως τούτο μαρτυρείται από τον Πατριάρχη Νεόφυτο, ο οποίος καταγράφει την ύπαρξη προγενέστερων Σιγιλλίων που επιβεβαιώνουν το Πατριαρχικό και Σταυροπηγιακό καθεστώς αυτής, μεταξύ των οποίων και το Σιγίλλιο του Πατριάρχου Διονυσίου Β΄(1546-1556).
Σύμφωνα με τον Α. Σαμοθράκη η επονομασία της Μονής ως «Σκαλωτής» -κατά πάσα πιθανότητα- προερχόταν από το βαθμιδωτό τρόπο ανεγέρσεως της Μονής (σε επίπεδα-σκάλες) επί του βραχώδους εδάφους του λόφου. Η επονομασία αυτή δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς προσεδόθη στη Μονή, αλλά κατά τον 17ο αιώνα μαρτυρείται ως «της Υπεραγίας Θεοτόκου… της Σκαλωτής». Η Μονή που διέθετε στην αυλή της δύο κινστέρνες, περιετειχίζετο ως φρούριο επί του οποίου οι διάφορες επιγραφές που εσώζοντο μέχρι το 1922, είχαν χρονολογίες του 17ου, 18ου και 19ου αιώνα.
Όσον αφορά το ακανθώδες ζήτημα του προσδιορισμού του ακριβούς χρόνου της ανεγέρσεως της Μονής υπάρχουν διϊστάμενες απόψεις. Ο μεν Β. Μυστακίδης υποστηρίζει ότι η Μονή εθεμελιώθη το 1140 επί αυτοκράτορος Ιωάννου Β΄ Κομνηνού (1118-1142) και κατέστη σταυροπηγιακή επί των ημερών του υιού του, Μανουήλ Α΄, κατά το έτος 1172, όπως τούτο μαρτυρείται από την αναγραφόμενη επί βυζαντινού σταυρού χρονολογία του έτους 1172, καθώς και τα μνημονευόμενα ονόματα του αυτοκράτορος Μανουήλ Α’ Κομνηνού και του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Μιχαήλ Γ΄ (1169-1177). Αυτός ο πολύτιμος κτητορικός Σταυρός, όπως αναφέρει ο Γ. Λαμπάκης, απωλέσθη δυστυχώς τον Ιούνιο του 1902, κατά την τέλεση χειροτονίας του φιρμιλιανού ως Μητροπολίτου Σκοπίων που έλαβε χώρα στη Μονή. Ο δε Α. Ορλάνδος επισημαίνει ότι η Μονή Σκαλωτής ανήκει στους μεταγενέστερους του 12ου αι. χρόνους, ενώ ο Γ. Λαμπάκης αναφέρει ότι η Μονή ανηγέρθη επί Αλεξίου Κομνηνού του Α΄(1081-1118) ή επί Αλεξίου του Β΄ (1180-1183). Αναφέρεται ότι ο αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός, που κατατρόπωσε τους εισβολείς Σκύθες στη Θράκη κατά το έτος 1091, ανήγειρε ευγνωμόνως την Ιερά Μονή Υπεραγίας Θεοτόκου Σκαλωτής, όπως τούτο μαρτυρούσε μια εντοιχισμένη ενεπίγραφη στήλη στο υπέρθυρο της κεντρικής πύλης της Μονής που σωζόταν έως τον βίαιο εκπατρισμό του 1922. Οι παραπάνω προσεγγίσεις αξιολογούνται από τον Γ. Χαριζάνη, ο οποίος αναφέρει: «… βασιζόμενοι στον κτητορικό σταυρό του Αλεξίου Κομνηνού, που περιέγραψε ο Γ. Λαμπάκης, καθώς και στο σταυροπήγιο του
1172, που είδε ο Β. Μυστακίδης – αντικείμενα και τα δύο σήμερα χαμένα- αλλά και στην παράδοση, που θέλει τους Κομνηνούς ιδρυτές της Μονής, θα λέγαμε, με κάθε επιφύλαξη, πως η Σκαλωτή πιθανόν να ιδρύθηκε στην Κομνήνεια περίοδο.
