Iστορικά ντοκουμένα που επιβεβαιώνουν την εκτίμηση ότι η τουρκική απόβαση στην Κύπρο θα μπορούσε να είχε αποτύχει, αν η Αθήνα είχε αποφασίσει να εμπλακεί διά των υποβρυχίων της, παρουσιάζει η κυπριακή εφημερίδα Πολίτης. Ειδικότερα, η υπηρεσιακή αναφορά με διαβάθμιση «Άκρως Απόρρητο-Ειδικού Χειρισμού» του Πλωτάρχη Βασίλειου Γαβριήλ, Κυβερνήτη του υποβρυχίου ΓΛΑΥΚΟΣ (S110), ρίχνει φως σε αθέατες πτυχές της δράσης των μέσων της Διοίκησης Υποβρυχίων και αποκαλύπτει την ανεπάρκεια της τότε χουντικής στρατιωτικής ηγεσίας.
Στις 19 Ιουλίου του 1974 και ώρα 15:07 απέπλευσαν από το Ναύσταθμο Σαλαμίνας τα υποβρύχια ΓΛΑΥΚΟΣ (S110), ΝΗΡΕΑΣ (S111) και ΤΡΙΤΩΝ (S112) κατόπιν διαταγής του Αρχηγείου Ναυτικού προς τον Διοικητή Στόλου Αντιναύαρχο Πολυζώη Καλογερόπουλο και τον Διοικητή Στολίσκου Υποβρυχίων (ΣΥΒ) Πλοίαρχο Ανδρέα Βαφειάδη. Τα εν λόγω υποβρύχια διατάχθηκαν να πλεύσουν στην περιοχή της Ρόδου, με το πρόσχημα εκτέλεσης εθνικής άσκησης και «… να αναφέρουν εντοπισμούς μονάδων Β΄ κράτους (Τουρκία) ως και παντός ετέρου πολεμικού πλοίου».
Πριν όμως από τον απόπλου, περί ώρα 13:00 κλήθηκαν οι Κυβερνήτες ΓΛΑΥΚΟΥ (Πλωτάρχης Β. Γαβριήλ) και ΝΗΡΕΑ (Πλωτάρχης Ι. Παναγιωτόπουλος) στο Αρχηγείο Στόλου για να ενημερωθούν για Σχέδιο που υπήρχε και αφορούσε στην αντιμετώπιση τουρκικής επιθέσεως στην Κύπρο. Σε αυτό περιλαμβάνονταν όλες οι κινήσεις και των τριών Κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων και γενικά το σχέδιο ενέργειας για την αποτροπή των εκτιμώμενων τούρκικων επιδιώξεων.
Η ενημέρωση έγινε βιαστικά και γι’ αυτό ζήτησαν αντίγραφο που όμως δεν τους δόθηκε λόγω υψηλής διαβαθμίσεως. Υπενθυμίζεται ότι ο απόπλους της τουρκικής αποβατικής δύναμης από τη Μερσίνα ξεκίνησε στις 12:55 (τοπική ώρα) και ολοκληρώθηκε στις 14:00 της 19ης Ιουλίου 1974 με δύναμη αποτελούμενη από τα αντιτορπιλικά M. F. ÇAKMAK (D351), ADATEPE (D353), KOCATEPE (D354), TINAZTEPE (D355), İÇEL (D344), το αντιτορπιλικό συνοδείας BERK (D358), τα περιπολικά DEMIRHISAR (P112) και ΑKHISAR (P114) και τα αρματαγωγά ERTUĞRUL (L401), BAYRAKTAR (L403), SANCAKTAR (L404) μαζί με 12 LCM, 11 LCU και 12 LCT.
Στις 13:50, η Διοίκηση Υποβρυχίων γνωστοποίησε στο ΝΑΤΟ (συνεπώς και στην Τουρκία) τον επικείμενο απόπλου 5 συνολικά υποβρυχίων από τον Ναύσταθμο Σαλαμίνας. Ο Πλωτάρχης Βασίλης Γαβριήλ επισημαίνει στα συμπεράσματά: «Ανεξαρτήτως υποχρεώσεως της ΣΥΒ ως προς την έκδοση SUBNOTE (DY541) τούτο δεν έπρεπε να εκδοθεί, διότι ούτως καθίστατο γνωστόν εις τους Τούρκους η περίπου θέσις των υποβρυχίων».
