«Τις εστίν ο πλούσιος; Ο εν ολίγω αναπαυόμενος»
Εύκολο να το λες. Δύσκολο να το κάνεις. Κι ακόμη δυσκολότερο να το θέλεις και να γυρεύεις εκεί την ευτυχία. «Νυν τα ανήκουστα ηκούσθη»!
Πηγή της ζωής είν’ η αγάπη των ανθρώπων. Κι όχι τα πλούτη και το αφεντηλίκι. Αυτή ήταν η ζωή του Φώτη Κόντογλου.
Του Φώτη Κόντογλου
Από το «Ελληνικόν Ημερολόγιον – Ορίζοντες», 1944. Τόμος Γ’ – Διευθυντής Μάριος Βαϊάγος.
Ανακάλυψα ένα μέρος απόκρυφο που ζούνε άνθρωποι φτυχισμένοι. Βρίσκεται πίσω από τα δέντρα. Από κει πέρα δε φαίνουνται τα μεγάλα και τα ακριβά παλάτια που κάθουνται οι άρχοντες, κείνοι πώ’ χουνε πολλά πλούτη. Τούτοι είναι όλοι φτωχοί κι έρχουνται εδώ κάθε καλοκαίρι για να ξεκουραστούνε, να δούνε κι αυτοί του Θεού την ευλογία. Τα σπίτια τους είναι μικρά, το’ να κοντά στ’ άλλο, σαν τα μελισσοκόφινα που ‘ναι μαζεμένα στ’ απάγκειο, κάτω απ’ το βουνό. Αυτό το σπιτομάζωμα είναι κρυμμένο μέσα στα δέντρα και το χωρίζει απ’ τον άλλον κόσμο ένα ξεροπόταμο, στενό και βαθύ.
Τα σπίτια είναι πολύ παράξενα στο σχέδιο γιατί είναι καμωμένα από τους ίδιους τους νοικοκυραίους. Κάτι σκεπές, κάτι ιδιομορφίες όμορφες, κάτι παραθύρια ποιητικά, κάτι μπαλκόνια κρεμάμενα απάνω από το ξεροπόταμο, κάτι χαγιάτια π’ ακουμπάνε σε κάποιο δέντρο, κάτι πόρτες αρχαίες με γλάστρες – μ’ ένα λόγο ένα θέαμα που χρειάζεται ζωγράφος να το ζωγραφίσει. Λίγα ζωντανά βοσκάνε ανάμεσα στους ανθρώπους που κάνουνε διάφορες δουλειές. Οι κατσίκες αναχαράζουνε κι ολοένα μασάνε, κανένας γάϊδαρος στέκεται ώρες δίχως να σαλέψει, συλλογισμένος, μεγάλος φιλόσοφος. Τριγυρνά και κανένα σκυλί από δω κι από κει.
Όσοι άνθρωποι είναι ηλικιωμένοι, είναι όλοι με μουστάκια, φυσικοί ανθρώποι. Ο καθένας κάνει κάτι μέσα στο σπίτι του ή απ’ όξω από δαύτο. Σε μια μεριά δυο παλικάρια ανοίγουνε ένα πηγάδι κι έχουνε μαζέψει ένα σωρό χώμα, που λες κι είναι καφές αλεσμένος. Άλλος καρφώνει μια κληματαριά, άλλος βολεύει ένα κρεβάτι, άλλος καμιά καρέκλα. Τα κρεβάτια τους και τα τραπέζια τους τα ‘χουνε όξω στον αγέρα, κατ’ απ’ τα δέντρα. Εδώ κι εκεί είναι απιθωμένα τσουκάλια.
