στίχοι: Χαρίκλεια Λεπτοκαρίδου μουσική σύνθεση/ερμηνεία: Μιχαέλα Ρώτα βίντεο: Νικηφόρος Λεβάκης
Δεν φτάνουν τα λεφτά σου
μια προίκα απ’ τον μπαμπά σου
το σπίτι που σ’ αγόρασε με δόσεις,
σαράντα πια κοντεύεις
σαν το σκυλί δουλεύεις
παλεύεις δύο παιδιά να μεγαλώσεις.
Λογαριασμούς πληρώνεις
για πες μου δεν θυμώνεις
τους κλέφτες τόσα χρόνια που ανέχτηκες,
που ακόμα τους πιστεύεις
και μια ζωή ξοδεύεις
ν’ ακούς τις υποσχέσεις τους τις ψεύτικες;
Μα δεν κουράστηκες να σκύβεις το κεφάλι;
Μα δεν κουράστηκες να μη μιλάς και πάλι;
Σε δούλο που υπακούει πώς μεταλλάχτηκες;
Κοιμάσαι ή μπορεί και να τρελάθηκες.
Στο ίνστα στόρυ βάζεις
στον καναπέ σου αράζεις
σκουπίδια για να βλέπεις όλη μέρα,
μπροστά στο χαζοκούτι
στον βούρκο μακροβούτι
ηλίθιοι που έκαναν καριέρα.
Τους άχρηστους υψώνεις
τον χρόνο σου σκοτώνεις
σε σχέσεις που δεν έχουν συναισθήματα,
μεγάλωσες με βία και ψέμα στα βιβλία
εδώ τακτοποιούνται μόνο βύσματα.
Μα δεν κουράστηκες μνημόνια να σου φέρνουν;
Μα δεν κουράστηκες τα πάντα να σου παίρνουν;
Τι εύκολα λοιπόν που συμβιβάστηκες;
Πόσα ακόμα θα ανέχεσαι
πόσο ακόμα θα ελέγχεσαι;
Σκανάρισμα σαν προϊόν
αυτό κατάντησες λοιπόν;
Πόσα ακόμα θα ανέχεσαι
ό,τι σου κάνουν να δέχεσαι;
Σηκώνουμε ίδιους σταυρούς
τους ίδιους έχουμε εχθρούς,
σ’ ένα κυνήγι θήραμα στα σχέδιά τους πείραμα…
Πόσο ακόμα, πόσο ακόμα!
Στο ροζ σου συννεφάκι
το βλέπεις το παιδάκι
που η πείνα δεν το άφησε να ζήσει;
Αδιάφορα σφυρίζεις
την πλάτη σου γυρίζεις
τον φρέντο σου ρουφάς, τους άλλους βρίζεις.
Αντίδραση καμία
στη σάπια κοινωνία,
θανάτους, βιασμούς, τα μάτια κλείνεις…
Στο Facebook θα γράψεις
καταδικάζεις πράξεις
και φεύγει όλο το βάρος της ευθύνης.
Μα δεν κουράστηκες να σκύβεις το κεφάλι;
Μα δεν κουράστηκες να μη μιλάς και πάλι;
Σε δούλο που υπακούει πώς μεταλλάχτηκες;
Κοιμάσαι ή μπορεί και να τρελάθηκες.
Πού πήγε η ψυχή σου;
Ποιους γέννησε η γη σου
σπουδαίους και γενναίους που τους ξέχασες;
Στων “άριστων”τ η χώρα
μας πήρε η κατηφόρα,
κηφήνες που βαφτίστηκαν ως μέλισσες…
Στο φόβο σου ποντάρουν
και όλα θα στα πάρουν
το μέλλον των παιδιών σου εσύ κατέστρεψες,
μόνο δουλειά και σπίτι
σαν έναν ισοβίτη
εσύ τη φυλακή σου μόνος έφτιαξες.
Μα δεν κουράστηκες μνημόνια να σου φέρνουν;
Μα δεν κουράστηκες τα πάντα να σου παίρνουν;
Τι εύκολα λοιπόν που συμβιβάστηκες;
Πόσα ακόμα θα ανέχεσαι
πόσο ακόμα θα ελέγχεσαι;
Σκανάρισμα σαν προϊόν
αυτό κατάντησες λοιπόν;
Πόσα ακόμα θα ανέχεσαι
ό,τι σου κάνουν να δέχεσαι;
Σηκώνουμε ίδιους σταυρούς
τους ίδιους έχουμε εχθρούς,
σ’ ένα κυνήγι θήραμα στα σχέδιά τους πείραμα…
Πόσο ακόμα, πόσο ακόμα!