Αξίζει να σημειωθεί επίσης ότι στην εκκλησιαστική επαρχία της Αίνου διέθεταν κτήματα τόσο η Ιερά Μονή Παναγίας Κοσμοσώτειρας της Βήρας (Φερρών) όσο και η Λαύρα του Αγίου Όρους. Από ανέκδοτο έγγραφο εκ του Πατριαρχικού Αρχειοφυλακίου, το οποίο κατόπιν σχετικής έρευνάς μας φέραμε στο φως της δημοσιότητος, πληροφορούμεθα ότι κατά το έτος 1897 η Ιερά Μονή Υπεραγίας Θεοτόκου Σκαλωτής και εκείνη του Αγίου Αθανασίου που υπάγονταν στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Μητροπόλεως Αίνου, διέθεταν ικανό αριθμό ελαιοδένδρων στην περιοχή της Μάκρης και ενίοτε οι κάτοικοι της νέμονταν τους καρπούς τους. Διά του εγγράφου αυτού το Οικουμενικό Πατριαρχείο επεφόρτιζε τον τότε Μητροπολίτη Μαρωνείας Ιωακείμ με την ευθύνη να επιτιμήσει τους κατοίκους της Μάκρης, ή οποία υπήγετο στη δικαιοδοσία της Μητροπόλεως Μαρωνείας, για να παύσουν τις αυθαίρετες καταπατήσεις των κτημάτων των δύο παραπάνω Μονών. Ιχνηλατούντες στα ιστορικά στατιστικά δεδομένα τα οποία αφορούν την λειτουργία κάθε βαθμίδος εκπαιδευτικών ιδρυμάτων στην επαρχία της Αίνου, όπως προεξετέθησαν, παρατηρούμε ότι ήδη κατά τον 18ο και 19ο αιώνα υπήρχε ένα οργανωμένο εκπαιδευτικό σύστημα με αξιόλογους εκπαιδευτικούς που προσέφεραν υψηλού επιπέδου γνώσεις και ποιοτική παιδεία στους ελληνόπαιδες.
Η απαρχή της λειτουργίας του πρώτου ελληνορθόδοξου σχολείου στην Αίνο ανάγεται κατά τον 17ο αιώνα και συγκεκριμένα το έτος 1652. Η ανίδρυση του σχολείου αυτού πραγματοποιήθηκε από κάποια βυζαντινή οικογένεια, η οποία είχε καταφύγει στην Αίνο, και εστεγάζετο στον περίβολο της Ιεράς Μονής Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στο κέντρο της πόλεως, που ήταν παλαιό Μετόχι της Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής του Αγίου Παντελεήμονος, η οποία απείχε 5 χλμ. από την Αίνο. Πρώτος διδάσκαλος του εκπαιδευτικού αυτού ιδρύματος μνημονεύεται ο εκ Δρυϊνουπόλεως ιερομόναχος Νικηφόρος, ο οποίος προήχθη κατά το ίδιο έτος σε Μητροπολίτη Αίνου (1652-1654). Άγνωστο πάντως παραμένει έως πότε λειτούργησε η σχολή αυτή και ποιοι άλλοι εδίδαξαν σε αυτή.
Περισσότερες ιστορικές πληροφορίες διαθέτουμε από το έτος 1796, όταν ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γ΄ Γεράσιμος κατόπιν αιτήσεως των Αινιτών εξέδωκε Σιγιλλιώδες Πατριαρχικό και Συνοδικό Γράμμα διά του οποίου η Ιερά Μονή Αγίου Παντελεήμονος μετεποιείτο σε σχολή. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ύστερα από την αίτηση των προκρίτων της Αίνου παρεχώρησε όλο το Μετόχι με την εκκλησία στην ελληνορθόδοξη κοινότητα και οι εφοροδημογέροντες ανέλαβαν την υποχρέωση και τα καταγώγια της Μονής να ανακαινίσουν και καινούργια σχολή να ανοικοδομήσουν και τον μισθό του προσληφθησόμενου διδασκάλου να καταβάλουν από το κοινοτικό ταμείο. Η ανοικοδόμηση της σχολής άρχισε την 1η Αυγούστου του 1799 και ολοκληρώθηκε περί το τέλος Σεπτεμβρίου ονομασθείσα σε «Ελληνομουσείον».
