Γράφει ο Θεοφάνης Μαλκίδης
«Η επανάστασις η εδική μας δεν ομοιάζει με καμιάν απ’ όσες γίνονται την σήμερον εις την Ευρώπην. Ο εδικός μας πόλεμος ήτο ο πλέον δίκαιος, ήτον έθνος με άλλο έθνος, ήτο με ένα λαόν, όπου ποτέ δεν ηθέλησε να αναγνωριστεί ως τοιούτος, ούτε να ορκισθεί, παρά μόνο ό,τι έκαμνε η βία. Ούτε ο Σουλτάνος ηθέλησε ποτέ να θεωρήσει τον ελληνικόν λαόν ως λαόν, αλλ’ ως σκλάβους». Με τα λόγια αυτά περιγράφει την Παλιγγενεσία στα απομνημονεύματά του ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
Η απόφαση των Ελληνίδων και των Ελλήνων να σπάσουν τις αλυσίδες να αντισταθούν στην πείνα, στο παιδομάζωμα και τις σφαγές, στην εκμετάλλευση και την αδικία, να ξεπεράσουν τις ανθρώπινες αναστολές και φοβίες, την προδοσία, τις διώξεις και τη διαρκή, την καθημερινή απειλή θανάτου. Αμέτρητα είναι τα περιστατικά ανδρείας, θάρρους, αποφασιστικότητας των Ελληνίδων και των Ελλήνων που ωθήθηκαν την αντιστασιακή ελληνικότητα, τις ελληνικές αξίες, την Ορθοδοξία, για να κατορθώσουν το «ποθούμενο», την Ελευθερία.
Η αντίδραση του Οθωμανικού κράτους είναι αναμενόμενη: βία, Ολοκαυτώματα, Σφαγές, «Χαλασμός».
Οι πρώτες μαζικές δολοφονίες γίνονται στην Κωνσταντινούπολη, στην Αδριανούπολη, στο Αίγιο, στην Πάτρα, στο Γαλαξείδι, στη Σμύρνη, στη Λέσβο, στις Κυδωνίες, στην Κω, στη Ρόδο, στην Κρήτη, στην Κύπρο, στη Θεσσαλονίκη, στην Κασσάνδρα. Θα ακολουθήσει η σφαγή στη Σαμοθράκη, στη Χίο, στη Νάουσα, στην Κάσο, τα Ψαρά, στα εκατοντάδες χωριά της Πελοποννήσου που εξαφανίστηκαν από τον Ιμπραήμ, θα ακολουθήσει το μεγάλο έγκλημά του στο Μεσολόγγι.
Το Μεσολόγγι κήρυξε την επανάσταση στις 20 Μαΐου 1821 με τον Δημήτριο Μακρή και λίγους μήνες αργότερα, μετά την ήττα των Ελλήνων στη μάχη του Πέτα, τα τουρκικά στρατεύματα κατευθύνθηκαν προς το Μεσολόγγι και πολιόρκησαν την πόλη. Η πρώτη πολιορκία διήρκεσε δύο μήνες και έληξε με αποτυχία των τουρκικών δυνάμεων. Στα μέσα του 1823 οι τουρκικές δυνάμεις σχεδίασαν νέα εκστρατεία. Οι αρχές και οι κάτοικοι της πόλης προετοιμάστηκαν για πολιορκία όμως τα τουρκικά στρατεύματα προτίμησαν να πολιορκήσουν το Αιτωλικό, γεγονός που αναφέρεται ως δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου. Μετά την αποτυχία του Ομέρ Βρυώνη να καταλάβει το Μεσολόγγι στα 1822 και του Μουσταφά πασά το 1823, ο Σουλτάνος επέλεξε τον ικανότερο στρατηγό του, τον Ρεσίτ Πασά (Κιουταχής). Ο Κιουταχής, μετά από προετοιμασία τρεισήμισι μηνών έφτασε μπροστά στο Μεσολόγγι στις 15 Απριλίου 1825 επικεφαλής τριάντα χιλιάδων Τούρκων. Την ίδια στιγμή στο Μεσολόγγι βρίσκονταν περίπου τέσσερις χιλιάδες άνδρες (από τους οποίους οι χίλιοι ήταν σε προχωρημένης ηλικίας) και δώδεκα χιλιάδες γυναικόπαιδα.
Λίγο πριν ξεκινήσει τον βομβαρδισμό της πόλης ο Κιουταχής πρότεινε την παράδοσή της. Αφού όμως οι προτάσεις του απορρίφθηκαν, το Μεσολόγγι αποκλείστηκε από τον στόλο του Μεχμέτ Χιουρέφ πασά και του Γιουσούφ πασά. Οι πολιορκητές άρχισαν τις εφόδους, αλλά οι πολιορκούμενοι αμύνονταν με επιτυχία, ενώ με την άφιξη σαράντα πλοίων, υπό την αρχηγία των Μιαούλη και Σαχτούρη, η πόλη ανεφοδιάστηκε με τρόφιμα και στρατιωτικό υλικό, ενώ το ηθικό των πολιορκημένων ανέκαμψε.
