Toυ Ιωάννου Ν. Παπαιωάννου.
Οπωσδήποτε δεν θα είχες δίκαιο, αν περίμενες και απαιτούσες από το μοναχό να γίνει κοσμοδιορθωτής καθόσον «τα μοναστήρια δεν είναι τόπος αγιότητας, αλλά μετάνοιας. Είναι κοινωνία αγωνιζομένων και όχι κοινωνία τελείων ανθρώπων» (Τ. Μιχαλά, όρος Άγιον, πολιτεία ανθρώπινη, σελ. 58).
Πάντως ούτε οι επικριτές του μοναχισμού σου αρνούνται ότι ανέδειξαν τα μοναστήρια μεγάλες μορφές: «Η θλιβερή και αξιοθρήνητη εικόνα στο βυζάντιο δεν πρέπει να μας κάνει να μη βλέπουμε τις ευγενικές και καθαρές μορφές των ιερέων και μοναχών που δεσπόζουν από ψηλά» (Ζερ. Βάλτερ, η καθημερινή ζωή στο βυζάντιο, σελ. 132). Ούτε σου αρνήθηκαν ότι υπάρχουν και οι καλές όψεις του μοναχισμού: «Παρά την ιστορικώς μαρτυρουμένην πολιτικώς και κοινωνικώς νοσηράν επίδρασιν του μοναχικού πνεύματος, υπάρχουν εν τούτοις και αγαθαί πλευραί της μοναχικής δράσεως. Υπήρξαν αι μοναί εν πολλοίς τα όργανα, δι’ ων ησκήθη κατά τρόπον αξιοθαύμαστον η αγαθοεργία εις το βυζάντιον» (Διομήδη Αλεξ., βυζ. μελέται, τόμ. Α’, σελ. 284).
Δεν μπορείς να δεχθείς την κατηγορία κατά του μοναχισμού ότι είχε αποβεί αρνητικός παράγων «επί του πολιτιστικού πεδίου», ούτε ότι υπήρξαν απαίδευτοι οι μοναχοί και καταστροφείς έργων τέχνης, καθόσον από όλες τις πηγές σου παραδίδεται ότι τα μοναστήρια αναδείχθηκαν κέντρα μεγάλης πνευματικής εργασίας. Οι ιστορικοί σου επισημαίνουν «τις πνευματικές δραστηριότητες των μοναχών και τα ίχνη που άφησαν στην ιστορία της τέχνης και της φιλολογίας. Και ήταν αναρίθμητοι οι μοναχοί καλλιγράφοι, μικρογράφοι, τεχνίτες ψηφιδωτών, αγιογράφοι και αντιγραφείς χειρογράφων, που διέσωσαν τα έργα της κλασικής φιλολογίας. Εξάλλου οι μοναχοί δεν επλούτισαν μόνον με αντίγραφα τη φιλολογία, καθόσον έχουν παραγάγει και πολλά πρωτότυπα έργα ασκητικά, θεολογικά και ιστορικά. Μια ιδιαίτερη θέση πρέπει να κρατηθεί για την ποίηση. Και υπερέχουν οι Έλληνες μοναχοί, γιατί συνέθεσαν πολλούς ύμνους, με τους οποίους δύσκολα δύναται να συγκριθεί η λατινική υμνογραφία» (Baynes – Moss, βυζ. σελ. 246). Ιδιαίτερα οφείλεις να αναγνωρίσεις πως «ανάμεσα εις τας προσευχάς και τας ψαλμωδίας εύρε πάντοτε τον καιρόν (ο μοναχισμός) να καταγίνη με την αντιγραφήν και την διάσωσιν των θησαυρών της τόσον ξένης προς αυτόν αρχαιότητας» (Ι. Καραγιαννόπουλου, ιστορία βυζ. κράτ., τ., Α’, σελ. 86). Ίσως πρέπει να ενθυμηθείς και τη γνώμη του Α’ Lesky, πως δεν χάθηκαν τα καλύτερα, από όσα χάθηκαν καθώς και την κρίση του Κ. Κrumbacher: «Όταν θέτωμεν το ζήτημα περί των αιτίων της απωλείας τόσων συγγραμμάτων, πρέπει εξάπαντος ν’ αποκλείωμεν την θρησκομανίαν – ουδαμού αποδεικνύεται ότι κατεστράφησαν συγγράμματα μόνον διότι έφεραν ειδωλολατρικόν χαρακτήρα» (K. Krumbacher, ιστορία της βυζ. λογοτεχνίας, τόμ. Β’, σελ. 193).