Από τις ιστορικές πηγές πληροφορούμεθα ότι Πατριαρχικά Σιγίλλια εξεδόθησαν περί της σχολής από τους Οικουμενικούς Πατριάρχες: α) Γεράσιμο περί των εσόδων της Μονής Αγίου Παντελεήμονος, β) Κωνστάντιο (1831) περί των εσόδων εκ της
Μονής Σκαλωτής. Ο Β. Μυστακίδης αναφέρει χαρακτηριστικά ότι κατά τον Μάρτιο 1796 η Μονή Σκαλωτής προσαρτάται στη Σχολή, γ) Κωνστάντιο (1833) προς τον Μητροπολίτη Αίνου και τον Ηγούμενο της Μονής, δ) Άνθιμο (1847), όταν η Μονή καθίσταται Σταυροπηγιακή.
Παρόλο που οι πρώτοι διδάξαντες της Σχολής είναι άγνωστοι, εντούτοις καλώς γνωρίζουμε ότι την φροντίδα της ελληνικής Σχολής Αίνου ανέλαβε κατά τις αρχές του 19ου αιώνα ο Μητροπολίτης Αίνου Ματθαίος (1808-1821), άλλοτε διδάσκαλος των Επιβατών και της Μεγάλης του Γένους Σχολής. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη λειτουργία της Σχολής επέδειξε και ο Μητροπολίτης Αίνου Γρηγόριος ο Τήνιος κατά το έτος 1823, πρώην εφημέριος της εν Μελίτη Ελληνικής Κοινότητος, ο οποίος προέτρεψε τον Χατζηλασκαράκη Χατζή Μανωλάκη «να διαθέσει υπέρ της Σχολής μαγαζείον».
Κατά τον 19ο αιώνα διδάσκαλοι στη Σχολή διετέλεσαν ο κληθείς υπό του Μητροπολίτου Αίνου Ματθαίου, Κωστής ο Αγιοταφίτης ως διδάσκαλος της Εκκλησιαστικής Μουσικής, ο οποίος υπήρξε απόφοιτος της Σχολής Εκκλησιαστικής Μουσικής Κωνσταντινουπόλεως, καθώς και ο Αναστάσιος Μουσπινιώτης από τα Ιωάννινα, που εδίδαξε επί τρία έτη κατά το τέλος του 18ου αιώνα. Ακολούθησαν το 1804 ο Μελέτιος Μυτιληναίος και Μοσχούδης, ο Αλέξανδρος Γανοχωρίτης το 1821, ο Ιερόθεος, ο Ιεροδιάκονος Ματθαίος Μυτιληναίος το 1825, ο Ιωάννης Φιλαλήθης από την Αρτάκη (1831-1840), οι αδελφοί Παναγιώτης και Γεώργιος Γρηγοριάδης από τη Μυτιλήνη, «οι είτα εν Σμύρνη ομώνυμον λύκειον συστήσαντες», ο Ιερομόναχος Μεθόδιος, ο Αινίτης την καταγωγή Στεφανίδης, τελειόφοιτος της Ριζαρείου Σχολής Αθηνών, ο Ηπειρώτης Αναστάσιος Χρηστίδης, ο Ηπειρώτης Νικ. Χατζόπουλος και ο Βασίλειος Μυστακίδης ως Σχολάρχης, ο γνωστός μεσαιωνοδίφης.
