Ελληνικός κόσμος: Από την Άλωση, στη Μνήμη και τη συνέχεια

Από την ομιλία του Θεφάνη Μαλκίδη για την επέτειο Άλωσης της Πόλης,  στην εκδήλωση της Ένωσης Μικρασιατών Λαμίας

  1. Η γέννηση

Ἡ μεταφορὰ τῆς πρωτεύουσας τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ἀπὸ τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο καὶ ἡ δημιουργία τῆς Νέας Ρώμης, τῆς Κωνσταντινούπολης, σηματοδοτεῖ μία ἱστορικὴ στιγμὴ γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα καὶ τὸν ἑλληνικο-ρωμαϊκὸ-χριστιανικὸ κόσμο. Μνημεῖα, εἰκόνες, θεσμικὲς ἐκφράσεις, ἡγεσία καὶ λαός, εἶναι ταυτισμένα μὲ τὴν Πόλη τῶν πόλεων. Ἐκεῖ εἶναι τὸ κέντρο, ἐκεῖ καὶ ἡ ἐλπίδα, ἐκεῖ ὁ προορισμὸς «εἰς τὴν Πόλην», ἐκεῖ ἀργότερα καὶ ὁ στόχος ἐξαφάνισης μιᾶς ἱστορικῆς πορείας καὶ ἑνὸς λαοῦ, μὲ συνέχεια καὶ μνήμη.

Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία, ἡ Ρωμανία ἔγινε «Βυζαντινὴ κρατικὴ δομὴ μηχανορραφιῶν καὶ δολοπλοκιῶν», καὶ οἱ Ρωμηοὶ-Ἕλληνες, Γραικοὶ καὶ Βυζαντινοὶ καὶ ἡ ἀσυνέχεια, ἐπίσημη προπαγάνδα.

 

  1. Ἡ μνήμη ὡς μέσο συνέχειας.

Ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα στὴ Ρωμανία Ἀπὸ τὰ πιὸ σημαντικά, ἴσως, πνευματικὰ ζητήματα ποὺ ἀνέδειξε ἡ ἀνθρώπινη σκέψη ἦταν καὶ παραμένει ἡ μνήμη. Ἡ μνήμη ὡς πραγματικότητα, ὡς σύνδεση μὲ τοὺς προγόνους, ὡς συγκρότηση βίου καὶ ὕπαρξης, ὡς ὁδηγὸς καὶ συμπαραστάτης ἱστορικῆς πορείας, ἀλλὰ καὶ ὡς στόχος ἐξαφάνισής της. Ὅπως ἔγραφε ὁ Ὄργουελ «ὅποιος ἐλέγχει τὸ παρόν, ἐλέγχει τὸ παρελθόν, ὅποιος ἐλέγχει τὸ παρελθόν, ἐλέγχει τὸ μέλλον». Γιὰ τοὺς Ἕλληνες ἡ μνήμη ἀποτέλεσε στοιχεῖο διαφοροποίησης, ἑτερότητας καὶ ἰδιοπροσωπίας ποὺ συγκρότησε τὸν πολιτισμό, τὸν λόγο ἀντίστασης καὶ ἀναζήτησης τῆς ἐλευθερίας. Ἀπὸ τὶς Μοῦσες καὶ τὴ Μνημοσύνη, μέχρι τὰ Ὁμηρικὰ ἔπη, τὶς Θερμοπύλες καὶ τὸ Θουκυδίδη, τὸ κείμεθα, οἱ πρόγονοι καὶ οἱ τάφοι, τὰ μνημεῖα, ἡ ὑστεροφημία, ἡ μνήμη πρωταγωνιστεῖ.

Παντοῦ στὸν κόσμο τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας κατορθώματα καὶ ἐπιτεύγματα ἀποτέλεσαν δείγματα τοῦ περάσματος τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο καὶ ἀρκετὲς φορὲς συνοδεύονται μὲ ὑλικὰ σημεῖα, τὰ μνημεῖα. Ὁ χριστιανικὸς κόσμος τῆς Ρωμανίας ἔδωσε καὶ αὐτὸς ἰδιαίτερη ἀξία στὴ μνήμη, τονίζοντάς την ὡς ἕνα ἀπὸ τὰ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ ποὺ συγκροτοῦν τὸ πρόσωπο. Τὸ «μνημόσυνο» εἶναι κυρίαρχο μέρος τοῦ κόσμου τῆς χριστιανικῆς παράδοσης, τόσο γιὰ τὸ θεῖο, ὅσο καὶ γιὰ τὸ ἀνθρώπινο. Μὲ τὴν ἔννοια τῆς μνήμης ταυτίστηκε ἡ θεσμικὴ ἔκφραση, ἡ (ἀνατολικὴ) Ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία, τὸ «Βυζάντιο». Ἄνθρωποι, ἐκφράσεις – αὐτοκρατορικοῦ καὶ μή βίου, θεσμοί, συνδέονται μὲ χθὲς καὶ μὲ τὸ μετά, τὴν ἀνάμνηση τῶν ἑπόμενων γενεῶν καὶ κάθε λόγος καὶ πράξη, ἀναφέρεται στὴν ὑπεράσπιση τῶν ἐπιτευγμάτων, τῶν ἀξιῶν, τῶν «πατροπαράδοτων».

