Η ἀπελευθέρωση τῆς Βέροιας

Ἀθηνᾶς Στ. Παπαϊωάννου

Φιλολόγου, λογοτέχνιδος

16 Ὀκτωβρίου 1912! Ἡμέρα ξεχωριστή γιά τήν πόλη τῆς Βέροιας, ἡμέρα Ἀναστάσιμη, ἡμέρα Λαμπρῆς, ἀφοῦ ἀπελευθερώνεται ἀπό τόν Ἑλληνικό στρατό, μετά ἀπό 464 χρόνια ἐπάρατης σκλαβιᾶς στόν Τουρκικό ζυγό. Ὁ Ἑλληνικός στρατός, ἀκολουθώντας τή νικηφόρα του πορεία, φθάνει στά πρόθυρα τῆς Βέροιας, μέ τή 2η Μεραρχία καί, ἀφοῦ διέλυσε μικρή τουρκική δύναμη στά στενά τοῦ Τριποτάμου καί στό Ξηρολίβαδο, μέ τήν 4η Μεραρχία, εἰσέρχεται, θριαμβευτικά, στήν πόλη, μέ προπορευόμενο τό ἔφιππο ἀπόσπασμα, ὑπό τόν ἴλαρχο Πέτρο Μάνο καί τό ἑπόμενο τμῆμα πεζικοῦ, ὑπό τόν λοχαγό Ἀντώνιο Βίγγο.

Μέ τήν εἴσοδο τοῦ Ἑλληνικοῦ στρατοῦ στή Βέροια, οἱ τουρκικές ἀρχές ὕψωσαν λευκή σημαία, σέ ἔνδειξη ὑποταγῆς καί ὁ τουρκικός στρατός ἀποχώρησε. Οἱ δύο Κοινότητες συνεννοήθηκαν γιά εἰρήνευση καί συνεργασία, ὥστε νά ἀποφευχθοῦν τυχόν ἀντεκδικήσεις, μέ λεηλασίες, ἁρπαγές, βεβηλώσεις καί βιαιοπραγίες. Ὁ ἀπερχόμενος, ὅμως, τουρκικός στρατός ἐξοργισμένος γιά τήν ὑποχώρηση, κατέστρεψε πολλές γέφυρες καί μάλιστα αὐτές τῶν ποταμῶν Ἀξιοῦ καί Λουδία. Οἱ Ἕλληνες ἀντέδρασαν ἄμεσα καί συγκεντρώθηκαν ὅσα κενά βαρέλια ὑπῆρχαν στή Βέροια, ὥστε νά ἀποκατασταθοῦν οἱ κατεστραμμένες γέφυρες καί νά γίνει ἀσφαλής ἡ διέλευση τοῦ Ἑλληνικοῦ στρατοῦ.

Σημαντική βοήθεια γιά τήν κατάληψη καί προστασία τῶν γεφυριῶν, ὥστε νά προωθηθοῦν, ἀπρόσκοπτα, οἱ Ἑλληνικές στρατιωτικές δυνάμεις πρός τήν Ἀλεξάνδρεια καί τή Θεσσαλονίκη, πρόσφερε ὁ καπετάνιος τοῦ Ρουμλουκιοῦ Θεοχάρης Κούγκας, ἀπό τόν Γιδᾶ (σημερινή Ἀλεξάνδρεια).

Τό ἐνδιαφέρον καί ἡ φροντίδα τῶν Βεροιωτῶν δέν περιορίστηκε μόνο στήν ἀνεμπόδιστη ἀποκατάσταση γιά τήν πορεία τοῦ Ἑλληνικοῦ στρατοῦ, μέσω τῶν γεφυρῶν αὐτῶν πρός τά Γιαννιτσά καί τή Θεσσαλονίκη, ἀλλά πρόσφεραν καί πλούσια φιλοξενία στούς ἐλευθερωτές Ἕλληνες στρατιῶτες. Τούς ἀγκάλιασαν, μέ ἀπέραντη εὐγνωμοσύνη, γιά τό πολυτίμητο δῶρο τῆς ἐλευθερίας πού τούς χάρισαν καί τούς ἐφοδίασαν μέ τά ἀπαραίτητα ἐφόδια γιά τή συνέχιση τῆς νικηφόρας πορείας τους.

