Ἔβγα ἀπ᾽ τόν τάφο, Θοδωρή Κολοκοτρώνη

Γράφει η Εὐδοξία Αὐγουστίνου, Φιλόλογος-Θεολόγος

Ἀπό χείλη πανεπιστημια­κῆς ἱστορικοῦ, τήν ἐπετειακή χρονιά τῆς ἐθνι­κῆς μας παλιγγενεσίας, πού διανύ­ουμε, ἀκούσαμε: «Αὐτό πού ὁδήγησε τήν Ἐ­πανάσταση σέ δυό κύκλους ἐμφυλίων (1824) ἦταν ἡ ἐπιδίωξη τοῦ Θ. Κολοκοτρώνη νά τήν ἐλέγξει πολιτικά… Μέ τίς κινήσεις του νά ἐλέγξει τήν Ἐθνοσυνέλευση τοῦ Ἄστρους κατηγορήθηκε ὅτι ἐπεδίωκε νά ἐγκαθιδρύσει “γκοβέρνο μιλιτάρε”, δηλα­δή στρατιωτική κυβέρνη­ση. Θά μποροῦ­σε νά εἶχε ἐπιτύχει, ἀλ­λά χειρίστηκε τό πράγμα ἀφρόνως καί τελικά ἀπέτυχε, τήν ἴδια ὥρα πού ὁ Ἰμ­πραήμ Πασάς καί οἱ Αἰγύπτιοι ἔμοιαζε πώς συνέτριβαν τήν Ἐπανάσταση, μέ μεγάλο κίνδυνο νά ἀκολουθήσει γενική σφαγή… Ἕνας ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος πράγματι στά Δερβενάκια ἔσωσε τήν Ἐπανάσταση, δρᾶ μετά μέ τρόπο βλαπτικό γιά αὐτήν».

  Ὁμολογουμένως, τέτοια ἀποδόμηση τοῦ Γέρου τοῦ Μοριᾶ δέν εἴχαμε ξαναδεῖ. Τέτοια ἀπαξίωση διατυπώνεται γιά πρώτη φορά φέτος, πού θά ἔπρεπε νά τοῦ ἀναγνωριστοῦν οἱ θυσίες καί ἡ προσφορά του. Τήν ἀπάντηση, ὅμως, στήν ἐν λόγῳ κυρία δίδουν οἱ πηγές καί τά ἱστορικά γεγονότα.

  Ὁ Κολοκοτρώνης κατηγορεῖται συνήθως γιατί μέ τόν Δημήτριο Ὑψηλάντη καί τόν Ὀδυσσέα Ἀνδροῦτσο δέν ἐγκαθίδρυσαν τό περιβόητο «γκοβέρνο μι­λι­τάρε» καί ἔτσι ἐπέτρεψαν στούς κο­τζαμπά­ση­δες καί τόν Μαυροκορδάτο νά πυροδο­τή­σουν τόν ἐμφύλιο. Τήρησε αὐτή τή στάση, γιατί ἤθελε νά ἀποφύγει τίς ἐμφύλιες διαμάχες, στίς ὁποῖες κυριολεκτικά σύρθηκε.

  Ἐπιπλέον, ἡ Ἐθνοσυνέλευση στό Ἄ­στρος Κυνουρίας διήρκεσε ἀπό τίς 10 μέ­χρι τίς 30 Ἀπριλίου 1823, δηλαδή σχεδόν δύο χρόνια πρίν ἀπό τήν ἀποβίβαση τοῦ Ἰμπραήμ στή Μεθώνη, στίς 26 Φεβρουαρίου 1825. Στό μεταξύ ὁ Κολο­κο­τρώνης νωρίτερα εἶχε παραδοθεῖ μόνος του στήν Κυβέρνηση· τόν συνέλαβαν στίς 23 Ἰα­νουαρίου 1825 καί τόν φυλά­κι­σαν στόν Προφήτη Ἠλία στήν Ὕδρα. Πῶς στέκονται ὅσα ἡ κυρία ἱστορικός μᾶς πληροφορεῖ;