Σύμφωνα με μαρτυρία του τηλεγραφητή του Υ/Β ΓΛΑΥΚΟΣ, Χαράλαμπου Γιακουβάκη, το βράδυ της παραμονής της εισβολής και ενώ τα τρία υποβρύχια βρισκόντουσαν στις Κυκλάδες με πορεία προς περιοχή της Ρόδου, ο Κυβερνήτης τον διέταξε να βγει και να σβήσει τον διακριτικό αριθμό («S110»). Το Υ/Β ΓΛΑΥΚΟΣ ήταν φορτωμένο με 13 συνολικά τορπίλες (6 SST-4, 4 Μk37 mod2 και 3 Μk37 mod3).
Στις 16:10 της 20ης Ιουλίου 1974 και ενώ βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη ο ΑΤΤΙΛΑΣ-1, τα υποβρύχια διατάχθηκαν με σήμα από το Αρχηγείο Ναυτικού (ΑΝ 4572, ΗΩΠ 201518 Ιουλίου 74) όπως «… πλεύσατε εν καταδύσει το ταχύτερον δυνατόν υπό πολεμικάς συνθήκας και εγκαταστήσατε πολεμικάς περιπολίας εις κάτωθι τομείς: Α. – Τρίτων …., Β. – Γλαύκος ……. μεταξύ μεσημβρινών 32ο 30΄Α – 33ο 30΄Α και από ακτάς Κύπρου έως ακτάς Τουρκίας. Γ. – Νηρεύς μεταξύ μεσημβρινών 33ο 30΄Α-34ο 30΄Α και από ακτάς Κύπρου έως ακτάς Τουρκίας. Δ.- Πρωτεύς…..» και συγκεκριμένα το Υ/Β ΤΡΙΤΩΝ στην περιοχή της Ρόδου, το Υ/Β ΓΛΑΥΚΟΣ βορείως της Κερύνειας, το Υ/Β ΝΗΡΕΥΣ βορειοανατολικά της Κερύνειας και το Υ/Β ΠΡΩΤΕΥΣ στις προσβάσεις κόλπου Σμύρνης και Ελλησπόντου.
Ο Πλωτάρχης Βασίλης Γαβριήλ αναφέρει στην απόρρητη έκθεσή του ότι την 21η Ιουλίου ενώ έπλεε προς την Κύπρο έκανε εκτίμηση της κατάστασης που θα αντιμετώπιζε: «Υπελόγισα ότι αι τουρκικαί δυνάμεις αι οποίαι θα μοι απησχόλουν θα ήσαν, κατά εν τη μετακίνησην (TRANSIT) του Υποβρυχίου περίπου 4 υποβρύχια και εγγύς της Κύπρου περίπου 10 αντιτορπιλλικά, εξαιρουμένων βεβαίως των τουρκικών μεταγωγικών ως και των πλοίων επιφανείας και υποβρυχίων εταίρων κρατών».
Και συνεχίζει: «Ως εκ τούτου έπλευσα νοτιώτερον και εσκόπευα όπως εκτελέσω προσγείωσιν εις Κάβον Αρναούτη της Κύπρου και εν συνεχεία πλέων εγγύς των ακτών μέχρις του τομέως περιπολίας θα επιτιθέμην εναντίον παντός τουρκικού αντιτορπιλλικού και μεγάλου μεταγωγικού. Αντικειμενικός μου σκοπός κυρίως ήτο όπως διέλθω εκ του λιμένος της Κυρηνείας ένθα και θα έβαλον τας τορπίλλας εναντίον παντός στόχου ευρισκομένου εκεί και ανεξαρτήτως εθνικότητος.
