Βασίλειος Χ. Στεργιούλης: Ἐπίκαιρες σκέψεις – Ἀνάσταση ψυχῆς

Ἀπὸ τὸν  Βασίλειο Χ. Στεργιούλη

  Ἡ Ε’ Κυριακὴ τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς κλείνει μὲ τὴν ἱερὰ μορφὴ τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, τῆς ὁποίας ἡ συγκλονιστικὴ μετάνοια γιὰ τὴν ἁμαρτωλὴ νεανικὴ ζωὴ, τὴν ὁδήγησε νὰ ζήσει  θαυμαστὴ ἀσκητικὴ ζωὴ στὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ. Ἔζησε σὰ νὰ ἦταν ἐρημοπούλι. Καὶ κατέστη πρότυπο καὶ ὑπόδειγμα μετανοία.

Ἔχει ἔντονο τὸ δραματικὸ στοιχεῖο ἡ ζωὴ τῆς Ὁσίας. Μοιάζει φανταστική. Σὰν νὰ εἶναι μυθιστορία. Ἐντυπωσιάζει καὶ παρακινεῖ σὲ μετάνοια καὶ ἐπιστροφὴ στὸν Θεὸ, κάθε ἁμαρτωλό. Ὅσο  καὶ ἄν εἶναι βαρὺ τὸ φορτίο τῶν ἁμαρτημάτων ποὺ πιέζει τὴν πληγωμένη του ψυχή.

Ἡ ζωὴ τῆς Ὁσίας ἐμφανίζει τὸ ἄμετρο ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Τὴν ἀπέραντη θάλασσα τῆς θεϊκῆς ἀγάπης καὶ συγχωρητικότητος, ὅπου σβήνει κάθε ἀναμμένο κάρβουνο ἁμαρτίας.

 Ἡ Ὁσία γεννήθηκε στὴν Αἴγυπτο τὸν 6ο μ. Χ. αὶῶνα. Σὲ μικρὴ ἡλικία, ὅταν ἀκόμα ἦταν δώδεκα χρόνων, παραστράτησε. Ἔφυγε ἀπὸ τὸ πατρικό της σπίτι καὶ πῆγε στὴν Ἀλεξάνδρεια, ὅπου  ἔμεινε δέκα ἑπτὰ ὁλόκληρα χρόνια. Ἐπειδὴ δὲν εἶχε πόρους νὰ ζήσει, ζητιάνευε. Καὶ προσφερόταν στὴν ἁμαρτία καθὼς διέθετε φυσικὴ ὡραιότητα. Κάποια μέρα ἀκολουθώντας μιὰ ἁμαρτωλὴ συντροφιά, ἐπιβιβάστηκε ἀπὸ περιέργεια σὲ πλοῖο ποὺ μετέφερε πολλοὺς προσκυνητὲς στὰ Ἱεροσόλυμα. Πήγαιναν γιὰ νὰ παρευρεθοῦν στὴν μεγάλη ἑορτὴ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.

Σὰν ἔφθασαν ἐκεῖ, θέλησε νὰ εἰσέλθει καὶ αὐτή, ὅπως ὅλοι οἱ προσκυνητές, στὸν ἱερὸ ναὸ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ δεῖ τὴν Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καὶ νὰ τὸν προσκυνήσει. Ἀλλὰ δὲν μποροῦσε νὰ εἰσέλθει στὸν ναό. Ἔμενε στὸ κατώφλι του,  διότι ἐμποδιζόταν ἀπὸ κάποια ἀόρατη δύναμη.

Προσπάθησε πολλὲς φορές, χωρὶς ἀποτέλεσμα. Τελικά,  ἦρθε σὲ συναίσθηση τῆς κατάστασεώς της. Κατάλαβε ὅτι οἱ ἁμαρτίες της τὴν ἐμπόδιζαν νὰ εἰσέλθει στὸν ναό. Ἡ μέχρι τότε ἄτακτη, ἁμαρτωλὴ ζωή της. Συγκλονίστηκε ψυχικά. Κατενύγη, δάκρυσε καὶ στράφηκε σὲ μιὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας ποὺ ἀντίκρισε ἐκεῖ. Παρεκάλεσε τότε τὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ νὰ μεσιτεύσει στὸν Υἱόν της, νὰ τὴν ἀξιώσει νὰ προσκυνήσει τὸν Τίμιο Σταυρό. Καὶ  ὑποσχέθηκε νὰ μὴν ξαναμαρτήσει ἀλλά, νὰ ἀκολουθήσει τὸν δρόμο ποὺ Αὐτὴ θὰ τῆς ἔδειχνε.

