Τοῦ Φωτίου Κατσάρου, θεολόγου
Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ἀποτελεῖ ἕνα « πνευματικὸ ταξίδι» ποὺ προορισμὸς του εἶναι τὸ Πάσχα. Ἡ λειτουργικὴ αὐτὴ περίοδος ἀποτελεῖ τὴν κορύφωση καὶ τὴν ἔνταση τῆς προετοιμασίας τῶν πιστῶν μέσα ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς ἄσκησης καὶ τὴν καλλιέργεια τῆς πνευματικῆς ζωῆς.
Στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ πνευματικότητα δὲν εἶναι κάτι ἀφηρημένο οὔτε κάτι ποὺ συνδέεται μὲ τὴ λογική, τὸ συναίσθημα, τὴν αἰσθητική, ἀλλὰ ἡ ἑνότητα τοῦ Χριστιανοῦ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ ἡ κοινωνία του μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἡ Ὀρθόδοξη πνευματικότητα εἶναι συνώνυμη μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιαστικὴ πνευματικὴ ζωή. Ἡ πνευματικότητα δὲν εἶναι κάτι ποὺ παρεμβάλλεται μεταξύ του Χριστιανοῦ καὶ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ εἶναι ἔκφραση τῆς ἕνωσης τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, δὲν εἶναι κάτι ποὺ γίνεται ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ ἡ ζωὴ μέσα στὴν Ἐκκλησία.
Ἡ ὀρθόδοξη πνευματικότητα ταυτίζεται καὶ ἐκφράζεται μὲ τὴν Ὀρθόδοξη ἄσκηση. Ἡ αὐθεντικὴ ἐσωτερικὴ ζωὴ δὲν εἶναι κάποια παθητικὴ – ψυχολογικὴ κατάσταση, ἀλλὰ πρόοδος πνευματικὴ καὶ ἀγώνας γιὰ τὴν ἐργασία ὅλων τῶν ἀρετῶν. Ἡ ἄσκηση συνιστᾶ τὸ ἐμπειρικὸ περιεχόμενο τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας. Ἡ ὀρθόδοξη πνευματικότητα εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἀσκητικὴ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ τὴν ἐλεύθερη ἄσκηση καὶ τὴ χάρη τῶν Μυστηρίων ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὴν δυνατότητα νὰ βρεῖ τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν προορισμό του, νὰ γίνει «εἰκόνα» τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστιανισμὸς ὡς ὀρθόδοξο ἦθος καὶ δόγμα εἶναι ἡ κλήση τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἄσκηση τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, ποὺ ἐκφράζεται κυρίως μὲ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴν ἐλεύθερη ἄσκηση ὁ ἄνθρωπος ἐπιστρέφει στὴν πληρότητα τῆς θεανθρώπινης ζωῆς καὶ χάρης, στὸ πλήρωμα τῆς θείας ἀγάπης, στὴν εὐαγγελικὴ κλήση, γεγονὸς ποὺ ἀπαιτεῖ ἀπὸ τὴ δική μας πλευρὰ αὐτογνωσία καὶ ἐπίγνωση, ἐλευθερία καὶ εὐθύνη.
Ἡ ἄσκηση ὅπως ὁρίζεται ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, δὲν εἶναι ἕνα σύστημα ἀπὸ ἀρχὲς ἢ ἠθικὴ φιλοσοφία. Μὲ ἐπιμονὴ καὶ ὑπομονὴ ὁ ἄνθρωπος στρέφεται πρὸς τὸν Θεό, παρὰ τὶς ἐπιθυμίες τῆς ἐπαναστατημένης φύσης του, γιὰ νὰ βιώσει τὴν ἀπόλυτη μεταβολὴ τῆς ὕπαρξής του μὲ τὴ χάρη καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ θεοῦ.
Αὐτὸ ἐπιτυγχάνεται ὄχι μὲ βία τῶν «ἠθικῶν ἀρχῶν», ποὺ μὲ ἀπρόσωπο καὶ δύσκαμπτο τρόπο ὁδηγοῦν πολλὲς φορὲς στὴν ὑποκρισία, στὴ δουλεία τοῦ καθήκοντος καὶ στὴν ἀτομικὴ ἠθική.
