Υπόσταση και παρ-υπόσταση στον θεσμό του γάμου

Γράφει ο Βασίλειος Ι. Τουλουμτσής

υπ. Διδάκτωρ Θεολογικής Σχολής Ε.Κ.Π.Α.

 

Διαχρονικά το περιεχόμενο της νομοθεσίας μίας ελεύθερης πολιτείας αποτελείται από διατάξεις που στοχεύουν στη συνοχή, στην εξασφάλιση, στην ανάπτυξη και στο εν γένει συμφέρον της κοινωνίας. Το δεδομένο αυτό θεμελιώνεται πάνω σε μία διττή βάση: αφενός η πολιτεία να είναι ελεύθερη και αφετέρου ο νομοθέτης να κινείται σε ένα πλαίσιο σεβασμού της αξίας των πολιτών της, ως ελλόγων όντων. Αν η βάση αυτή απουσιάζει, τότε το αποτέλεσμα στρέφεται ενάντια στις θεμελιώδεις αρχές, θυμίζοντας κάτι απ’ όσα βιώνουμε.

Η πολιτεία δεν φαίνεται να είναι ελεύθερη και από την άλλη, η αντιμετώπιση των πολιτών φέρει ταυτόχρονα δύο χαρακτηριστικά: ο άνθρωπος εκλαμβάνεται μόνον ως φορέας ενστίκτων, ενώ η νοημοσύνη του απλώς εμπαίζεται και υποτιμάται. Τα ανωτέρω χαρακτηριστικά φέρει έντονα η κινητικότητα, που παρατηρείται, με σκοπό την τροποποίηση του Αστικού Κώδικα και την δυνατότητα σύναψης πολιτικού γάμου μεταξύ ανθρώπων του ιδίου φύλου.

Όταν η πολιτεία δεν ασχολείται σοβαρά με το πλήθος των προβλημάτων που κατακλύζουν την κοινωνία και το υγιές κύτταρό της, που λέγεται οικογένεια, τυρβάζοντας περί άλλων θεμάτων, φανερώνει ότι δεν έχει ρεαλιστική επίγνωση της πραγματικότητας, ζώντας σε μία «άλλη» παράλληλη πραγματικότητα. Ο πρωθυπουργός, με δεδομένη τη βιούμενη σκληρή πραγματικότητα και δυσπραγία των οικογενειών, ανέφερε σε συνέντευξή του ότι η εν λόγω νομοθετική ρύθμιση «αφορά τους λίγους και σίγουρα δεν περιλαμβάνεται μέσα στα 20 θέματα που απασχολούν την κοινωνία». Η δήλωση αυτή φανερώνει, αν μη τι άλλο, την ύπαρξη μιας à la carte ευαισθησίας, δεδομένου ότι δεν επέδειξε παρόμοια δείγματα ευαισθησίας όταν με μία υπογραφή και σε μία νύκτα τέθηκαν σε αναστολή και οικονομική εξαθλίωση 7500 συμπολίτες μας μαρτυρικού φρονήματος, εργαζόμενοι στα νοσοκομεία της χώρας. Δεν ξέρω πώς αλλιώς μπορεί να ερμηνευθεί αυτή η μανιώδης πρωτοβουλία, που περιλαμβάνει -εκτός των άλλων- και φροντιστήρια διάπλασης φρονημάτων των βουλευτών. Το όλο θέμα αυτής της άθεσμης θεσμοθέτησης ενός «παράλληλου γάμου» θυμίζει, ως προς τα χαρακτηριστικά της, τα ιδιώματα της υπόστασης και της παρ-υπόστασης· δύο όρων, που στην θεολογία και στην φιλοσοφία ταυτίστηκαν με το αγαθό και το κακό αντίστοιχα.

Ό,τι υπάρχει, αποτελεί την αγαθή δημιουργία της Μίας δημιουργικής αιτίας των πάντων, έχοντας εκ κατασκευής ουσία, δύναμη και ενέργεια. Από την άλλη πλευρά, εντός του κόσμου παρατηρείται ως ανυπόστατη πραγματικότητα το κακό, το οποίο όμως, επειδή ακριβώς η δημιουργία του δεν ανάγεται στην ίδια άκτιστη δημιουργική αιτία αλλά στην προαίρεση των ελλόγων κτισμάτων, δεν φέρει αυτόνομη υπόσταση, ουσία, δύναμη και ενέργεια και γι’ αυτόν τον λόγο προσκολλάται στην υπόσταση του αγαθού, προκειμένου να οικειοποιηθεί και να μιμηθεί τη λειτουργία και την ενέργειά του, όχι όμως προς δημιουργία, αλλά αντίθετα προς φθορά και καταστροφή. Απλοϊκό παράδειγμα κατανόησης αποτελεί η κατ’ ουσίαν ύπαρξη του φωτός και παράλληλα η κατ’ ουσίαν ανυπαρξία του σκότους (επειδή το σκοτάδι δεν δημιουργήθηκε). Το φως υφίσταται επειδή αποτελείται από φωτόνια, σε αντίθεση με το σκοτάδι που, μη έχοντας «συστατικά» στοιχεία, παρ-υφίσταται, δηλώνοντας απλώς την έλλειψη των στοιχείων που συνιστούν την υπόσταση (φωτονίων). Γι’ αυτό άλλωστε και στην παρουσία του φωτός, το σκοτάδι απλώς εξαφανίζεται.

