Ήταν 3 Ιανουαρίου του 1911 όταν στον βαρύ χειμώνα της Σκιάθου ο αρχάγγελος κατέβηκε για να πάρει την ψυχή του Αλέξανδρου στον ουρανό. Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης είχε ήδη ζήσει 59 βασανισμένα αλλά και ταυτόχρονα γοητευτικά χρόνια στην γη, ακροβατώντας ανάμεσα στους ήρωες που με λέξεις ζωγράφιζε στο χαρτί, στους ναούς όπου έψαλε τα “τραγούδια του Θεού” και στα καπηλειά όπου το κρασί γινόταν ο πρόσκαιρος αναπαμός του από την φτώχεια και τα βάσανα.
Ο Θεός που -όπως όλα του τα πλάσματα έτσι και αυτόν- τον παρακολουθούσε στις ανηφόρες και τις κατηφόρες του έπεμψε τον άγγελο και ο δούλος Του Αλέξανδρος, σαν έτοιμος από καιρό ακούμπισε με το τραχύ του χέρι το απαλό φτερό, ύστερα το κράτησε πιο δυνατά και ο άγγελος έφυγε…Με τον Αλέξανδρο. Κανένα σημάδι στο χιόνι, μία απέραντη σιωπή, όπως όταν ζούσε. Μόνο κάποιες Ουρανίες, η Σταχομαζώχτρα και άλλοι δικοί του που αναπαύονταν στις κιτρινισμένες σελίδες των γραπτών του βγήκαν δειλά-δειλά και αθέατοι από τους ζωντανούς κουνούσαν λευκά μαντήλια….
Χρόνια μετά στην εφημερίδα “Πρωτεύουσα” δημοσιεύεται ένα σημείωμα του εξαδέλφου του, του επίσης συγγραφέα Αλέξανδρου Μωραϊτίδη, για τις τελευταίες ώρες του Παπαδιαμάντη.
ΠΩΣ ΑΠΕΘΑΝΕΝ Ο ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
Πολλάκις όλην την ημέραν διήρχετο σιωπών. Ήτο εις το δωμάτιόν του πάντοτε. -Πώς βαστά να μην ομιλή τόσας ώρας; έλεγον αι αδελφαί του. Κατόπιν έλεγε –Έ, τώρα λέτε ό,τι θέλετε, να διασκεδάσωμεν. 29 Νοεμβρίου εξελθών το πρωί έφερεν από την αγοράν μπαρμπούνια. Έφαγε φασόλια το μεσημέρι. –Ψήστε ένα… Τού έψησαν. –Αυτό βράδυ το τρώμε. Δεν έφαγεν όμως το βράδυ. Εξημέρωσεν άσχημα. Την νύκτα τού έβρασαν τρία ζεστά.
Είχε δύσπνοιαν. Από 30 Νοεμβρίου ήτο πλέον κλινήρης. Μίαν ημέραν κατέβη εις την αυλίτσαν. Ελιποθύμησε. Μόλις τον επρόφθασαν να μην πέσει και σκοτωθεί. Όταν συνήλθε, μάς ηρώτησε –Τι μου συνέβη; Ακούσας ότι ελιποθύμησεν –Ε! θα πεθάνω, είπε. Τόσα χρόνια δεν ελιποθύμησα.
