Σύνδεσμος Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων: Να διασφαλιστεί η ανταγωνιστικότητα του εξορυκτικού κλάδου

 

Το υπέδαφος της Ελλάδας «κρύβει» θησαυρούς η αποτελεσματική αξιοποίηση των οποίων, εφόσον προχωρήσει, μπορεί να δώσει στην χώρα μας κρίσιμο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε μία εποχή που η πράσινη μετάβαση και η έλλειψη στρατηγικού σχεδίου σε ευρωπαϊκό επίπεδο θέτουν τον μεταλλευτικό κλάδο ενώπιον πολυποίκιλων προκλήσεων οι οποίες «ζητούν» άμεσες λύσεις.

 

Η Ευρώπη με το σχέδιο που έχει καταρτίσει για τις κρίσιμες πρώτες ύλες (The European Critical Raw Materials Act), σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, δεν επιδοτεί τις εξορυκτικές επιχειρήσεις, στοχεύοντας ωστόσο θεωρητικά να διασφαλίσει τον ασφαλή και βιώσιμο εφοδιασμό της ευρωπαϊκής βιομηχανίας με κρίσιμες πρώτες ύλες και να μειώσει σημαντικά την εξάρτηση της ΕΕ από εισαγωγές από προμηθευτές μίας μόνο χώρας.

Εκατό χρόνια κλείνει ο Σύνδεσμος Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων – Η συμβολή των ορυκτών πόρων στην οικονομία

Αξίζει να σημειωθεί πως περίοπτη θέση στο European Critical Raw Materials Act) κατέχουν τα ελληνικά ορυκτά, αποτελούν περίπου το 10% του συνόλου των ορυκτών που περιλαμβάνονται στο σχέδιο.

Έχουμε κρίσιμες πρώτες ύλες, ασαφές αν διαθέτουμε σπάνιες

Το ελληνικό υπέδαφος διαθέτει κρίσιμες πρώτες γαίες, κυρίως μεταλλεύματα (βωξίτης, νικέλιο, αντιμόνιο). Από την άλλη πλευρά το τοπίο είναι θολό για τις σπάνιες γαίες. Για την ώρα είναι ασαφείς οι ενδείξεις για το κατά πόσο είναι δυνατή η αξιοποίηση σπάνιων πρώτων γαιών όπως το λίθιο, χημικό στοιχείο ιδιαίτερα κρίσιμο για την παραγωγή μπαταριών. Το λίθιο ενδέχεται να υπάρχει σε Σάμο και Βόρεια Ελλάδα αν και παραμένει άγνωστο μέχρι να ολοκληρωθούν οι μελέτες αν οι ποσότητες είναι αξιοποιήσιμες.

«Βραχυκυκλώνει» τον κλάδο η ενέργεια

Σε γενικές γραμμές, οι ελληνικές εξορυκτικές επιχειρήσεις στα βιομηχανικά και αδρανή ορυκτά σημειώνουν αξιοσημείωτες επιδόσεις με ενεργειακά ορυκτά και μάρμαρα να κινούνται πτωτικά. Ο Κωνσταντίνος Γιαζιτζόγλου, Πρόεδρος του ΔΣ στον Σύνδεσμο Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων, διαβεβαίωσε, κατά την διάρκεια εκδήλωσης του Συνδέσμου, πως ο κλάδος είναι βιώσιμος κρούοντας όμως καμπανάκι για το ενεργειακό κόστος το οποίο έχει εκτοξευτεί κατά 50% τα τελευταία χρόνια.

Η Ευρώπη βλέπει με τα κυάλια τον ανταγωνισμό – «Χάνει το δάσος»

Το πλέον κρίσιμο ζήτημα που «καίει» τον κλάδο είναι η ανταγωνιστικότητά του με την Ευρώπη να υστερεί δραματικά σε σχέση με Κίνα και ΗΠΑ που δίνουν επιδοτήσεις και κόβουν κόστη στην εξορυκτική βιομηχανία με το τσουβάλι. «Στην Κίνα ένα ορυκτό κοστίζει μία Χ τιμή, στην Ευρώπη 3Χ. Ευτυχώς η Ευρώπη αν και πολύ αργά έχει κάνει ένα μικρό πρώτο βήμα με το material act στην κατεύθυνση ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητάς της, σε γενικές γραμμές αυτά που αποφασίζει η Ευρώπη έχουν τεράστιο πρόβλημα εφαρμογής, βλέπει το δέντρο, χάνει το δάσος», επεσήμανε παραθέτοντας ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα από την χώρα μας που δείχνει πως το κόστος «μπλοκάρει» την εξόρυξη.

Η Ελλάδα διαθέτει γάλιο (σπάνιο χημικό στοιχείο), στην Βοιωτία, με το κόστος εξόρυξης και αξιοποίησής του ωστόσο να κρίνεται απαγορευτικό.