Ὁ ἄνθρωπος προκειμένου νὰ ξαναβρεῖ μὲ τὴν ἄσκηση τὸν ἑαυτὸ του μέσα στὸν κόσμο τοῦ Θεοῦ, νὰ ἐπιστρέψει στὴ σχέση του μὲ τὸν Θεὸ δὲν ἀρκεῖ νὰ ἐκπληρώνει ἁπλῶς ὁρισμένα ἠθικὰ ἀξιώματα καὶ νὰ συμμορφώνεται μὲ ἐξωτερικοὺς ἠθικοὺς κανόνες. Ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὴν μεταμορφωτικὴ καὶ ζωοποιὸ δύναμη τῆς θείας χάρης, τὴν καρποφορία τῶν χαρισμάτων τῆς Ἁγίας Τριάδας. Μέτρο καὶ κριτήριο τῆς ἄσκησης δὲν εἶναι ἡ ἀτομικὴ διάθεση τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ἡ θέληση καὶ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ὅπως διασώζεται καὶ ἐκφράζεται στὴν καθολικὴ ἀλήθεια καὶ στὴν πνευματικὴ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας καὶ πράττει ὡς καθολικὸς ἄνθρωπος, ὡς ἄνθρωπος ποὺ ἡ ἀτομική του συνείδηση ἔχει ἀφομοιωθεῖ στὴν καθολικὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἄσκηση δὲν ἀποσκοπεῖ ἁπλὰ στὴν βελτίωση τοῦ χαρακτήρα τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ στὴν προσωπικὴ μετοχὴ στὴ χάρη τῆς Ἐκκλησίας καὶ στὴν ἔμπρακτη κοινωνία τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἄσκηση εἶναι συνυφασμένη μὲ τὴν ἴδια τὴ ζωὴ καὶ τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἂν χωρίσουμε τὴ ζωὴ ἀπὸ τὴν ἄσκηση, τότε ἡ ζωὴ ἐκπίπτει σ’ ἕνα καθαρὰ βιολογικὸ ἢ ἐνστικτῶδες ἢ στατικὸ φαινόμενο. Ἀλλὰ κι ἂν χωρίσουμε τὴν ἄσκηση ἀπὸ τὴ ζωή, τότε ἡ ἄσκηση γίνεται ἕνας καθαρὰ ἀντικειμενικὸς καὶ τυραννικὸς κανόνας. Ἡ ὀρθόδοξη χριστιανικὴ ἄσκηση δὲν ἀρνεῖται τὴ ζωή, ἀλλὰ τὴ μεταμορφώνει καὶ τὴν ὁλοκληρώνει μέσα στὴ χάρη τῆς μυστηριακῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας.
Στὴν σύγχρονη ἐποχὴ τῶν τέλειων μέσων καὶ τῶν συγκεχυμένων σκοπῶν, μέσα στοὺς θορύβους, στὸν εὐδαιμονισμὸ καὶ τὴν κρίση, ὅπου ἀπουσιάζει ἡ ἐλευθερία καὶ ἡ ἐν Χριστῷ ἀγάπη, ἡ χριστιανικὴ ἄσκηση μπορεῖ νὰ ξαναδώσει νόημα στὴν ἐλευθερία καὶ στὴν ἀγάπη. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος μὲ τὸν ἐγωισμὸ ποὺ ἀντλεῖ ἀπὸ τὴν ἀνάπτυξη τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς τεχνολογίας, ἐγκλωβίζεται στὸν ἀτομικισμὸ καὶ τὴ ματαιοδοξία του. Οἱ ἀνάγκες του καὶ τὰ προβλήματα πολλαπλασιάζονται σὲ τέτοιο σημεῖο, ὥστε νὰ ὑπάρχει ὁρατὸς κίνδυνος γιὰ τὰ ἀνθρώπινα ἐπιτεύγματα καὶ φόβος γιὰ τὸ μέλλον τῆς ἀνθρωπότητας. Ἡ ἀλαζονεία καὶ ἡ φρενίτιδα χαρακτηρίζουν κάθε πτυχὴ καὶ κάθε δραστηριότητα τοῦ ἀνθρώπου σήμερα, ὁ ὁποῖος δὲν συνειδητοποιεῖ ποιὸς εἶναι καὶ ποῦ πηγαίνει. Ἡ σωτηρία ἀπὸ τὸ ἀδιέξοδό τοῦ σύγχρονου πολιτισμοῦ, μπορεῖ νὰ ἔρθει ὑπὸ τὴν ὀρθόδοξη ἄσκηση μὲ τὴν ὑπεύθυνη καὶ ὥριμη στάση τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι στὸν πολιτισμὸ τοῦ ὑπερανθρώπου, τῆς ἐκμετάλλευσης, τῆς ἀδικίας, ποὺ ὑποδουλώνει τὸν ἄνθρωπο στὰ δημιουργήματά του.
