ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ

Μι­κρά Ἀ­σί­α 

 

Ἦ­ταν 29 Μα­ΐ­ου τοῦ 1453, ὅ­ταν ἀ­κού­στη­κε ἡ σπα­ρα­κτι­κή κραυ­γή: «Ἑ­ά­λω ἡ Πό­λις Σου, Θε­ο­τό­κε». Ἀ­μέ­σως ὅ­μως ὁ λα­ός μας, πα­ρη­γο­ρών­τας τό «Ρό­δον τό Ἀ­μά­ραν­το» τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, ρί­χνον­τας καί τόν σπό­ρο τῆς ἀν­τί­στα­σης καί τῆς ἀ­νά­στα­σης τοῦ Γέ­νους, δι­α­λα­λεῖ: «Σώ­πα­σε κυ­ρά-Δέ­σποι­να καί μήν πο­λυ­δα­κρύ­ζεις πά­λι μέ χρό­νους μέ και­ρούς πά­λι δι­κά μας θά ‘ναι». Καί ἤρ­θα­νε χρό­νοι δί­σε­κτοι: 400 χρό­νι­α, 500 γιά τόν βό­ρει­ο καί ἐ­κεῖ­θεν του Αἰ­γαί­ου Ἑλ­λη­νι­σμό κρα­τᾶ ἡ αἰχ­μα­λω­σί­α, ἡ θη­ρι­ώ­δης σκλα­βιά.

Ἐ­πι­βί­ω­σε ὅ­μως ὁ λα­ός μας, οἱ ἡ­ρω­ϊ­κοί ρα­γιά­δες. Πῶς; Χά­ρις στήν ἑλ­λη­νο­σώ­τει­ρα Ἐκ­κλη­σί­α μας. «Τό ρά­σο στά­θη­κε ἡ ἐ­θνι­κή ση­μαί­α τῆς Ἑλ­λά­δος στά χρό­νι­α της σκλα­βιᾶς», θά γρά­ψει ὁ Μυ­ρι­βή­λης. Γι’ αὐ­τό καί τό λά­βα­ρο τῆς ἁ­γι­α­σμέ­νης Ἐ­πα­νά­στα­σης τοῦ ’21 τό ὑ­ψώ­νει ἕ­νας Ἐ­πί­σκο­πος. Γι’ αὐ­τό καί ἡ ἀ­πο­στο­μω­τι­κή, πρός τούς τω­ρι­νούς ἐκ­κλη­σι­ο­μά­χους, κραυ­γή τοῦ Κο­λο­κο­τρώ­νη: «Ὅ­ταν ἐ­πι­ά­σα­με τά ἅρ­μα­τα εἴ­πα­με πρῶ­τα ὑ­πέρ Πί­στε­ως καί ἔ­πει­τα ὑ­πέρ Πα­τρί­δος».

Καί ἐ­γί­να­με Κρά­τος, πού με­τά τήν δο­λο­φο­νί­α τοῦ ἁ­γί­ου της πο­λι­τι­κῆς, Ἰ­ω­άν­νη Κα­πο­δί­στρι­α, κα­ταν­τᾶ μπαί­γνι­ο τῶν Με­γά­λων Δυ­νά­με­ων, πα­λι­ο­ψά­θα τῶν ἐ­θνῶν, κα­τά τόν πα­τρι­δο­φύ­λα­κα στρα­τη­γό Μα­κρυ­γι­άν­νη.