Δίκαιο είναι να ενθυμείσαι πως ο μοναχισμός στο βυζάντιο «δεν ωργανώθηκε με την προοπτική της ιερατικής υπηρεσίας, ούτε με την προοπτική για φιλανθρωπικό έργο ή ό,τι θα αποκαλούσαμε κοινωνικές υπηρεσίες. Η πρόθεση ήταν να υπηρετήσει το Θεό εργαζόμενος για τη δική του τελείωση και σωτηρία˙ δεν είναι ο θερμός ζήλος για την ευημερία των άλλων, που τον παρακινεί… η ιδέα της διακονίας δεν φαίνεται να τον απασχολεί… Ωστόσο φιλοξενία και γενναιοδωρία στην παροχή ελεημοσύνης μέχρι των τελευταίων περιθωρίων των εσόδων τους» (Baynes – Moss, βυζάντιο, σελ. 244). Αν και δεν εκινούνταν οι μοναχοί από την αρχήν της συστηματικής προσφοράς έργων ευποιΐας και κοινωνικών υπηρεσιών, εν τούτοις έδωσαν μηνύματα και πρακτικά δείγματα πρωτοποριακής κοινωνικής δραστηριότητας για τον κοσμικό-κοινωνικό άνθρωπο. «Τα μοναστήρια ήταν πρατήρια φιλανθρωπίας και οι μοναχοί αναγνωρισμένοι κοινωνικοί εργάτες, αφού η ελεημοσύνη και η φιλοξενία υπήρξαν στοιχειώδη γνωρίσματα της κοινοβιακής ζωής.
Ακόμα στα μοναστήρια συγκεντρώνονταν χρήματα για φυλακισμένους, αιχμαλώτους και άλλους έχοντες ανάγκην. Τέλος οι μοναχοί ασκούσαν πίεση πάνω στους κοσμικούς άρχοντες ν’ ακολουθούν ανθρωπιστικώτερη πολιτική» (Α.Β. Γιαννικόπουλου, η εκπ/ση κατά τον 4ον μ. Χ. αι., σελ. 303). Ακόμη και ιατρική επιστήμη και περίθαλψη άσκησαν και προήγαγαν, διαθέτοντας νοσοκομεία, ιδιαίτερα ανιάτων και αποκρουστικών ασθενειών, ως λ.χ. της λέπρας.
Κέντρα εκπαιδεύσεως και «φυτώρια εντατικής καλλιέργειας επιστήμης και τέχνης» αναδείχθηκαν τα μοναστήρια. Λ. χ. ο Θ. Στουδίτης «επέβαλε αυστηρό τυπικό με το οποίο προβλεπόταν και επαγγελματική απασχόληση των μοναχών – πνευματική, χειρονακτική και χειροτεχνική – δημιουργώντας με αυτό τον τρόπο τις προϋποθέσεις για την ίδρυση του περίφημου καλλιγραφείου της μονής». (Εκδ. Αθηνών, ιστορία του ελλην. Έθνους, τόμ. Η’, σελ. 41). Και «εις πολλά μοναστήρια υπήρχον μεγάλαι βιβλιοθήκαι, αι οποίαι εμόρφωναν πολλούς λογίους, διετήρουν ελληνικά χειρόγραφα, διέδιδον αντίγραφα αυτών. Επίσης εις πολλά εξ αυτών υπήρχαν καλλιτεχνήματα, εικόνες, εκκλησιαστικά σκεύη και έπιπλα, όλα δε ταύτα ήσκουν θαμβωτικήν επίδρασιν εις το Χριστιανικόν κοινόν» (Κων. Αμάντου, ιστ. Του βυζ. κράτ., τόμ. Α’, σελ. 25 κ.ε.).
Στη μουσική – ίσως τη λεπτότερη και ευγενέστερη τέχνη – έδωσαν οι μοναχοί αίγλη και εκφραστικά στοιχεία εκπληκτικά συγκλονιστικά, που συντελούν όσο ελάχιστα στη γαλήνη και στη λύτρωση της ψυχής. Στα μοναστήρια εργάσθηκαν οι λεξικογράφοι και οι σχολιαστές των κλασσικών κειμένων στο βυζάντιο. Οι μοναχοί «ήσαν επόπται της θρησκευτικής αγωγής των μικρών συνοικιών» (Φαιδ. Κουκουλέ, βυζ. βίος και πολιτισμός, τόμ. ΣΤ’, σελ. 108) καθώς και της υπαίθρου της βυζαντινής επικρατείας.