Ἡ ἄσκηση ἀποτελεῖ ἔκφραση τῆς ἐλεύθερης ἀπόφασης καὶ ἐκλογῆς τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀκολουθήσει τὴν ὁδὸ πρὸς τὴν τελειότητα. Μέσα στὴν Ἐκκλησία, στὴν ἐνσωμάτωση τοῦ ἀνθρώπου στὸ μυστικὸ καὶ μυστηριακὸ σῶμα της, δίνεται τὸ μέτρο καὶ τελειώνεται ὁ σκοπὸς τῆς ἄσκησης, ποὺ εἶναι ἡ ἕνωση τοῦ ἀσκούμενου πιστοῦ μὲ τὴν Ἁγία Τριάδα ἐν Χριστῷ.
Ἡ ἄσκηση εἶναι ἀγώνας ποὺ γίνεται συνειδητὰ καὶ ἀδιάλειπτα. Ἂν ἡ ἐνέργεια τῆς χάρης δὲν ἔρθει μὲ τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας νὰ σφραγίσει τὸν πνευματικὸ ἀγώνα, νὰ τὸν ὑψώσει στὴν ἐκπλήρωση τοῦ ἐπιδιωκόμενου σκοποῦ, δηλαδὴ στὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἁγιασμό, τότε ὁ ἀγώνας αὐτὸς εἶναι δίχως ἰδιαίτερη σημασία. Αὐτὸς ὁ ἀγώνας παραμένει στὸ χῶρο τῶν ἀνθρώπινων περιορισμῶν καὶ δυνατοτήτων, τῶν πόνων καὶ τῶν κόπων, γεγονότα ποὺ μαρτυροῦν τὴν ἀνθρώπινη περιπέτεια καὶ ἀποτυχία. Ἀκόμα κι ἂν ὁ ἄνθρωπος θὰ μποροῦσε νὰ κατορθώσει τὴ νηστεία, τὴν ἐγκράτεια, τὴν ἀγρυπνία καὶ ὅλη τὴν ἄσκηση καὶ κάθε ἀρετή, ἀλλὰ ἡ μυστικὴ ἐνέργεια τοῦ πνεύματος στὸ θυσιαστήριο τῆς καρδιᾶς του δὲν θὰ ἐπιτελοῦσε αἰσθητὰ μὲ τὴ χάρη τὴν πνευματικὴ ἀνάπαυση, τότε ὅλοι αὐτὴ ἡ συνοδεία τῆς ἄσκησης θὰ ἦταν ἀτελὴς καὶ σχεδὸν ἀργή, γιατί δὲν ἔχει τὴν ἀγαλλίαση τοῦ πνεύματος, ποὺ ἐνεργεῖται μυστικὰ στὴν καρδιά. Εἶναι καλὸ πράγμα ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία, ἡ ἄσκηση καὶ ἡ ἀναχώρηση. Ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ εἶναι κάποια ἀρχὴ καὶ τὸ προοίμιο μίας πολιτείας ποὺ ἀγαπᾶται ἀπὸ τὸν Θεό, ὥστε νὰ μὴ θεωρεῖται ἐμφυὲς τὸ νὰ στηριζόμαστε ἁπλῶς σ’ αὐτὰ τὰ πράγματα. Θεμελιώδης ἀρχὴ τοῦ Χριστιανισμοῦ εἶναι ὅτι, κι ἂν ἀκόμη κάποιος ἐργασθεῖ ὅλα τὰ ἔργα τῆς δικαιοσύνης, δὲν θὰ πρέπει νὰ ἀρκεῖται σ’ αὐτά, οὔτε νὰ ἐλπίζει οὔτε