Ἀρ­χέ­γο­νες ὅ­μως κοι­τί­δες τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ μέ­νουν σκλά­βες «Κι ἕ­να στό­μα ἐ­καρ­τε­ροῦ­σαν / ἔ­λα πά­λι, νά τούς πεῖ». Ἡ Μα­κε­δο­νί­α, ἡ Θρά­κη, ἡ Κρή­τη, ἡ Μι­κρά Ἀ­σί­α μέ τήν Σμύρ­νη, ὁ Πόν­τος μέ τήν Τρα­πε­ζοῦν­τα καί οἱ ἄλ­λες ξα­κου­στές πο­λι­τεῖ­ες τῆς Ρω­μιο­σύ­νης. Εὐ­δό­κη­σεν ὁ Κύ­ρι­ος καί ἦρ­θε τό πλή­ρω­μα τοῦ χρό­νου. Καί πρῶ­τα ἐ­δῶ στή Μα­κε­δο­νί­α μας. Ἠ­ρω­ϊ­κοί Μα­κε­δο­νο­μά­χοι, ἀ­τρό­μη­τες δα­σκά­λες, πα­πά­δες μέ ντου­φέ­κια – ποι­μέ­νες κα­λοί – σώ­ζουν τήν Μα­κε­δο­νί­α, σώ­ζουν τήν Ἑλ­λά­δα κα­τά τήν ὡ­ραί­α ρή­ση τοῦ ἀ­δι­κο­χα­μέ­νου Ἴ­ω­να Δρα­γού­μη. Γι’ αὐ­τό λέ­με σή­με­ρα ἐ­μεῖς οἱ Μα­κε­δό­νες σ’ ὅ­λους τους ἐ­πί­βου­λους τῆς πα­τρί­δας – ἐν­τός καί ἐ­κτός συ­νό­ρων: ὅ,­τι κερ­δή­θη­κε μέ αἷ­μα δέν μπο­ρεῖ νά ξε­που­λη­θεῖ μέ τό με­λά­νι μί­ας ὑ­πο­γρα­φῆς. Ἡ ἱ­στο­ρί­α εἶ­ναι φω­νή νε­κρῶν δι­δά­σκου­σα τούς ζῶν­τας, κα­νείς δέν ἔ­χει τό δι­καί­ω­μα νά πα­ρα­δώ­σει ὄ­νο­μα. Τί θά πεῖ Βό­ρει­α ἤ Ἄ­νω Μα­κε­δο­νί­α; Τί θά πῶ ἐ­γώ στούς μα­θη­τές μου, πῶς θά τούς ἀν­τι­κρί­σω στά μά­τια, ἄν τούς δι­δά­ξω τέ­τοιο ἀ­νο­σι­ούρ­γη­μα; Πῶς δά­σκα­λος μέ στοι­χει­ώ­δη πνευ­μα­τι­κή ἐν­τι­μό­τη­τα θά δι­δά­ξει τό ἀ­θλι­ούρ­γη­μα, τήν προ­δο­σί­α; Ντρο­πή, νά ντρο­πι­α­στοῦ­με!! Τήν πε­ρί­ο­δο τῆς Τουρ­κο­κρα­τί­ας, ὅ­ταν γεν­νι­οῦν­ταν ἕ­να παι­δί, οἱ μά­νες τοῦ εὔ­χον­ταν νά μήν χά­σει τ’ ὄ­νο­μά του, δη­λα­δή νά μήν ἀλ­λα­ξο­πι­στή­σει, νά μήν τουρ­κέ­ψει. Αὐ­τή πρέ­πει νά εἶ­ναι καί σή­με­ρα ἡ εὐ­χή, ἡ προ­σευ­χή μας: νά μήν χά­σου­με τό ὄ­νο­μά μας, τήν Μα­κε­δο­νί­α μας.

     1912-13, ἡ Ἑλ­λά­δα δι­πλα­σι­ά­ζει τά φτε­ρά της, ἀπ’ τά κό­κα­λα βγαλ­μέ­νη τῶν Ἑλ­λή­νων στρα­τι­ω­τῶν τά ἱ­ε­ρά ἔρ­χε­ται ἡ λευ­τε­ριά, οἱ Βαλ­κα­νι­κοί Πό­λε­μοι, ἡ συ­νέ­χει­α τοῦ ’21. Ἡ Με­γά­λη Ἰ­δέ­α πραγ­μα­τώ­νε­ται. Ἄς γνω­ρί­ζου­με ὅ­τι τά ἔ­θνη με­γα­λουρ­γοῦν μέ με­γά­λες ἰ­δέ­ες καί ὄ­χι μέ τό κα­τά κε­φα­λήν εἰ­σό­δη­μα. Τό ἐν­τός της καρ­δί­ας εἰ­σό­δη­μα φτε­ρώ­νει τούς λα­ούς.