Οἱ ἀγῶνες ἔναντι κάθε εἰσβολέα, ἀφοροῦν τὸ πρὶν καὶ τὸ θάρρος καὶ ὁ ἡρωισμὸς πηγάζουν ἀπὸ τὴν ἀνάγκη διατήρησης τῶν ὅσων παραδόθηκαν ἀπὸ τὶς προηγούμενες γενιές Σὲ κάθε περίπτωση δὲν μπορεῖ νὰ παραδοθεῖ οὔτε μία ἑστία, οὔτε γῆ καὶ ὕδωρ, οὔτε μία ἐκκλησία, τίποτα λιγότερο ἀπὸ ὅσα παρελήφθησαν. Ἡ κοινὴ μνήμη ἦταν αὐτὴ ποὺ καθοδηγοῦσε.

Τὰ ἀκριτικὰ τραγούδια καὶ τὸ ἔπος τοῦ Διγενῆ Ἀκρίτα εἶναι ἕνα χαρακτηριστικὸ παράδειγμα. Ὅταν ἀποφασίστηκε νὰ καθιερωθεῖ καὶ ἐπισήμως ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα τὸν 6ο αἰῶνα, ἡ ἀπόφαση ὑλοποιήθηκε ὡς ἀναγνώριση μιᾶς ὑφιστάμενης πραγματικότητας καὶ ἦταν πράξη γιὰ νὰ μείνει ἑνωμένη ἡ αὐτοκρατορία.

Ἔπρεπε τὸ κράτος νὰ ἀσπαστεῖ τὴ γλῶσσα τῆς πλειοψηφίας, ποὺ στὸν ἐκκλησιαστικὸ καὶ στὸν ἐμπορικὸ κόσμο, ἦταν ἡ ἑλληνική, ἐνῷ ἡ υἱοθέτηση ἑλληνικῶν παραδόσεων ἔδρασε συνεκτικὰ γιὰ τὴ Ρωμανία. Ὁ Ἡράκλειος υἱοθέτησε τὸν τίτλο τοῦ βασιλέως, ἀντὶ τοῦ λατινικοῦ imperator καὶ ἔκοψε νομίσματα μὲ τὴν ἐπιγραφὴ «ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ». Ὅπως γράφει ὁ Obolensky τὸ ἑλληνικὸ στοιχεῖο ὑπολογιζόταν ὄχι μόνον ὡς ἐνοποιό, ἀλλὰ καὶ ἱστορικὰ-πολιτισμικὰ σημαντικό, ἀφοῦ οἱ πόλεμοι ἐναντίον τῶν Περσῶν ἦταν νέα Σαλαμῖνα καὶ ὁ νέος Μαραθῶνας.

Ἐνῷ ὁ Runciman συμπληρώνει ὅτι οἱ Βυζαντινοί, συγκεντρωμένοι στὰ ἱστορικὰ ἑλληνικὰ ἐδάφη, αἰσθάνονταν καὶ γεωγραφικὰ Ἕλληνες καὶ ἀποδέχονταν ὅτι καὶ φυλετικὰ ἦταν Ἕλληνες, ἐνῷ ἡ ἄρχουσα τάξη μελετοῦσε ἀρχαῖα ἑλληνικὰ καὶ Ἕλληνες φιλοσόφους.

Ἡ μουσικὴ στὴ Ρωμανία εἶναι ἑλληνική, οἱ ἀρχαῖες μουσικὲς κλίμακες, οἱ «τρόποι», εἶναι πανομοιότυποι μὲ τὶς βυζαντινές, τοὺς «ἤχους»: ὁ Δώριος τρόπος μετονομάσθηκε τέταρτος Ἦχος, ὁ Λύδιος τρόπος δεύτερος ἦχος, ὁ Φρύγιος τρίτος ἦχος, κ.λπ.).

Ἡ ζωγραφικὴ εἶναι ἑλληνικῆς προέλευσης, ἕνα δεῖγμα της φαίνεται στὰ μωσαϊκὰ τοῦ Μεγάλου Παλατιοῦ στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπως καὶ ἡ γλυπτικὴ (π.χ τὰ τέσσερα ἄλογα στὸν Ἅγιο Μᾶρκο τῆς Βενετίας, ποὺ ἄλλοτε κοσμοῦσαν τὸν Ἱππόδρομο τῆς Κωνσταντινούπολης).