 Ἔτσι αἰσθάνθηκε ἐλεύθερη καὶ μπόρεσε νὰ εἰσέλθει στὸν ναὸ καὶ νὰ προσκυνήσει τὸ Τίμιο Ξύλο. Καὶ χαρούμενη, ἔτρεξε νὰ ἐκτελέσει τὴν ὑπόσχεση ποὺ εἶχε δώσει στὴν Παναγία, νὰ μὴν ξαναμαρτήσει. Πῆρε λίγα ψωμιὰ καὶ ἔφυγε ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ τὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου. Πῆγε ἐκεῖ, γιὰ νὰ μὴν ξαναβουλιάξει στὴν ἁμαρτία.

Μὲ τὴν ὑπόδειξη τῆς Παναγίας προχώρησε στὸ βάθος τῆς ἐρήμου. Ἐκεῖ ἔζησε σαράντα ἑπτὰ ὁλόκληρα χρόνια αὐστηρὰ ἀσκητικὴ ζωή. Σὰν ἄσαρκη. Τρεφόταν μὲ χόρτα τῆς ἐρήμου. Ἀρνήθηκε νὰ γευθεῖ ἀκόμη καὶ τὰ λίγα ψωμιὰ ποὺ εἶχε πάρει μαζί της ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα.

Τὴν πολέμησε βεβαίως πολὺ ὁ μισόκαλος δαίμονας. Προσπάθησε μὲ κάθε τρόπο νὰ τὴν πείσει νὰ ἐγκαταλείψει τὴν ἔρημο. Ἀλλὰ δὲν ὑπέκυψε στὶς προτροπές του, μὲ τὴν βοήθεια καὶ τὴν στήριξη τῆς Παναγίας. Κάθε φορὰ ποὺ δεχόταν τὶς προτροπὲς τοῦ δαίμονα νὰ φύγει, ἄκουγε τὴν φωνή τῆς Παναγίας, ποὺ τῆς ἔλεγε: «Ποῦ πᾶς; Γύρνα πίσω. Μὲ ἔβαλες μεσίτρια»

Ἔζησε ὑπεράνθρωπα. Ὡς ἔνσαρκος ἄγγελος. Εἶχε ἀποστεωθεῖ. Καὶ τὰ ροῦχα της εἶχαν λιώσει ἐπάνω της. Μόνη βοήθειά της ἡ Παναγία. Αὐτὴ τὴν σκέπαζε μὲ ἕνα λευκὸ φῶς.

Ὅλα τὰ χρόνια τῆς ἐρημικῆς ζωῆς της, δὲν συνάντησε ἄνθρωπο. Πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς της εἶδε ἕνα ἀσκητή, τὸν ἀββᾶ Ζωσιμᾶ. Κρύφτηκε πίσω ἀπὸ ἕναν θάμνο, γιατί ἦταν γυμνὴ ( εἶχαν λιώσει τὰ ροῦχα της) καὶ τὸν φώναξε νὰ ἀφήσει ἐκεῖ  ἕνα ροῦχο νὰ ντυθεῖ. Κατόπιν τοῦ  ἐξομολογήθηκε μὲ δάκρυα ὅλη της τὴν ζωὴ καὶ τὸν παρεκάλεσε νὰ τὴν κοινωνήσει. Ὁ ἀββᾶς ἰκανοποίησε τὴν παράκλησή της τὴν Μεγάλη Πέμπτη τοῦ ἐπομένου ἔτους. Πῆρε τὴν θεία Κοινωνία καὶ πῆγε στὴν ἔρημο. Ἐκεῖ ποὺ ἀναζητοῦσε νὰ βρεῖ πέρασμα στὸν Ἰορδάνη, εἶδε τὴν Ὁσία νὰ σταυροκοπιέται, νὰ βαδίζει πάνω στὰ νερὰ καὶ νὰ πηγαίνει πρὸς τὸ μέρος του. Καί, σὰν μετέλαβε, ἔφυγε μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ἀφοῦ εἶπε στὸν ἀββᾶ νὰ πάει καὶ πάλι ἐκεῖ, τὸν ἄλλο χρόνο.