Τα κορίτσια έκλαιον. –Ε! δεν πεθαίνω, τα ενεθάρρυνε. Να πάρουμε, του είπαν τα κορίτσια, γιατρό; -Θα καλέσωμεν πρώτον τον ουράνιον ιατρόν, απήντησεν. Εκάλεσαν όμως τα κορίτσια ιατρόν. Αλλά δεν τον εδέχθη. Ξαναήλθεν ο ιατρός. Δεν τον εδέχθη. Το βράδυ ήλθεν ο Παπανδρέας και εδιάβασε Παράκλησιν. Ύστερα εδέχθη και τον ιατρόν. Επρίσθηκαν τα πόδια του. Είχε δύσπνοιαν. Διήρκησεν η ασθένια 35 ημέρας, κατά τας οποίας ήτο κλινήρης. Μετάλαβε τρεις φοράς εις το διάστημα αυτό. Έκαμεν ευχέλαιον. Του εδιάβαζεν ο Παπανδρέας την μεγάλην συγχωρητικήν Ευχήν· αυτήν ήθελεν. –Την μεγάλην Ευχήν, Παπανδρέα, τού έλεγεν. Του αγίου Βασιλείου το βράδυ μετάλαβε δια τελευταίαν φοράν. Όταν εβράδυασε καλά, ανεσηκώθη ολίγον ωσάν ενθουσιασμένος από κάποιαν ανάμνησιν. Ηκροάτο σιωπών το τραγούδι του αγίου Βασιλείου, όπου το ετραγουδούσαν τα παιδιά εις το αγαπημένον του καφενείον, εις την παραλίαν. –Τι ωραία που το πάνε ‘ς του Λάμπρου! Είπε. Και μετ’ ολίγον προσέθηκε –Να ήμουν κ’ εγώ κειδά!
Εζήτησεν έπειτα βιβλίον να διαβάσει. Του έδωσαν τον Σαίξπηρ. Το έλαβεν αλλά δεν ημπόρεσε να διαβάσει. Δεν έβλεπεν, αν και το φως ήτο πολύ.
-Ε, τώρα θα πεθάνω πλέον! Τα κορίτσια άρχισαν να κλαίουν. –Μη κλαίτε, δεν αποθνήσκω. Από την νύκτα έπαυσε τον καφέ και το γάλα. Εννοών εκλιπούσας τας δυνάμεις του, σαν να ήθελε να παρηγορήσει τας θρηνούσας αδελφάς του δια την ορφανείαν και ταις έλεγεν· –Έννοια σας. Αλήθεια. Δεν σας αφήνω τίποτε. Έννοια σας, από τα έργα μου θα λάβητε κάποιαν βοήθειαν. Μη κλαίτε!
Λίγο κονιάκ τού έδωσαν τελευταίον. Μετά 24 ώρας απέθνησκεν. Ολίγην ώραν πριν, ήρχισε να ψάλλει «Την χείρα σου την αψαμένην» (διότι επλησίαζεν η παραμονή των Φώτων, ότε ψάλλεται το εύμορφον αυτό τροπάριον). Αλλά δεν ηκούοντο καθαρά οι λόγοι. Μετ’ ολίγον εξέπνευσε· μεσάνυκτα της 2ας προς την 3ην Ιανουαρίου.
«Η οικία εις την οποίαν φιλοξενείται υπό των αδελφών του [Παπαδιαμάντη] ο σοφός διδάσκαλος Αλέξανδρος Μωραϊτίδης», συνεχίζει ο αρθρογράφος της εφημερίδας αφότου μοιράζεται το παραπάνω σημείωμα, «κείται όπισθεν ακριβώς του Αγίου Βήματος της Παναγίας της Σκιάθου, εις τον Νάρθηκα της οποίας ευρίσκεται η κάρα του Παπαδιαμάντη εντός μικρού μαύρου κιβωτίου. Πόση θα είναι η συγκίνησις του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη, εκκλησιαζομένου εκεί όπου διατηρείται εισέτι το κρανίον του αγαπημένου Αλεξανδρή, τον οποίον τόσον αριστοτεχνικώς ζωγραφίζει εις τα ‘Χριστούγεννα εις τον ύπνον μου’ του 4ου τόμου των Διηγημάτων του, και του οποίου την ασθένειαν και τον θάνατον με τόσην απλότητα, αλλά και με τόσην δύναμιν συγκινήσεως διατήρησεν εις το ανωτέρω ανέκδοτον σημείωμά του».