Αν ήσουν πρόθυμος να επικρίνεις τους μοναχούς για επιρροή στα πράγματα της εκκλησίας και της πολιτείας, θα έπρεπε να προσθέσεις ότι συνήθως η επιρροή υπήρξε ευεργετική. Καθόσον σε κρίσιμες εποχές και εποχές που εσπάνιζαν οι αξιόλογοι άνδρες, εκαλούντο εξαίρετοι μοναχοί ν’ αναλάβουν εκκλησιαστικά αξιώματα. Και ανταποκρίθηκαν με επιτυχία, ώστε ο Θ. Στουδίτης να εκφράζει «την άποψη όλων των βυζαντινών λέγοντας, οι μοναχοί είναι τα νεύρα και τα θεμέλια της εκκλησίας» (Παν/μίου Καίμπριτζ, ιστορία της βυζ. αυτοκρ. Τ. Β’, σελ. 752). Και ακόμη ονομαστών και εξαιρετικών μοναχών για τη σοφία τους και την αρετή τους εζητείτο η γνώμη από τους άρχοντες της πολιτείας.
Ήταν πρωτοπόρα τα μοναστήρια σε ιδεολογικούς και θεολογικούς αγώνες για τη διατύπωση και εδραίωση της αλήθειας, και ως αναζήτηση αποδέχθηκαν τις «καλογερικές έριδες» και δυσμενείς επικριτές. Λ.χ. «Ο Barker στο έργο του Social and Poritical Thoyghr, παίζοντας πάνω στην αριστοτελική έκφραση ονομάζει τον βυζαντινό πολίτη «εκκλησιαστικόν ζώον», που μέσα από τη θρησκεία βρήκε μία διέξοδο για το πνεύμα της δημοκρατίας και της συζητήσεως» (Κ. Γ. Γιαννακόπουλου, βυζ. ανατολή και λατινική δύση, σελ. 27). Και «ο μοναχισμός μόνος του δεν πολέμησε, ούτε πρόσβαλε το κράτος και οσάκις συγκρούσθηκε πάντοτε αμυνόμενος, ενώ αντίθετα πολλάκις εβοήθησε» (Ν.Δ. Πάσσα, βυζ. διαμάχη εικονομ. Και εικον. Σελ. 10).
Σχετικά με την κατηγορία ότι απέφευγαν την στράτευση οι μοναχοί, θα είχες να παρατηρήσεις, ότι στο βυζάντιο δεν υπήρχε υποχρεωτική θητεία στρατεύσεως και οι στρατιωτικές δυνάμεις στις περισσότερες φορές ήταν μισθοφορικές. Βέβαια σήμερα, τέτοια επίκριση δεν ημπορεί να θεωρείται ισχυρή, σήμερα που πολιτείες και κοινοβούλια αναγνωρίζουν ως νόμιμη την ενέργεια λ.χ. των χιλιαστών να μη λαμβάνουν όπλα, για λόγους συνειδήσεως. Αλλά η ιστορική έρευνα αποκαλύπτει ότι δεν ήταν απόλεμοι οι μοναχοί και τα μοναστήρια. «Αι μοναί ουχί άπαξ κατά τους δεινούς των επιδρομών χρόνους εχρησίμευσαν ως καταφύγια των διωκομένων περιοίκων. Έχομεν πολλάς μαρτυρίας εκ του ΙΒ’ μ. Χ. αι. καθ’ άς τας επιδρομάς των κουρσάρων φεύγοντες οι νησιώται κατέφευγον εις τας μονάς συν γυναιξί και τέκνοις ζητούντες σωτηρίαν. Δεν επεκαλούντο τότε οι αδελφοί της θεομήτορος μόνον την επικουρίαν, αλλά τας θύρας της μονής κλείοντες, ατρόμητοι ίσταντο παρά τας τοξικάς θυρίδας και βελών όμβρον κατά των ανόμων εξέχυνον. Το φρούριον ως πολλάκις εκαλείτο η μονή, κρατερώς υπεστήριζε τους πρόσφυγας και ουχί άπαξ έσωζε την τιμήν και την ζωήν αυτών» (Φαιδ. Κουκουλέ, βυζ. βίος και πολιτισμός τ. ΣΤ’, σελ. 109). Και ο ίδιος συγγραφέας στην ίδια σελίδα αναφνεί˙ «Από τοιαύτης γενικωτέρας απόψεως εξετάζων τον μοναχικόν βίον, συγχωρώ τους ολίγους εκείνους μοναχούς, οίτινες έσφαλον, πιθανώς κατ’ άνθρωπον, και, βαθυτάτην ποιούμενος την προσκύνησιν, αποκαλύπτομαι προ του ράσου».
