Αναμενόμενη θεωρούν οι επιδημιολόγοι την υπερβάλλουσα θνησιμότητα που παρατηρείται εν καιρώ πανδημίας, παγκοσμίως αλλά και στην Ελλάδα.
Υπερβάλλουσα θνησιμότητα λόγω πανδημίας και μη
Εξετάζοντας την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η χώρα μας και κατά πόσο έχει πληγεί από την προαναφερθείσα κατάσταση, ερευνητές αναφέρουν ότι η Ελλάδα τους πρώτους δέκα μήνες του 2021 αρίθμησε 115.131 θανάτους, σημειώνοντας αύξηση 10,76% σε σχέση με το 2020.
Αυτή αποτελεί και τη μεγαλύτερη αύξηση στο εν λόγω διάστημα από το 2015, αφού, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το 2015 σημειώθηκαν 100.074 θάνατοι, το 2016 96.051 (-4,02%), το 2017 103.028 (7,26%), το 2018 98.156 (-4,73%), το 2019 103.246 (5,19%) και το 2020 103.946 (0,68%).
«Αν προβούμε σε μια βαθύτερη ανάλυση των δεδομένων, θα παρατηρήσουμε πως η υπερβάλλουσα θνησιμότητα που σημειώθηκε τόσο το 2021 όσο και το 2020, οφείλεται κατά κύριο λόγο στον κορωνοϊό, αφού οι θάνατοι, εξαιρουμένων εκείνων από τον πανδημικό ιό, είναι 103.372 για το 2020 και 104.153 για το 2021. Παρατηρείται, λοιπόν, πως στην περίπτωση της Ελλάδος είχε σημειωθεί αύξηση στους θανάτους και σε εποχές πριν την πανδημία, γι’ αυτό και οι θάνατοι του 2020 βρίσκονται στα ίδια επίπεδα με εκείνους των 2017 και 2019, ενώ το 2021 είναι η μόνη χρονιά κατά την οποία σημειώθηκαν περισσότεροι από 104.000 θάνατοι. Από μια πρώτη ματιά, σε αυτούς τους αριθμούς φαίνεται πως το φαινόμενο της υπερβάλλουσας θνησιμότητας σε θανάτους εκτός κορωνοϊού έχει επηρεάσει λίγο έως καθόλου την Ελλάδα, όμως, αν αυτοί συγκριθούν με τον μέσο όρο των ετών 2015-2019 που ήταν 100.111 θάνατοι, θα δούμε πως υπάρχει μια υπερβάλλουσα θνησιμότητα εκτός κορωνοϊού 4.042 θανάτων (4,02%). Το φαινόμενο αυτό λαμβάνει ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις από τον Ιούλιο του 2021 και έπειτα, σημειώνοντας 8.776 περισσότερους θανάτους από τον μέσο όρο της προαναφερθείσας πενταετίας, αριθμός που αντιστοιχεί σε ποσοστό 23,77%, καθιστώντας τις τιμές αυτές τις μεγαλύτερες που έχουν καταγραφεί στην Ελλάδα από το 2015» εξηγούν οι κ.κ. Ζοπουνίδης, Μπατάκης και Καρακώστας.
Πού οφείλεται λοιπόν αυτή η αύξηση των θανάτων, που συμβαίνει τόσο στην Ελλάδα όσο και στις υπόλοιπες χώρες;
Σύμφωνα με τους Financial Times, το φαινόμενο αυτό σχετίζεται εν πολλοίς με τη γήρανση του πληθυσμού και την έλλειψη έγκαιρης διάγνωσης των ασθενειών που αποτελούν τις αιτίες θανάτου, λόγω του γεγονότος ότι οι άνθρωποι διακατέχονται από φόβο για ενδεχόμενη έκθεσή τους στον ιό, με αποτέλεσμα να καθυστερούν ή να ακυρώνουν τους διαγνωστικούς και προληπτικούς ελέγχους, καθώς και τις επισκέψεις στα νοσοκομεία.
Την άποψη αυτή φαίνεται να συμμερίζεται ο Ιατρικός Σύλλογος του Καναδά σε σχετική του έκθεση που εκπονήθηκε από την Deloitte, συμπληρώνοντας ως έναν επιπλέον σημαντικό λόγο της υπερβάλλουσας θνησιμότητας την αναβολή των προγραμματισμένων χειρουργικών επεμβάσεων.