Ξε­σπᾶ ὁ Α’ Π.Π. καί μα­ζί του, ἐ­δῶ στήν Ἑλ­λά­δα, ἡ δι­χό­νοι­α ἡ δο­λε­ρή, ὁ πε­ρι­ώ­δυ­νος Ἐ­θνι­κός Δι­χα­σμός. Ταυ­τό­χρο­να στή Μι­κρά Ἀ­σί­α, οἱ ἐγ­κλη­μα­τί­ες Νε­ο­τοῦρ­κοι, καθ’ ὑ­πό­δει­ξιν τῶν Γερ­μα­νῶν θέ­τουν σέ ἐ­φαρ­μο­γή τό σα­τα­νι­κό σχέ­δι­ο. «Θά σᾶς κό­ψου­με τά κε­φά­λια, θά σᾶς ἐ­ξα­φα­νί­σου­με. Ἤ ἐ­μεῖς θά ἐ­πι­ζή­σου­με ἤ ἐ­σεῖς» δή­λω­νε ὁ Τοῦρ­κος πρω­θυ­πουρ­γός Σεκ­φκέτ πα­σάς στόν Πα­τρι­άρ­χη τοῦ Γέ­νους, Ἰ­ω­α­κείμ τόν Γ’. «Ἡ Τουρ­κί­α δέν ἔ­χει οὐ­δε­μί­αν ἀ­σφά­λει­αν οὔ­τε δύ­να­ται νά ὀρ­γα­νω­θεῖ ἐ­λευ­θέ­ρως εἰς τό μέλ­λον, λό­γω τῆς πα­ρου­σί­ας τῶν Ἑλ­λή­νων» δη­λώ­νει ὁ Γερ­μα­νός πα­σάς Λί­μαν φόν Σάν­τερς. Καί γιά νά μήν προ­κλη­θεῖ ἀν­τί­δρα­ση ἀ­πό τόν λε­γό­με­νο «πο­λι­τι­σμέ­νο κό­σμο», προ­τεί­νει καί τόν τρό­πο ἐ­ξόν­τω­σης τῶν Χρι­στια­νῶν, τήν «τε­λι­κή λύ­ση» πού ἔ­χει ἄλ­λο ὄ­νο­μα στή Μι­κρά Ἀ­σί­α, λέ­γε­ται «λευ­κός θά­να­τος», οἱ ἐ­ξον­τω­τι­κές ἐ­κεῖ­νες ἐ­κτο­πί­σεις καί ὁ­δοι­πο­ρί­ες μέ­σα στό χιό­νι τῶν γυ­ναι­κο­παί­δων καί τῶν γε­ρόν­των – οἱ ἄν­τρες ἀ­πο­δε­κα­τί­ζον­ται στά τρο­με­ρά τάγ­μα­τα θα­νά­του, στά ΑΜΕΛΕ ΤΑΜΠΟΥΡΟΥ. Ἦ­ταν ἕ­να Ἄ­ου­σβιτς ἐν ρο­ῆ, οἱ ἄν­θρω­ποι πέ­θαι­ναν καθ’ ὁ­δόν. «Δέν περ­πα­τοῦ­σαν γιά νά φτά­σουν κά­που, ὄ­χι, περ­πα­τοῦ­σαν γιά νά πε­θά­νουν ἀ­πό τίς κα­κου­χί­ες, τήν πα­γω­νιά, τήν πεί­να, τόν ἐ­ξευ­τε­λι­σμό τοῦ ἀν­θρώ­που. Δέν ὑ­πῆρ­χε τέρ­μα, τό τα­ξί­δι πρός τόν θά­να­το ἦ­ταν ὁ θά­να­τος», ση­μει­ώ­νει ὁ κάθ. Πᾶν. Ἐ­νε­πε­κί­δης.