Η κατάσταση μεταβλήθηκε όταν στα τέλη του 1825 έφθασε στο Μεσολόγγι ο Ιμπραήμ με 15.000 Αιγυπτίους. Οι δυνάμεις του Ιμπραήμ κυρίευσαν το Βασιλάδι οι κάτοικοι του οποίου κατέφυγαν στο Μεσολόγγι επιτείνοντας το επισιτιστικό πρόβλημα της πόλης, ενώ ο Ιμπραήμ έθεσε ως στόχο να εξαντλήσει τους πολιορκημένους με αποκοπή όλων των οδών επικοινωνίας και εφοδιασμού. Μετά την άλωση της νησίδας του Βασιλαδίου, ο Ιμπραήμ στράφηκε εναντίον ενός από τα τελευταία ερείσματα που ενίσχυαν την άμυνα του Μεσολογγίου με στόχο την κατάληψή του. Αυτό ήταν το Αιτωλικό το οποίο υπεράσπιζαν διακόσιοι άνδρες υπό τον Γρηγόριο Λιακατά, με μόλις ένα κανόνι. Στο Μεσολόγγι μετά την κατάληψη του Αιτωλικού και την αποτυχημένη προσπάθεια του Μιαούλη να λύσει τον αποκλεισμό, η φρουρά της πόλης αναγκάστηκε να σιτίζεται με σκυλιά, γάτες και ποντίκια, προκειμένου να αποφύγει τον θάνατο από την πείνα, μία φρικτή κατάσταση την οποία την περιγράφει ο Διονύσιος Σολωμός με συγκλονιστικό τρόπο.
Οι δυσβάστακτες συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων προκάλεσαν απελπιστική κατάσταση μεταξύ των πολιορκημένων, οι οποίοι δεν έβλεπαν πια άλλη λύση από την Έξοδο. Έτσι τη νύχτα της 10ης προς την 11η Απριλίου του 1826, οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι υπό τους Αθανάσιο Ραζή- Κότσικα, Νότη Μπότσαρη, Δημήτριο Μακρή και Κίτσο Τζαβέλα, προχώρησαν προς την τελευταία πράξη της πολιορκίας. Με την Έξοδο διέφυγαν 1.300 μαχητές και περίπου εκατό γυναικόπαιδα, ενώ όσοι έμειναν πίσω αναγκάστηκαν να αγωνιστούν σε φονικές οδομαχίες. Ανάμεσα στο πλήθος που επέστρεψε και σφιαγιάστηκε μέσα στην πόλη βρίσκονταν ο επίσκοπος Ρωγών Ιωσήφ, ο εκδότης των «Ελληνικών Χρονικών» Ιάκωβος Μάγερ, ο μηχανικός Μιχαήλ Κοκκίνης και όσοι ανατινάχτηκαν μαζί με το Χρήστο Καψάλη στις πυριτιδαποθήκες, όπως γράφει στα απομνημονεύματά του ο Νικόλαος Κασομούλης. Υπολογίζεται ότι την Κυριακή των Βαΐων του 1826 κάηκαν δύο χιλιάδες πρόγονοί μας, τρεις χιλιάδες σκοτώθηκαν και χίλιοι αιχμαλωτίσθηκαν.
Ο τίμιος δικαστής Γεώργιος Τερτσέτης, ο οποίος μαζί με τον Αναστάσιο Πολυζωίδη δεν καταδίκασαν το Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, γράφει ότι η Ελευθερία μας είναι «θεμελιωμένη εις τα αίματα οκτακοσίων χιλιάδων Ελλήνων φονευθέντων εις τον αγώνα». Οι Σφαγές, τα Ολοκαυτώματα, είναι η διαρκής υπόμνηση η συνεχής υπενθύμιση του φόρου αίματος για το αυτεξούσιο, το τίμημα της Ελευθερίας (μας), όπως την προσδιορίζει και ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας: «Τα σύνορα της Ελλάδος εδώ και τέσσερις αιώνες, από την πτώση της βυζαντινής αυτοκρατορίας, έχουν οροθετηθεί από ακλόνητα δικαιώματα, τα οποία ούτε ο χρόνος, ούτε οι ανυπολόγιστες συμφορές από τους Τούρκους, ούτε η πολεμική κατάκτηση κατόρθωσαν ποτέ να παραγράψουν. Χαράχθηκαν δε αυτά τα σύνορα από το 1821 από το αίμα το ελληνικό, που χύθηκε στις σφαγές των Κυδωνιών, της Κύπρου, της Χίου, της Κρήτης, των Ψαρών, του Μεσολογγίου….»
Δύο αιώνες και πλέον μετά την (ανολοκλήρωτη) Επανάσταση του 1821, διακόσια χρόνια και πλέον μετά από τις (αμέτρητες) σφαγές που πότισαν το δέντρο της Ελευθερίας (μας), η Εθνεγερσία, η Παλιγγενεσία με το πρόταγμα «Ελευθερία ή Θάνατος» συνεχίζεται!