Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής ΑΠΘ,
Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων
Δεν είμαστε κατά του εμβολιασμού των πολιτών, αλλά δεν συμφωνούμε με τον υποχρεωτικό εμβολιασμό που τους επιβάλλεται, καθώς θεωρούμε ότι η οποιαδήποτε, υπό πίεση και χωρίς τη δική τους απόφαση, επέμβαση τόσο στην ψυχή όσο και στο σώμα τους αποτελεί περιφρόνηση και καταπάτηση της ελευθερίας τους.
Γι’ αυτό, ίσως, η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Ελλαδικής Εκκλησίας, με απόφασή της, δεν συμφώνησε με τον υποχρεωτικό εμβολιασμό. Όντως είναι δύσκολο να συμφωνήσει κάποιος να υποτιμούνται ή να στοχοποιούνται πολίτες, που, για τους δικούς τους λόγους, επιλέγουν να μην θέλουν να εμβολιαστούν.
Η πολιτεία οφείλει να προσφέρει, αφενός, υγειονομική περίθαλψη υψηλού επιπέδου, αφετέρου, αντικειμενική και επιστημονική ενημέρωση, σχετικά με τους ενδεικνυόμενους προληπτικούς και προστατευτικούς τρόπους, προκειμένου να αποφεύγεται να νοσήσουν ή να μεταδώσουν τον ιό οι υπεύθυνοι πολίτες. Όλα τα άλλα, που ακούει και βλέπει κανείς, ολημερίς και καταλήγουν στην ίδια επιτακτική και απειλητική οδηγία , δίνουν την εντύπωση ότι δεν γίνονται από αγάπη και για την αγάπη προς τον συνάνθρωπο, αλλά για άλλους λόγους.
Το πιο λυπηρό είναι ότι η πολιτεία δεν δείχνει κατανόηση και σεβασμό στους ξεχωριστούς λόγους των πολιτών και ιδιαίτερα τους θρησκευτικούς, που συνιστούν αυτό που λέμε διαφορετικότητα και που είναι απολύτως σεβαστοί στις δημοκρατικές χώρες.
Αν η πολιτεία ήθελε να προστατεύει όλους αδιακρίτως τους πολίτες θα μπορούσε να βρει πολλούς άλλους τρόπους και μέτρα προστασίας, που, αφενός, να τους προστατεύουν, αφετέρου, να μην παραβιάζουν και να μην μηδενίζουν το ιερό δικαίωμα της ελευθερίας και να μην χρειάζεται να χρησιμοποιούνται, από την πλευρά της, τόσο εύθραυστα, έωλα και άστοχα επιχειρήματα, που εκθέτουν τους εμπνευστές και τους χρήστες τους.
Η βασική κατηγορία της πολιτείας, εναντίον όσων δεν επιθυμούν να εμβολιαστούν, είναι ότι με την μη συμμόρφωσή τους στον εμβολιασμός δεν δείχνουν ατομική ευθύνη και σεβασμό, ως προς την υγεία τους αλλά και στην υγεία του κοινωνικού συνόλου.
Από την θεολογική πλευρά, που υπάρχει και αυτή στην ανθρώπινη ύπαρξη, ο άνθρωπος δεν είναι ένα αυτόνομο άτομο με ατομική ευθύνη, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι, αλλά είναι πρόσωπο, δομημένο από τον Δημιουργό, με ένα σύνολο ψυχοσωματικών χαρακτηριστικών, μεταξύ των οποίων είναι η πίστη, η αγάπη, η ελευθερία, η κοινωνικότητα κ. ά., που λειτουργώντας στο πλαίσιο μιας ολότητας και αμοιβαιότητας, προσδίδουν στην ανθρώπινη ύπαρξη μια οντολογική πληρότητα και ευαισθησία.
Έτσι, η έγνοια, η ευθύνη και η φροντίδα του καθενός, για την προστασία τόσο του προσώπου του όσο και του κοινωνικού συνόλου, είναι δύο παράλληλοι και αμοιβαίοι τρόποι συμπεριφοράς, που λειτουργούν μέσα από την αγάπη και όλες τις άλλες αρετές.