«Οι ως άνω θέσεις επιρρωνύονται από διεθνή επιστημονικά δεδομένα, όπως είναι οι αναφορές των περιοδικών JAMA Cardiology και Health Affairs, που δείχνουν πως κατά την περίοδο της πανδημίας έχει παρατηρηθεί μεγάλη αύξηση στα καρδιακά επεισόδια εκτός νοσοκομειακών μονάδων. Επίσης, στοιχεία του CDC δείχνουν πως αύξηση σημειώθηκε και στους θανάτους από διαβήτη, ενώ η Αμερικανική Ακαδημία Νευρολογίας και η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία του Ηνωμένου Βασιλείου κάνουν λόγο για αύξηση των θανάτων από τις νόσους Πάρκινσον και Αλτσχάιμερ (άνοια) αντίστοιχα. Τα δεδομένα αυτά είναι ενδεικτικά για την παγκόσμια κατάσταση που επικρατεί με την υπερβάλλουσα θνησιμότητα από ασθένειες εξαιρουμένου του κορωνοϊού, πολλές από τις οποίες, αν και αποτελούσαν τις πρωταρχικές αιτίες θανάτου ακόμα και πριν την πανδημία, εντός αυτής εντάθηκαν και αυξήθηκαν περαιτέρω. Η πανδημία επιφέρει πολλά επιπλέον δεινά, όπως κοινωνικό και οικονομικό κλυδωνισμό, και βάλλει κατά της δημόσιας υγείας άμεσα με την ύπαρξη του ιού και έμμεσα με την αύξηση άλλων ασθενειών, διασαλεύοντας ταυτόχρονα και την ψυχική υγεία, αποτελώντας έναν παράγοντα που λειτουργεί επιβαρυντικά και για τη σωματική υγεία πολλών ανθρώπων, δημιουργώντας έτσι μια ‘παράλληλη πανδημία’, η οποία πρέπει να αντιμετωπιστεί όπως και η κύρια πανδημία, με την ανάγκη για εύρεση λύσεων να είναι επιβεβλημένη» αναφέρουν στην ανάλυσή τους οι ερευνητές από το Πολυτεχνείο Κρήτης.
Πώς θα ανακοπεί η αύξηση των θανάτων
Και συμπληρώνουν πως «ήδη σε αρκετά νοσοκομεία και κλινικές η είσοδος επιτρέπεται μόνο με την επίδειξη αρνητικού test για την ανίχνευση του κορωνοϊού, γεγονός που μπορεί να αποτελέσει σύμμαχο στην πραγματοποίηση των απαραίτητων χειρουργικών επεμβάσεων. Αυτή η ενέργεια είναι σωστή και επιφέρει όφελος, όμως θα ήταν χρήσιμο να πλαισιωθεί και από τη χρήση μάσκας αυξημένης προστασίας KN95 (FFP2). Το επιστημονικό περιοδικό PNAS δημοσίευσε προσφάτως έρευνα που δείχνει πως ο κίνδυνος διασποράς του ιού μειώνεται στο 0,4%, ενώ η Wall Street Journal συμπληρώνει πως θα χρειαστούν 25 ώρες για να μεταδοθεί ο ιός ανάμεσα σε άτομα που φορούν την εν λόγω μάσκα. Επομένως, η καθολική, ορθή και υποχρεωτική χρήση αυτού του είδους μάσκας στις μονάδες υγείας, τόσο από ιατρούς, νοσηλευτικό και παραϊατρικό προσωπικό όσο και από τους ασθενείς και τους συνοδούς τους, δύναται σχεδόν να μηδενίσει τη μεταδοτικότητα, γεγονός που θα δώσει τη δυνατότητα στους ασθενείς να προβούν στις απαραίτητες προγνωστικές εξετάσεις, οι οποίες θα αναδείξουν και θα προλάβουν τα ενδεχόμενα προβλήματα υγείας τους. Επίσης, το μέτρο αυτό μπορεί να ευοδώσει ακόμα και στις περιπτώσεις που υπάρξουν αυστηρά υγειονομικά περιοριστικά μέτρα, τα οποία πολλές φορές λειτουργούν αποτρεπτικά ως προς τις επισκέψεις στις υγειονομικές μονάδες».
Το άλλο μέτρο που συνιστάται είναι η παροχή υπηρεσιών Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ), η οποία, όπως τονίζει το Conversation, εν καιρώ πανδημίας επιτρέπει την παρακολούθηση ασθενών με ήπια νοσήματα, χωρίς να χρειάζεται η μετάβασή τους σε νοσοκομεία, με αποτέλεσμα την πρόληψη, τον περιορισμό των εισαγωγών και τη μεγαλύτερη μέριμνα του υγειονομικού προσωπικού στους ασθενείς με κορωνοϊό και άλλες σοβαρές νόσους.
«Ανεξάρτητα από την πανδημία, στην Ελλάδα είναι απαραίτητη η ανάπτυξη του συστήματος ΠΦΥ από τους αρμόδιους κρατικούς φορείς, δίνοντας μάλιστα βάρος στην επιμόρφωση των πολιτών για να χρησιμοποιούν αυτού του είδους τις υπηρεσίες, διότι η πλειοψηφία τους τις αγνοεί παντελώς. Ο σκοπός της ΠΦΥ είναι η πρόληψη, η οποία σώζει ζωές και αποτελεί την καλύτερη λύση για την αποφυγή ασθενειών και θανάτων. Η βελτίωση και παροχή αυτών των υπηρεσιών στη χώρα μας θα είναι πολύ χρήσιμη, αφού η Ελλάδα είναι μια χώρα με γερασμένο πληθυσμό και όπως φάνηκε από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ σημειώνει μεγάλα ποσοστά υπερβάλλουσας θνησιμότητας (άνω του 5%) ακόμα και σε έτη χωρίς πανδημία, κάτι που μαρτυρά πως η πανδημία απλώς επιδείνωσε ένα ήδη υπάρχον πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας» καταλήγουν οι Κωνσταντίνος Ζοπουνίδης, Δημήτρης Μπατάκης και Μανώλης Καρακώστας.