Στό ἄγγελμα τῆς χαρμόσυνης εἴδησης, ὁ τότε Μητροπολίτης Βεροίας Καλλίνικος καί σύσσωμος ὁ λαός τῆς πόλης, μαζί μέ τούς προκρίτους καί τούς Τούρκους μπέηδες (πού παρέμειναν μαζί μέ τούς ὁμοεθνεῖς τους στήν πόλη), συγκεντρώθηκαν στήν πλατεία Ὡρολογίου καί ὑποδέχτηκαν τόν Ἑλληνικό στρατό.

Γράφει, μεταξύ ἄλλων, ὁ εὐπατρίδης Βεροιώτης Στέφανος Ζάχος, δεκάχρονος μαθητής, τότε, καί αὐτόπτης μάρτυρας, στά ἱστορικά του ἐνθυμήματα, μέ τίτλο: «Ἀπελευθέρωση τῆς Βέροιας, 16 Ὀκτωβρίου 1912»:

«Ἡ πιό ἔντονη ἀνάμνησή μου, πού ἔχω ριζωμένη στό μυαλό μου, εἶναι, ὅταν δεκάχρονος ἐγώ, δεκατριάχρονος ὁ ἀδερφός μου Γιαννάκης, ντυμένοι στά γιορτινά, μᾶς πῆρε ὁ πατέρας μου, ντυμένος κι αὐτός στά γιορτινά, ἀλλά χωρίς φέσι, καί πήγαμε στήν πλατεία Ὡρολογίου, τό πρωΐ τῆς 16ης Ὀκτωβρίου 1912, ἡμέρα Τρίτη, γιά νά ὑποδεχθοῦμε τόν Ἑλληνικό Στρατό. Στήν πλατεία αὐτή εἴχαμε πάει ἄλλη μιά φορά, μέ τό σχολεῖο, γιά νά παρευρεθοῦμε σέ μιά τουρκική ἐκδήλωση καί οἱ ἄνθρωποι τοῦ μπελιντιέ (τῆς Δημαρχίας) μᾶς μοίρασαν λεμονάκια σέ χωνάκια κι ἐμεῖς εὐχαριστημένοι φωνάζαμε «γιασασίν, γιασασίν» καί σήμερα τό «γιασασίν» ἀντικαταστάθηκε ἀπό τό “ Ζήτωωω!».

Ὅλοι, μικροί καί μεγάλοι, στό Ὡρολόι, μιά μέρα «χαρά Θεού!», λαμπροφορεμένη καί ἡλιόλουστη, ἐνῶ τίς προηγούμενες ἡμέρες ἔβρεχε, ἀκατάπαυστα. Στά πρόσωπα ὅλων ἐνθουσιασμός, χαρά ἀπερίγραπτη, βαθειά συγκίνηση, πού, ἐπιτέλους!, ἡ ἀγαπημένη μας Βέροια ἀνέπνεε τόν ἀέρα τῆς ἐλευθερίας, μετά ἀπό τόσων αἰώνων βαριά σκλαβιά, κάτω ἀπό τόν αἱμοσταγή τουρκικό ζυγό.

Νά ἔρχονται!!! φωνάζει ὅλο τό συγκεντρωμένο πλῆθος, ὅταν βλέπει τούς Ἕλληνες στρατιῶτες νά κατηφορίζουν ἀπό τά γύρω ὑψώματα, πρός τίς πλαγιές, ὅπου, σήμερα, εἶναι τό ναΐδριο τοῦ Προφήτη Ἠλία.

Οἱ μεγάλοι ἀγκαλιάζονται, φιλιοῦνται -ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!!!- Ἦρθε τό Ἑλληνικόόό!!!