 Ἀ­πό τό 1914 ἀρ­χί­ζει τό μαρ­τύ­ρι­ο τοῦ Μι­κρα­σι­α­τι­κοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ, ἑ­κα­τον­τά­δες χι­λιά­δες οἱ ἀ­θῶ­οι νε­κροί. Ἄς τό ἀ­κού­σουν αὐ­τό ὅ­σοι ὑ­πο­στη­ρί­ζουν ὅ­τι ἡ Μι­κρα­σι­α­τι­κή Ἐκ­στρα­τεί­α ἦ­ταν ἰμ­πε­ρι­α­λι­στι­κή ἐ­πι­χεί­ρη­ση. Ὁ στρα­τός μᾶς πῆ­γε στή Σμύρ­νη, γιά νά σώ­σει καί νά ἀ­πε­λευ­θε­ρώ­σει τά «Μα­τω­μέ­να Χώ­μα­τα» καί ὄ­χι γιά νά κα­τα­κτή­σει καί νά σκλα­βώ­σει. Νά ση­μει­ω­θεῖ πώς τήν ἐ­πο­χή αὐ­τή ὁ Ἑλ­λη­νι­σμός τῆς Μι­κρᾶς Ἀ­σί­ας βρί­σκε­ται σέ λαμ­πρό πο­λι­τι­στι­κό, πνευ­μα­τι­κό καί οἰ­κο­νο­μι­κό ἐ­πί­πε­δο, κα­τά πο­λύ ἀ­νώ­τε­ρο ἀ­πό τό κρα­τί­δι­ο τῆς ἀ­ψό­γου στά­σε­ως. Νά ἀ­να­φέ­ρω ἕ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό γε­γο­νός, πού διά­βα­σα, καί τό λέ­ω πάν­το­τε τῶν μα­θη­τῶν μου: Ὅ­ταν ἐ­πι­σκέ­πτον­ταν ἕ­νας πε­ρι­η­γη­τής, ἕ­νας ξέ­νος κά­ποιο χω­ριό τῆς Μι­κρᾶς Ἀ­σί­ας, οἱ ἀρ­χον­τι­κοί ἐ­κεῖ­νοι Ρω­μιοί, τό πρῶ­το πράγ­μα πού τοῦ ἔ­δει­χναν, ἦ­ταν τό σχο­λεῖ­ο καί τήν ἐκ­κλη­σιά τους. Ἦ­ταν τά ὡ­ραι­ό­τε­ρα κτί­σμα­τα τοῦ χω­ριοῦ, γι’ αὐ­τά κα­μά­ρω­ναν, ὅ­πως στίς ἀρ­χαῖ­ες ἑλ­λη­νι­κές πό­λεις τά σε­βά­σμα­τα τῶν θε­ῶν. Τά ἔ­χτι­ζαν ὅ­λοι μα­ζί, λει­τουρ­γοῦ­σε ἡ Κοι­νό­τη­τα, τό Ἐ­μεῖς. Σή­με­ρα, τήν ἐ­πο­χή τοῦ Ἐ­γώ, ἐ­νί­ο­τε κα­τα­στρέ­φου­με τά σχο­λειά μας, μα­γα­ρί­ζου­με τίς ἐκ­κλη­σιές μας καί μᾶς ἐν­δι­α­φέ­ρει μό­νο τό κά­στρο τῆς με­γα­λαυ­χί­ας μας, τό σπί­τι μας, νά ξε­χω­ρί­ζει, νά προ­κα­λεῖ τόν φθό­νο. Με­γά­λη ἰ­δέ­α πλέ­ον ἡ με­γι­στο­ποί­η­ση τῆς κα­τα­να­λω­τι­κῆς εὐ­χέ­ρει­ας ἤ ἀ­πο­χαύ­νω­σης, ἀλ­λά «ὧ τίς ἤτ­τη­ται, τού­τω καί δε­δού­λω­ται». Ἔ­λε­γε ὁ ὀ­σι­α­κῆς μνή­μης γέ­ρον­τας Πα­ϊ­σι­ος ὁ Ἁ­γιο­ρεί­της: «Κλί­νου­με λά­θος τήν ἀν­τω­νυ­μί­α. Λέ­με ἐ­γώ, ἐ­σύ, αὐ­τός, ἐ­νῶ ἔ­πρε­πε αὐ­τός, ἐ­σύ, ἐ­γώ».

 Μά­ϊ­ος τοῦ 1919, ὁ ἔν­δο­ξος ἑλ­λη­νι­κός στρα­τός ἀ­πο­βι­βά­ζε­ται στήν ἀρ­χόν­τισ­σα τῆς Ἰ­ω­νί­ας, τή Σμύρ­νη. «Τά ὄ­νει­ρά μας τα­ξι­δεύ­ουν στό Αἰ­γαῖ­ο». «Χτυ­πῆ­στε Ὁ­μή­ρων ἰ­ω­νι­κές οἱ λύ­ρες / Σμύρ­νη ξα­νά, γεν­νή­τρι­ες εἶν’ οἱ μοῖ­ρες», ἀ­να­κρού­ει ὁ Κω­στής Πα­λα­μᾶς ἀ­πό τήν Ἀ­θή­να. Ἀλ­λά τό ὄ­μορ­φο ἐ­θνι­κό ὄ­νει­ρο ἀ­πό δι­κά μας λά­θη καί πά­θη, θα­να­τη­φό­ρα σύ­νερ­γα στά χέ­ρια τῶν ρα­δι­ούρ­γων συμ­μά­χων μας, κρά­τη­σε τρί­α χρό­νι­α καί τρεῖς μῆ­νες, ὅ­σο καί ἡ λάμ­ψη τῆς λόγ­χης τοῦ στρα­τοῦ μας στά πο­λυ­νε­κρά μέ­τω­πα τῶν μα­χῶν. Ἔ­πει­τα; Ἔ­πει­τα τόν Αὔ­γου­στο τοῦ ’22 ἦρ­θε ἐ­πά­νω στά φτε­ρά μί­ας μαι­νό­με­νης κα­ται­γί­δας ἡ ὀ­λέ­θρι­α συμ­φο­ρά. Ἀ­κού­γε­ται μί­α ἄλ­λη ἀ­γω­νι­ώ­δης κραυ­γή: Τό μέ­τω­πο ἔ­πε­σε. Για­τί; Πῶς φτά­σα­με στή συμ­φο­ρά. Θυ­μᾶ­μαι τόν Σο­λω­μό στούς «Ἐ­λεύ­θε­ρους Πο­λι­ορ­κη­μέ­νους»: «Ἀ­ρα­πι­ᾶς ἄ­τι, Γάλ­λου νοῦς, βό­λι Τουρ­κιᾶς, τό­πι Ἄγ­γλου/ Πέ­λα­γο μέ­γα πο­λε­μᾶ, βα­ρεῖ τό κα­λυ­βά­κι».

