Ο Παπαδιαμάντης της Βορείου Ηπείρου

Χωριό Χάσκοβο/Photo: Αδελφοί Μπαρούτα

Μπορεί να είναι τα χώματα. Μπορεί να είναι τα πρόσωπα. Ό,τι και να ΄ναι, σαν τις ιστορίες της Βορείου Ηπείρου, δεν έχει. Χρέη Παπαδιαμάντη των χωριών και των ανθρώπων της επίσημα αναγνωρισμένης από το αλβανικό κράτος Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας, τελεί εδώ και πολλά χρόνια ο πρώην Πρόεδρος της Ομόνοιας, της οργάνωσης που εκπροσωπεί την ΕΕΜ, ο Λεωνίδας Παππάς. Παπαδοπαίδι, πνευματοπαίδι του Σεβαστιανού και του Αναστάσιου, με μεταπτυχιακές σπουδές στη συντήρηση αρχαιοτήτων στο ΑΠΘ, από το Αλύκο του Βούρκου, λίγα χιλιόμετρα από τα ελληνοαλβανικά σύνορα και τη συνοριακή διάβαση Μαυρομάτι Θεσπρωτίας, ο Παππάς αρθρογραφεί και κάνει αναρτήσεις στα social media για τον τόπο του.

«Η τύχη μας έχει πάντοτε ολίγους. Αλλά πάντα θα μένει η μαγιά για να ελπίζει στο θαύμα», γράφει τον περασμένο Δεκέμβριο για λεζάντα σε φωτογραφίες με το ποίμνιο στα σκαλιά του Ναού των Αγίων Τεσσαράκοντα Αλύκου. Φωτογραφίες από το Μοναστήρι στο Κώσταρι, από τον Δρίνο και τη Μπίστριτσα στις «δόξες» τους, πλημμυρισμένους, σε Δρόπολη και Βούρκο, αντίστοιχα, φωτογραφίες από «κάποια μπαλκόνια», υψώματα, που «βλέπουν και Ριζά», τη Μουργκάνα, τη Τσερκοβίτσα, ιστορίες από την Καινή Διαθήκη και από ανασκαφές αρχαιολογικών αποστολών από τη φασιστική Ιταλία του Μουσολίνι στο Βουθρωτό. Ο μύθος και ο αστερισμός της Κασσιόπης στον ουρανό των Αγίων Σαράντα απέναντι από τον Παντοκράτορα και την Κέρκυρα.

Η κυρία Βαγγελιώ/Photo: Αδελφοί Μπαρούτα

Χωριό Χάσκοβο/Photo: Αδελφοί Μπαρούτα

Αυτά είναι τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα της γραφής του Λεωνίδα Παππά, χωρίς ποτέ να κρύβει την μεγάλη του αδυναμία: τις γιαγιάδες (μαλέκες) στις ορθόδοξες εκκλησίες και τους παππούδες στα ελληνικά καφενεία: «Οι ομορφιές του τόπου μας».

«Οι δύο έρωτες της μαλέκω Κατέρως» είναι η τελευταία αφήγηση του Παππά, με την εξής υποσημείωση: «Η ιστοριούλα είναι αληθινή με αλλαγμένα τα ονόματα των χωριών, όπως και του ζευγαριού. Η γιαγιά (μαλέκω) είναι από ένα μικρό χωριό του Βούρκου». Γιατί γραφή, τέχνη δεν είναι παρά εκείνο που κάνει την απουσία παρουσία.

«Οδηγώντας μεσημεριάτικα σε δρόμο της πόλης των Αγίων Σαράντα, είδα μια ηλικιωμένη που περπατούσε βιαστικά σα να ήθελε κάτι να προλάβει. Σταμάτησα διπλά της και της μίλησα ελληνικά, αφού ήμουν βέβαιος από την ενδυμασία της ότι ήταν από τα χωριά του Βούρκου.

-Μη τρέχεις, θα σε πάω εγώ στο χωριό, της είπα.

-Όχι μο παιδάκι μου, θα πάω με το φουγκόνι, μου απάντησε αυθόρμητα αλλά σταμάτησε, ακούμπησε στο ανοιγμένο παράθυρο του αυτοκινήτου μου και με τα μάτια καρφωμένα πάνω μου, αρχίζει τις γνωστές ερωτήσεις: -Πούθε είσαι εσύ, ποιανού είσαι, κλπ.

Βουθρωτό/Photo: Αδελφοί Μπαρούτα

 

Κάστρο Χειμάρρα/Photo: Αδελφοί Μπαρούτα

Τελικά πείστηκε να μπει στο αμάξι, αφού της παρουσίασα το γενεαλογικό μου δέντρο.