Καί, νά, σέ λίγο φτάνει ὁ στρατός, συνταγμένος, κουρασμένος, μέ τούς γυλεούς στήν πλάτη καί τά ὅπλα κρεμασμένα στούς ὤμους, μπαίνει στήν πλατεία ἀπό τόν δρόμο τῶν στρατώνων, μέ ἐπί κεφαλῆς ἕναν καβαλάρη ἀξιωματικό, τόν ἴλαρχο Πέτρο Μάνο.

Ὁ πατέρας μου, δακρυσμένος, βγάζει ἀπό τόν κόρφο του καί ἀνεμίζει μιά μικρή, πάνινη σημαία – εἶναι αὐτή πού ἐπεδείκνυε στούς μαθητές του τῶν ἀνωτέρων τάξεων, ὅταν, στό ὑπόγειο τοῦ Γυμνασίου, διαμορφωμένο, στό πίσω μέρος, σέ αἴθουσα διδασκαλίας, δίδασκε τόν Ἐθνικό Ὕμνο-…

Ζήτω!!! ζήτω!!! Φωνάζουν ὅλοι, μικροί καί μεγάλοι καί χειροκροτοῦν, μέ ὅση δύναμη ἔχουν, τούς Ἕλληνες στρατιῶτες, τούς νικητές, πού, ἀγκαλιασμένοι μέ τούς πολίτες, κατευθύνονται πρός τόν Ἱερό Ναό τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου, ἄλλοι πρός τήν Ἐληά καί ἄλλοι πρός τή Μητρόπολη.

Φθάνοντας στό σπίτι μας, βλέπουμε τήν πόρτα ἀνοιχτή, στήν αὐλή στρατιῶτες, ἡ μανιά μου μοίραζε ψωμί, τυρί, αὐγά βρασμένα, σῦκα, καρύδια καί ὅ,τι ἄλλο εἶχε τό σπίτι ἀπό τίς προμήθειες τοῦ χειμώνα.

Καί ἡ μητέρα ζύμωνε στό ζυμωτικό, ζύμωνε, ζύμωνε, πολλές φορές. Ὁ πατέρας κατεβάζει στήν αὐλή τραπέζι, ἐμεῖς κατεβάζουμε καρέκλες, ὅλοι βοηθᾶμε νά στρωθεῖ ἕνα καλό τραπέζι καί ἀρχίζει τό κέρασμα, κρασί, ρακί ἀπό τή δική μας παραγωγή, μεζέδες λογῆς-λογῆς. Οἱ στρατιῶτες πεινασμένοι, κουρασμένοι, ἐξαντλημένοι, μέ τή συγκίνηση ζωγραφισμένη στά πρόσωπά τους.

Τό πανηγύρι αὐτό κράτησε κάνα δυό μέρες, γιατί στό μεταξύ ἔφθασαν τά καζάνια τοῦ Στρατοῦ, στήθηκαν στόν περίβολο τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου καί ὁ Στρατός περιορίστηκε στίς μονάδες του γιά ἀνεφοδιασμό. Σέ λίγες μέρες ἀναχωροῦσε γιά καινούργιες νίκες, γιά τή νικηφόρα μάχη τῶν Γιαννιτσῶν καί λίγο μετά γιά τήν ἀπελευθέρωση τῆς Θεσσαλονίκης.

Αὐτή ἡ εἰκόνα τῆς ὑποδοχῆς, ἡ τόσο ἐνθουσιώδης καί συγκινητική δέν φεύγει ἀπό τό μυαλό μου, εἶναι ἀπό ἐκεῖνα τά γεγονότα πού μένουν ἀνεξίτηλα στή μνήμη τῶν παιδιῶν…».

 

Μιά ἀκόμη μαρτυρία, μεταξύ τῶν ἄλλων, καί τῆς Βεροιώτισσας Εὐθυμίας Παρναβέλα – Ξυλοφόρου, μαθήτριας, τότε, τῆς Ἕκτης τάξης τοῦ Δημοτικοῦ.