 

Πρῶ­τα οἱ κα­κουρ­γί­ες τῶν δῆ­θεν Συμ­μά­χων μας, πού δέν μπο­ροῦν νά ἀ­νε­χθοῦν ἀ­να­σύ­στα­ση τῆς Βυ­ζαν­τι­νῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας, τῆς Ρω­μα­νί­ας. Θέ­λουν μί­αν Ἑλ­λά­δα μι­κρά καί ἔν­τι­μο, ὑ­πο­τε­λῆ στά κε­λεύ­σμα­τά τους. Καί τό πέ­τυ­χαν. Αἰ­τί­α τῆς συμ­φο­ρᾶς καί ἡ ἔλ­λει­ψη ὁ­μό­νοι­ας τῶν Ἑλ­λή­νων, ὁ ἐ­παί­σχυν­τος κομ­μα­τι­σμός, ἡ γάγ­γραι­να πού κα­τα­τρώ­ει τά σω­θι­κά μας ἀ­πό τήν ἡ­μέ­ρα πού γί­να­με κρά­τος. Εἶ­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πώς ὅ­ταν ὁ Βε­νι­ζέ­λος ἔ­χα­σε τίς ἐ­κλο­γές τόν Νο­έμ­βρι­ο τοῦ ’20, ἐν μι­ά νυ­κτί ἐκ­δι­ώ­χτη­καν ἀ­πό τήν στρα­τιά οἱ ἐμ­πει­ρο­πό­λε­μοι ἀ­ξι­ω­μα­τι­κοί πού προ­σκειν­ταν σ’ αὐ­τόν. Καί δυ­στυ­χῶς ἡ ἱ­στο­ρί­α, δι­δά­σκει πώς κα­νείς δέν δι­δά­σκε­ται ἀπ’ αὐ­τήν. Βι­ώ­νου­με καί στίς μέ­ρες μας τό πυ­ορ­ρέ­ον αὐ­τό τραῦ­μα τοῦ ἐ­θνι­κοῦ μας βί­ου. Ἔ­τσι φτά­σα­με στόν μαῦ­ρο Αὔ­γου­στο τοῦ ’22. Προ­σκυ­νοῦ­με τά πά­θη τοῦ λα­οῦ μας. Ἡ Με­γά­λη Ἑ­βδο­μά­δα τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ τῆς Μι­κρᾶς Ἀ­σί­ας. Μέ­σα σέ λί­γες ὧ­ρες ἡ κοι­τί­δα τῶν με­γά­λων φι­λο­σό­φων, τῶν με­γά­λων Πα­τέ­ρων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἡ ἁ­γι­ο­τό­κος καί ἠ­ρω­ο­τό­κος Μι­κρά Ἀ­σί­α ξε­κλη­ρί­ζε­ται. Τό Γέ­νος χά­νει τόν ἕ­να πνεύ­μο­νά του. Καί ἡ Σμύρ­νη φλέ­γε­ται, κρα­νί­ου τό­πος. Γρά­φει ὁ Γάλ­λος συγ­γρα­φέ­ας Ἔντ. Ντρι­ό: «Χι­λιά­δες δυ­στυ­χεῖς ὑ­πάρ­ξεις σω­ρευ­μέ­νες κα­τά μῆ­κος τῆς προ­κυ­μαί­ας ρί­χτη­καν στή θά­λασ­σα. Σέ με­γά­λο μῆ­κος τοῦ λι­μα­νιοῦ ἑ­κα­τον­τά­δες πτω­μά­των εἶ­χαν γε­μί­σει τήν θά­λασ­σα, ὥ­στε νά μπο­ρεῖ νά βα­δί­σει κα­νείς πά­νω σ’ αὐ­τά. Τούς ἐ­πι­πλέ­ον­τες τούς ἀ­πο­τε­λεί­ω­ναν οἱ Τοῦρ­κοι μέ ξύ­λα καί σπα­θιά. Ἀ­να­ρίθ­μη­τες  ὑ­πάρ­ξεις προ­παν­τός γυ­ναῖ­κες, παι­διά καί γέ­ρον­τες ἐ­σφά­γη­σαν μέ­σα σέ αἴ­σχι­στες θη­ρι­ω­δί­ες». (Αὐ­τός εἶ­ναι ὁ πε­ρί­φη­μος «συ­νω­στι­σμός» στό λι­μά­νι τῆς Σμύρ­νης, πού κά­ποιοι Γραι­κύ­λοι τῆς σή­με­ρον προ­σπα­θοῦν νά πε­ρά­σουν στήν Ἐκ­παί­δευ­ση). Ὅ­λοι προ­σπα­θοῦν νά φύ­γουν. Ἕ­νας μό­νο μέ­νει πι­στός ἄ­χρι θα­νά­του: Ὁ ἅ­γι­ος Ἐ­πί­σκο­πός της Σμύρ­νης, ὁ Χρυ­σό­στο­μος. «Πα­ρά­δο­σις τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ κλή­ρου, ἀλ­λά καί ὑ­πο­χρέ­ω­σις τοῦ κα­λοῦ ποι­μέ­νος εἶ­ναι νά πα­ρα­μεί­νει μέ τό ποί­μνι­ό του», ἀ­παν­τᾶ στίς προ­τρο­πές γιά φυ­γή. Καί ἔ­μει­νε, κο­σμών­τας τό εἰ­κο­νο­στά­σι τοῦ Γέ­νους καί τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μᾶς αὐ­τός καί μα­ζί του δε­κά­δες ἑ­κα­τομ­μύ­ρι­α Χρι­στια­νῶν Ἑλ­λή­νων. Νά ἀ­να­φέ­ρω ἐ­δῶ μί­α ἄ­γνω­στη πτυ­χή τῆς τρα­γω­δί­ας. Σέ 300 χι­λιά­δες ὑ­πο­λο­γί­ζον­ται οἱ πρό­σφυ­γες πού πέ­θα­ναν με­τά τήν ἄ­φι­ξή τους στήν Ἑλ­λά­δα. Ἀ­πό τήν λύ­πη τους, ἀ­πό τόν κα­η­μό τους γιά τήν αἱ­μα­το­βαμ­μέ­νη πα­τρί­δα. Καί ὅ­μως, ἐ­κεῖ­νες οἱ ρη­μαγ­μέ­νες ψυ­χές πού ἔ­φτα­σαν στήν τα­λαί­πω­ρη πα­τρί­δα μας καί πού μο­σχο­βο­λοῦ­σαν σάν τό Τί­μι­ο Ξύ­λο, ὅ­πως θά ἔ­λε­γε ὁ Ἀ­ϊ­βα­λι­ώ­της δά­σκα­λος τοῦ Γέ­νους Φ. Κόν­το­γλου, ἔ­δω­σαν νέ­α πνο­ή σ’ αὐ­τήν, πρό­κο­ψαν, πρό­κο­ψε μα­ζί τους καί τό λυμ­φα­τι­κό κρά­τος.

