«Η προσευχή της καρδιάς μου, μου έδινε τόσην ανακούφιση ώστε αισθανόμουν ότι δεν υπήρχε ευτυχέστερο πλάσμα από εμένα στην γη»

(Από το βιβλίο «Οι περιπέτειες ενός προσκυνητού»)

Η προσευχή της καρδιάς μου, μου έδινε τόσην ανακούφιση ώστε αισθανόμουν ότι δεν υπήρχε ευτυχέστερο πλάσμα από εμένα στην γη και διαλογιζόμουν πόσο μεγαλύτερη θα ήταν η ευτυχία, στην Βασιλεία των Ουρανών. Η αγαλλίαση αυτή δεν περιοριζόταν μόνο στην ψυχή μου μέσα, αλλά και όλον τον άλλο κόσμο γύρω μου τον έβλεπα ότι ήταν βουτηγμένος στην ομορφιά και την ευφροσύνη. Το κάθε τι μου προξενούσε αυθόρμητες ευχαριστίες προς τον Θεό. Τους ανθρώπους, τα δένδρα, τα φυτά, τα ζώα, όλα τα θεωρούσα σαν συγγενικά μου πλάσματα, και διέβλεπα μέσα σ’ αυτά την μαγεία της μυστηριώδους δύναμης του Θεού. Μερικές φορές η χαρά μ’ έκανε να νομίζω ότι δεν περπατούσα, αλλά πετούσα. Άλλοτε συγκέντρωνα τις σκέψεις μου στον εαυτόν μου και θαύμαζα την λεπτομέρεια, την σκοπιμότητα, την τελειότητα και την σοφία με την οποίαν πλάστηκαν για να εργάζονται, όλα τα διάφορα όργανα του ανθρώπινου οργανισμού. Τέλος η πολλή μου χαρά μ’ έκανε να θεωρώ τον εαυτό μου σαν κυρίαρχο όλου του κόσμου. Σ’ αυτές τις καταστάσεις της πνευματικής ευτυχίας, ευχόμουν να έλθει ο θάνατος, για να μετατεθώ απ’ την ευτυχία της γης, αμέσως στην ευφροσύνη των ουρανών και να προσκυνήσω το “υποπόδιον των ποδών του Κυρίου”, μαζί με τα πνεύματα εκείνων που ελεήθηκαν απ’ Αυτόν.