-Σε είχα ακουή αλλά δεν σε ήξερα σα πρόσωπο, τον πατέρα σου τον ξέρω πολλά χρόνια, πριν γίνει παπάς. Έρημα χρόνια…

Επέμενα να την πάω στο χωριό, όχι μόνο γιατί ο δρόμος μου ήταν προς τα ’κει, ούτε για το “κρίμα” αλλά για την κουβέντα που θα με αποζημίωνε. Όχι μόνο για το περιεχόμενο, αλλά πιο πολύ για το λεξιλόγιο και την έκφραση που χρησιμοποιούν. Τούτες οι μαλέκες, οι ηπειρώτισσες, «τα ξαφνιάσματα της φύσης», είναι από ίδιο καλούπι. Όποια και να βρεις στο διάβα σου, δε σε αφήνει αδιάφορο, είναι σα να βλέπεις κάθε φορά τη δική σου γιαγιά.

Ελληνικό Σχολείο στη Χειμάρρα/Photo: Αδελφοί Μπαρούτα

Δρόπολη/Photo: Αδελφοί Μπαρούτα

Δε χρειάστηκε να κάνω πολλές ερωτήσεις γιατί η μαλέκω Κατέρω δε σταματούσε να μιλάει. Κάποια στιγμή τη διέκοψα:

-Είσαι από το ίδιο χωριό με το γέρο ή είσαι φερμένη στην Κρανιά;

-Όχι μο, εγώ είμαι κοπέλα από την Πλάκα!

-Με αγάπη τον παντρεύτηκες ή στον προξενέψανε;

-Α μωρέ μαύρο μου παίδι, που ήξεραμε εμείς από αγάπες και τέτοια; Εγώ δεν τονε γνώριζα. Με χάλεψανε, συμφώνησε ο πατέρας μου και τελείωσε.

Λίγο πριν φτάσουμε μου πετάει τη “βόμβα”:

-Εγώ τώρα με το τελεβιζόρι κατάλαβα τι είναι έρωτας.

-Τι είναι; Ρώτησα και επιβράδυνα την ταχύτητα γιατί σκέφτηκα ότι τώρα θα είχε “ζουμί” η κουβέντα μας

-Ε, αυτό που κολλάει το σπυρί και δεν σκέφτεσαι τίποτα άλλο (γέλιο).

-Πες την αλήθεια μαλέκω Κατέρω, εσύ ερωτεύτηκες;

-(ξεκαρδιστικό γέλιο) Δυο φορές!

-Έλα πες μου, και σου υπόσχομαι θα μείνει μεταξύ μας.

Η Κατέρω διηγείται τον πρώτο της έρωτα:

Όταν παντρεύτηκα, μέναμε στο σπίτι του πεθερού, δεν είχαμε κάνει ακόμα το δικό μας. Τρία αδέρφια παντρεμένα στο ίδιο σπίτι. Εμείς οι νυφάδες κάναμε τις δουλειές του σπιτιού, αυτοί πηγαίνανε μακριά για δουλειές και γύριζαν το βράδυ. Κάθε φορά που έκανε ‘κρακ’ το τσουβί της πόρτας, γυρίζαμε όλες το κεφάλι για να δούμε ποιος ήρθε. Όταν έβλεπα τον δικό μου στην πόρτα, έλαμπε όλο το σπίτι. Αυτή η εικόνα του Νάσου μετά το ‘κρακ’ της πόρτας ήταν τι να σου πω (παρατεταμένο γέλιο)…

Η διήγηση από την ίδια του δεύτερου έρωτα:

Ε, πέρασαν τα χρόνια, κάναμε τέσσερα παιδιά, είχαμε κάνει και δικό μας σπίτι. Αλήθεια σου λέω, είχα ρίξει όλη τη βουλή μου στα παιδιά και δεν σκεφτόμουνα για αυτόν. Μεγάλωσαν τα παιδιά, κάνανε δική τους οικογένεια, φύγανε ένα ένα, μείναμε μόνοι μας. Εγώ παιδεύομαι στους κήπους, αυτός πάει στο καφενείο και γυρίζει το βράδυ. Φοβάμαι μόνη μου στο σπίτι. Όταν κάνει ‘κράκ’ το τσουβί της πόρτας και τον βλέπω, μου λάμπει το σπίτι. Αυτός είναι ο δεύτερος έρωτας…

Γυναίκες Ηπειρώτισσες

ξαφνιάσματα της φύσης

……………….

θεέ μου τι τις πότισες

και δεν αγκομαχάνε».

Στο αιώνιο ερώτημα είναι ο τόπος ή οι άνθρωποι, μόνο μία ευφρόσυνη διαλεκτική μπορεί να θέσει τέλος στην αγωνία. Είναι και ο τόπος και οι άνθρωποι. Ποιος τάχα μπορεί να διαχωρίσει ένα χαμόγελο από το χώμα που το ανέστησε; Τι παράδοξο. Ο ασφαλέστερος τρόπος για να περιγράψεις έναν τόπο είναι οι άνθρωποι. Και ο προσφορότερος τρόπος για να μιλήσεις για ένα λαό είναι ο τόπος.

*Οι φωτογραφίες δημοσιεύονται με τη συναίνεση των αδερφών Μπαρούτα.

πηγή