Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
Ο Κωνσταντίνος Σάθας (1842-1914), Γαλαξειδιώτης στην καταγωγή, είναι ο « αφοσιωμένος πολυγραφώτατος, ερευνητικώτατος και εμβριθέστατος φυσιοδίφης» της Ελλάδος, όπως επιγραμματικά τον χαρακτηρίζει ο εξαίρετος ιστορικός Τάσος Γριτσόπουλος ( Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, Τόμος 10ος, στηλ. 1117-1119). Επί μία πεντηκονταετία ο Σάθας αναλώθηκε στην αποκάλυψη μιας εξόχου εποχής της Ελληνικής Ιστορίας, εντός της οποίας κυοφορήθηκε η μεγάλη Επανάσταση του 1821 και κερδήθηκε η ελευθερία του Έθνους. Γράφει στην ίδια σελίδα ο Γριτσόπουλος: «Το όνομα του Κ. Σάθα εις την ιστορικήν έρευναν καταλαμβάνει θέσιν σπουδαίαν δια το πολύ και πρωτότυπον υλικόν, που περισυνέλεξε και εξέδωκε με πολλάς στερήσεις και υγείαν των οφθαλμών του όχι σταθεράν…Επομένως πρόκειται δια χαλκέντερον ερευνητήν».
Ο διατελέσας πρόεδρος της Δημοκρατίας Κων. Τσάτσος, ανηψιός του Κ. Σάθα εκ μητρός, σημειώνει: «Ησχολήθη εκ των πρώτων με την σκοτεινήν αυτήν περίοδον της ιστορίας του Έθνους (Σημ. γρ. Την Τουρκοκρατία) και έφερε πρώτος εις φως ανεκτιμήτου αξίας κείμενα και σημαντικά γεγονότα…Απέθανε εις Παρισίους πτωχός και εγκαταλελειμένος, με την πικρίαν ότι δεν εβοηθήθη εις το εκδοτικόν του έργον».(Πρόλογος Κων. Τσάτσου εις βιβλίο Κων. Σάθα «Τουρκοκρατούμενη Ελλάς», Τόμος πρώτος, Εκδ. Οργ. Λιβάνη, Αθήνα, 1995, σελ. 11-12).
Το πλείστο μέρος του βίου του ο Σάθας το πέρασε στις βιβλιοθήκες της Βενετίας, των Παρισίων, των Αθηνών και των Πατριαρχείων της Ανατολής.
Στο βιβλίο του «Τουρκοκρατούμενη Ελλάς» (1η Εκδ. τέκνων Αν. Κορομηλά, Αθήνησι, 1869) με εμπεριστατωμένο και τεκμηριωμένο τρόπο περιγράφει το πώς οι Έλληνες από της ημέρας της Αλώσεως της Βασιλεύουσας αγωνίσθηκαν να διατηρήσουν την ταυτότητά τους και να αποτινάξουν τον ζυγό της τυραννίας. Γράφει στον πρόλογο (τον ονομάζει «Είδηση») του εν λόγω έργου ότι οι Έλληνες που διεσπάρησαν στην Δυτική Ευρώπη αποδείχθηκαν «στοιχεία ζωτικά, έκαστον των οποίων έφερεν εντός αυτού ολόκληρον το έθνος» και «το τέως μυκτηριζόμενον όνομα του Βυζαντινού Γραικύλου εθαυμάσθη υπό της Ευρώπης, την οποίαν εξεπαίδευσε και της οποίας τους στρατούς ωδήγησεν εις τα πεδία των νικών». Γράφει και για τον Έλληνισμό, που έμεινε στην υπό τυραννία πατρίδα, «αμέσως ανακύψας και επί των ορέων κατασκηνώσας κατά τον μέγαν εκείνον και πολυχρόνιον κλύδωνα ηνδρούτο διωκόμενος και εναλλάξ νικών και νικώμενος παρθένος διετηρήθη, ως οι διασώσαντες αυτόν παρθενικοί βράχοι» (Σελ. α΄ και β΄).
Για όλη αυτή τη δράση του Έθνους τονίζει ο Σάθας, στην ίδια «Είδηση»: «Υπέρ πίστεως και πατρίδος ηγωνίσθη το έθνος. Δια του σταυρού και της ρομφαίας απέκτησε την ελευθερίαν. Οι μάρτυρες της ορθοδόξου πίστεως και οι αρειμάνιοι του εθνισμού πρόμαχοι εισίν οι δίδυμοι της ελληνικής ελευθερίας αστέρες» (Σελ. β΄).
Γράφει και κάτι πολύ επίκαιρο σήμερα ο Σάθας: «Η Δύση με την Άλωση είδε να εκπληρώνεται ο σκοπός, τον οποίο «από εξακοσίων ετών λυσσωδώς επεδίωκεν» (Σελ. 1). Αλλά η χαρά της εκείνη ήταν στιγμιαία, διότι οι Φράγκοι αμέσως έκπληκτοι είδαν ότι οι Τούρκοι εξ ίσου θεωρούσαν εχθρούς και τους λατρεύοντας τον Χριστόν και τους ασπαζομένους τα σανδάλια του θεωρουμένου διαδόχου του αλιέως (Απ. Πέτρου). Και σήμερα στη Δύση κάποιοι δεν θέλουν να καταλάβουν ότι οι προκλήσεις των Τούρκων σε βάρος της Ελλάδος και της Κύπρου αφορούν άμεσα και τους ίδιους.
