Η Παναγία και οι Αιρετικοί

ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Θ. ΚΟΚΟΡΗ

    Ο συρφετός των αιρετικών σκανδαλίζονται διότι ημείς οι Ορθό­δοξοι αποκαλούμε την Θεοτόκο Παναγία. Διερωτώνται, είναι δυνα­τόν ο Θεός να είναι Άγιος, να είναι ο Χριστός Άγιος και η Μαρία Παναγία; Είναι δηλαδή αγιώτερη από τον Θεό;

Χιλιασταί, Πεντηκοστιανοί, και λοιποί Προτεστάντες αιρετικοί «εσκεμμένως» δεν κατανοούν υπό ποιαν έννοια αποκαλούμε την Μα­ρία Παναγία.

Ας δούμε τι λέγει η Γραφή:

Γνωρίζουμε ότι ο Θεός είναι ο μόνος αγαθός:   -Τι με λέγεις αγαθόν; ουδείς αγαθός ει μη εις ο Θεός (Ματθ. ιθ’ 17, Μάρκ. ι’ 18).

Ο Χριστός ελέγχοντας τον πλούσιο νεανία, αποκλείει να υπάρ­χουν άλλοι αγαθοί πλην του Θεού. Αν αγαθοί δεν υπάρχουν, ασφα­λώς δεν θα υπάρχουν αγαθότατοι.

Λέγει ο Λουκάς:   Έδοξε κάμοί, παρηκολουθηκότι άνωθεν πάσιν ακριβώς, καθεξής σοι γράψαι, κράτιστε Θεόφιλε (Λουκ. α’ 3).

Ο Λουκάς αποκαλεί τον Θεόφιλο κράτιστον. Τι σημαίνει το κράτιστε Θεόφιλε; Αγαθότατε Θεόφιλε. Η λέξις κράτιστος είναι υπερ­θετικός βαθμός του επιθέτου Αγαθός (Αγαθός, κρείττων, κράτιστος η Αγαθός, αγαθότερος, Αγαθότατος). Γεννάται λοιπόν η απορία: Δηλαδή ο Θεός είναι ο μόνος αγαθός, αλλά ο Θεόφιλος είναι αγαθό­τατος;

Αξιοσυμπάθητοι αιρετικοί, η σύγκρισις δεν είναι μεταξύ Θεού και Θεοφίλου. Αλλά μεταξύ Θεοφίλου και ανθρώπων. Ο Θεόφιλος είναι αγαθότατος συγκρινόμενος με πονηρούς ανθρώπους. Είναι αγα­θότατος με σχετική έννοια. Ο Θεός είναι αγαθός εν απολύτω εννοία φύσει και ουσία. Ο Θεός είναι ο μόνος αγαθός και δεν συγκρίνεται με τους αγαθοτάτους ανθρώπους, διότι μια τέτοια σύγκρισις είναι αδιανόητος. Έτσι ουδέποτε λέμε για τον Θεό αγαθότερος η αγαθότα­τος, διότι το απόλυτο και το μοναδικό δεν επιδέχεται σύγκρισι.

Αλλά και πονηρούς ανθρώπους χάριν φιλοφρονήσεως η Γραφή αποκαλεί αγαθότατους:

Τω κρατίστω ηγεμόνι Φήλικι (Πράξ. κγ’ 26). Κράτιστε Φήλιξ (Πράξ. κδ’ 3). Κράτιστε Φήστε (Πράξ. κστ’ 25).

Μήπως οι πονηροί και ειδωλολάτρες Φήλις και Φήστος είναι αγαθό­τεροι του Θεού;

Όταν λοιπόν αποκαλούμε την Θεοτόκο Παναγία δεν την συγκρί­νουμε με τον Θεό. Άπαγε της βλασφημίας! Αλλά θεωρούμε ότι υπερέχει σε αγιότητα όλων των άλλων χτισμάτων, και των αγγέλων και των ανθρώπων.

Ο Θεός είναι φύσει και ουσία και εν απολύτω εννοία άγιος, και δεν συγκρίνεται με τα κτίσματά του. Η Θεοτόκος είναι θέσει αγία και συγκρίνεται με τα άλλα δημιουργήματα του Θεού. Όλων αυτών είναι αγιωτέρα, τιμιωτέρα και καθαρωτέρα.