«… Στό ἄκουσμα τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ, δέν μᾶς κρατοῦσε τίποτε, μέσα στή σχολική αἴθουσα. Φεύγουμε, τροχάδην, ἀπό τό σχολεῖο, μαζί μέ τίς τρεῖς φιλενάδες καί συμμαθήτριές μου καί κατευθυνόμαστε πρός τήν Μπαρπούτα, γιατί μάθαμε πώς τό Ἑλληνικό στράτευμα ἀπό τό Κουμανίτσι κατηφορίζει τίς ἀνατολικές ὑπώρειες τοῦ Βερμίου.

Τρέχουμε νά ἰδοῦμε καί νά προϋπαντήσουμε τά ἔνδοξα ἑλληνικά ὅπλα, πού μπαίνουν στήν πατρίδα τοῦ Μεγα-Ἀλέξανδρου, τοῦ Πευκέστα, τῶν Ἀντιγονιδῶν. Γι αὐτό καί οἱ μητέρες μας ξεμπρατσώθηκαν, γιά νά ἑτοιμάσουν τά πλαστάρια, νά ταΐσουν τά Στρατά μας. Καί οἱ καμπάνες ἄρχισαν, ἐκεῖνο τό πρωινό τῆς 16ης Ὀκτωβρίου τοῦ 1912, νά ἠχοῦν ἀσταμάτητα, χαρμόσυνα, οἱ σημαῖες νά ξεδιπλώνονται καί νά ἀνεμίζουν στόν γαλάζιο, ἐλεύθερο, πιά, οὐρανό, τῆς πόλης μας, κι ὅλοι, μικροί, μεγάλοι, λές καί λαοθάλασσα, νά ξεχύνονται, χαρούμενοι, στούς δρόμους, τραγουδώντας:

“Πάν’ τά Σέρβια, πάν’ τά Βέργια, τά Σέρρα, Δράμα

καί Καβάλα, θά τά πάρουμε κι αὐτά.

Πάν’ τά Σέρβια, πάν’ τά Βέργια, πάν’ τά Γιαννιτσά

καί στήν ἄλλη ἐκστρατεία θά πᾶμε στήν Ἁγιά Σοφιά!”

 

Ἕνας ὅμιλος ἀνώτερων ἀξιωματικῶν μᾶς πλησιάζει, (εἶναι οἱ βασιλικοί πρίγκιπες), καθώς μᾶς βλέπει νά χειροκροτοῦμε, κλαίγοντας.

– Τουρκάλες ἤ Ἑλληνίδες, ρωτᾶνε.

– Ἑλληνίς, Μακεδονίς, Ὀρθόδοξη χριστιανή! τούς ἀπαντᾶ ἡ Εὐθυμούλα Μοταφτσῆ, μέ θαρραλέα φωνή καί περήφανο βλέμμα.

Τό ἴδιο ἐπανέλαβα κι ἐγώ, ὅπως καί ἡ Εἰρήνη τοῦ Σιδέρη, μαζί μέ τήν τέταρτη ἀπό τήν παρέα μας.

Τότε οἱ ἀξιωματικοί ἔσκυψαν καί, συγκινημένοι, μᾶς φίλησαν».

(Τό ἀπόσπασμα ἀπό συνέντευξη πού ἔδωσε ἡ κ. Εὐθυμία Παρναβέλα – Ξυλοφόρου, ἐννενηντατριάχρονη, τότε, στόν Νίκο Σιδηρόπουλο καί περιλαμβάνεται στό βιβλίο του «Τά πενιχρά κείμενα», Βέροια, 1994, σελ. 93).

Μέ τέσσερις λέξεις, οἱ μικρές Ἑλληνοποῦλες- Βεροιώτισσες – γνωστοποίησαν τήν ἐθνική τους ταυτότητα. Ἡ τόσων αἰώνων μαύρη σκλαβιά δέν ἀλλοίωσε τήν ἐθνική συνείδηση οὔτε καί ἀφάνισε τήν πίστη ἀπό τίς καρδιές τῶν σκλαβωμένων Ἑλλήνων, παρ’ ὅλους τούς κατατρεγμούς, τίς φρικαλεότητες τοῦ αἱμοσταγῆ κατακτητῆ, τούς βίαιους ἐξισλαμισμούς καί τήν προσπάθεια νά χαθεῖ, μιά γιά πάντα, ὁ Ἑλληνισμός.