Στο Αρεοπαγιτικό έργο «Περί των θείων ονομάτων», στο οποίο γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στην ειδική ενέργεια του αγαθού και του κακού, αναφέρονται στοιχειωδώς τα γνωρίσματα και των δύο. Το αγαθό αποτελεί την τάξη, την αρμονία και την ομορφιά του κόσμου, έχοντας το γνώρισμα και την δυνατότητα της δημιουργίας και της παραγωγής, επί τη βάσει των δυνατοτήτων που «κατασκευαστικά» έχουν λάβει τα όντα από την δημιουργική τους αιτία. Δηλ. τα όντα εκ κατασκευής έχουν συγκεκριμένο τρόπο που υπάρχουν. Αντίθετα, η αταξία και αμορφία ταυτίζονται με το κακό, το οποίο δεν έχει τη δυνατότητα της παραγωγής και της δημιουργίας, διότι εκ φύσεως δεν είναι ούτε γεννητικό, ούτε θρεπτικό, ούτε σωστικό. Το κακό αποβλέπει μόνον στη φθορά και στην καταστροφή της υπόστασης των όντων.

Αν εξετάσουμε πάνω σε αυτήν την βάση το ζήτημα των φύλων, τότε θα διαπιστώσουμε ότι η δημιουργική αιτία πάνσοφα δημιούργησε μόνον δύο φύλα, το αρσενικό και το θηλυκό, με στοιχεία συμπληρωματικής ενότητας σε επίπεδο φυσιολογίας και βιολογίας, από τα οποία αποκλειστικά αναπαράγεται η ζωή. Ο δεσμός μεταξύ ανδρός και γυναικός αποτελεί φυσικό «κατασκευαστικό» σύνδεσμο στην προοπτική της ενότητας της ανθρώπινης φύσης. Οτιδήποτε πέραν αυτού δεν αποτελεί δημιούργημα της αυτής αιτίας αλλά αποτέλεσμα της προαίρεσης, που επιδιώκει απλώς την βιολογική κάλυψη της ερωτικής επιθυμίας με διάφορους τρόπους και γι’ αυτό στην αρεοπαγιτική σκέψη ταυτίζεται με την κακία, την ακοσμία και τον θάνατο. Ό,τι δεν δημιουργήθηκε από την Μία δημιουργική αιτία αλλά από την εμπαθή προαίρεση των ανθρώπων, δεν χαρακτηρίζεται από διαχρονικότητα και σταθερότητα αλλά από ρευστότητα και αστάθεια, παράγοντες δηλ. διάβρωσης και φθοράς εντός του πλαισίου της κοινωνίας. Συνεπώς πρόκειται για στοιχεία που απαιτούν πολύ ειδική μεταχείριση, και όχι ασφαλώς την επένδυση με νομικό κύρος, δεδομένου ότι θεμελιώνονται σε μία υπαρκτή διάσπαση του βιολογικού φύλου και της ερωτικής επιθυμίας. Η υποτίμηση των όρων που συνιστούν την ανθρώπινη φύση, έχει ως αποτέλεσμα την κακή χρήση της ελευθερίας, η οποία οδηγεί αναπότρεπτα σε καταστάσεις αντίθετες με τον οικείο λόγο της.

Στην κατάσταση αυτή ο άνθρωπος επιζητεί αμυδρά είδωλα των αγαθών προκειμένου να νιώσει ικανοποίηση και επιβεβαίωση. Αυτή η κατάσταση όμως χαρακτηρίζεται εκ θεμελίων ως ανικανοποίητη. Και τούτο διότι, επειδή ακριβώς οι εν λόγω επιθυμίες δεν εναρμονίζονται με την ανθρώπινη φύση αλλά πηγάζουν από τις άτακτες κινήσεις της ψυχής, αδυνατούν να τον πληρώσουν με νόημα, επιζητώντας απλώς μία εφήμερη ικανοποίηση. Απόδειξη τούτου αποτελεί ο ρευστός και ολοένα αυξανόμενος αριθμός των φύλων (πρόσφατα ακούστηκε ο αριθμός 72) που ορίζει η ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα, αναλόγως του αυτοπροσδιορισμού των μελών της. Και το οξύμωρο είναι ότι πίσω από αυτές τις γραφικές καταστάσεις δεν εντοπίζεται υπόβαθρο εκτροπής των ψυχικών δυνάμεων του ανθρώπου αλλά απλώς «φυσιολογικές σεξουαλικές ετερότητες» (sic).