Από τις γυναίκες άλλες μαγειρεύουνε, άλλες είναι μαζεμένες και κουβεντιάζουνε ράβοντας. Τα κορίτσια πάλι κεντάνε γιατί, όπως λέγει και η Αγία Γραφή, ξέρουνε από γεννησιμιού τους την «ποικιλτικήν επιστήμην». Σ’ ένα απόμερο μέρος ξεχωρίζεις μια μικρή θυρίδα μ’ ένα παραπέτασμα πλουμισμένο και πίσω του προβάλλει μια γυναίκα, σαν το πρόσωπο της Παναγίας της Γλυκοφιλούσας. Απ’ όξω κρέμεται μια γλάστρα βασιλικός. Οι γριές ταΐζουνε τ’ αγγόνια τους. Κάποιος ψέλνει μέσα σ’ ένα σπίτι βυζαντινά τροπάρια δίχως να φαίνεται. Μοναχά η φωνή του ακούγεται … «Νυν τα ανήκουστα ηκούσθη».
Είναι και πεντ’ έξη βρακάδες, παλαιοί κι απλοί ανθρώποι, από τα μέρη της Ανατολής, ήσυχοι, αβραμιαίοι. Σ’ ένα παλιό χαγιάτι κάθεται ξαπλωμένος απάνω σ’ ένα μιντέρι ένας γηραλέος παπάς, με τη σπιτίσια σκούφια στο κεφάλι. Το δροσερό τ’ αγέρι που φυσά ανάμεσα στα χορτάρια ανεμίζει τ’ άσπρα τα μαλλιά του.
Το πιο σπουδαίο σπίτι, τ’ αρχοντόσπιτο, είναι ένα σπίτι λίγο πιο μεγάλο από τ’ άλλα, αλλά δεν ξεχωρίζει και πολύ. Έχει μια καγκελωτή οξώπορτα βαμμένη κίτρινη και γύρω στα παράθυρα παράξενα σκαλίσματα. Έχει και κάτι ζωγραφιές ανάμεσα στα παραθύρια κι απάν’ από την πόρτα. Στη μέση παραστέκεται, μέσα σ’ ένα στρογγυλό, ο ουρανός με τον ήλιο και με τ’ άστρα, με τους κομήτες, με το φεγγάρι και με τα σύννεφα. Στ’ άλλο παραστένουνται τα λουλούδια της γης, τα πιο σπουδαία και σ’ άλλο ψάρια και θαλασσινά.
Τούτοι λοιπόν οι ανθρώποι ζούνε σ’ αυτό το μέρος το καλοκαίρι σα μια οικογένεια. Τίποτα δε γυρεύουνε από κανέναν, ούτε πλούτη, ούτε δόξα, ούτε αξιώματα. Η φτώχια τους αδερφώνει, μοιράζονται τις χαρές και τις λύπες τους. Γιατί πάντα ο φτωχός πονά το φτωχό. Αυτοί οι φουκαράδες είναι όμως πιο φτυχισμένοι από τους άλλους, που ‘χουνε τα παλάτια από την άλλη μεριά του βουνού, από κείνους που ‘ναι κλεισμένοι στο καβούκι τους, μη λάχει και χάσουνε τ’ αφεντηλίκι. Το ξέρω και το λέγω … «Τις εστίν ο πλούσιος; Ο εν ολίγω αναπαυόμενος»!
Κι αλήθεια .. Ποτές δεν πεθύμησα να ‘χω πλούτη, βαριά κι αβάσταχτα και να ‘μαι κλεισμένος μακριά από την πηγή της ζωής, που ‘ναι η αγάπη των ανθρώπων.
«Δεν με ευφραίνουνε λείρια και κρίνοι κηπευτοί
μόνο μ’ αρέσει η οσμή του επανθούντος θύμου
Μ’ αρκεί αυτή»
Η ψυχή που ‘ναι πλούσια δε φοβάται τη φτώχεια. Κι η δική μου σε τούτη τη φτωχή Ιεριχώ είναι δοσμένη. Με τα χωματένια τα κάστρα, με τα σπίτια τα ποιητικά, που μέσα τους ζούνε ακόμα ανθρώποι, αγράμματοι, με γένια και με μουστάκια, κι οι γέροι φοράνε βρακιά σαν τους παλιούς καπεταναίους.