νὰ θεωρεῖ ὅτι ἔκαμε κάτι μεγάλο. Ὁ δυναμικὸς χαρακτήρας τῆς χριστιανικῆς τελείωσης βρίσκεται κυρίως στὴν τελειωτικὴ καὶ θεοποιὸ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ ὑπηρετεῖ τὰ ἔργα ἢ τὰ μέσα τῆς ἄσκησης. Τὸ τέλος τῆς ἄσκησης δὲν εἶναι τὸ ἀνθρώπινο ἐπίτευγμα, ἀλλὰ ἡ ἐπιστροφὴ στὴ φυσική, ὀργανικὴ ἀναφορὰ καὶ σχέση μὲ τὸν Θεό. Ἡ πρόσκληση ποὺ ἀπευθύνει ἡ Ἐκκλησία στὴ θύρα τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἀνακεφαλαιώνει τὴν ὀρθόδοξη θεολογία καὶ τὸ σκοπὸ τῆς ἄσκησης: «τὸν τῆς νηστείας καιρόν, φαιδρῶς ἀπαρξώμεθα, πρὸς ἀγώνας πνευματικοὺς ἑαυτοὺς ὑποβάλλοντες/ἁγνίσωμεν τὴν ψυχήν, τὴν σάρκα καθάρωμεν/ νηστεύσωμεν ὥσπερ ἐν τοῖς βρώμασιν ἐκ παντὸς πάθους, τὰς ἀρετὰς τρυφῶντες τοῦ πνεύματος/ ἐν αἷς διατελοῦντες πόθω, ἀξιωθείημεν πάντες, κατιδεῖν τὸ πάνσεπτον πάθος τοῦ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ τὸ Ἅγιον Πάσχα, πνευματικῶς ἀγαλλιώμενοι». (Κατανυκτικὸ στιχηρὸ ἑσπερινοῦ Κυριακῆς τῆς Τυρινῆς ).
Ἡ ἄσκηση τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἐπιδιώκει τὴν τιμωρία καὶ τὸν βασανισμό, δὲν ἀπεργάζεται τὴν ἄρνηση καὶ τὴν κατάλυση τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ἀλλὰ τὴ θεραπεία καὶ τὴν κάθαρσή της, τὴν ἀποδέσμευση καὶ τὴν ἀπελευθέρωσή της, ἀπὸ κάθε πρᾶγμα ποὺ ἐμποδίζει τὴν ἀληθινὴ ζωή, ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὰ πάθη. Εἶναι ὁ προσανατολισμὸς τῆς ζωῆς, ποὺ ἀπαιτεῖ διαρκῆ ἀπάρνηση καὶ συνεχῆ ὑπέρβαση, ὁ εὐαγγελικὸς δρόμος τῆς μεταμόρφωσης καὶ ἀποκατάστασης τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Εἶναι ἡ πορεία μαζὶ μὲ τὸν Χριστό, γιὰ νὰ ἀποκτήσει τὶς ἀρετές, νὰ οἰκειωθεῖ τὶς μεγάλες δωρεὲς τοῦ Θεοῦ, νὰ γίνει τὸ ἄφθαρτο δοχεῖο τῶν πνευματικῶν χαρισμάτων, νὰ πληρωθεῖ μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.
