Στὰ τέλη τοῦ 3ου αἰώνα μ.Χ., μία ἐποχή, ὅπου ὁ χριστιανισμὸς ἐμφανίστηκε κι ἄρχισε νὰ ἐξαπλώνεται στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ Πόντου ὑπὸ τὴν αὐτοκρατορία τῶν Διοκλητιανου καὶ Μαξιμιανοῦ, ὁ Ἅγιος Εὐγένιος ἔζησε καὶ μαρτύρησε στὴν Τραπεζούντα.
Σὲ μία περίοδο σκληρῶν, ἴσως καὶ τῶν σκληροτέρων, διωγμῶν ἀπέναντι στοὺς Χριστιανούς, ὅταν οἱ ἔπαρχοι τῆς Καππαδοκίας καὶ Ἀρμενίας, Λυσίας καὶ Ἀγρικόλαος, ἔκαναν πράξη τὸ ἀπάνθρωπο διάταγμα νὰ θανατώνουν κάθε πιστό τῆς νέας θρησκείας, ὁ Ἅγιος Εὐγένιος ἔζησε καὶ μαρτύρησε, μαχόμενος κάθε στιγμὴ ὑπὲρ τῆς παρρησίας τῆς βαθιᾶς του πίστης στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ τὸ κήρυγμά του. Κατὰ τὸν Ἰανουάριο τοῦ 290 μ.Χ., ξεκινᾶ τὸ μαρτύριο τοῦ Εὐγενίου καὶ τῶν συναθλητῶν του (Κανιδίου, Οὐαλεριανοῦ καὶ Ἀκύλα).
Ἐθνικοί τῆς Τραπεζούντας καταγγέλλουν στὸν Λυσία τοὺς τέσσερεις συναθλητὲς μὲ τὴν κατηγορία ὅτι διδάσκουν τὸν λόγο τοῦ Ἐσταυρωμένου καὶ κρύβονται σὲ δασώδη περιοχή. Οἱ διῶκτες ὁδηγοῦνται στὴ σύλληψη τοῦ Κανιδίου, ἀρχικά, κι ἔπειτα τοῦ Οὐαλεριανοῦ καθ’ ὑπόδειξη τοῦ Ἀκύλα, ὁ ὁποῖος εἶχε ἤδη ὁμολογήσει τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Οἱ τρεῖς συναθλητὲς περνοῦν ὅλη τὴ νύχτα στὴ φυλακὴ προσευχόμενοι καὶ ψάλλοντας ὕμνους στὸν Θεό. Τὸ πρωὶ τῆς ἑπομένης ἡμέρας καλοῦνται νὰ ἐμφανισθοῦν μπροστὰ στὸν Λυσία, ποὺ ἔχει φτάσει στὴν Τραπεζούντα, ἀνακρίνονται καὶ γιὰ μία ἀκόμη φορά ὁμολογοῦν τὴν πίστη τους. Ἡ παραδοχὴ τῆς πίστης τους φέρνει ἀναπόφευκτα τὸ μαστίγωμά τους κι ἀφοῦ ὑποβάλλονται σὲ φριχτότερα βασανιστήρια, ἐπιστρέφουν στὴ φυλακή.
Ἐν τῷ μεταξύ, στὸν Ἅγιο Εὐγένιο, ὁ ὁποῖος ὁλόκληρο τὸ διάστημα αὐτὸ κρυβόταν σὲ μία σπηλιὰ μέσα στὸ δάσος, παρουσιάζεται ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Τότε, τὸν παροτρύνει νὰ φανερωθεῖ καὶ νὰ ἀναγγείλει τὴν πίστη του. Καὶ πράγματι, ὁ Ἅγιος ψάλλει καὶ ὑμνεῖ τὸν Θεό. Οἱ προσευχὲς του ἀκούγονται καὶ προδίδουν τὴν παρουσία του σὲ μία γυναίκα ποὺ περνᾶ, τυχαῖα, ἀπὸ ἐκεῖ γιὰ νὰ μαζέψει ξύλα. Στὸ ἄκουσμα τῶν προσευχῶν του τρέχει ταραγμένη στὴν πόλη καὶ τὸν καταδίδει. Σὲ μικρὸ χρονικὸ διάστημα, ὁ Ἅγιος συλλαμβάνεται καὶ κακοποιημένος ὁδηγεῖται στὴ φυλακή, ὅπου περνᾶ τὴ νύχτα δοξάζοντας τὸν Θεό. Τὴν ἑπομένη ἄγεται στὸν Δούκα Λυσία ἐνώπιόν τοῦ ὁποίου ὁμολογεῖ τὴν πίστη του. Ὡστόσο, ὁ ἴδιος ὁ Λυσίας τὸν προτρέπει νὰ προσφέρει θυσία στοὺς θεοὺς τῶν εἰδωλολατρῶν μὲ ἀντάλλαγμα τὴ ζωή του.