Κατά τους αιρετικούς δεν υπάρχει έκφρασις στην Αγία Γραφή που να χαρακτηρίζει κατάστασι ανωτέρα του άγιος. Φαίνεται ότι δεν μελετούν την Αγία Γραφή. Διότι υπάρχουν αντικείμενα τα οποία υπό της Αγίας Γραφής καλούνται αγιώτατα. μάλιστα δε είναι λόγια του Θεού. Είναι λόγια του Αγίου Πνεύματος διότι πάσα Γραφή Θεόπνευ­στος (Β’ Τιμ. γ’ 16) και υπό Πνεύματος Αγίου φερόμενοι ελάλησαν άγιοι Θεού άνθρωποι (Β’ Πέτρ. α’ 21).

Στην Εβραϊκή γλώσσα τα παραθετικά των επιθέτων σχηματίζο­νται περιφραστικώς. Έτσι όταν θέλουν να χαρακτηρίσουν κάτι ως αγιώτατον, χρησιμοποιούν την έκφρασι άγιον αγίων.

Η Αγία Γραφή (κατά τους εβδομήκοντα, Ο’) σε περισσότερα από σαράντα χωρία χαρακτηρίζει πράγματα ως Άγια αγίων.

Στην δε μετάφρασι του Ν. Βόμβα, η φράσις Άγια αγίων αποδίδε­ται με την λέξι αγιώτατα.

Ας δούμε μερικά χωρία:

Επτά ημέρας καθαριείς το θυσιαστήριον και αγιάσεις αυτό, και έσται το θυσιαστήριον άγιον του αγίου (Εξ. κθ’37(Ο’)).

Επτά ημέρας θέλεις κάμνει εξιλέωσιν υπέρ του θυσιαστηρίου και θέλεις αγιάζει αυτό, και θέλει είσθαι θυσιαστήριον αγιώτατον (Μασσορ. μετάφ. Βάμβα) (Ίδε και λ’ 10).

Κατ’ εντολήν του Θεού ο Μωυσής καθαγιάζει δια θυσιών το θυ­σιαστήριο ώστε τούτο να γίνη αγιώτατον.

Και το θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων και πάντα αυτού τα σκεύη και την τράπεζαν και πάντα τα σκεύη αυτής και τον λουτήρα και την βάσιν αυτού και αγιάσεις αυτά, και έσται άγια των αγίων (Εξ. λ’28-29 (Ο’)).

… και θέλεις αγιάσει αυτά, δια να ήναι αγιώτατα, (κατά μετάφρασι Βάμβα).

Ο Θεός διατάσσει τον Μωϋσή να χρίση με το έλαιον του χρίσμα­τος άπαντα τα λειτουργικά σκεύη, ώστε να γίνουν αυτά αγιώτατα.

Και ποιήσουσιν εν αυτώ θυμίαμα… άγιον των αγίων ίσται υμίν (Εξ. λ’ 34-36 (Ο’)).

Και θέλεις κάμει τούτο θυμίαμα, σύνθεσιν κατά την τέχνην του μυρεψού, μεμιγμένον, καθαρόν, άγιον… τούτο θέλει είσθαι εις εσάς αγιώτατον (Βάμβας).

Ο Θεός δίδει εντολή και υποδεικνύει τον τρόπο παρασκευής του θυμιάματος, το οποίο αποκαλεί αγιώτατον.

Προσφορά σεμιδάλεως κλπ: …Και το λοιπόν από της θυσίας Ααρών και τοις υιοίς αυτού, άγιον των αγίων από των θυσιών Κυρίου (Λευϊτ. β’ 3 (Ο’)).

…Είναι αγιώτατον εκ των θυσιών των γινομένων δια πυράς προς τον Κύριον (Βάμβας).

Τα προσφερόμενα είδη χαρακτηρίζονται υπό του Θεού αγιώτατα. (Ιδέ και στίχ. 10).

Και έσται αυτοίς η απαρχή δεδομένη εκ των απαρχών της γης, άγιον αγίων από των ορίων των Λευιτών (Ιεζ. μη’ 12 (Ο’)).

Και αύτη η αφιερωθείσα μερίς της γης θέλει είσθαι εις αυτούς αγιωτάτη, πλησίον του ορίου των Λευιτών (Βάμβας).

Το τμήμα της γης που παραχωρείται στους Ιερείς, χαρακτηρίζε­ται υπό του Θεού ως γη αγιωτάτη.

Αφού λοιπόν η Γραφή χαρακτηρίζει αντικείμενα ως αγιώτατα, δυνάμεθα και εμείς να αποδίδωμε αναλόγως τον αυτό χαρακτηρισμό.