Ούτε μειωμένη διάθεση εθνικής αντίστασης δικαιολογείσαι να επιρρίψεις στους μοναχούς, αν λάβεις υπόψη σου τα συγκεκριμένα ιστορικά δεδομένα, όπως τα εξής: «Με ηγέτη τον πατριάρχη Σωφρόνιο, που πρότερον υπήρξε μοναχός, ηγέτης στον αγώνα της ορθοδόξου παρατάξεως κατά των μονοφυσιτών, τα Ιεροσόλυμα αντιστάθηκαν για αρκετό καιρό» (G. Ostrogorsky, ιστ. Βυζ. κράτ. Τόμ. Α’, σελ. 177). Ο καλόγερος μηχανικός Καλλίνικος, από την Ηλιούπολη της Συρίας, είναι εκείνος που εφεύρε το υγρόν ή ελληνικόν πυρ, που κρατήθηκε τόσο καλά ως κρατικό μυστικό. Ο μοναχός Νίκων, ο επικληθείς «Μετανοείτε» επανέφερε την Κρήτη στο χριστιανισμό, μετά την ανάκτηση της Κρήτης από το Νικηφόρο Φωκά. Και στην περίπτωση του Στ. Δουσάν, πρέπει να σημειώσεις ότι η βυζαντινή αυτοκρατορία παρέπαιε την εποχήν εκείνη και σε θέματα ορθοδόξου πίστεως – επιδιώκοντας ένωση με αιρετικούς Λατίνους – και οι αυτοκράτορες των ετών εκείνων υπήρξαν από τους χειρότερους που ανέδειξε το βυζάντιο, ενώ «για τους μοναχούς η αλήθεια της πίστεως υπεράνω παντός αγώνος, η ελευθερία του πνεύματος, υπεράνω της δουλείας του σώματος». επομένως πατριωτική ευαισθησία διέκρινε τους μοναχούς, όπως υπογράμμισε και ο Γ. Σωτηρίου: «Εις τους μοναχούς των βυζαντινών μοναστηρίων της Ελλάδος ουδέποτε έλειψε η εθνική συνείδησις. Αι μοναί της Ελλάδος υπήρξαν κατά τους βυζαντινούς χρόνους εθνικά κέντρα και ο χαρακτήρ των ούτος ετονώθη κατά την Φραγκοκρατίαν και κατά τους χρόνους της τουρκικής δουλείας» (Λ. Διαμαντοπούλου, τι προσέφερεν ο χριστιανισμός, σελ. 93).
Η εθνική ευαισθησία των μοναχών του βυζαντίου μαζί με τον ιεραποστολικό ζήλο μας έδωσαν την εποποιΐα του εκχριστιανισμού ειδωλολατρών λαών: Βούλγαροι, Σέρβοι, Σλάβοι, Ρώσσοι, Αιθίοπες δέχθηκαν από τους μοναχούς του βυζαντίου μαζί με τη χριστιανική θρησκεία και την ελληνική λειτουργία και υμνολογία. Οι ανυπότακτοι λαοί του Καυκάσου Ίβηρες, Γεωργιανοί προσχώρησαν στο χριστιανισμό και ο άγιος Ευθύμιος μετέφρασε στην Ιβηρική γλώσσα όχι μόνο την αγία Γραφή και τους εκκλησιαστικούς πατέρες και συγγραφείς, αλλά και τους ελληνικούς ύμνους. Αλλά και οι μοναχοί Κύριλλος και Μεθόδιος πρόσφεραν δημιουργία αλφαβήτου και βάσεις Σλαβικής φιλολογίας επί πλέον στην προσπάθεια εκχριστιανισμού των Σλάβων.