Ὁ Εὐγένιος δέχεται καὶ μὲ πλῆθος κόσμου νὰ τὸν ἀκολουθεῖ, εἰσέρχεται σὲ ἕναν εἰδωλολατρικὸ ναό. Καθ’ ὅσο ὁ Ἅγιος προσεύχεται στὸν Χριστό, τὸ συγκεντρωμένο πλῆθος παρακολουθεῖ ἔκπληκτο τρία εἰδωλολατρικὰ ἀγάλματα νὰ θρυμματίζονται καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ τὰ δαιμόνια νὰ παρακαλοῦν τὸν Ἅγιο νὰ μὴν τὰ ἐκδιώξει. Παρὰ τὸ ἄξιον θαυμασμοῦ γεγονός, ὁ Λυσίας προτείνει καὶ πάλι στὸν Εὐγένιο νὰ προσφέρει θυσία στοὺς εἰδωλολατρικοὺς θεούς. Ὁ Ἅγιος ὅμως εἰρωνευόμενος, ἀρνεῖται τὴν πρόταση αὐτή. Ὑπομένοντας τὰ φριχτὰ βασανιστήρια ποὺ ἀκολουθοῦν, ὁ Εὐγένιος δὲν ὑποκύπτει, παραμένει προσηλωμένος στὴν πίστη του. Ἔξαλλος, τότε ὁ Δούκας διατάζει νὰ ἑτοιμασθεῖ μία μεγάλη κάμινος καὶ νὰ ριχθοῦν μέσα καὶ οἱ τέσσερεις συναθλητές. Ἄγγελος Κυρίου ἀφαιρεῖ ἐξαίφνης τὴ δύναμη τῆς φωτιᾶς κι ἔτσι, οἱ δήμιοι ποὺ καταφθάνουν τρεῖς ἡμέρες ἀργότερα στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου ἀντικρύζουν τοὺς τέσσερεις πιστοὺς σώους καὶ ἀβλαβεῖς. Συνειδητοποιώντας αὐτὸ τὸ ἀληθινὰ μεγάλο θαῦμα, οἱ τρεῖς δήμιοι ἀλλάζουν πίστη καὶ προσέρχονται στὸν Χριστιανισμό. Ἀποφασισμένος ὁ Λυσίας νὰ ἐκτελέσει τὴν ἐντολὴ ποὺ τοῦ εἶχε δοθεῖ, διατάζει τὸν ἀποκεφαλισμὸ τῶν τριῶν συναθλητῶν καὶ τὴ σταύρωση τοῦ Εὐγενίου. Τὰ σώματα τῶν τριῶν μαρτύρων κλέπτονται ἀπὸ εὐσεβεῖς χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι, ὅμως, λόγω τῆς ἔντονης κακοποίησής τους, ἀδυνατοῦν νὰ τὰ ἀναγνωρίσουν. Καί, ὢ τοῦ θαύματος!, τὰ σώματα τῶν συναθλητῶν βρίσκονται στὸν τόπο τῆς καταγωγῆς τοῦ καθενός, ὅπου θάβονται μὲ ἰδιαίτερες τιμές.
Ἐν ἀντιθέσει, ὁ Εὐγένιος, ποὺ βρίσκεται κρεμασμένος στὸν σταυρὸ μέσα στὴ φυλακή, ἐλευθερώνεται καὶ μὲ τὴ βοήθεια Ἀγγέλου θεραπεύονται οἱ πληγές του. Οἱ συγκρατούμενοί του, ἄφωνοι ἀπὸ τὸ μεγαλεῖο του θαύματος, προσέρχονται καὶ αὐτοὶ στὸν Χριστιανισμό.