Η ατομική ευθύνη, έτσι όπως εκλαμβάνεται και προβάλλεται στην περίπτωση της αντιμετωπίσεως του ιού, δεν συνδέει το πρόσωπο με το σύνολο, με συνδετικό μέσο την αγάπη του προσώπου, αλλά αποδέχεται, ως μέσο σύνδεσης, μόνον έναν απρόσωπο ορθολογισμό, που κάνει τον άνθρωπο να λειτουργεί ως αποκλεισμένο στον εαυτό του άτομο και όχι ως πρόσωπο, λειτουργώντας, έτσι, μόνον με ένα χάρισμα, αυτό της λογικής, με αποτέλεσμα να αφανίζονται και να πνίγονται όλα τα άλλα υπόλοιπα χαρίσματα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ο ελληνορθόδοξος, ωστόσο, γνωρίζει ότι για να είναι κοινωνικός, δεν μπορεί να λειτουργεί ως αποκλεισμένος στον εαυτό του ατομιστής, αλλά να είναι ταυτόχρονα και ελεύθερος να έχει πίστη, αγάπη, πνευματικές αρετές και πρότυπα. Ένας ελεύθερος και λογικός άνθρωπος, μάλιστα, δεν χρειάζεται διαταγές και οδηγίες για να λειτουργεί υπεύθυνα και κοινωνικά, διότι αυτοκατευθύνεται, από την καλή χρήση του θεόσταλτου λογικού και αυτεξουσίου του και την έμπρακτη και ενάρετη πίστη και συνείδησή του.
Ως μέτοχος του ελληνορθόδοξου πολιτισμού, γνωρίζει ότι η αγάπη του προς τους συνανθρώπους, αποτελεί βασική προϋπόθεση για τη δική του ολοκλήρωση και σωτηρία. Ο ίδιος ο Χριστός, όταν ρωτήθηκε για το πώς μπορεί κανείς να σωθεί είπε το «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου… και τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (Μάρκ.12, 30 – 31) Ο Άγιος Παϊσιος, επίσης, διδάσκει σχετικά: «Η αγάπη μας προς τον Θεό, φέρνει την αγάπη προς τον πλησίον, διότι όποιος πλησιάζει στον Θεό, είναι πλησίον όλων των ανθρώπων, όπως και οι Άγιοι. Αλλά και στην αγάπη μας προς τον πλησίον κρύβεται η μεγάλη αγάπη μας προς τον Θεό».
Έχει την βέβαιη πεποίθηση ότι ανάμεσα στα θεϊκά χαρίσματα που του δώρισε ο Θεός, είναι τόσο το αυτεξούσιο του προσώπου όσο και το λογικό, που συνδέονται μάλιστα και λειτουργούν μεταξύ τους, με οντολογική συνδεσιμότητα και αμοιβαιότητα. Είναι βέβαιος, συνεπώς ότι η ελευθερία του έχει θεολογικά και οντολογικά χαρακτηριστικά.
Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι σωστή επιλογή να γίνονται τον τελευταίο καιρό σε βάρος του αυτές οι πιέσεις, οι αποκλεισμοί, οι στοχοποιήσεις, οι διακωμωδήσεις, οι διώξεις και οι ποινικοποιήσεις που τον ευτελίζουν και τον μηδενίζουν ως υπεύθυνο πρόσωπο.
Μια δημοκρατική πολιτεία, που οφείλει να αντιμετωπίζει ως ίσους όλους τους πολίτες, βρίσκει, αν θέλει, τρόπους να προστατεύει και να στηρίζει όλους τους πολίτες, χωρίς διακρίσεις, εντός των πλαισίων της διαφοράς και της ελευθερίας τους και όχι να προσπαθεί με βίαιους τρόπους να καταργήσει την ελευθερία της βουλήσεώς τους και να τους ευθυγραμμίσει ή να του εξομοιώσει σε μια γενική πολιτική βούληση ενός γενικού συλλογικού καλού, που κρίνεται μάλιστα ως καλό, από παράγοντες, που δεν φαίνεται να έχουν το πνευματικό χάρισμα της διακρίσεως, για να ξεχωρίζουν, με αυθεντικότητα, το αληθινό καλό από το ψεύτικο κακό.
Μια πολιτεία, οφείλει να αντιμετωπίζει τους ανθρώπους, ως πρόσωπα με διαφορές. Αν το κάνει αυτό, εύκολα μπορεί να διακρίνει ένα από τα χαρακτηριστικά των Χριστιανών, που είναι η υπακοή στο θέλημα του Αρχηγού της πίστεώς τους Ιησού Χριστού, ο οποίος, ορίζοντας τις σχέσεις των πιστών, τόσο με την πολιτεία όσο και με τον Θεό, συνιστά: «Απόδοτε τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ» (Ματθ. 22, 21). Ο Απ. Παύλος, επίσης, τους προτρέπει να ενεργούν, με βάση την πίστη τους, πράξεις, «εκ καθαράς καρδίας και συνειδήσεως αγαθής και πίστεως ανυποκρίτου» (Α΄Τιμ. 1, 5).
Συνεπώς, η απόφαση περί της επιβολής του εμβολιασμού και του προστίμου εναντίον των μη συμμορφούμενων στην κατάργηση της ελευθερίας του προσώπου, αιφνιδίασε τα συνειδητά μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ελλάδα, διότι δείχνει ότι η πολιτεία δεν γνωρίζει ή δεν αποδέχεται τι μπορεί να δίδει ο Χριστιανός στο Καίσαρα και τι στον Θεό, χωρίς να προξενεί στον ψυχικό του κόσμο πνευματικά προβλήματα.