Η από το 1799 ανακαινισμένη και στεγασμένη σε ιδιόκτητο κτίριο ελληνική σχολή της Αίνου ικανοποίησε τις εκπαιδευτικές ανάγκες για αρκετές δεκαετίες. Το έτος 1847 η Σχολή αυτή, που ήταν μονόροφη και δεν επαρκούσε για τις σχολικές ανάγκες της πόλεως, κατεδαφίσθηκε και ανεγήρθη ένα νεόδμητο διώροφο κτίριο με συνδρομές εντοπίων κατοίκων και επισκεπτών εμπόρων. Διέθετε 7 αίθουσες διδασκαλίας και δύο αίθουσες για βιβλιοθήκη και γραφείο. Η δαπάνη έφθασε τις 40.000 οθωμανικά γρόσια, δηλαδή 400 χρυσές οθωμανικές λίρες. Η νέα αυτή σχολή ονομάσθηκε «ΑΘΗΝΑ» και στην πρόσοψή της υπήρχε η επιγραφή: «ΨΥΧΗΣ ΙΑΤΡΕΙΟΝ», η οποία εσώζετο μέχρι το 1940. Η νεόδμητη σχολή διέθετε λαμπρή και βαρύτιμη βιβλιοθήκη με περισσότερα από 2.000 συγγράμματα θεολογικά, φιλολογικά και ένα Ευαγγέλιο επί περγαμηνής, αρίστης τέχνης, έργο του 12ου μ.Χ. αιώνος. Αυτοί οι 2.000 πολύτιμοι τόμοι κατεστράφησαν από τους Νεότουρκους κατά τα τέλη του 1915.
Δυο μεγάλα κληροδοτήματα εξασφάλιζαν τη συντήρηση και λειτουργία των εκπαιδευτηρίων της Αίνου. Το ένα ήταν του Αρχιδιακόνου του παλαιφάτου Πατριαρχείου Ιεροσολύμων Ιώβ, που ήταν Αινίτης την καταγωγή, ο οποίος ευρισκόμενος λίγο προ του θανάτου του, στο Βουκουρέστι, διέθεσε για τη Σχολή της Αίνου 11.800 αργυρά ρούβλια, που αντιστοιχούσαν με 1.300 χρυσές
οθωμανικές λίρες και κατετέθησαν στην αυτοκρατορική εμπορική τράπεζα της Οδησσού. Το άλλο κληροδότημα ήταν του Κωνσταντίνου Κουτσουρέλλη, Αινίτη την καταγωγή και Προξένου της Ελλάδος στην Ιόππη, ο οποίος όταν απέθανε το 1879, κληροδότησε στα εκπαιδευτήρια της γενέτειράς του το ποσό των 1.000 οθωμανικών χρυσών λιρών, που τις κατέθεσε στην Εθνική Τράπεζα εν Αθήναις προς 4%. Παράλληλα ο Κωνσταντίνος Κουτσουρέλλης προσέφερε στην Σχολή και την πλουσιότατη βιβλιοθήκη του, η οποία απωλέσθη το 1922. Οι τόκοι από το πρώτο κληροδότημα απεστέλλοντο τακτικότατα στα εκπαιδευτήρια της Αίνου έως το 1917, οπότε με την έκρηξη της Οκτωβριανής Επανάστασης των Μπολσεβίκων στη Ρωσία, το κληροδότημα εκμηδενίστηκε. Όσον αφορά το δεύτερο κληροδότημα, όπως έγραφε ο Άγγελος Γερμίδης κατά το έτος 1984, υφίστατο ακόμη στην Εθνική Τράπεζα, αλλ’ όμως δεν υπάρχει κοινότητα Αίνου για να διεκδικήσει τους τόκους. Αγωνίζονται βέβαια ακόμη οι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα Αινίτες για να λάβουν τους καθυστερημένους τόκους τους οποίους η Εθνική Τράπεζα διατηρεί.