Ἐξοργισμένος, πλέον, ὁ Λυσίας καλεῖ καὶ πάλι τὸν Εὐγένιο νὰ παρουσιαστεῖ μπροστά του, ἀποδίδει τὴ θεραπεία τῶν ὀπῶν του σὲ «μαγικὲς ἰδιότητες» τοῦ Ἁγίου καὶ διατάζει τὸν ἀποκεφαλισμό του. Ὁ τόσο φριχτὸς καὶ συγκλονιστικὸς θάνατός του ἦλθε τὴν 21η Ἰανουαρίου τοῦ 290 μ.Χ. Τὸ σκήνωμά του κλάπηκε καὶ τάφηκε πλησίον του τόπου τοῦ μαρτυρίου του, ὅπου καὶ χτίστηκε ὁ ναὸς τῶν Ποντίων «Ἅγιος Εὐγένιος» πρὸς τιμήν του!
Τὰ πρῶτα κείμενα ποὺ βρέθηκαν νὰ ἀναφέρονται στὸ ἀσύλληπτο αὐτὸ μαρτύριο ἀνήκουν στὸν πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, Ἰωάννη Ξιφιλινό. Χρονολογοῦνται δὲ ἀπὸ τὸ 1042, ἐνῶ μὲ νέα δεδομένα τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου καταγράφηκαν (καὶ πάλι ἀπὸ τὸν Ἰωάννη Ξιφιλινὸ) στὸν κώδικα τῆς μονῆς Διονυσίου (ἔκδοση 154). Ἐκτενὴς ἀναφορὰ στὸ μαρτύριο τὸ δικό του καὶ τῶν συναθλητῶν του γίνεται καὶ στὸ Ἀρχεῖο τοῦ Πόντου (1953/τόμος 18/σελ.163). Ἐνῶ, τὸ ἀρχαιότερο συναξαρικὸν κείμενο τῆς Κωνσταντινουπόλεως χρονολογεῖται τὸν 11ο αἰώνα μ.Χ. Παρὰ τὸ μέγεθος τῶν ἀνωτέρω γεγονότων, ἡ σημερινὴ θέση τοῦ μεγαλομάρτυρος ἁγίου τῶν Ποντίων στὴν Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι ἐκείνη ποὺ ἀξίζει στὸν σημαίνοντα βίο του καὶ τὴν ἀξιομνημόνευτη προσφορά του στὸν Χριστιανισμό, μέσω τοῦ μαρτυρίου του.
Ἡ μνήμη τοῦ προστάτη ἁγίου τιμᾶται στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Διονυσίου στὸ Ἅγιον Ὅρος, ἀδιάλλειπτα, ἀπὸ τὸ 1375 μ.Χ. ἕως καὶ σήμερα, τόσο στὶς 21 Ἰανουαρίου, ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου του, ὅσο καὶ στὶς 24 Ἰουνίου, ἡμέρα τῶν γενεθλίων του.
Κάθε ἀναφορὰ στὴν Τραπεζούντα καὶ τὸν Ἅγιο Εὐγένιο ἐπαναφέρει ζητήματα ἱστορικὰ, δέουσας σημασίας. Ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου Εὐγενίου, ἔχει μετατραπεῖ ἀπὸ τὸ 1461 μ.Χ. σὲ τζαμὶ (γενὶ τζαμὶ τζουμασί), ὅταν ἔγινε ἡ ἅλωση τῆς Τραπεζούντας ἀπὸ τὸν Μωάμεθ, τὸν κατακτητή, ἐνῶ παραμένει ἡ χηρεία τῆς θέσης τοῦ μητροπολίτη Τραπεζοῦντος ἀπὸ τὸ 1922 μ.Χ. μέχρι σήμερα.
Ναὸς τοῦ Ἁγίου Εὐγενίου ὑπάρχει σήμερα στὴν πόλη Ρωμανία της Θράκης.