Εκείνοι που επικρίνουν το μοναχισμό για την αγαμία και τον δημογραφικό κίνδυνο συνήθως σου διατυπώνουν και αρχές και συμπεράσματα για την ανάγκη ελέγχου των γεννήσεων και για τα καλά της… ολιγοτεκνίας. Αλλά παραγνωρίζουν αναμφισβήτητα, ότι και στην αρχαία Ελλάδα, ιδιαίτερα στην αρχαία Σπάρτη ο θεληματικός περιορισμός των γεννήσεων και η έλειψη της αγάπης για τα παιδιά, δημιούργησε δημογραφικό πρόβλημα, την ολιγανθρωπία και την λειψανδρία, χωρίς να υπάρχουν τότε οι μοναχοί. Αντίθετα, ορθόν είναι να αναγνωρισθεί πως «ο χριστιανισμός καθιέρωσε εκ νέου την ιερότητα του γάμου και έτσι αντιστάθμισε για τη διάδοση της αγαμίας που προκλήθηκε από τον ασκητισμό». (Baynes – Moss, βυζάντιο, σελ. 106). Αλλά και το εξής δεδομένο είναι αποστομωτικό: Ο Μοναχισμός διαδόθηκε από τον 4ον μ. Χ. αιώνα στο βυζάντιο. Και το βυζάντιο έζησε με δόξα, πλούτο και ακμή και νίκες και στον 5ον μ. Χ. αιώνα, και στον 6ον και στον 7ον, στον 8ον 9ον, 10ον, 11ον, 12ον, 13ον, και 14ον, αλλά και με μοναχούς και μοναστήρια, που δεν εμπόδισαν την πρόοδο και ακμή της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Επομένως δεν είναι άδικο να θεωρούμε μονές και μοναχούς υπεύθυνους στην παρακμή μόνο; Και να μην τους θεωρούμε πρώτιστα υπεύθυνους και στην ακμή του βυζαντίου;
Θα έδιδες δίκαιο στον Krumbacher για τη διαπίστωση ότι «αι πολέμιαι εις πάσαν καθαράν αντίληψιν αφοριστικαί φράσεις, οίον δογματική ακαμψία, θρησκευτικός φανατισμός, αοριστία και δουλική μίμησις ούτε τον εξαντλούν τον μοναχισμόν ούτε ευστόχως τον διαγράφουν» Κ. Krumbacher, ιστορία βυζ. λογοτεχνίας, τ. Α’, σελ. 38). Γι’ αυτό μόνο με διακριτικότητα και αμερόληπτη παρουσίαση και εκτίμηση των ιστορικών δεδομένων αποδίδεται η ιστορική αλήθεια για την προσφορά του μοναχισμού στο βυζάντιο. Μετά ψυχικής τονώσεως τα μοναστήρια για τη βυζαντινή κοινωνία. Τη βυζαντινή κοινωνία που διακρινόταν από σφοδρές και μεγάλες αντιθέσεις, πολιτισμού και βαρβαρότητας, ευσεβείας και εγκληματικότητας, λογικής αναζήτησης αλλά και ροπής προς το μυστικισμό, πνευματικής καλλιέργειας αλλά και λαίμαργου υλισμού.
Αλλά και για το δημόσιο βυζαντινό βίο ήταν πολύτιμο συμπλήρωμα η μονή. Ο δημόσιος βίος παρουσίαζε ραδιουργίες και πάθη και συνωμοσίες με ακρωτηριασμούς και φυλακίσεις σε κάθε εποχή και σε κάθε λαό.
Αλλά στο βυζάντιο η μονή ήταν: «Άσυλον ηθικής περιθάλψεως, ψυχικής αναβαπτίσεως και σωματικής ανακουφίσεως… κατηυνάζετο η ταραχή της ψυχής και το αίσθημα της αμφιβολίας με την γαλήνην και την μυστικήν θρησκευτικότητα της μονής… Πολύτιμον συμπλήρωμα η μονή του δημοσίου βυζαντινού βίου, ιδίως για τους φιλοδόξους του βυζαντίου. Δολοφονίαι, πυρώξεις οφθαλμών, στραγγαλισμοί, εγκαθείρξεις ανέμεναν τους αποτυγχάνοντας… Αναρίθμητοι οι αποσυρθέντες εις μονάς και τερματίσαντες εκεί τον βίον» (Διομήδη Αλεξ. Βυζ. μελέται, τόμ. Α’, σελ. 302).