Άξιο δημοσιεύσεως εν προκειμένω είναι το σωζόμενο κείμενο σε ιστορικό κώδικα της Αίνου, σύμφωνα με το οποίο ο Οικουμενικός Πατριάρχης Νεόφυτος, κατά το έτος 1805, επώλησε την προσωπική του βιβλιοθήκη στη Σχολή της Αίνου και τούτο επιβεβαιώνει και υπογράφει ο Μητροπολίτης Αίνου Διονύσιος. Το σημαντικό αυτό ιστορικό κείμενο έχει ως εξής: «Αίνου Διονύσιος επιβεβαιοί. Ο Μετριότης ημών δια του παρόντος δηλοποιώ, ότι τα εν τω επιγεγραμμένω ημίν καταστίχω περιλαμβανόμενα βιβλία μας, υπό της ανάγκης βιαζόμενοι, επωλήσαμεν ήδη πράσει τελεία δια γρόσια πεντακόσια Ν.500, εις την ελληνικήν σχολήν της πολιτείας Αίνου, και ελάβομεν τα άσπρα μέχρι οβολού ουδεμίαν του λοιπού μετοχήν έχοντες εξ αυτών ή μικρά γουν δεσποτείαν, αλλ’ η σχολή δύναται χρήσθαι του λοιπού τοις βιβλίοις τούτοις, ήτοι προς ιδίαν την χρήσιν ή και απεμπολήσαι χρείας καλεσάσης. Και δι’ ασφάλειαν την περί τούτου εγένετο το παρόν ενυπόγραφον και εμμάρτυρον γράμμα μου και εδόθη τοις επιτρόποις της αυτής Σχολής. Εν τη Αίνω. Αωέ Μαΐου ι΄. + Πρώην Κωνσταντινουπόλεως Νεόφυτος βεβαιοί. Ο της Σχολής διδάσκαλος Ματθαίος Ιεροδιάκονος Μιτυληναίος μάρτυς Στειρανής Χατζηλασκαράκης, μαρτυρώ. Μπερτής Μαλκότζης, μάρτυς. Χατζηράλλης Αγγελούδης, μάρτυς. Δημήτριος Λασκαρούδογλος, μάρτυς. χατζηΑγγελής Δημήτριος, μαρτυρώ. Αλέξιος Δημητρίου, μαρτυρώ».
Ο Καθηγητής Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος αναφερόμενος στην οικονομική συντήρηση και λειτουργία των ελληνικών Σχολείων στην Ανατολική και Βόρεια Θράκη μέσω των επιχορηγήσεων του Ελληνικού κράτους αναφέρει χαρακτηριστικά τα εξής: «Ουσιαστικά οι επιχορηγήσεις του ελληνικού κράτους προς τις ελληνικές κοινότητες της Θράκης, το ύψος των οποίων γνώρισε σημαντική άνοδο στην δεκαετία του 1880, μεγάλη κάμψη μετά το 1887 – έπειτα από την ανανέωση της αμφισβήτησης των πατριαρχικών προνομίων εκ μέρους της Πύλης (1887) διογκώθηκε η διαμάχη Πατριαρχείου – επίσημης ελληνικής πολιτικής για την απόκτηση της προτεραιότητας ως προς την άσκηση της εκπαιδευτικής πολιτικής στους υπόδουλους Έλληνες – και ιδιαίτερα μετά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, διατέθηκαν για τα ελληνικά σχολεία της Αδριανουπόλεως, των Σαράντα Εκκλησιών, της Ραιδεστού, του Δεδέαγατς, της Αίνου, της Φιλιππουπόλεως…». Παράλληλα δραστηριοποιούνταν προς ενίσχυση των ελληνικών εκπαιδευτηρίων της
Αίνου και ο φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος το «Αναγνωστήριον Αίνου ο Ευαγγελισμός» (1871), ενώ σε κοινωνικό επίπεδο η ανθηρή ελληνική κοινότητα Αίνου κατά τον 19ο αιώνα συντηρούσε και νοσοκομείο με 14 δωμάτια.
Στα σχολεία όλων των βαθμίδων της Αίνου (νηπιαγωγεία, δημοτικά, ελληνικά Σχολεία, Αστική Σχολή (Σχολαρχείο), Παρθεναγωγείο, Ημιγυμνάσιο) και των λοιπών ελληνικών κοινοτήτων της επαρχίας από το 1880 και μέχρι το 1922 εδίδαξαν οι κάτωθι άνδρες και γυναίκες εκπαιδευτικοί: Συμεών Μανασίδης (1879), Νικόλαος Χατζόπουλος, Αθηνά Χαριστίδου (Παρθεναγωγός), Π. Μαρασοπούλου (Διευθύντρια Νηπιαγωγείου), Ελένη Πλατή (Νηπιαγωγός), Βασίλειος Μυστακίδης (Καθηγητής και Σχολάρχης), Κυριάκος Κοτζουμανάκης (1883), Γρηγόριος Χαρόγλου, Φωκίων Φορμίδης (1887-1888), Αλέξανδρος Χριστίδης, Χρυσούλα Ιωαννίδου (Διευθύντρια Ιωακειμείου Παρθεναγωγείου 1888), Ανδρέας Σπαθάρης, Μαριάνθη Παχάρνικου, Μαρία Ιωάννου, Αθανάσιος Σπανός (1896), Αικατερίνη Κωνσταντινίδου (1896), Ε. Μέλλιος, Αχιλ. Σαμοθράκης (1897-1899). Το έτος 1899 και αφού συγχωνεύθηκαν το Αρρεναγωγείο και το Παρθεναγωγείο, εδίδαξαν οι Αντώνης Λιοντάρας (1900), Ηλίας Ηλιάδης, Χρυσή Βασιλείου, κ.ά.