    

Σή­με­ρα εἶ­ναι ἡ­μέ­ρα μνή­μης τῆς Γε­νο­κτο­νί­ας τοῦ Μι­κρα­σι­α­τι­κοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ. Δέν μνη­σι­κα­κοῦ­με. Εἴ­μα­στε Χρι­στια­νοί Ὀρ­θό­δο­ξοι. Ὅμως οἱ γε­νο­κτό­νοι τῶν παπ­πού­δων μᾶς Τοῦρ­κοι καί πά­λι ἀ­πει­λοῦν καί πά­λι μαί­νον­ται. Ἄς εἶ­ναι: «ἔ­χουν τά κόλ­λυ­βα στό ζω­νά­ρι τους», ἔ­λε­γε ὁ γέ­ρον­τας Πα­ΐ­σι­ος. Δέν εἶ­ναι αὐ­τοί τό με­γά­λο πρό­βλη­μα τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ. Ὄ­χι. Μές στήν πό­λη εἶ­ναι οἱ ὀ­χτροί. Πρέ­πει νά ἀν­τι­στα­θοῦ­με σέ μί­α δεύ­τε­ρη γε­νο­κτο­νί­α, πο­λύ πι­ό ὕ­που­λη, πού προ­σφυ­ῶς ὀ­νο­μά­στη­κε Γε­νο­κτο­νί­α τῆς Μνή­μης. Μι­λοῦν ὅ­λοι γιά κρί­ση. Καί ἐν­νο­οῦν οἰ­κο­νο­μι­κή. Ἡ λέ­ξη κρί­ση στή γλώσ­σα μᾶς ση­μαί­νει δί­κη. «Νῦν  και­ρός κρί­σε­ώς ἐ­στι». Δι­κά­ζε­ται καί κα­τα­δι­κά­ζε­ται ἕ­να ὁ­λό­κλη­ρο σύ­στη­μα πού θε­ω­ρεῖ ὑ­πέρ­τα­τη ἀ­ξί­α τό χρῆ­μα.