  Παράλληλα, ἡ κυβέρνηση τοῦ Γεωργίου Κουντουριώτη διόρισε -καθ’ ὑπό­δειξη τοῦ Μαυροκορδάτου- ὡς ἀρχηγό τῆς ἐκστρατείας ἐναντίον τοῦ Ἰμπραήμ τόν…. ὑδραῖο πλοίαρχο Κυριάκο Σκούρ­τη. Ἔτσι, στή μάχη στό Κρεμμύδι στίς 7 Ἀπριλίου 1825 οἱ Ἕλληνες ἡττήθηκαν μέ 600 νεκρούς καί στίς 25 Ἀπριλίου ὁ αἰγυπτιακός στόλος κατέλαβε τή Σφακτηρία, φονεύοντας 350 ἀπό τούς 800 ὑπερασπιστές της. Στίς 18 Μαΐου 1825 ἐπιτέλους ἐλευθερώνεται ὁ Κολοκοτρώνης, ὅπως χαρακτηριστικά μαρτυρεῖ ὁ ἴδιος: «Σάν εἶδαν τόν κίνδυνον τῆς πατρίδος μᾶς ἐλευθέρωσαν… Ἔτσι μ’  ἔ­καμαν γε­νι­κόν Ἀρχηγόν». Ἐπιστρέφει μάλιστα στόν Ἀγώνα χωρίς καμιά μνησικακία: «Πρίν ἔβγω στ’ Ἀνάπλι ἔριξα στή θάλασ­σα τά πικρά τά περασμένα· κάνετε κι ἐ­σεῖς τό ἴδιο!».

  Μνημειώδης -καί ἰδιαίτερα ἐπίκαιρη- εἶναι ἡ ἐπιστολή του πρός τούς πρού­χοντες καί καπεταναίους τῆς Ἀχαΐας, πού ἀλληλομάχονταν γιά τά πρωτεῖα: «Ἡ Πατρίς μας καί ἡ Πίστις μας κινδυνεύει… Φθάνει σας πλιό!… Ἀφῆστε τά πάθη, καί μεῖς χάνομεν τήν πατρίδα… ἄς ἑνωθῶ­μεν… γιατί ἐχάσαμε τά δικαιώματα τῆς πατρίδας μας γενικῶς καί με­ρι­κῶς τά ἰ­δικά μας, καί χάνομεν τώρα καί αὐτήν τήν πατρίδα μας» (4 Ἰουνίου 1825).

  Στή συνέχεια ὁ Γέρος τοῦ Μοριᾶ ἀ­νέλαβε δράση καί κράτησε ζωντανή τή φλόγα τῆς Ἐπανάστασης μέχρι τή ναυ­μα­χία τοῦ Ναβαρίνου καί τήν ἔλευση τοῦ Καποδίστρια. Δέν πολεμοῦσε μόνον κατά τοῦ Ἰμπραήμ, ἀλλά καί κατά τῆς ἐπικίνδυνης ροπῆς γιά «προσκύνημα». Νά ὑ­πενθυμίσουμε ὅτι ἀρκετά χωριά εἶ­χαν προσκυνήσει, ἀκόμη καί κάποιοι μικροκαπετάνιοι, ὅπως ὁ διαβόητος Νενέ­κος. Τότε τήν κατάσταση ἔσωσε ὁ Κολοκοτρώνης· μέ σύνθημα «φωτιά καί τσεκούρι στούς προσκυνημένους» προσπάθησε νά ἀναχαιτίσει τό κύμα τῆς ὑ­ποταγῆς στούς Τούρκους. Ἀκολου­θώντας μάλιστα ἕναν γενικευμένο κλεφτοπόλεμο, πετύχαινε χτυπήματα κατά τῶν δυνάμεων τοῦ ἐχ­θροῦ. «Εἰς τόν καιρόν τοῦ προσκυνήματος ἐφοβήθηκα μόνο διά τήν πατρίδα μου, ὄχι ἄλλη φορά», καταθέτει ὁ ἴδιος.

  Τήν προσφορά του αὐτή ἀναγνωρίζει καί ὁ Ἄγγλος Ριχάρδος Τσώρτς, ἀρ­χι­στράτηγος ὅλων τῶν ἑλληνικῶν στρα­τι­ωτικῶν δυνάμεων, σύμφωνα μέ τήν Γ΄ Ἐθνοσυνέλευση: «Αἱ δουλεύσεις σας εἶ­ναι σημαντικαί καί ἡ πατρίς πρέπει νά τάς γνωρίση. Ἡ κατά τοῦ ἐχθροῦ ἐπιτυχία σας εἶναι ἀξία τῆς πολεμικῆς σας ὑπολήψεως, τό σημαντικότερον ὅμως εἶναι ὅτι ἀνακαλέσατε εἰς τά χρέη των καί εἰς τό αἴσθημα τοῦ πατριώτου ὑπέρ πατρίδος τούς ἀπατημένους αὐτούς ἀνθρώπους, ὁπού εἶχαν ἑνωθῆ μέ τούς Τούρκους».

  Καί ὅμως ἀποσιωπᾶται ἐντελῶς αὐ­τός ὁ ὑπεράνθρωπος ἀγώνας! Τό καλοκαίρι τοῦ 1827, γιά νά ἀποτρέψει τό προσκύνημα, ὁ Γέρος τοῦ Μοριᾶ ἔ­φτα­σε μέχρι τή Μεσσηνία, ἐνῶ ἡ Ἀντικυβερνητική Ἐπιτροπή δέν τοῦ ἔστελνε πο­λεμοφόδια καί τό Βουλευτικό τοῦ διεμήνυε νά ἐπιστρέψει στό Ἄργος.

