Εν Νεαπόλει, με την Ελεούσα

 

Τα απογεύματα, βάζουμε στην καρδιά ένα μικρό λιβάνι και διασχίζοντας τον ίδιο καυτό Αύγουστο προσπίπτουμε στην Κυρά την Παναγιά, απλώνουμε το βιός της ψυχής μας μπροστά Της να περάσει και να πάρει και από την δική μας φτώχεια ένα δάκρυ, μιαν αγάπη, ένα μικρό γέλιο, έναν πάθος, έναν πόθο για τον ουρανό…

Κάθε απόγευμα πηγαίνουμε στην Παράκληση με τις ίδιες ελπίδες, τους ίδιους αναπαμούς, τις ίδιες προσδοκίες πως εκεί εμπρός στην εικόνα Της ό,τι αφήσεις το απόβραδο είναι στον θρόνο του Γυιού Της καθώς εκεί ανοίγει την ποδιά Της και αφήνει να πέσουν στα πόδια Του τα πονεμένα των ανθρώπων.

Εντελώς ξαφνικά εκείνο το απόγευμα βρεθήκαμε σε Παράκληση που γινόταν στο ναίδριο (σχεδόν προσκυνητάρι), της Παναγίας της Ελεούσας στην συνοικία της Νεαπόλεως στον Βόλο. Μέσα σ’ ένα μικρό πάρκο, σε τεχνητό καταπράσινο λοφίσκο, κόσμος ολόγυρα και ο ιερέας και οι ψαλτάδες στην ύπαιθρο. Μια άλλη διάσταση, μια άλλη πραγματικότητα ( ή ίσως η μόνη αληθινή πραγματικότητα) οι ικεσίες στην Παναγία μας ενώ από δίπλα ο κόσμος, τα μηχανάκια, τα αυτοκίνητα συνεχίζουν να κινούνται αλλά με έναν ευλογημένο τρόπο δεν τα ακούς, είσαι αλλού, όλοι είναι αλλού εκεί στον μικρό λόφο…

Εγώ για έναν λόγο παραπάνω καθώς ετούτη είναι η “συνοικία το όνειρο”, όπου βρισκόταν το σπίτι της γιαγιάς μου και η μισή μου ζωή  πέρασε εδώ με παιχνίδια στους δρόμους, ανθρώπους που αγάπησα γιατί υπήρξαν οι καλές νεράϊδες των προσωπικών μου διαδρομών, παραμύθια που δεν ακούστηκαν πουθενά αλλού, βράδια με “καρεκλάκια έξω” και κουβέντες να ακούγονται σαν μουσικές, σαν συνθήματα για να ανοίξουν οι μαγικοί κόσμοι και σαν αποφάσεις ότι εδώ η ζωή ρίχνει το καλό της το ζάρι…

Και πράγματι, ό,τι έζησα “εν Νεαπόλει” -που θα έλεγε και ο φίλος μου ο ποιητής, ο αείμνηστος Γιάννης Τσίγκρας (που έζησε κι’ αυτός εκεί και έγραψε για τους χαρακτήρες της γειτονιάς)- το έχω δεμένο σε μεταξωτό μαντήλι εντός μου και τις νύχτες που με πιάνει η νοσταλγία ανοίγω το μετάξι και αποκτούν ζωή όλοι οι αποθαμένοι που αγάπησα και γίνονται παρόντα τα παρελθόντα που εβύζαξά τους το μάνα μιας όμορφης ζωής…

Υπάρχει ακόμη το πέτρινο μπακάλικο της Ραχήλ. Τώρα βέβαια είναι σε άλλη χρήση, με άλλους ανθρώπους αλλά εμένα μέσα μου τα βράδια η Ραχήλ και ο άντρας της ο Αναστάσης πηγαινοέρχονται πίσω από τους πάγκους, πίσω από ψυγείο με τα τυριά και τα βούτυρα και πίσω από το καφάσι με τα καρπούζια. Και κοίτα, αδελφέ που το εκκλησάκι της Ελεούσας είναι καταντίκρυ του μπακάλικου. Να πάει, λέει, η Ελεούσα να ευλογήσει και να ψωνίσει και ένα γλυφιτζούρι για το πιο φτωχό της γειτονιάς, αυτό με τις μύξες που δεν το κάναμε παρέα ή να πεταχτεί η Ραχήλ, σκουπίζοντας βιαστικά τα χέρια στην ποδιά της, στην Παράκληση ή και τα δύο. 

Και πιο πάνω η Στυλιανή, με το δικό της μπακάλικο και τα πολλά παιδιά, χαμένα θαρρείς πίσω από τα τσίγκινα κουτιά των ντοματοπελτέδων. Πέρασε ο δρόμος και σαρίστηκε το μαγαζί, απόθανε η Στυλιανή, πέρασε ο καιρός και πήγε να την βρει ο άντρας της ο Στέφανος και μεις απομείναμε με κάποιους ήρωες μείον. Δεν ξέρω αν θα έρχονταν αυτοί στην Παράκληση αλλά ένα κεράκι θα το άναβαν οπωσδήποτε -ίσως σαν φωτάκι για να τους βρίσκουμε μετά να τους μνημονεύουμε-.

Και τούτο το απόγευμα, όπου όλα πήραν ζωή ξανά, βρήκα πάλι τις άκρες μου, τις κούκλες μου, τα παλιά φλυτζάνια του καφέ, τα γυάλινα βάζα με το μελιτζανάκι το γλυκό, την θειά την Λίτσα, όλες τις κυράδες της κάθε αυλής, τα όμορφα πασουμάκια της Κούλας, το τρεχαλητό που έκανε το γέλιο της άλλης Κούλας (κυρά Κούλα την λέγαμε αυτή), το νερό που πότιζε τους κήπους, το νερό στο ποτήρι με την βανίλια-υποβρύχιο, τις εικόνες στο παλιό σπίτι του παππού και τον ίδιο τον παππού στην ωραία μας βεράντα να είναι σιωπηλός και να παρακολουθεί το γυναικομάνι του την γυναίκα και τις κόρες να ετοιμάζουν το βραδινό, να μιλούν σιγανά και μετά λένε όλοι μαζί το απόδειπνο….

Αυτά και πολλά άλλα, όλη μου τη ζωή τον καιρό των ονείρων, τα έβλεπα να περνούν σιγά και σεβαστικά μπροστά από την εικόνα της Ελεούσας, να κάνουν υπόκλιση, να μου χαμογελούν και να χάνονται κάπου που δεν κατενόησα..

Στην άκρη των μικρών χορταριών μικρά λουλουδάκια κόκκινα οι πληγές της έλλειψης, της απώλειας και του χαμού των ανθρώπων, των εποχών και των μικρών υπέροχων πραγμάτων, όπως π.χ. οι κάλτσες των γυναικών που μαντάριζε με το μικρό της μηχανάκι το Κατινάκι που σήμερα το είδα χήρα πια να μετανίζει στην Παναγία.

Πάρε και αυτά τα μικρά και κόκκινα των μακρινών μας πόνων, Κυρά μου, μαζί Σου όταν γυρίσεις στο κονάκι Σου, στην Παράδεισο. Και μαζί με τα χαρτάκια των ονομάτων, μαζί με τους στεναγμούς, μαζί με τη νοσταλγία μας άφησέ τα σε μιαν άκρη απάνεμη, να βρίσκονται , να μας περιμένουν όταν θα γίνουμε και μεις παρελθόν για τους δρόμους που τρέξαμε ως παιδιά. 

https://anazhthseis-elena.blogspot.com/