Λένε οι αιρετικοί (βιβλίο τους Παραδόσεις σελ. 30), ότι ο Θεός ονομάζει τον εαυτόν του «ο Άγιος» και είναι ο ανώτερος τίτλος που παίρνει ο Θεός (Ησ. νζ’ 15).

Τους λέμε ότι η λέξις Άγιος στον Θεό είναι όνομα και όχι τίτλος:

Διότι ούτω λέγει ο Ύψιστος και ο Υπέρτατος, ο κατοικών την αιωνιότητα, του οποίου το όνομα είναι ο Άγιος (Ησ. νζ’ 15).

Το κείμενο δε των Ο’ (Εβδομήκοντα) λέγει: …άγιος εν αγίοις όνομα αυτώ (αυτόθι), και είναι Εβραϊσμός, που κατά ακριβή μετάφρασι σημαίνει: το όνομά του είναι αγιώτατος, και σημαίνει ότι εν τη φύσει του ο Θεός είναι ο υπέρ άγαν άγιος.

Επίσης ισχυρίζονται ότι ο Χριστός ονομάζει τον εαυτόν του με τον τίτλο Ο Άγιος (Αποκ. γ’ 7). Τους λέμε ότι η Γραφή ονομάζει τον Χριστό άγιον αγίων ήτοι αγιώτατον.

Εβδομήκοντα εβδομάδες συνετμήθησαν επί τον λαόν σου και επί την πόλιν την αγίαν σου… του χρίσαι άγιον αγίων (Δαν. θ’ 24).

Ο Γαβριήλ ερμηνεύοντας την προφητεία του Ιερεμίου περί των 70 εβδομάδων (Ιερ. κε’ 11, 12), αποκαλεί τον Χριστό Άγιον αγίων, ήτοι Αγιώτατον. Και χαρακτηρίζεται ως Άγιος Αγίων, Αγιώτατος, ο άνθρωπος Ιησούς.

Η Γραφή μας λέγει ότι ο Θεός είναι ο μόνος Άγιος:

Ότι ουκ έστιν άγιος ως Κύριος, και ουκ έστι δίκαιος ως ο Θεός ημών· ουκ έστιν άγιος πλην σου (Α’ Βασ. (Σαμ) β’ 2).

Επίσης η Γραφή λέγει ότι υπάρχουν δυσεξαρίθμοι άγιοι (π.χ. Ιούδ. 14). Τι σημαίνουν αυτά;

Σημαίνουν ότι ο Θεός είναι απόλυτα άγιος, αλλά υπάρχουν άν­θρωποι και άγγελοι σχετικώς άγιοι και ουδόλως συγκρινόμενοι με τον Θεό.

Ο Θεός είναι ο Υπεράγιος με απόλυτο έννοια και άνευ συγκρίσεως, αλλά και η Θεοτόκος είναι Παναγία σχετικώς και σε σύγκρισι με τους άλλους αγίους.

Συ Βασιλεύ, Βασιλεύς βασιλέων, ω ο Θεός του ουρανού βασι­λείαν ισχυράν και έντιμον έδωκεν (Δαν. β’ 37).

Γνωρίζομε ότι ο Θεός είναι Βασιλεύς Βασιλέων (Α’ Τιμ. στ’ 15, Αποκ. ιθ’ 16). Ο Δανιήλ αποκαλεί τον Ναβουχοδονόσορα βασιλέα βασιλέων. Μήπως είναι ίσος με τον Θεό; Ασφαλώς όχι. Αλλά είναι βασιλεύς βασιλέων εν σχέσει με τους ανθρώπους και όχι σε σύγκρισι με τον Θεό.

Ο τίτλος Παναγία δεν είναι εφεύρημα των νεωτέρων χρόνων, αλλά απονέμεται στην Θεοτόκο υπό του Ωριγένους τον Β’ αιώνα: Καλώς δε καρπόν κοιλίας της Παναγίας Παρθένου η Ελισάβετ ωνόμασε δια το μη εξ ανδρός είναι το κυοφορούμενον… (Ωριγ.).

Κατά ταύτα:

Η Θεοτόκος και Αειπάρθενος Μαρία είναι Υπεραγία και Πανα­γία σε σύγκρισι με τους ανθρώπους. Υπερβαίνει τους πάντας σε κα­θαρότητα και αγιότητα.