Συντελεστές εσωτερικής ασφάλειας ήταν τα μοναστήρια για τη βυζαντινή επικράτεια καθώς πρόσφεραν φιλοξενία και καταφύγιον ασφαλές σε οδοιπόρους, φοροεισπράκτορες, στρατολόγους και λοιπούς ανώτερους υπαλλήλους του κράτους. Έθεταν «κρεββατοστρώσια βαμβακερά, υπαπλώματα, μεταξωτά σενδόνια και δια τους αξιολόγους ανθρώπους καθαρομέταξα επαπλώματα» (Φαιδ. Κουκουλέ, βυζ. βίος και πολιτισμός, τόμ. ΣΤ’, σελ. 91).
Κέντρα ειρήνης και προσφοράς σ’ όλον τον κόσμο βοήθειας δια των ευχών και προσευχών, καθόσον ευχές όπως «υπέρ πλεόντων, οδοιπορούντων, νοσούντων, καμνόντων αιχμαλώτων και της σωτηρίας αυτών» δεν ήσαν τυπικαί αλλά ουσιαστικόν έργον ευκαίρως ακαίρως ενεργούμενον» (Φαιδ. Κουκουλέ βυζ. βίος και πολιτισμός, τόμ. ΣΤ’ σελ. 108).
Μόνον ως εξαίρεση βρίσκεις καταστροφή αρχαίου ειδωλολατρικού ναού – μάλιστα οι συγκεκριμένες πληροφορίες είναι αόριστες και ελλιπείς – αλλά και πάλι δίκαιον είναι να επικριθούν πρόσωπα και όχι ο θεσμός του μοναχισμού. Όσο για την κατηγορία ότι περιέστειλαν τις διασκεδάσεις οι μοναχοί, ίσως να ήταν μεγαλύτερη και σφοδρότερη η επίκριση, αν αδιαφορούσαν για ειδωλολατρικές και άσεμνες διασκεδάσεις. Σχετικά με το θέατρο υπήρξε κάποια πολεμική εκ μέρους των μοναχών, αλλά πρέπει να ειπούμε ότι διέσωσαν τις παγανιστικές τραγωδίες και την ελευθεριάζουσα αρχαία και μέση κωμωδία και επηρεάσθηκαν από τη γλώσσα αυτών, ώστε να χρησιμοποιήσουν ποιητικές λέξεις στην υμνολογία (ως λ.χ. Ι. Δαμασκηνός στον κανόνα των Χριστουγέννων).
Τώρα, αν κατέφυγαν στα μοναστήρια και φυγόπονοι ή φυγοπόλεμοι νέοι, αργόσχολοι ή τυχοδιώκτες, πρέπει να έχεις υπόψη σου ότι από καμιά ανθρώπινη κοινωνία – και στα μοναστήρια άνθρωποι είναι – δεν εκλείπουν άτομα με αρνητική συμπεριφορά και διαβίωση. Και στην εποχή μας παρουσιάζεται το φαινόμενο κάποιοι να γίνονται «συνταξιούχοι» φοιτητές και άλλοι επιστήμονες να γίνονται επικίνδυνοι αναρχικοί ή και τρομοκράτες με εγκληματική δράση. Ωστόσο δεν διανοήθηκες ποτέ να ισχυρισθείς πως για την αρνητική διαγωγή ωρισμένων ατόμων πταίουν τα πανεπιστήμια και οι επιστήμες με τις σπουδές των. Επομένως δεν πταίουν τα μοναστήρια και ο μοναχισμός για ωρισμένα αρνητικά φαινόμενα μερικών ατόμων – μοναχών. Ούτε η ύπαρξη αμαθών καλογήρων είναι η μεγάλη πληγή του μοναχισμού για τη βυζαντινή κοινωνία καθόσον την εποχήν εκείνην και αυτοκράτορες αναδείχθηκαν όντας αμαθείς, χωρίς να είναι και οι χειρότεροι. Ούτε έδωσε ποτέ η έρημος αντικοινωνικούς ανθρώπους˙ αντίθετα η πολιτισμένη κοινωνία και η μεγαλούπολη συχνά έδωσαν αντικοινωνικά μέλη. Και πόση καλοπέραση ή πόσα πλούτη εξασφάλιζαν για τον εαυτόν τους οι μοναχοί της μονής του Σινά ή των σπηλαίων στους ασβεστολιθικούς βράχους της Καππαδοκίας;
Από το βιβλίο: Ιστορικές γραμμές, του Φιλολόγου – Ιστορικού, Εκπαιδευτικού Μ.Ε., Ιωάννου Ν. Παπαϊωάννου.Τόμος Β’. Λάρισα 1979
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη. orp.gr