Πάν­το­τε, μί­ας ὑ­λι­κῆς κα­τάρ­ρευ­σης προ­η­γεῖ­ται μί­α ἠ­θι­κή κρί­ση, μί­α κρί­ση ἀ­ξι­ῶν, μί­α κρί­ση τῆς Παι­δεί­ας. «Ἐκ τῶν γραμ­μά­των γεν­νᾶ­ται ἡ προ­κο­πή καί λάμ­πουν τά ἔ­θνη», ἔ­λε­γε ὁ Ρ. Φε­ραῖ­ος. Ἀλ­λά ποι­ῶν γραμ­μά­των; Μᾶς ἀ­παν­τᾶ ὁ Μα­κρυ­γι­άν­νης: «Αὐ­τῶν πού δο­ξά­ζε­ται ὁ Θε­ός, πού γι­ο­μί­ζουν οἱ μα­θη­τές προ­κο­πή καί ἀ­ρε­τή καί πό­νο στήν πα­τρί­δα». Καί τέ­τοια δέν ἔ­χου­με. Δι­α­βά­ζω δύ­ο προ­φη­τι­κά κεί­με­να. Τό 1ο τῶν Ἁ­γιο­ρει­τῶν Πα­τέ­ρων, ἔ­τος 1984: «Ἀ­πό πολ­λά χρό­νι­α τώ­ρα γί­νε­ται προ­σπά­θει­α, δι­αρ­κῶς αὐ­ξα­νο­μέ­νη νά πο­λε­μη­θεῖ ἡ πί­στη. Νά βγεῖ ἀ­πό τά ἑλ­λη­νι­κά σχο­λεῖ­α ὁ Χρι­στός. Νά δι­α­στρε­βλω­θεῖ ἡ ἱ­στο­ρί­α μας. Νά εὐ­τε­λι­σθεῖ ἡ ση­μα­σί­α τῶν με­γά­λων ἑ­ορ­τῶν, πού τό­σο ζεῖ ὁ λα­ός μας. Νά παύ­σει ἡ Ὀρ­θό­δο­ξος Ἐκ­κλη­σί­α νά ἐ­πη­ρε­ά­ζει τή ζω­ή τοῦ Γέ­νους μας. Νά μεί­νει ὁ λα­ός μᾶς ἀ­προ­στά­τευ­τος, ἔκ­θε­τος, ἀ­ναι­μι­κός, ἕ­τοι­μη λεί­α καί τρο­φή ὁ­ποι­ου­δή­πο­τε αἰ­σθη­τοῦ ἤ νο­η­τοῦ θη­ρί­ου».

     Τό 2ο τοῦ Μι­κρα­σι­ά­τη νομ­πε­λί­στα μᾶς ποι­η­τῆ Γ. Σε­φέ­ρη: «Στά χρό­νι­α μας πρέ­πει νά μήν τό ξε­χνᾶ­με, τό ζή­τη­μα δέν εἶ­ναι πιά, ἄν θά γρά­φου­με κα­θα­ρεύ­ου­σα ἤ δη­μο­τι­κή. Τό τρα­γι­κό ζή­τη­μα εἶ­ναι ἄν θά γρά­φου­με ἤ ὄ­χι ἑλ­λη­νι­κά». Στό δη­μο­τι­κό σχο­λεῖ­ο δέν ὑ­πάρ­χει σή­με­ρα στά πι­ό ση­μαν­τι­κά βι­βλί­α τῆς γλώσ­σας, μί­α προ­σευ­χή, ἐκ­πα­ρα­θυ­ρώ­θη­καν ἀ­πό τά νέ­α βι­βλί­α τά δη­μο­τι­κά μας τρα­γού­δια, δέν ὑ­πάρ­χουν οἱ ἥ­ρω­ες, οἱ ἅ­γι­οι τά πρό­τυ­πα. Δι­δά­σκου­με συν­τα­γές μα­γει­ρι­κῆς, ὑ­πο­σι­τί­ζου­με πνευ­μα­τι­κά τά παι­διά μας, τά τρέ­φου­με μέ τά ξυ­λο­κέ­ρα­τα τῆς Δύ­σης. Στό Γυ­μνά­σι­ο καί στό Λύ­κει­ο δέν συ­ναν­τᾶ ὁ μα­θη­τής που­θε­νά τόν Ἐ­θνι­κό μας Ὕ­μνο, θά βρεῖ ὅ­μως κεί­με­να πού ἐκ­θει­ά­ζουν τήν ἀ­νη­θι­κό­τη­τα, τήν ἀ­φι­λο­πα­τρί­α, σέ μί­α γλώσ­σα ἀ­ναι­μι­κή, μί­ζε­ρη, ἄ­το­νη καί χω­ρίς πνεῦ­μα. «Ὅ­ταν οἱ ἐ­χθροί σου θά ἔ­χουν ξε­μά­θει τήν ὀρ­θο­γρα­φί­α τους, νά ξέ­ρεις ὅ­τι ἡ νί­κη πλη­σι­ά­ζει», γρά­φει σπου­δαῖ­ος γλωσ­σο­λό­γος.