Ίδε και τα χωρία: Εξοδ. μ’ 10, Λευϊτ, στ’ 17, 25, 29, ζ’ 1, 6, ι’ 12, 17, ιδ’ 13, κδ’9, Α’ Παρ. (Χρον.)κγ’ 13, Β’ Παρ. (Χρον.)λα’ 14, Εσδ. β’ 63, Νεεμ. ζ’ 65, Ιεζ. μβ’ 13, μγ’ 12 (Μασσ. κείμενον), κατά τα οποία σκεύη του Ναού, ζώα προς θυσία, τμήματα γης, πράγματα και αντικείμενα αναφέρονται ως αγιώτατα.

 Ασέβειες αιρετικών.

Οι τα πάντα διαστρεβλώσαντες ασεβείς και ανόσιοι αιρετικοί επιστρατεύοντες χωρία αναφερόμενα στην δόξα και μεγαλοπρέπεια του Θεού, αρνούνται την απόδοσι τιμής και δόξης προς την Θεοτόκο.

Οι Ορθόδοξοι πιστεύομε ότι, στον Θεό ανήκει λατρευτικής τιμή και δόξα, και, ότι μπορούμε να τιμάμε σχετικής την Θεοτόκο.

Οι αιρετικοί καπηλεύονται το εξής χωρίον:     Και υστερήσαντος οίνου λέγει η μήτηρ του Ιησού προς αυτόν· οί­νον ουκ έχουσι. Λέγει αυτή ο Ιησούς· Τι εμοί και σοι, γύναι; ούπω ήκει η ώρα μου (Ιωάν. β’ 3-4).

Παρερμηνεύοντες την φράσι του Ιησού τι εμοί και σοι, γύναι, λένε ότι ο Χριστός απευθύνεται στην Μαρία ελεγκτικώς και επιτιμητικώς. Εκ πρώτης όψεως και προχείρου και επιπολαίας προσεγγίσεως της φράσεως φαίνεται να δικαιώνεται η άποψις των αιρετικών.

Ας δούμε πως ορθώς έχει:     Φαίνεται άτι η Θεοτόκος γνωρίζει τις θείες ικανότητες του Υιού της. Γι’ αυτό του θέτει ύπ’ όψιν την έλλειψι του οίνου, ώστε να προκαλέσει θαύμα. Απευθύνεται σ’ Αυτόν ως Θεόν. Ο Χριστός κατανο­ώντας τούτο της συνιστά προσοχή. Αν η φράσις του Χριστού ήταν επιτιμητική, τι σκοπό και τι νόημα θα είχε το Ούπω ήκει η ώρα μου, δεν ήλθε ακόμη η ώρα μου. Είναι σαν να λέγη στην μητέρα του: Τι μου λέγεις να κάνω; Μην βιάζεσαι, δεν ήλθε η κατάλληλη στιγμή. Τούτο συμπεραίνεται από την συνέχεια των λόγων της Θεοτόκου:

Λέγει η μήτηρ αυτού τοις διακόνοις· ό,τι αν λέγη υμίν, ποιήσατε (Ιωάν. β’ 5).

Τούτο δεν συνιστά αυθάδεια της Θεοτόκου, αλλά φαίνεται ότι στον τόνο της φωνής και στην έκφρασι του Ιησού υπήρχε κάτι που ενεθάρρυνε την Θεοτόκο. Γι’ αυτό και προτρέπει τους υπηρέτας να τον υπακούσουν. Αν ο Χριστός την επιτιμούσε, ασφαλώς η ταπεινή κόρη Μαριάμ, που γνώριζε ότι ο Υιός της είναι και Θεός, δεν θα τολ­μούσε να του αυθαδειάση.

Το ότι την αποκαλεί γύναι δεν σημαίνει υποτιμητική προσφώνησι. Η προσφώνησις γύναι στους αρχαίους είχε την έννοια αυτού που σήμερα λέμε: Κυρία.

Ο Χριστός από του σταυρού λέγει στην μητέρα Του: Ιησούς ουν ιδών την μητέρα και τον μαθητήν παρεστώτα δν ηγάπα, λέγει τη μητρί αυτού· Γύναι, ίδε ο υιος σου. (Ιωάν. ιθ’ 26).

Λίγο προ του θανάτου Του, φροντίζοντας ως τελευταία υποθήκη τα της μητρός του, προσφωνεί αυτήν με την λέξι γύναι. Και η όλη έκφρασις του Ιησού δείχνει την αγάπη Του, την φροντίδα Του και το ενδιαφέρον Του για την μητέρα Του, ώστε η προσφώνησις γύναι να συνιστά τίτλον τιμής.