Ἡ ἄσκηση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μαρτυρική, ἀλλὰ καὶ χαροποιὸς πορεία τῆς ἐλευθερίας τοῦ πιστοῦ μέσα στὴν ἐσχατολογικὴ πληρότητα τῆς χάρης, μὲ τὴν ὁποία δημιουργεῖ πραγματικὲς σχέσεις μὲ τὸν Θεό. Ἡ ἄσκηση καταξιώνεται καὶ κορυφώνεται στὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό. Αὐτὴ ἡ ἀγαπητικὴ ἕνωση μὲ τὸν Θεὸ σημαίνεται μὲ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν ἄνθρωπο ἀλληλοπεριχωροῦνται καὶ συνιστοῦν ταυτόχρονα ἀνοδικὴ καὶ καθοδικὴ κίνηση. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας συμφωνοῦν ὅτι ἡ ἀληθινὴ ἄσκηση δὲν ἀλλοτριώνει καὶ δὲν ὁδηγεῖ στὴν ἀπομόνωση, γιατί ἔργο της δὲν εἶναι μόνο νὰ ἑνώνει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεό, ἀλλὰ καὶ νὰ καταλλάσσει καὶ νὰ ἑνώνει τοὺς ἀνθρώπους μεταξύ τους. Σκοπὸς τῆς ἄσκησης εἶναι νὰ ὑπερβοῦμε τὴν ἀδυναμία τοῦ ἀτομισμοῦ καὶ τὰ ὅρια τῆς μοναξιᾶς, τὴν ἀτομικὴ ἐπιθυμία καὶ αὐθαιρεσία καὶ νὰ φθάσουμε στὸ ἐπίπεδο, ὅπου ὁ ἄνθρωπος δὲν κάνει θεωρίες, ἀλλὰ μεταβάλλεται καὶ γίνεται ἡ πράξη τῆς εὐαγγελικῆς ἀγάπης. Αὐτὸς ὁ ὀξυδερκὴς ρεαλισμὸς τῆς ἄσκησης μαρτυρεῖ ὅτι καμία ἄσκηση χωρὶς τὴν ἀγάπη δὲ φέρνει κοντὰ στὸν Θεό. Θὰ κριθοῦμε γιὰ τὸ κακὸ ποὺ κάναμε, ἀλλὰ προπαντὸς, γιατί ἀμελήσαμε τὸ καλὸ καὶ δὲν ἀγαπήσαμε τὸν πλησίον μας.
Κάθε ἄσκηση εἶναι προετοιμασία τῆς κατὰ Θεὸν ἀγάπης καὶ αὐτὴ ἡ ἀγάπη εἶναι τὸ κίνητρο καὶ τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἀληθινῆς ἄσκησης, ὅπως τὴ συναντᾶμε στοὺς βίους τῶν Ἁγίων καὶ τῶν μεγάλων ἐρημιτῶν καὶ ἀναχωρητῶν. Ο Μ. Βασίλειος διδάσκει κατηγορηματικὰ ὅτι, κι ὅταν ἀκόμα τηροῦνται τὰ προστάγματα καὶ οἱ ἀπαιτήσεις καὶ φυλάσσονται οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ ἐνεργοποιοῦνται τὰ μεγάλα χαρίσματα, χωρὶς τὴν ἀγάπη, ὅλα αὐτὰ λογίζονται ὡς ἔργα ἀνομίας. Γιατί προσπαθοῦμε νὰ διαστρέψουμε τὸ νόημα καὶ τὸ σκοπό τους καὶ νὰ τὰ ταυτίσουμε μὲ τὴν ἀτομική μας θέληση καὶ τὴν ἰδιοτέλεια, ἀλλοτριώνοντὰς τα ἀπὸ τὴν μοναδικότητα καὶ τὴ τελείωσή τους, ὅπως ἐκφράζεται στὴν ἀγάπη γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ἀπὸ τὴν Ἐκκλησιαστική τους διάσταση καὶ προοπτική. (PG. 31,1568B).
