To τείχος της ανο(η)σίας;

Γράφει ο Βαθιώτης Κωνσταντίνος, πρ. Αναπλ. Καθηγητής Ποινικού Δικαίου Νομικής Σχολής ΔΠΘ.
 
Προκειμένου οι διακινητές των εμβολίων κατά του κορωνοϊού να προωθήσουν το πολύκροτο φαρμακευτικό προϊόν, επικαλούνται την ανάγκη να χτισθεί το περίφημο τείχος ανοσίας. Ακόμη κι αν ο μη εμβολιασμός ενός συγκεκριμένου προσώπου δεν θα αποτελούσε από μόνος του κίνδυνο για τη δημόσια υγεία, υποστηρίζεται ότι η άρνηση συνεισφοράς του στο συλλογικό αγαθό της ομαδικής ανοσίας, το οποίο θα απολαμβάνει ακόμη κι αν δεν εμβολιασθεί, θα προσέβαλλε την υποχρέωση ίσης συνεισφοράς σε συλλογικά βάρη (για το επιχείρημα αυτό προ της εμφανίσεως του κορωνοϊού βλ. Παπασπύρου, Συνταγματική ελευθερία και δημόσιοι σκοποί. Σε αναζήτηση της θεμιτής πλοκής, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2019, σελ. 79-80).
 
To τείχος ανοσίας είναι η ανάστροφη μορφή του εγκλήματος συσσώρευσης. Έτσι ονομάζεται ένα έγκλημα, η πράξη του οποίου από μόνη της δεν εμπνέει ανησυχία για το προστατευόμενο έννομο αγαθό, εντούτοις αν τελεσθεί από ένα πλήθος δραστών, οδηγεί σε βλάβη ή διακινδύνευση αυτού του αγαθού, η οποία πρέπει να προληφθεί. Η προληπτική λογική του εγκλήματος συσσώρευσης συνδέεται με το φαινόμενο της χαβούζας: ένα σκουπιδάκι δεν μπορεί να διαταράξει το οικοσύστημα, αλλά πολλά σκουπίδια μαζί φτιάχνουν έναν επικίνδυνο σκουπιδότοπο. Επομένως, ενώ στα εγκλήματα συσσώρευσης οι πολίτες οφείλουν να παραλείπουν την αρνητική συμβολή τους, στο πλαίσιο του εμβολιασμού οφείλουν να συντονίζουν την θετική συνεισφορά τους για να χτισθεί το πολυπόθητο τείχος ανοσίας (επ’ αυτού βλ. τελευταίως Βαθιώτη, Από την τρομοκρατία στην πανδημία. Υποχρεωτικές ιατρικές πράξεις στον πόλεμο κατά του αόρατου εχθρού, εκδ. Αλφειός, Αθήνα 2021, σελ. 237 επ., όπου και η σχετική κριτική).
Ως κοινός παρονομαστής των δύο αυτών φαινομένων προβάλλεται η αποτροπή της κατάρρευσης των κοινωνικών συστημάτων που αποβλέπουν στην προστασία του πολίτη: Αν όλοι μιμούνταν τη συμπεριφορά του ενός, τότε το σύστημα θα τιναζόταν στον αέρα! Έτσι, ενώ ισχύει ότι το να παίζει κορώνα-γράμματα τη ζωή του ο οδηγός αυτοκινήτου ή μηχανής που αρνείται συνειδητά να φορέσει ζώνη ασφαλείας ή αντιστοίχως προστατευτικό κράνος είναι γούστο του και καπέλο του, υπάρχει κίνδυνος μείζονος επιβάρυνσης του συστήματος νοσοκομειακής περίθαλψης αν την ίδια στάση τηρήσουν και πολλοί άλλοι οδηγοί, οι οποίοι τελικώς τραυματισθούν σοβαρά. Με το επιχείρημα αυτό επιδιώκεται να νομιμοποιηθεί η, εκ πρώτης όψεως, άμεσα και σκληρά πατερναλιστική επέμβαση του κράτους στο δικαίωμα αυτοδιάθεσης του πολίτη.
 
Αξιοποιώντας το παράδειγμα της ζώνης ασφαλείας, οι Giubilini/Savulescu (Vaccination, Risks, and Freedom: The Seat Belt Analogy, Public Health Ethics 2019, Vol. 12 [3], σελ. 237 επ.) υποστηρίζουν ότι, όπως ο οδηγός υποβάλλεται σε μια πολύ μικρή θυσία της ελευθερίας κίνησής του, υποχρεούμενος να προσδεθεί με τη ζώνη ασφαλείας χάριν του κοινού καλού (για το ζήτημα αυτό βλ. Φυτράκη, Αυτοπροστασία και καταστολή. Κριτική θεώρηση των ρυθμίσεων του ΚΟΚ για το προστατευτικό κράνος και τις ζώνες ασφαλείας, Υπεράσπιση 1994, σελ. 1003 επ.), έτσι είναι ηθικά δικαιολογημένος και ο υποχρεωτικός εμβολιασμός, ακόμη κι όταν εγκυμονεί έναν πολύ μικρό κίνδυνο σοβαρών παρενεργειών. Είναι δε εντυπωσιακό ότι οι Giubilini/Savulescu επεκτείνουν την αναλογία της υποχρεωτικής χρήσης ζώνης ασφαλείας προς τον υποχρεωτικό εμβολιασμό, διατυπώνοντας τη θέση ότι, όπως τα παιδιά του οδηγού πρέπει να είναι προσδεδεμένα με ζώνη ασφαλείας, έτσι θα πρέπει να είναι και εμβολιασμένα!
 