   Τα στίφη των βλασφήμων αιρετικών εφευρίσκουν τρόπους για να ασεβούν. Αφού προσβάλλουν το πρόσωπο του Θεού, στρέφονται και κατά των αγίων Αυτού. Ένα από τα άγια πρόσωπα που καθ’ υπερβο- λήν μισούν είναι η Υπεραγία Θεοτόκος. Εκφράζονται με τόσο φθό­νο και κακία εναντίον της, και χρησιμοποιούν τόσο υποτιμητικές εκφράσεις, που μόνο άνθρωποι κατεχόμενοι από πάθη αβυσσαλέας κα­κίας θα το αποτολμούσαν.

Το τροπάριο του Μικρού Παρακλητικού κανόνος που λέγει «άλα­λα τα χείλη των ασεβών των μη προσκυνούντων την εικόνα σου την σεπτήν» τους παρέχει την ευκαιρία να κατασυκοφαντήσουν την Θεο­τόκο και οτιδήποτε αναφέρεται στο πρόσωπό της.

Λένε, είναι δυνατόν να λέγονται τέτοια λόγια ως προσευχή, ώστε να μουγγαθούν τα στόματα τα οποία δεν προσκυνούν ένα είδωλο;

Απάντησις: Η φράσις «άλαλα τα χείλη» είναι της Αγίας Γρα­φής. Ελέχθη από τον προφητάνακτα Δαβίδ, ως προσευχή κατά του Αχιτόφελ, ο οποίος εξεφράζετο υβριστικώς εναντίον του, και προ­σπαθούσε να τον εξουθενώση και φονεύση.

Λέγει η Γραφή στον Ψαλμ. λ’ 19: «Άλαλα γεννηθήτω τα χείλη τα δόλια, τα λαλούντα κατά του δι­καίου ανομίαν εν υπερηφανία και εξουδενώσει».

Το περιστατικό αναφέρεται στο Β’ Βασ. Ιζ’ 1-3. Η φράσις ως περιεχομένη στον λ’ Ψαλμό είναι Θεόπνευστος (Β’ Τιμ. γ’ 16). Ο Δαβίδ θεωρώντας τον εαυτόν του δίκαιον και αδικούμενον από τον υιό του Αβεσσαλώμ και τον Αχιτόφελ, παρακαλεί τον Θεό να βουβάνη το στόμα του τελευταίου επειδή κατασυκοφαντούσε τον δίκαιο. Έχο­ντας υπ’ όψι το περιστατικό αυτό ο υμνογράφος του παρακλητικού κανόνος, και γνωρίζοντας πόσο πολύ κατασυκοφαντούν το πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου οι αιρετικοί όλων των εποχών, οι οποίοι μη τιμώντες το πρόσωπο της Θεοτόκου, απορρίπτουν κάθε τι σχετι- ζόμενο μαζί της, εκφράζεται τοιουτοτρόπως. Επειδή η ύβρις πολλές φορές εκφράζεται μέσω αντικειμένων που έχουν σχέσι με το υβριζόμενο πρόσωπο, όπως και η τιμή εκφράζεται μέσω αυτών, πολλοί χρησιμοποιούν αυτά τα αντικείμενα για να προσβάλουν το σχετιζόμενο πρόσωπο. Έτσι όποιος θέλει να υποτιμήση κάποιον προσβάλλει και την φωτογραφία του ακόμη.

Και όπως η τιμή προς την εικόνα επί το πρωτότυπο αναβαίνει, τούτ’ αυτό συμβαίνει και με την ύβρι. Οποίος λοιπόν δεν τιμά το εικονιζόμενο πρόσωπο της Θεοτόκου, ούτε αυτήν την ίδια τιμά. Και όποιος υποτιμητικώς φέρεται προς την εικόνα της, υποτιμά αυτήν.

Περί αυτών των υβριστών αναφέρεται ο υμνογράφος, οι οποίοι ως μη τιμώντες και μη σεβόμενοι το εικονιζόμενο πρόσωπό της, ούτε αυτήν την ίδιαν τιμούν.

Αν λοιπόν η Γραφή θεωρεί δίκαιο τον Δαβίδ και επιτρέπει την έκφρασι του Ψαλμού, πόσα περισσότερα θα μπορούσε να λεχθούν κατ’ εκείνων οι οποίοι εξουθενώνουν την Αειπάρθενο Κόρη, η οποία κατά πολύ υπερέχει, σε αγιότητα και δικαιοσύνη, και καθαρότητα και κάλος του Δαβίδ.

https://www.entaksis.gr