  Στίς 20 Ὀκτωβρίου 1827 διεξήχθη ἡ ναυμαχία τοῦ Ναβαρίνου, ἡ ὁποία κατέληξε σέ ἥττα τῶν Τουρκοαιγυπτίων. Πα­ρά ταῦτα ὁ Ἰμπραήμ παρέμεινε στήν Πελοπόννησο καί στίς ἀρχές Φεβρουαρίου τοῦ 1828 κατέστρεψε τήν Τρίπολη. Μετά ἀπό ἕνα μήνα, τόν Μάρτιο τοῦ 1828, 3.000 Τουρκαλβανοί, πού πολε­μοῦ­σαν στό πλευρό του, ἀποσκίρτησαν καί ἔφυγαν πρός τή Στερεά Ἑλλάδα μέ­σῳ Ἀργολίδος κρατώντας ὡς ὁμήρους πολλούς Ἕλληνες. Ὁ Κολοκοτρώνης ἦ­ταν πάλι παρών ὡς σωστός πολέμαρχος. Περίμενε καί ἀνέκοψε τούς Τουρ­καλβανούς στούς Μύλους τῆς Ἀργολίδος μαζί μέ τόν Αὐγουστῖνο, ἀ­δελ­φό τοῦ Ἰω­άννη Καποδίστρια. Ἔτσι ἀπελευθερώθηκαν οἱ ἕλληνες ὅμηροι. Πῶς, λοιπόν, μποροῦμε νά δε­χτοῦ­με ὅτι ὁ Κολοκοτρώνης μετά τό 1826 ἀ­σχο­λοῦ­νταν μόνο μέ τήν πολιτική, ὅτι χειρί­στηκε τά θέματα «ἀφρόνως» καί ὅτι «δρᾶ μέ τρόπο βλαπτικό γιά τήν Ἐπανάσταση»;

  Τή σημασία αὐτῶν τῶν προσπαθει­ῶν ἐξαίρει ὁ πρωτοπρεσβύτερος Κωνσταντῖνος Οἰκονόμος ὁ ἐξ Οἰκονόμων στόν ἐπικήδειο λόγο του πρός τόν νεκρό Κολοκοτρώνη: «Ἤ­δη δέ τό κα­κόν τῆς δειλανδρίας καί διεδίδετο πλατυνόμενον καί ὑφεῖρπεν ὡς ὕπουλον ἕλκος… Τό­τε καταβάς ὁ Κολοκοτρώνης ἐπεδείξατο τό μέγιστον κατόρθωμα τῆς στρατηγι­κῆς αὐτοῦ συνέσεως καί δυνάμεως…  τούς μέν ἠπίως καί πρά­ως δυσωπῶν, τούς δέ τραχύτερον ἐπι­πλήτ­των καί πρός τό καθῆκον ἀνιωμένους καί ἄκοντας ἐπανάγων». Εὔστοχα ὁ Π. Σοῦτσος στόν Ἐπιτά­φιό του ἐπίσης ὑπογράμμιζε: «Οἱ ἔνδοξοι ἀ­γῶ­νες τοῦ Θεοδώρου Κολοκο­τρώ­νη ἤρξαντο μετά τοῦ Ἑλληνικοῦ ἀγῶ­νος καί μετ’ αὐτοῦ ἔπαυσαν».

 Σήμερα, στούς χαλεπούς καιρούς μας, στε­ντόρεια ἀκούγεται ἡ φωνή του: «Ὅποιος εἶναι χριστιανός, ὅποιος εἶναι Ἕλλην, ὅ­ποιος ἔχει αἷ­μα Ἑλληνικόν εἰς τάς φλέβας του, ἄς τρέξη νά ὑπερασπι­σθῆ τήν πίστην καί τήν πατρίδα του· ἐάν τήν ἀγαπᾶ. Εἰ δέ μή, ἄς ὄψεται» (26 Ἰουνίου 1825). Κι ἐμεῖς χρησιμοποιώντας τά λόγια τοῦ Κ. Οἰκονόμου τόν ἀποζητοῦ­με: «Ἄ­γε, νικητά Κολοκοτρώ­νη, φάνηθι μετά τῶν Ἑλ­λήνων σου καί σκόρπισον τά σφριγῶντα καί ἀκάματα σμήνη καί τούτων τῶν ἀγέρωχων υἱῶν τῆς ὑπερηφανείας συντρίψας αὐτῶν τάς ραγδαίας ἐπιδρομάς καί τάς διώξεις εἰς φυγάς ἀνεπι­στρόφους».

πηγή