Η παρυπόσταση πάντοτε θα εμφανίζεται σφετεριζόμενη και μιμούμενη τα ιδιώματα της υπόστασης, που εκ κατασκευής δεν έχει, και υπάρχει λόγος και σοφία που δεν τα έχει. Εν προκειμένω στον θεσμό του γάμου, παρατηρείται η πρόθεση μίμησης της κατά φύσιν οικογένειας και της εξ’ αυτής τεκνογονίας, μέσω παρένθετης κυοφορίας ή/και μέσω υιοθεσίας, γεγονός που μόνον ως κακέκτυπο οικογένειας δύναται να εκληφθεί. Ό,τι δεν δημιουργήθηκε, δεν δύναται να λειτουργεί αγαθοπρεπώς εντός της κοινωνίας.

Ο όρος «γάμος», επειδή ακριβώς προϋποθέτει την ένωση στοιχείων που θέλουν συμπλήρωση, και που εάν δεν συμπληρωθούν δεν μπορούν με άλλο τρόπο να αποτελέσουν ενότητα, είναι αδόκιμος για την επιχειρούμενη σκοποθεσία. Επιπρόσθετα, η τεκνογονία απαιτεί την ένωση και αλληλοσυμπλήρωση δύο γαμετών, οι οποίοι από μόνοι τους φέρουν απλώς το ήμισυ του αριθμού των χρωμοσωμάτων. Παραταύτα, επειδή ο δικαιωματισμός μιας συγκεκριμένης κουλτούρας, αποτελεί το θεμέλιο όλης αυτής της συζήτησης, παρατηρείται η ανατροπή των όρων και η αντιστροφή της πραγματικότητας.

Οι άλογες επιθυμίες μετονομάστηκαν σε δικαιώματα και απαιτούν κατοχύρωση, σε αντίθεση με το λογικό δικαίωμα των παιδιών να θεωρούνται καθόλα άνθρωποι και να έχουν ανάγκη διττού παιδαγωγικού προτύπου ως προς την κατά το δυνατόν υγιή ανάπτυξή τους. Οι (απ)αιτούντες σήμερα πρόσβαση στον θεσμό του γάμου, στην υιοθεσία και στην βάπτιση των βρεφών, είναι οι ίδιοι που χθες καθύβριζαν με χυδαιότητα την οικογένεια ως «πατριαρχικό» κατασκεύασμα (sic) και τον νηπιοβαπτισμό ως «καταπάτηση του αυτεξουσίου» (sic). Είναι θλιβερό το πώς ένα παγκόσμιο πολιτικό και οικονομικό σύστημα χρησιμοποιεί με τόση ευκολία και τόση απανθρωπιά το εσωτερικό κενό και την δίψα για επιβεβαίωση αυτών των ανθρώπων, προκαλώντας εν ριπή οφθαλμού τέτοιες μεταβολές στα αιτήματά τους, δίχως οι ίδιοι να προβληματίζονται και να νιώθουν υποχείρια παιγνίων. Δεν προβληματίζει επίσης το γεγονός ότι παρότι παγκόσμια παρατηρούνται έντονα προβλήματα βιοπορισμού, την ίδια στιγμή να δαπανώνται αδικαιολόγητα υπέρογκα ποσά για εκδηλώσεις «υπερηφάνειας» από παγκόσμιους εμπορικούς και τραπεζικούς ομίλους, μη εξαιρουμένων και των πρεσβειών συγκεκριμένων χωρών. Όταν μια κοινωνία αδυνατεί να εξασφαλίσει το δικαίωμα στην επιβίωση, αποτελεί τραγέλαφο να επιχειρεί να στήσει έναν ολόκληρο μηχανισμό «εξάλειψης των διακρίσεων», τη στιγμή μάλιστα που ως φαίνεται, ιδίως τα τελευταία χρόνια, η ίδια προκαλεί και συντηρεί τις διακρίσεις και τις «ταμπέλες».

Άσχετα του εάν αυτό το νομοσχέδιο τελικά θα ψηφιστεί, και μόνον η συζήτηση που αναπτύχθηκε, με την προπαγάνδα και τις ζυμώσεις που την περιβάλλουν, προδίδει συγκεκριμένα πράγματα, που αφορούν το σύνολο της κοινωνίας. Ο άνθρωπος δεν δείχνει να σέβεται τους όρους της φυσικότητας, επιχειρώντας μάλιστα με αλαζονεία και ύβρη την επιβολή μίας νέας κανονικότητας και τη διαμόρφωση μίας νέας κοινωνίας, με συνεκτικό δεσμό τις όποιες επιθυμίες του, που όπως προαναφέρθηκε μετονομάστηκαν αδιάκριτα σε δικαιώματα. Η επιβαλλόμενη “ηθική του γούστου”, φράση που πολύ εύστοχα χρησιμοποίησε ο π. Νικόλαος Λουδοβίκος, αδυνατεί να αποτελέσει συνεκτικό δεσμό μιας κοινωνίας. Μπορεί όμως πολύ εύκολα να την μετατρέψει σε αγέλη υποκειμένων που απλά και συνεχώς επιθυμούν.