Όσον αφορά τα τουρκικά αντιτορπιλλικά τα οποία τυχόν θα συναντούσα κατά το TRANSIT, είχα αποφασίσει να τους επιτεθώ εφόσον διήρχοντο εις απόστασιν μικροτέρα των 10.000 υάρδων και υφίστατο πιθανότης εντοπισμού μου, δεδομένου ότι επίστευσα πως εφ’ όσον εντοπιζόμην υπό τουρκικού αντιτορπιλλικού θα μοι επιτίθετο. Εις τον τομέα περιπολίας μου και ανεξαρτήτως της λήψεως διαταγής ενάρξεως ΠΥΡ είχον αποφασίσει όπως επιτίθεμαι εναντίον οιασδήποτε εθνικότητος πλοίου, κατά προτεραιότητα αντιτορπιλλικών, καθόσον η αναγνώρισης της εθνικότητος ενός στόχου, ιδίως εν νυκτί, αποτελεί ουτοπία».
Σύμφωνα ωστόσο με νεότερες αποκαλυπτικές πληροφορίες, στην περιοχή είχαν αναπτυχθεί από τις 13-14 Ιουλίου μόνο δύο τουρκικά υποβρύχια, τo CERBE (S341) σε περιοχή 40 μιλίων δυτικά της Πάφου και νοτίως Κόλπου Αττάλειας και το Ι. İNÖNÜ (S346) ανατολικά της Κύπρου, όπου παρέμειναν σε κατάδυση για συνολικά 21 ημέρες.
Στις 21 Ιουλίου 1974 και ώρα 21:30 και ενώ τα Υ/Β ΓΛΑΥΚΟΣ και ΝΗΡΕΥΣ έπλεαν σε απόσταση 88 και 122 ναυτικών μιλίων αντίστοιχα δυτικά της Κύπρου (140 και 164 ναυτικά μίλια αντίστοιχα από την Κερήνεια) έλαβαν νέο σήμα (ΑΝ 4658, ΗΩΠ 211300 Ιουλίου 74) και διατάχθηκαν να επιστρέψουν στην περιοχή Ρόδου όπου θα αναλάμβαναν περιπολίες σε συγκεκριμένους τομείς, συγκεκριμένα στην περιοχή νοτιοανατολικά Ρόδου-Καρπάθου και δυτικά της Καρπάθου, αντίστοιχα. Υπενθυμίζεται ότι τα υποβρύχια πάντα περιπολούν σε καθορισμένους με ακρίβεια γεωγραφικούς τομείς, οι οποίοι πρέπει να είναι γνωστοί στα φίλια μέσα για αποφυγή παρεμβολών έως και ατυχούς εμπλοκής σε μάχη.
Στις 22 Ιουλίου στις 19:30 οι κυβερνήτες των Υ/Β ΓΛΑΥΚΟΣ και ΝΗΡΕΥΣ έλαβαν νέο σήμα (ΑΝ 4724, ΗΩΠ 221500 Ιουλίου 1974) από το Αρχηγείο που διέτασσε: «… άμα λήψει πλεύσατε υπό πολεμικάς συνθήκας εν καταδύσει το ταχύτερον δυνατόν και εγκαταστήσατε πολεμικάς περιπολίας εις τομείς ….. 2…… 3. Αποφύγατε εντοπισμόν και εμπλοκήν. 4. Μέτρα αμύνης ως εν πολέμω. 5. Επίθεσις κατά Τουρκικών ναυτικών δυνάμεων με προτεραιότητα κατά σειράν αντιτορπιλικά-μεταγωγικά θα διαταχθή δια νεωτέρας πλην περιπτώσεως ανωτέρω παραγράφου 4… ».