Προσωπικότητες της Εκκλησίας, των γραμμάτων και των τεχνών που εγεννήθησαν στην Αίνο και ετίμησαν επαξίως την γενέτειρά τους ήταν: 1) Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Μελέτιος (ΙΖ΄), 2) ο Μητροπολίτης Αίνου και λόγιος διδάσκαλος Ματθαίος (ΙΗ΄), ο οποίος ανεδείχθη σε Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης και έπειτα Κυζίκου, και κατέλιπε τα εξής έργα: 1) Αντίρρησιν προς την εν είδει απολογίας περί της εις το χυδαίον ιδίωμα μεταφράσεως των Ιερών Γραφών, αποσταλείσαν τη του Χριστού Μ. Εκκλησία επιστολή του Τορνόβου Ιλαρίωνος, Κωνσταντινούπολις 1841, 2) Επανάληψις της Λογικής Ευγενίου (κατά Αναστάσιον τον Οικονόμου Αμπελακίων, απολογία ιστορικοκριτική εν Τριεστίω 1814, 3) Περιγραφή της Κυζίκου κατά Γεδεών, 3) Αρχιμανδρίτης Θαλλελαίος Δημητριάδης (ΙΘ΄), 4) Αχιλλεύς Θ. Σαμοθράκης (1876-1944), Ιατρός και Ιστοριογράφος. Οι δε πλέον γνωστοί Μουσικοί – Ιεροψάλτες, καταγόμενοι εξ Αίνου, ήταν οι: Παναγιώτης Αγαθοκλής, Σταυράκης Γεωργιάδης και Συμεών Μανασίδης.
Ο κατά το 1922 επώδυνος απορφανισμός της ακμαίας και ανθηρής ελληνορθοδόξου επαρχίας Αίνου με τον βίαιο εκπατρισμό των Αινιτών δεν οδήγησε στον ενταφιασμό της αθάνατης μνήμης περί της θρακοπελάγιας Αίνου. Οι επιγενόμενοι των πονεμένων εκείνων προσφύγων, οι οποίοι ως επί το πλείστον εγκατεστάθησαν και διαβιούν στην Αλεξανδρούπολη, διατηρούν άσβεστη την Κανδήλα των ιερών και οσίων της Αίνου που ζει στη συλλογική ιστορική συνείδηση και μνήμη τους. Το δε Οικουμενικό Πατριαρχείο ακόμη και μετά τον εκπατρισμό των κατοίκων της επαρχίας της Αίνου εξέλεξε ως Μητροπολίτηες Αίνου, τους: α) Γερμανό Γαροφαλίδη (1936-1962) από Αβύδου, β) Απόστολο Παπαϊωάννου (1975-1977) από Καρπάθου και Κάσου, γ) Μάξιμο Αγιωργούση (1997-2002) από Πιτσμπούργου. Η μαρτυρική και καθαγιασμένη Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως δεν θεωρεί τις απορφανισμένες αυτές Ιερές Μητροπόλεις της ως «νεκρούς τίτλους» μίας άλλης εποχής, αλλά ως «άχρι καιρού εμπερίστατες». Όσο η ιστορική μνήμη παραμένει αθάνατη και άληστος στις συνειδήσεις των
επιγενομένων βλαστών εκείνων των πονεμένων προσφύγων, θα παραμένει αθάνατη και η ελπίδα για την «Ανάσταση» των Μητροπόλεων αυτών…