Ὁ ἀββᾶς Ζωσιμᾶς πῆγε νὰ τὴν συναντήσει καὶ πάλι τὸν ἐπόμενο χρόνο, ἀλλὰ τὴν βρῆκε νεκρή. Νεκρὴ  ἀλλά, ἄφθαρτη. Ὁ χρόνος δὲν εἶχε ἀλλοιώσει τὸ ἱερό της λείψανο. Καὶ εὐωδίαζε. Δίπλα δὲ ἀπὸ τὸ ἁγιασμένο νεκρό της σῶμα, ἦταν γραμμένο στὸ ἔδαφος: « Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, θάψον ὧδε τὸ σῶμα τῆς ἀθλίας Μαρίας. Ἀπέθανον τὴν αὐτὴν ἡμέραν καθ’ ἥν ἐκοινώνησα τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Εὔχου ὑπὲρ ἐμοῦ ». Δακρυσμένος ὁ ἀββᾶς, τῆς διάβασε τὴν νεκρώσιμη ἀκολουθία καὶ μὲ τὴν βοήθεια ἑνὸς λιονταριοῦ ποὺ, κατὰ θείαν οἰκονομίαν, πῆγε τότε ἐκεῖ, ἄνοιξε τάφο καὶ ἔθαψε τὸ σῶμα της.

Συγκλονιστικὸς ὁ βίος τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας.  Καὶ ἄκρως διδακτικός. Διδάσκει τί τραγικὴ κατάσταση βιώνει ὁ ἄνθρωπος ἐξ’ αἰτίας τῆς ἁμαρτίας. Θυμίζει τὸ περιστατικὸ μὲ τὴν κοπέλα καὶ τὸν νεαρὸ φοιτητὴ, διηγήματος τοῦ μεγάλου Ρώσου συγγραφέως, Φ. Ντοστογιέφσκι. Ὁ φοιτητής,δὲν πίστευε τίποτε, ὅπως καὶ κάποιοι σήμερα. Ἡ κοπέλα μὲ τὴν ὁποία εἶχε γνωριστεῖ (Σόνια τὸ ὄνομά της) ἔφριξε ὅταν τῆς ἀπεκάλυψε ἐν ψυχρῶ ὅτι ἔκανε φόνο. Ὅτι σκότωσε μιὰ γριούλα, γιὰ νὰ τῆς πάρει τὰ λίγα χρήματα.

Ἀλαφιασμένη φώναζε « Φόνο ἔκανες; Ἁμαρτία ! Μεγάλη ἁμαρτία… Πῶς πατᾶς στὴν γῆ ποὺ τὴν μόλυνες μὲ τὸ ἔργο σου; » Καὶ τοῦ ὑπέδειξε νὰ πάει σὲ ἕνα μεγάλο σταυροδρόμι τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως, ποὺ ἦταν τότε πρωτεύουσα τῆς  Ἁγίας Ρωσίας, νὰ γονατίσει καὶ νὰ φωνάξει ἐξομολογητικά: « Εἶμαι ἁμαρτωλός. Συγχώρεσέ με, Θεέ μου. Συγχωρέστε με, ἀδερφοί μου. Σκότωσα ἄνθρωπο ». Ὑπάκουσε  ὁ νέος, πῆγε στὸ σταυροδρόμι καὶ ἔκανε δημόσια ἐξομολόγηση ζητώντας συγχώρεση ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους.

Μακάρι νὰ αἰσθανθοῦμε ὅλοι τὴν τραγικότητα τῆς ἁμαρτίας, ποὺ μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ μᾶς ταλαιπωρεῖ  ψυχοσωματικά. Μᾶς βασανίζει κυριολεκτικά. Δηλητηριάζει τὴν ζωή μας.  Καὶ ὅπως ἡ Ὁσία,  νὰ ζήσουμε τὴν λυτρωτικὴ χαρὰ τῆς μετανοίας καὶ τῆς ἐξομολογήσεως κάτω ἀπὸ τὸ ἐπιτραχήλι τοῦ πνευματικοῦ. Ἔτσι λυτρωμένοι, ψυχικὰ ἀναστημένοι, νὰ γιορτάσουμε τὴν Ἀνάσταση τοῦ Θεανθρώπου.