Ἐμφανίσεις τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου

τῆς Μαρίας Κορνάρου

Δὲν εἶναι μόνον ὁ κόσμος ποὺ πολεμᾶ τὴν χριστιανικὴ διδασκαλία περί ἀσκήσεως, ἀλλὰ πολὺ συχνὰ καὶ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, οἱ χριστιανοί. Ἄλλοτε μὲ τὸ νὰ τὴν ἀπαξιώνουμε, ἄλλοτε μὲ τὸ νὰ τὴν παρεξηγοῦμε ὡς τυπικότητα ἢ ἀκόμη καὶ κενοδοξία, ἄλλοτε μὲ τὸ νὰ θεωροῦμε τὸν ἐαυτό μας ἀδύναμο γιὰ νὰ κατορθώσει τὴν ἀσκητικὴ ζωὴ στὴν ὁποία καλεῖ τὸν κάθε πιστὸ ἡ Ἐκκλησία. Μὲ τὴν ἀπαξίωση ὅμως αὐτῶν τῶν βιοτικῶν ἐντολῶν ποὺ μᾶς παρέδωσαν οἱ Πατέρες, κινδυνεύουμε νὰ χάσουμε κάθε εὐκαιρία γιὰ ἀγῶνα. Ἐπειδὴ ὅλα ὅσα ἔχουν νὰ κάνουν μὲ τὸ σῶμα καὶ τὶς φροντίδες του εἶναι τὰ πάθη ποὺ εὔκολα τὰ ἐντοπίζουμε. Ἀκόμη πιὸ εὔκολα τὰ ἀπομακρύνουμε ἀπὸ τὸν ἐαυτό μας –βλέπουμε, δηλαδή, ὅτι δὲν ἔχουν καμία σχέση μὲ τὴν ἀληθινή μας θέληση, ἀλλὰ εἶναι ἐντελῶς ξένα πρὸς αὐτὴν καὶ ἔτσι ἀξίζει νὰ καταπολεμηθοῦν. Ἡ συνηδειτοποίηση αὐτὴ καὶ ἡ μεγάλη προσπάθεια στὴν ὁποῖα μᾶς ὁδηγεῖ, ἀποτελοῦν ἀφορμὴ καὶ ἔναυσμα γιὰ νὰ συνειδητοποιήσουμε ὅτι κάτι ἀντίστοιχο συμβαίνει καὶ μὲ τὰ πάθη ποὺ πλήττουν μονάχα τὴν ψυχή μας. Αὐτὰ εἶναι πράγματι κρυμμένα μέσα στὴν καρδιά μας καὶ ἡ ἀποκήρυξή τους πολλὲς φορὲς μοιάζει ἀποκήρυξη τοῦ ἴδιου μας τοῦ ἐαυτοῦ.

Γιατὶ τὸ σῶμα γνωρίζει καὶ ὁ κοσμικὸς ἄνθρωπος ὅτι συχνὰ ἀντιστέκεται στὴν ἐπιθυμία τῆς ψυχῆς. Ἀνεβαίνει γιὰ παράδειγμα μία ἀνηφόρα, καὶ βλέπει ὅτι, ἐνῶ ὁ ἴδιος θέλει ὁπωσδήποτε νὰ φτάσει στὸν προορισμό του, τὸ σῶμα παραπονεῖται καὶ θέλει νὰ σταματήσει τὴν πορεία. Ὅταν ὅμως θυμώσει, δὲν καταλαβαίνει πὼς κι αὐτὴ εἶναι ἐπιθυμία ἀντίθετη μὲ τὶς ἐπιθυμίες τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ ἀκριβῶς ἐπειδὴ τὸν θυμὸ τὸν ξεκινᾶ καὶ τὸν ἐκφράζει ἡ ἴδια ἡ ψυχή του, τὸν θεωρεῖ ἀληθινή του βούληση. Λέει λοιπόν, εἶμαι θυμώδης. Ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος, ποὺ οἱ προορισμοὶ ποὺ ἔχει θέσει στὸν ἐαυτό του ξετυλίγονται πέρα ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο καὶ τὶς πορεῖες ποὺ ἐντός του σταματοῦν, ἔχει ἀλλιῶς ἐκπαιδεύσει τὸ ἐαυτό του. Καὶ ὅπως ἔχει μάθει στὴ μέρα τῆς νηστείας νὰ ἐπιπλήττει τὸ στομάχι, ὥστε νὰ εὐθυγραμμιστεῖ μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ἔτσι μαθαίνει καὶ στὴν ὥρα τοῦ θυμοῦ νὰ ἐπιπλήττει τὸ λογισμὸ καὶ νὰ τὸν διώχνει, πρὶν αὐτὸς καταλάβει τὴν ψυχὴ καὶ τὴν πλανέψει ὅτι ἀποτελεῖ τάχα δική της ἐπιθυμία. Ἂν ὅμως οὔτε τὶς παράλογες ἐπιθυμίες τοῦ σώματος, ποὺ καὶ ὁ κοσμικὸς τὶς ἔχει καταλάβει, δὲν θελήσει νὰ τὶς τιθασσεύσει, πόσο μᾶλλον δὲν θὰ ἔχει χειρότερες ἐπιδόσεις ἀπὸ τὸν κοσμικό, ὅταν κληθεῖ νὰ ἐντοπίσει τὶς παράλογες ἐπιθυμίες τῆς ψυχῆς.

Μία μεγάλη δυσκολία ὅταν ἀποφασίζουμε νὰ ἀκολουθήσουμε τὴν χριστιανικὴ ἄσκηση εἶναι πῶς ἀναγνωρίζουμε εὔκολα τὰ πάθη τοῦ σώματος ὡς ἔντονες καὶ ἀγαπημένες ἐπιθυμίες. Τὸ ἴδιο ὅμως ἀγαπημένα εἶναι πάντοτε καὶ τὰ πάθη τῆς ψυχῆς, καὶ τὸ ἴδιο εὔκολα καὶ ἀβίαστα τὰ ἀκολουθοῦμε. Συχνὰ τόσο εὔκολα, ποὺ δὲν τὸ καταλαβαίνουμε. Ὅποιος φάει τὴν ἡμέρα τῆς νηστείας, ἀμέσως θὰ καταλάβει τὸ λάθος του καὶ θὰ ζητήσει συγχώρεση. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ θὰ παραδοθεῖ τὴν ἴδια μέρα στὴν κατάκριση, μὲ τὴν ἴδια προθυμία, συχνὰ εἶναι τόσο συνηθισμένος σὲ αὐτὴν ποὺ οὔτε ποὺ θὰ καταλάβει τὴν πτώση του. Καὶ δὲν θὰ ἦταν σ’αὐτὴν τὴν πτώση εὐάλωτος, ἂν δὲν εἶχε ἀγαπήσει τὸ πάθος τῆς ψυχῆς του. Ἂς εἴμαστε λοιπὸν ἀγωνιστὲς στὰ πάθη ποὺ φανερώνονται μὲ τὸ σῶμα καὶ ἀμέσως πέφτουν στὴν προσοχή μας, ὥστε νὰ ἐξασκηθοῦμε γιὰ νὰ ἐντοπίζουμε καὶ τὰ κρυφὰ παραστρατήματα τῆς ψυχῆς.