Ωστόσο, την υποχρεωτική χρήση ζώνης ασφαλείας χωρίζει μια ουρανομήκης απόσταση από τον εμβολιασμό με πειραματικά εμβόλια, τα οποία δεν έχουν λάβει οριστική έγκριση παρά μόνο εξουσιοδότηση εκτάκτου ανάγκης (Emergency Use Authorization). Είναι άλλο πράγμα μια ελάχιστη ταλαιπωρία που προκαλεί η πρόσδεση με τη ζώνη ασφαλείας (η οποία σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να αποβεί μοιραία για τη ζωή του οδηγού, αν εξαιτίας της εγκλωβισθεί μέσα στο π.χ. φλεγόμενο αυτοκίνητο) και άλλο η εισαγωγή μιας ουσίας στο σώμα του ανθρώπου, η οποία εγκαθίσταται σε αυτό δίκην βραδυφλεγούς βόμβας, χωρίς να μπορεί να προβλεφθεί εκ των προτέρων ποιον ακριβώς κίνδυνο (ζωής ή υγείας) και ποιας εντάσεως διατρέχει ο συγκεκριμένος οργανισμός που εμβολιάσθηκε.
Η αδυναμία πρόβλεψης αυτού του κινδύνου οφείλεται, μεταξύ άλλων, στο γεγονός ότι μεγάλο τμήμα του εμβολιασθέντος πληθυσμού δεν δηλώνει τις παρενέργειες στην Κίτρινη Κάρτα του ΕΟΦ, φοβούμενο να ενοχοποιήσει το εμβόλιο, το οποίο προβάλλεται από την συντριπτική πλειονότητα των μελών της ελληνικής κυβερνήσεως, των ειδικών, των ΜΜΕ, των κληρικών κ.λπ., σαν ένα τοτέμ, το οποίο, λόγω του τάχα ιερού και όσιου χαρακτήρα του (sacrosanctum), δεν επιτρέπεται να αμφισβητηθεί.
 
Ένας ακόμη αποτρεπτικός παράγων δήλωσης των παρενεργειών είναι ψυχολογικής φύσεως: Εξαιτίας της εμφυλιοπολεμικού τύπου πόλωσης ανάμεσα στους εμβολιασμένους και τους ανεμβολίαστους (το προπαγανδιστικό καθεστώς αφορίζει τους δεύτερους ως «αντεμβολιαστές»!), όσοι εμβολιασμένοι εμφάνισαν παρενέργειες αρνούνται από ντροπή ή εγωισμό να παραδεχθούν ότι η επιλογή τους ήταν εσφαλμένη. Επιπλέον, οι υποβληθείσες Κίτρινες Κάρτες διαβιβάζονται στην παγκόσμια βάση Vigibase του Π.Ο.Υ. στην Ουψάλα της Σουηδίας, όπου κάποια στιγμή θα αξιολογηθούν οι καταχωρισθείσες ανεπιθύμητες ενέργειες. Μέχρι τότε, όμως, ο κόσμος θα εξακολουθήσει να εμβολιάζεται και άρα θα ισχύει η σημαντική εξ επόψεως Ποινικού Δικαίου λαϊκή ρήση: όποιον πάρει ο Χάρος.
 
Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν δύναται να τεκμηριωθεί η υποχρέωση του πολίτη να συμβάλει ατομικά στο χτίσιμο του τείχους ανοσίας ενάντια στον κορωνοϊό. Το άρ. 25 παρ. 4 του Συντάγματος, όπου προβλέπεται ότι «το Kράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης», στερείται εδάφους εφαρμογής όταν το χρέος αυτό έχει ως αντικείμενο μια πράξη που θέτει τους πολίτες σε κίνδυνο ζωής, μετατρέποντάς τους σε πειραματόζωα κατά παράβαση της διατάξεως-πηδαλίου του Συντάγματος, δηλ. του άρ. 2 παρ. 1 («Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας»). Κοντολογίς: το κράτος μπορεί να αξιώνει από τους πολίτες να τηρούν στάση καλού Σαμαρείτη, αλλά όχι υπερήρωα!
 