 

«Τ’ ἄ­θε­α γράμ­μα­τα πα­ρα­μέ­ρι­σαν τούς ἁ­γί­ους καί τούς ἀ­γω­νι­στές καί βά­λα­νε στό κε­φά­λι τοῦ ἔ­θνους, ξέ­νους κι ἄ­πι­στους γραμ­μα­τι­σμέ­νους, πού πᾶ­νε νά νο­θέ­ψου­νε τή ζω­ή μας. Τ’ ἄ­θε­α γράμ­μα­τα κό­ψα­νε τό δρό­μο τοῦ ἔ­θνους καί τ’ ἀμ­πο­δᾶ­νε νά χα­ρεῖ τή λευ­τε­ριά του», κή­ρυτ­τε ὁ Πα­που­λά­κος. Τό Γέ­νος μας θά ἐ­πι­βι­ώ­σει ἐν μέ­σω τῆς νε­ο­τα­ξι­κῆς ἀ­θλι­ό­τη­τας, μό­νο ἄν ξα­να­ζή­σει τό πνεῦ­μα τῆς Ρω­μη­ο­σύ­νης: Ψυ­χή καί Χρι­στός μᾶς χρει­ά­ζε­ται στό σπί­τι, στό σχο­λεῖ­ο, στήν ἐρ­γα­σί­α, στήν πο­λι­τι­κή. Τό 1922 μπο­ρεῖ νά κα­τα­στρα­φή­κα­με, ὅ­μως, ἄς μήν ξε­χνᾶ­με πώς ὁ ἴ­διος λα­ός, με­τά ἀ­πό 20 χρό­νι­α, μέ­θυ­σε μέ τό ἀ­θά­να­το κρα­σί τοῦ Εἰ­κο­σι­έ­να πά­νω στά βου­νά τῆς Βο­ρεί­ου Ἠ­πεί­ρου.

     Θά κλεί­σω μέ κά­τι προ­σω­πι­κό. Ὁ προ­πάπ­πος μου χά­θη­κε στό Σαγ­γά­ρι­ο, δη­λώ­θη­κε ἀ­γνο­ού­με­νος. Ἡ προ­για­γιά μου ἔ­ζη­σε ὡς τά ’90, δέν ξα­πα­ναν­τρεύ­τη­κε, τόν καρ­τε­ροῦ­σε. Μᾶς ἔ­λε­γε: Εἶ­δα χτές βρά­δυ στόν ὕ­πνο μου τόν παπ­πού ( 23 χρο­νῶν πα­λι­κά­ρι ἔ­πε­σε). Ἐ­μεῖς τά παι­διά τήν κο­ρο­ϊ­δεύ­α­με. Πῶς τόν εἶ­δες, γέ­ρο ἤ νέ­ο; Πή­γαι­νε στό σεν­τού­κι, ἔ­βγα­ζε τό ἀ­ρι­στεῖ­ο ἀν­δρεί­ας, ἔ­κα­νε τό σταυ­ρό της καί ἔ­λε­γε μέ πε­ρη­φά­νει­α: «Αὐ­τό τό ἔ­δω­σε ἡ πα­τρί­δα στόν παπ­πού» καί δά­κρυ­ζε. Ναι, αὐ­τό εἶ­ναι Μι­κρά Ἀ­σί­α, αὐ­τό εἶ­ναι πα­τρί­δα, αὐ­τό εἶ­ναι ἡ Ρω­μιο­σύ­νη: θυ­σί­α, δά­κρυ­α, Σταυ­ρός καί ἱ­ε­ρά κό­κα­λα ἡ­ρώ­ων καί ἁ­γί­ων. Αἰ­ω­νί­α ἡ μνή­μη τῶν μαρ­τύ­ρων τῆς Μι­κρα­σι­α­τι­κῆς Γής.

 

Να­τσι­ός Δη­μή­τρης – Δά­σκα­λος- Κιλ­κίς   

(Ὁ­μι­λί­α πού ἐκ­φω­νή­θη­κε στόν μη­τρο­πο­λι­τι­κό να­ό «Ἁ­γί­ας Σκέ­πης», στήν Ἔ­δεσ­σα, στίς 20-Σέπ-2009)