Στὴν Καινὴ Διαθήκη δὲν καταπιέζεται τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ εἶναι «εἰς δόξαν καὶ εὐχαριστίαν Θεοῦ». Ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νὰ ἀπαρνηθεῖ ὄχι τὸ σῶμα, ἀλλὰ τὸ «ἐν σαρκὶ περιπατεῖν καὶ ζῆν καὶ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τῆς σαρκός», ποὺ εἶναι σημεῖα θανάτου, γιατί ἐκφράζουν τὴν ἀλλοτρίωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό. Ἡ ὀρθόδοξη ἄσκηση δὲν σχετίζεται μὲ τὴν πλατωνικὴ ἢ μανιχαϊκὴ περιφρόνηση τοῦ σώματος. Ἡ ἄσκηση ἔχει ἄμεση ἀναφορὰ στὸ ἀνθρώπινο σῶμα, ἀποβλέπει στὴ συμμετοχὴ τοῦ σώματος, στὴν ἄσκηση τοῦ πνεύματος, γιὰ νὰ γίνει ἁγνὴ « ἁγνὴ ἡ γῆ τοῦ σώματος». Ἡ σωματικὴ ἄσκηση ὁρίζει καὶ ἐκφράζει τὴν ἄμεση καὶ ἔμπρακτη ὑποταγὴ τοῦ σώματος στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὸν περιορισμὸ τῆς ἐπαναστατημένης φυσικῆς ἐπιθυμίας, μία φάση τῆς καθολικῆς μετοχῆς τοῦ ἀνθρώπου στὴν καινὴ ζωὴ ἐν Χριστῷ. Σκοπὸς τῆς σωματικῆς ἄσκησης εἶναι νὰ καταστείλει τὴν ἀνταρσία τοῦ σώματος, νὰ ὑψώσει ἀπὸ τὴν πτώση καὶ τὴν ἀλλοτρίωσή του καὶ νὰ τὸ κάνει συνεργὸ στὴν κατὰ χάρη μεταμόρφωση καὶ θέωσή του. Νὰ βοηθήσει τὸ σῶμα νὰ ἀνταποκριθεῖ στὴ θεία κλήση καὶ νὰ φανερωθεῖ οἶκος τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ καὶ ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τὸ ὀρθόδοξο νόημα τῆς σωματικῆς ἄσκησης συνοψίζει ὁ ἀσκητικὸς λόγος: «ἡμεῖς οὐκ ἐδιδάχθημεν σωματοκτόνοι, ἀλλὰ παθοκτόνοι» (Ἀββὰς Ποιμήν, Γεροντικόν).
Ἡ νηστεία εἶναι μία ἀπὸ τὶς κλασικὲς μορφὲς τῆς ἄσκησης καὶ ἡ κύρια ἔκφραση τῆς σωματικῆς ἄσκησης. Σκοπὸς τῆς νηστείας εἶναι ἡ ἔμπρακτη ἄρνηση τοῦ σώματος νὰ ἀποτελεῖ αὐτοσκοπό, αὐτὸ καὶ οἱ ἐπιθυμίες του, ἡ ἄμεση σχέση τοῦ σώματος μὲ τὸν Θεό, ἡ μετοχή του στὴν καθολικὴ ὑπακοὴ τοῦ ἀνθρώπου στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἡ προσωπικὴ ἀναφορὰ τῆς προσπάθειας τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴν ἄμεση ὑποταγή της στὸν Θεό. Ἡ νηστεία, ποὺ γίνεται μὲ διάκριση, εἶναι θαυμάσια οἰκοδομὴ σὲ κάθε ἀγαθό. Ἐκεῖνος ποὺ ἀδιαφορεῖ γι’ αὐτὴν εἶναι νωθρὸς καὶ στὰ ἄλλα ἀγωνίσματα καὶ ἀμελής. Ἀντίθετα, ἐκεῖνος, ποὺ ἀσκεῖται διαρκῶς σ’ αὐτήν, ἀποκτᾶ ἀσάλευτη διάνοια, ἕτοιμη γιὰ ἀπάντηση καὶ ἱκανὴ γιὰ τὴν ἀποτροπὴ ὅλων τῶν δυσχερῶν παθῶν.
Σήμερα ἡ νηστεία θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἄρνηση τοῦ περιττοῦ, τῆς πλησμονῆς καὶ τῆς σπατάλης τῶν καταναλωτικῶν ἀγαθῶν. Εἶναι τὸ ἀντίθετο της γαστριμαργίας καὶ τῆς μέθης, ποὺ ἀποβλέπουν στὴν ἀπολυτοποίηση τῆς φύσης καὶ στὴν ἀλλοτρίωσή της μέσα στὴν αἰσθησιακὴ ἡδονὴ καὶ στὸ φρόνημα τῆς σάρκας. Ἔτσι ἡ νηστεία γίνεται εὐεργεσία καὶ μετάδοση ἀγάπης.
Περ. «Ἅγιος Σεραφείμ»