«Χωρίς εμάς πως θα φας;»

Παράλληλα, ανέδειξε την τεράστια σημασία της εξορυκτικής βιομηχανίας. «Χωρίς εμάς πώς θα φας;», αναρωτήθηκε ο κ. Γιαζιτζόγλου. «Αν δεν υπήρχε το πτωχοκάρβουνο στη Μακεδονία και την Πελοπόννησο η ανάπτυξη στη χώρα μας θα είχε αργήσει μερικές δεκαετίες», σημείωσε οριοθετώντας το περιβαλλοντικό πλαίσιο μέσα στο οποίο λειτουργεί ο κλάδος.

«Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, να αλλάξουμε αναπτυξιακό μοντέλο»

«Να αποδώσουμε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, απέχει πολύ από την αλήθεια να κατηγορείται ο κλάδος μας ως μέρος της περιβαλλοντικής καταστροφής, η εξορυκτική δραστηριότητα, στερεοί, υγροί και αέριοι ρύποι, συνεισφέρει σε παγκόσμια κλίμακα κάτω του 3%. Η εξορυκτική δραστηριότητα στην ΕΕ λειτουργεί με το πιο αυστηρό πλαίσιο, αυτό έχει οδηγήσει σε μείωση της παραγωγής πάνω από 35% ενώ οι εισαγωγές από τρίτες χώρες αυξάνονται, κάποιοι θεωρούν πως αυτό θα έχει θετικό περιβαλλοντικό αντίκτυπο, η απόλυτη διαστροφή της πραγματικότητας», ανέφερε.

Η ομελέτα και τα αυγά

Ο κ. Γιαζιτζόγλου έδωσε έμφαση στην ανάγκη αλλαγής του παραγωγικού και καταναλωτικού μοντέλου σε μία κατεύθυνση που θα «χρησιμοποιεί τις βέλτιστες τεχνολογίες για το περιβάλλον διασφαλίζοντας παράλληλα την επαρκή παραγωγή αγαθών. Μπορούμε να ανταποκριθούμε σε αυτά αν διασφαλιστεί η ανταγωνιστικότητά μας, οι ηγεσίες πρέπει να εξηγήσουν στις κοινωνίες πως ομελέτα χωρίς να σπάσουμε αυγά δεν γίνεται», τόνισε.

«Το πρόβλημα είναι πανευρωπαϊκό, το κανονιστικό πλαίσιο πρέπει να αναθεωρηθεί, να επιταχυνθούν οι αδειοδοτήσεις εξορυκτικών δραστηριοτήτων και να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα της εξορυκτικής βιομηχανίας, η ελληνική πολιτική ηγεσία κινείται προς αυτή την κατεύθυνση», υποστήριξε.

Εργατικό δυναμικό… αγνοείται

Για το ακανθώδες ζήτημα της έλλειψης εργατικού δυναμικού στην Ελλάδα επεσήμανε πως «πλέον ο ανειδίκευτος εργάτης έχει πεθάνει. Αντιμετωπίζουν οι ελληνικές εξορυκτικές επιχειρήσεις σοβαρό ζήτημα στην εύρεση εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού, ειδικά στους χειριστές βαρέων οχημάτων».

Ο κλάδος εκτιμάται πως απασχολεί άμεσα και έμμεσα πάνω από 80.000 εργαζόμενους.

Αντέχουν οι εξορυκτικές επιχειρήσεις

Το 2022, με βάση στοιχεία που παραθέτει ο Σύνδεσμος, χαρακτηρίστηκε από υψηλή ζήτηση μεγάλου μέρους εξορυκτικών μεταλλουργικών προιόντων, με την αυξημένη μάλιστα ζήτηση να «οδηγεί» σε ανεβασμένες τιμές μέχρι και 20% σε σχέση με το 2021 γεγονός που ενίσχυσε τον τζίρο του κλάδου κατά 12,5%.

Ο αυξημένος κύκλος εργασιών όμως δεν οδηγεί σε αυξημένη κερδοφορία με τα κόστη ενέργειας και πρώτων υλών να «ροκανίζουν» τα κέρδη. Πάντως η αύξηση των εξαγωγών κατά 20% και της παραγωγής κατά 3% το 2022 «αποδεικνύουν» την ανθεκτικότητα του κλάδου μπροστά στο αβέβαιο διεθνές περιβάλλον και στα λειτουργικά κόστη που παίρνουν την ανιούσα.

Η πρόκληση

Ο μεταλλευτικός κλάδος στην Ελλάδα καλείται να επιβιώσει και να αναπτυχθεί σε ένα εξόχως ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον επενδύοντας στην διείσδυση και δραστηριοποίηση ελληνικών μεταλλευτικών εταιρειών και εταιρειών τσιμέντου σε χώρες του εξωτερικού (π.χ. Ισπανία, Βαλκάνια, ΗΠΑ), στην λειτουργία μεταλλευτικών εταιρειών του εξωτερικού σε διάφορα σημεία της νησιωτικής και ηπειρωτικής χώρας, με εγχώριο εργατικό, τεχνικό και επιστημονικό προσωπικό προερχόμενο κυρίως από τη χώρα, δίνοντας ταυτόχρονα έμφαση στην έρευνα και την ανάπτυξη υλικών από νέα κοιτάσματα.