Αν δεν συμφωνήσουμε με αυτήν την μέχρι πρότινος αυτονόητη παραδοχή, τότε ανατρέπουμε ένα από τα ανθρωπιστικά θεμέλια του νομικού μας πολιτισμού που ανατρέχει στην εποχή του Ιουστινιάνειου Κώδικα: ουδείς υποχρεούται στα αδύνατα (impossibilium nulla obligatio est). Άλλωστε, γι’ αυτό ακριβώς στο άρθρο 307 του Ποινικού μας Κώδικα, γνωστό και ως «ποινική διάταξη της αγάπης προς τον πλησίον» ή «διάταξη της κοινωνικής αλληλεγγύης» προβλέπεται ότι: «Όποιος παραλείπει να σώσει άλλον από κίνδυνο ζωής, αν και μπορεί να το πράξει χωρίς κίνδυνο της δικής του ζωής ή υγείας, τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή». Ως εκ τούτου, κανένας λουόμενος δεν οφείλει να βουτήξει στη θάλασσα για να σώσει έναν κολυμβητή από καρχαρία που θεάθηκε σε πολύ κοντινή απόσταση, εφόσον η ύπαρξη του κήτους θέτει σε κίνδυνο και τη ζωή του επίδοξου διασώστη. Αντιστοίχως, κανένας πολίτης δεν οφείλει να συμβάλει στο χτίσιμο τείχους ανοσίας ενάντια στον κορωνοϊό, υποβαλλόμενος σε εμβολιασμό με πειραματικά εμβόλια, εφόσον η πράξη κοινωνικής αλληλεγγύης που του ζητείται μπορεί να θέτει σε υψηλό κίνδυνο τη δική του ζωή.
 
Ας το συνειδητοποιήσουμε επιτέλους: Η πανδημία δεν είναι πόλεμος κατά κυριολεξίαν και, επομένως, οι πολίτες δεν επιτρέπεται να αντιμετωπίζονται ως πολεμιστές που στρατολογούνται στο πολεμικό μέτωπο, θυσιάζοντας ακόμη και τη ζωή τους για το καλό της πατρίδος. Εκτός κι αν στον «Θαυμαστό Ανάποδο Κόσμο» του κορωνοϊού, μαζί με τον ιό έχει μεταλλαχθεί το μεν δημοκρατικό πολίτευμα σε καθεστώς ολοκληρωτικού τύπου, ο δε φιλελευθερισμός σε ναζισμό.
 
Πέραν των ανωτέρω, εκκρεμεί ένα μείζον ερώτημα, το οποίο πρέπει να απαντηθεί από τους περίφημους ειδικούς: Με βάση τη μέχρι τώρα πορεία του εμβολιασμού, την αδιαμφισβήτητη γνώση ότι οι εμβολιασμένοι εξακολουθούν να νοσούν και να μεταδίδουν τον ιό –ενδεχομένως μάλιστα σε μεγαλύτερο ποσοστό απ’ ό,τι οι ανεμβολίαστοι–, αλλά και με βάση την ανάγκη να χορηγηθεί τρίτη δόση (Κύριος οίδεν πόσες ακόμη θα απαιτηθούν!), υπάρχει άραγε μια ρεαλιστική προοπτική να χτισθεί κάποτε τείχος ανοσίας εναντίον του κορωνοϊού; Η διατύπωση αυτού του μάλλον ρητορικού ερωτήματος συνδέεται με το τίτλο του παρόντος κειμένου: Μήπως τελικώς πρέπει να μιλάμε όχι για τείχος ανοσίας αλλά για τείχος ανοησίας;
 
Με βάση τη σημερινή πρόοδο που παρουσιάζει το χτίσιμο του τείχους ανοσίας ενάντια στον κορωνοϊό, καθίστανται εξαιρετικά επίκαιροι οι στίχοι του δημοτικού τραγουδιού για το γεφύρι της Άρτας: «Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες γιοφύρι εθεμέλιωναν στης Άρτας το ποτάμι. Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν». Μάλιστα, το τραγούδι αυτό είναι και από μιαν άλλη άποψη συγκρίσιμο με την σημερινή πίεση για εμβολιασμό:
Όπως το χρησμοδοτικό πτηνό των επόμενων στίχων ζητά να θυσιασθεί η όμορφη γυναίκα του πρωτομάστορα για να στεριώσει το γιοφύρι («Αν δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει, και μη στοιχειώσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη, παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα που έρχεται αργά τ’ αποταχύ και πάρωρα το γιόμα»), έτσι ζητείται σήμερα, κατά τρόπον αντισυνταγματικό και αξιόποινο, η ανθρωποθυσία κάποιων πολιτών, για να στεριώσει δήθεν το τείχος ανοσίας ενάντια στον κορωνοϊό.
[Δημοσιεύθηκε στην Κυριακάτικη Δημοκρατία, 8.8.2021, σελ. 05β/21]