Ἄς μήν ξεχνᾶμε καί τούς ἀμέτρητους Νεομάρτυρες, πού προτίμησαν τά φρικτά βασανιστήρια καί τόν θάνατο, προκειμένου νά μήν προδώσουν πίστη καί πατρίδα.

Ἄν στή διδακτέα ὕλη τοῦ μαθήματος τῆς Ἱστορίας περιλαμβάνονταν αὐτές οἱ λαμπρές σελίδες, ὥστε νά διατηρεῖται ἄσβεστη ἡ φλόγα τῆς ἱστορικῆς μνήμης, ἄν προβάλλονταν τό ἀγωνιστικό φρόνημα καί οἱ ἡρωικές πράξεις, ὄχι μόνον, ἐπώνυμων ἀλλά καί ἁπλῶν, ἀνώνυμων ἀγωνιστῶν, ἄν δέν ἀπαλείφονταν ἀπό τή μνήμη τῶν νεότερων ἡ μακρόχρονη καί δύσκολη πορεία τοῦ ὑπόδουλου Ἑλληνισμοῦ στά τετρακόσια χρόνια σκλαβιᾶς, ἴσως, οἱ σημερινοί νέοι διαμόρφωναν μιά ἄλλη στάση ζωῆς. Θά μποροῦσαν νά ἔχουν πρότυπα γιά τή συνείδηση τοῦ χρέους τους ἀπέναντι στούς ἀγῶνες καί τίς θυσίες τῶν παλαιότερων γιά τό πολυτιμότατο ἀγαθό τῆς ἐλευθερίας. Δέν θά ἀντέγραφαν ἀρνητικά κακέκτυπα οὔτε θά ἀπαξίωναν τήν πολιτισμική τους κληρονομιά, τίς παραδοσιακές ρίζες. Δέν θά ἀπαξίωναν τήν πλούσια, ἑλληνική μας γλῶσσα, ἀπό τίς ἀρχαιότερες στόν κόσμο. Δέν θά παρουσίαζαν τό τραγικό φαινόμενο τῆς συρρίκνωσης τοῦ λεξιλογίου τους, πού, στίς μέρες μας, ἔχει πάρει ἀνησυχητικές διαστάσεις, μέ ἀποτέλεσμα τήν ἀδυναμία τους στήν ἀναπαραγωγή σύνθετης, κριτικῆς σκέψης, ἀβίαστης ἔκφρασης τοῦ ἐσωτερικοῦ τους κόσμου καί τῶν, κάθε εἴδους, προβληματισμῶν τους.

Μέ τόλμη καί αἰσιοδοξία θά ἀντιμετώπιζαν κάθε δυσκολία γιά τήν ἐπίτευξη τῶν στόχων τους, ἔχοντας ὁδηγό τίς πολύτιμες παρακαταθῆκες γιά ἀξίες καί ἰδανικά, πού κληροδότησαν οἱ παλαιότερες γενιές στίς ἐπερχόμενες.

Θά εἶχαν, προπάντων, ἀγάπη γιά τήν πατρίδα, γιά τά ἀνθρωπιστικά ἰδεώδη, θά καλλιεργοῦσαν ἕνα δημιουργικό καί γνήσια προοδευτικό πνεῦμα, μέ ὅραμα ἐλπίδας γιά τό θεμέλιωμα μιᾶς, ἀληθινά, ὑγιειοῦς κοινωνίας.

 

Πηγή: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΕΡΟΙΑΣ, Α’ ΤΟΜΟΣ, ΑΝΤΩΝΗΣ Μ. ΚΟΛΤΣΙΔΑΣ,

Δρ. Ιστορίας Α.Π.Θ., Φιλόλογος, Ιστορικός- Ρομανιστής, Βαλκανιολόγος