Την επόμενη ημέρα 23 Ιουλίου, τα υποβρύχια ΓΛΑΥΚΟΣ και ΝΗΡΕΥΣ βρίσκονταν 45 ναυτικά μίλια δυτικά της Κύπρου, όταν στις 19:30 έλαβαν ξανά σήμα ανάκλησης (ΑΝ 4775, ΗΩΠ 231400 Ιουλίου 74): «… άμα λήψει πλεύσατε εν καταδύσει υπό πολεμικές συνθήκες και αναλάβατε περιπολίας ως ακολούθως:…. 2. Κατά τον πλουν και εντός του τομέως περιπολίας αποφύγετε εντοπισμόν και εμπλοκήν. 3…» ενώ ακολούθησε και δεύτερο σήμα (ΑΝ 4782) που ενημέρωνε για κατάπαυση εχθροπραξιών. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο Κυβερνήτης του ΓΛΑΥΚΟΣ, σοβαρά προβληματισμός από τις παλινωδίες του Αρχηγείου Ναυτικού καθυστέρησε επί 6 ώρες να απαντήσει, καθώς προβληματιζόταν για το τι έπρεπε να πράξει. Όταν υπήρξε η ενημέρωση ότι επετεύχθη εκεχειρία και τερματίστηκαν οι πολεμικές επιχειρήσεις, επέστρεψε και πάλι στη Ρόδο καθώς υπήρχαν πληροφορίες για ενδεχόμενο χτύπημα των Τούρκων σε ελληνικό νησί.
Ο Πλωτάρχης Γαβριήλ στην απόρρητη έκθεσή του δεν αφήνει πολλά περιθώρια παρανόησης για το πώς θα μπορούσε να αλλάξει η μοίρα της Κύπρου, αν δεν διέκοπτε η Αθήνα την επιχείρηση των υποβρυχίων στην Κύπρο: «Κατά τη μετακίνησην του Υποβρυχίου προς Κύπρον, ήμουν πεπεισμένος ότι εφ’ όσον δεν διεκόπτετο ο πλους και ανελάμβανα δράσιν ομού μετά του υποβρυχίου ‘Νηρεύς’, αι απώλειαι τα οποιας θα επιφέραμεν εις τον εχθρόν θα ήσαν τόσαι ώστε να ηναγκάζετο να ματαιώσει την αποβίβασιν».
Συνολικά, την περίοδο αυτή, ο ΓΛΑΥΚΟΣ διάνυσε 1.217 ναυτικά μίλια, ευρισκόμενος 170 ώρες και 28 λεπτά σε κατάδυση και ο ΝΗΡΕΥΣ διάνυσε 1.320 ναυτικά μίλια ευρισκόμενος 217 ώρες σε κατάδυση.
Στις 14 Αυγούστου και ώρα 05:00 και ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη ο ΑΤΤΙΛΑΣ-2, τα Υ/Β ΤΡΙΤΩΝ και ΠΡΩΤΕΥΣ διατάχθηκαν να πλεύσουν προς την Κύπρο, όμως στις 21:50 και ενώ βρισκόταν 100 ναυτικά μίλια από την Κυρήνεια, έλαβαν νέο σήμα (ΑΝ5931) να επιστρέψουν και πάλι πίσω. Ήταν η τρίτη φορά που η Αθήνα δίσταζε να εμπλακεί σε επιχειρήσεις στην Κύπρο με τα προηγμένα υποβρύχια. Οι πολεμικές περιπολίες που εκτελέστηκαν την περίοδο από τον Αύγουστο έως και τον Οκτώβριο του 1974 από τα μέσα της Διοίκησης Υποβρυχίων παραμένουν απόρρητες καθώς οι σχετικές σελίδες από τα ημερολόγια και τα αρχεία έχουν αφαιρεθεί.
Μια ακόμα άγνωστη πτυχή εκείνης της δραματικής περιόδου ήταν η σχέση του Πλωτάρχη Βασίλειου Γαβριήλ με τον Κυβερνήτη του αρματαγωγού ΛΕΣΒΟΣ Πλωτάρχη Ελευθέριο Χανδρινό, ο οποίος ήταν παντρεμένος με την αδελφή του, Αμαλία. Όταν ο Κυβερνήτης του Υ/Β ΓΛΑΥΚΟΣ έμαθε πως ο Χανδρινός βομβάρδισε τον τουρκικό θύλακα στον Μούτταλο της Πάφου, είπε στο πλήρωμά του: «Ελπίζω να του κόψει να κατευθυνθεί προς την Αίγυπτο για να γλυτώσει». Πράγματι, ο Χανδρινός κινήθηκε προς την Αίγυπτο και μπήκε μέσα σε σχηματισμό του 6ου Αμερικανικού Στόλου.