Επιπλέον, τέτοιας μορφής αυταρχικές αποφάσεις θέτουν σε κίνδυνο την αμοιβαιότητα των σχέσεων σεβασμού και εμπιστοσύνης ανάμεσα στην πολιτεία και στους πολίτες.
Η πολιτεία μπορεί και πρέπει να παίρνει αυτό που δικαιούται από τον πολίτη ο δε πολίτης οφείλει να το προσφέρει.
Όμως, σε καμιά περίπτωση, δεν μπορεί και δεν δικαιούται, σε πολιτικές συνθήκες δημοκρατίας, να απαιτεί από τον πολίτη να της εκχωρεί στοιχεία της οντολογικής του ιερότητας, που σχετίζονται με την ψυχή, τη συνείδηση, την ελευθερία και την πίστη του.
Δεν μπορεί, επίσης, να συμβάλει στη καθημερινή έκθεση, στοχοποίηση, υποτίμηση και στον στιγματισμό πολιτών, χαρακτηρίζοντάς τους περίπου ως εχθρούς του κοινωνικού συνόλου, επειδή σκέπτονται διαφορετικά από τους άλλους καθώς αρνούνται να δεχθούν κάποιες ουσίες στο σώμα τους, που πιστεύουν ότι θα τους βλάψουν.
Από πλευράς ψυχολογίας, μάλιστα, έχει διαπιστωθεί ότι οι αυταρχικές αποφάσεις, που επιβάλλονται σε μικρούς ή ενήλικες πολίτες, μέσω του εκβιασμού ή του φόβου, εφόσον δεν έχουν πρώτα υιοθετηθεί, από αυτούς, μέσω της πειθούς, δημιουργούν στο εσωτερικό του ανθρώπου επικίνδυνες αντιδράσεις, απογοητεύσεις, στενοχώριες, ψυχικές και σωματικές αρρώστιες και προπαντός την αίσθηση της αδικίας και της απογνώσεως.
Ταυτόχρονα, δεν είναι ηθικά σωστό και δεν αξίζει να θυσιάζεται η τόσο πολύτιμη για τους Έλληνες κοινωνική ενότητα και συνοχή, για ένα πρόσκαιρο θέμα, τον ιό, που αύριο ή μεθαύριο θα υποχωρήσει, όπως όλοι οι ιοί.
Είναι αντιφατικό να διχάζεται η κοινωνία των πολιτών, σε δύο κατηγορίες, τους ευπειθείς και τους απειθείς, τους άδικους και τους δίκαιους και, από την μια, να παίρνονται αποφάσεις για την αποτροπή της διασποράς του κορωναϊού και, από την άλλη, να διασπείρεται στην τόσο ευαίσθητη ελληνική κοινωνία, με ευθύνη της πολιτείας, ένας άλλος πιο επικίνδυνος ιός, εκείνος των διακρίσεων, του διχασμού, του στιγματισμού, του αποκλεισμού και των διαιρέσεων.
Είναι επίσης αντιφατικό, από τη μια να μέμφεται η πολιτεία κάποιους πολίτες, επειδή επιλέγουν να αποφασίζουν διαφορετικά από αυτό που εκείνη αποφασίζει στο θέμα του εμβολιασμού, χαρακτηρίζοντάς τους ως φανατισμένους θρησκόληπτους και από την άλλη να βλέπει κανείς την ίδια την πολιτεία να διακατέχεται από έναν, επικίνδυνο για τη δημοκρατία και τις ελευθερίες των πολιτών, επιβλητικό αυταρχισμό, που υπερβαίνει τα όρια και τα μέτρα μιας λελογισμένης και αναγκαίας ευθύνης για προστασία του κοινωνικού συνόλου και λαμβάνει τα χαρακτηριστικά μιας φανατισμένης ιδεολογίας, που ακολουθείται «δίκην θρησκείας».
Στο επόμενο άρθρο μας θα προσπαθήσουμε να αποδείξουμε ότι η σύγχρονη μορφή αντιμετώπισης των πολιτών, λόγω του Κορωναϊού, ακολουθεί, κατά γράμμα, τις πεπαλαιωμένες αυταρχικές και απατηλές φιλοσοφικές αρχές και ιδέες του ευρωπαϊκού διαφωτισμού, ως προς το ανθρώπινο πρόσωπο και τις σχέσεις του με την πολιτεία και τους συνανθρώπους, που κληροδοτήθηκαν και υιοθετούνται, ακόμη και σήμερα, τόσο στην Ευρώπη όσο και σε ένα μεγάλο κομμάτι της ανθρωπότητας.