Η επίμοχθη εργασία του Σάθα στη Βενετία, από το 1872 έως το 1894, στη Μαρκιανή βιβλιοθήκη και σε αυτή της ενορίας του Αγ. Γεωργίου των Ελλήνων, απέδωσε την έκδοση της επτάτομης «Μεσαιωνικής Βιβλιοθήκης». Αυτή περιέχει συλλογή βυζαντινών και μεταβυζαντινών κειμένων, μετά εισαγωγών και υπομνημάτων. Σημαντικό για την κατανόηση της εποποιίας των Ελλήνων για να φθάσουν στην Επανάσταση του 1821 είναι το άνω των χιλίων σελίδων σύγγραμμά του «Βιογραφίαι των εν τοις γράμμασι διαλαμψάντων Ελλήνων (1453 – 1821)» (Εν Αθήναις, Τυπ. Τέκνων Ανδρ. Κορομηλά, 1868). Στο εν λόγω πόνημά καταγράφει 1315 διδασκάλους του Γένους, από τους οποίους οι 365 τον 18ο αιώνα. Σχεδόν όλοι τους είναι κληρικοί, ή λαϊκοί πιστά μέλη της Ορθοδόξου Εκκλησίας (Βλ. σχ. Γ.Ν. Παπαθανασόπουλου «Ο Διαφωτισμός και ο Ελληνισμός», Εκδ. «Τήνος», Αθήναι, 2019, σελ. 28-29).
Ο Σάθας ζει στην εποχή, που πολλοί μορφωμένοι Έλληνες επηρεάζονται από το μίσος του Κοραή προς τον άνω της χιλιετίας διατηρηθέντα Βυζαντινό πολιτισμό. Ο ίδιος δεν έμεινε ανεπηρέαστος. Στην εργασία του «Έλληνες στρατιώται εν τη Δύσει και αναγέννησις της Ελληνικής τακτικής» γράφει ότι υπήρχε αντίθεσις μεταξύ Βυζαντίου και Ελλήνων, λες και οι Έλληνες δεν ήσαν το Βυζάντιο. Στη συνέχεια απεναντίας αναφέρει: «Η αληθής αναγέννησις του ελληνικού έθνους άρχεται από της ιδρύσεως (Σημ. γρ. Αμέσως μετά την Άλωση) των πρώτων εν Ελλάδι σχολείων, εν οις παραδόξως βλέπομεν αυτούς τους καλογήρους διδασκάλους, εμπνέοντας εις τους ακροατάς των ίσην προς την πατρίδα και την πίστιν αγάπην. Εν ονόματι του Λεωνίδα και του Χριστού πίπτουσιν εν Θερμοπύλαις δύο καλόγηροι, ο Διάκος και ο Σαλώνων Ησαΐας….» (Περ/κό «ΕΣΤΙΑ», τόμος ΙΘ΄ -2/6/1885 και Τόμος Κ΄ -8/9/1885, Ανατύπωση Βιβλ. Διονυσίου Νότη Καραβία, Αθήνα, 1986, σελ. 40).
Ως έντιμη προσωπικότητα ο Σάθας διχάζεται ανάμεσα στα όσα γράφει αβασάνιστα ο Κοραής και σε όσα ο ίδιος ανακαλύπτει στην μακροχρόνια ιστορική έρευνά του. Ένα παράδειγμα: Στη μελέτη για τους στρατιώτες στη Δύση γράφει πως στα μέσα του 15ου αιώνα στην Βενετία υπήρχαν αρκετές χιλιάδες Έλληνες, που ζούσαν «περιφρονούμενοι ως σχισματικοί και αναγκαζόμενοι να φοιτώσι εις τους καθολικούς ναούς. Ούτε τα πτώματα των νεκρών εσέβετο ο φανατικός παπικός κλήρος, όστις ελάμβανε μεν χρήματα, όπως τοις χορηγήση ταφήν, αλλά μετ’ ολίγον τους εξέθαπτε και τους έρριπτε εις την θάλασσαν». Τότε οι υπηρετούντες στον ενετικό στρατό άνδρες υπέβαλαν στο συμβούλιο των Δέκα αναφορά, με την οποία ζήτησαν να επιτραπεί στο ελληνικό γένος να κατασκευασθεί ναός στο όνομα του προστάτη τους Αγίου Γεωργίου. Το αίτημα έγινε δεκτό και έκτοτε οι Έλληνες στη Βενετία έχουν το Ναό τους. Η αναφορά των Ελλήνων στρατιωτών άρχιζε έτσι: « Έκαστος πιστός χριστιανός χρεωστεί να προτιμά παντός άλλου την αγίαν θρησκείαν, θεραπεύων ταύτην πάση δυνάμει και επιμελεία, ως αρχήν και θεμέλιον πάσης πράξεως και οδηγόν προς το ποθητόν τέλος της μακαριότητος» (Αυτ. σελ. 247-249).
Όπως συμβαίνει με πολλούς λογίους, που προσέφεραν πολλά στην Πατρίδα, έτσι και ο Κων. Σάθας και το σπουδαίο έργο του έχουν αποθάνει στη μνήμη των περισσοτέρων Ελλήνων. Ακόμη και των Γαλαξειδιωτών, των απογόνων της ιδιαίτερης Πατρίδος του. Για το Γαλαξείδι εξέδωσε, με δική του επιμέλεια, το 1865 ένα από τα σημαντικότερα μεταβυζαντινά κείμενα, με τον τίτλο «Το χρονικό του Γαλαξειδίου», γραμμένο το 1703 από τον ιερομόναχο Ευθύμιο (Πενταγιώτη) στη μονή του Σωτήρος Χριστού, στο Γαλαξείδι.-
12/1/20