Στὴ Ρωμανία ὁ λαὸς ὅπως καὶ οἱ κληρικοὶ καὶ οἱ κοσμικοὶ – μιλοῦσε συνεχῶς ἑλληνικά, τὰ ὁποῖα γνώριζε καὶ μελετοῦσε, ὁ μόνος λαὸς ποὺ μάθαινε γραφὴ κι ἀνάγνωση μέσα ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα κείμενα. Στὸ δεύτερο κύκλο σπουδῶν, τὸ σημερινὸ Γυμνάσιο καὶ Λύκειο, τὸ πρόγραμμα ἦταν παρόμοιο μὲ ἐκεῖνο τῶν ἀρχαίων χρόνων καὶ χωριζόταν σὲ δύο κύκλους. Στὸν πρῶτο περιλαμβάνονταν ἡ γραμματική, ἡ ρητορικὴ καὶ ἡ φιλοσοφία  ἡ τριτὺς τῶν μαθημάτων ἐνῷ στὸν δεύτερο ἡ ἀριθμητική, ἡ μουσική, ἡ γεωμετρία καὶ ἡ ἀστρονομία: ἡ τετρακτύς.

Στὰ φιλολογικὰ μαθήματα περιλαμβάνονταν ἡ μελέτη ἀρχαίων τραγωδιῶν, κωμωδίες τοῦ Ἀριστοφάνη, ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸν Ἡσίοδο, τὸν Πίνδαρο, τὸν Θεοκριτο, διάλογοι τοῦ Λουκιανοῦ, λόγοι τοῦ Δημοσθένη καὶ τοῦ Ἰσοκράτη, διάλογοι τοῦ Πλάτωνα, κείμενα τοῦ Ξενοφῶντα καὶ ἄλλων. Ὁ Ὅμηρος ἀναφέρεται ὡς «ὁ Ποιητής», δίχως καμμιὰ ἄλλη ἐπεξήγηση, ἀφοῦ ὅλοι τὸν ἤξεραν.

Ἡ Ἰλιάδα καὶ ἡ Ὀδύσσεια ἦταν ἕνα βασικὸ «ἀναγνωστικό». Οἱ ἱστορίες μὲ τὶς ὁποῖες οἱ Βυζαντινοὶ ψυχαγωγοῦνταν καὶ διασκέδαζαν ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα σχετικὲς μὲ τὸν Μέγα Ἀλέξανδρο, ἀποσπάσματα ἀπὸ τὴ μυθολογία καὶ μὲ ἀρχαῖες τραγωδίες καὶ δράματα, ὅπως βεβαιώνει ὁ Εὐστάθιος Θεσσαλονίκης τὸν 12ο αἰῶνα.

Μετὰ τὴν πρώτη ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης στὰ 1204, οἱ Ἕλληνες, ὅπως τοὺς ὀνομάζει ὁ Βατάτζης, δὲν πρέπει νὰ ξεχάσουν. Στὴν ἐποχὴ αὐτὴ ποὺ ὁ ἀντίπαλος ἦταν ἐπίσης χριστιανός, ἔπρεπε νὰ βρεθεῖ μία νέα παράμετρος γιὰ τὴ αὐτοσυνείδηση.

Ἔτσι, τὸ αἴσθημα ὑπεροχῆς τῶν Βυζαντινῶν ἔναντι τῶν Δυτικῶν, ποὺ ὀφειλόταν στὴν πολιτική τους θεωρία καὶ στὶς πολιτιστικὲς ἀξίες τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας ποὺ ἐξασφάλιζαν τὴν ὑπεροχὴ τῆς Ρωμανίας, ἔκανε αἰσθητὴ τὴν παρουσία του. Παρὰ τὸ μεγάλο χτύπημα, τὴ λεηλασία, τὴ μεταφορὰ γραπτῶν καὶ μὴ μνημείων στὴ Δύση, ὁ Ἅγιος Μᾶρκος στὴ Βενετία εἶναι ἕνα χαρακτηριστικὸ παράδειγμα, ἡ ἀνάκτηση τῆς Κωνσταντινούπολης τὸ 1261 γίνεται πράξη. Γιατί ὑπάρχει γνώση τῆς συνέχειας τῆς ἀντίστασης. Σ΄ αὐτὸ ἔχει μεγάλη συμβολὴ ἡ μνήμη τῶν Ἑλλήνων καὶ τὸ ὄνομα ποὺ φέρουν.

Ἀρκεῖ ἡ ἀνάγνωση τῆς ἐπιστολῆς ποὺ γράφει πρὸς τὸν πάπα Γρηγόριο Θ΄ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βατάτζης ὅπου ἀναφέρεται ὅτι «ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος παραχώρησε τὴ βασιλεία τῶν Ρωμαίων στὸ γένος τῶν Ἑλλήνων». Ὅπως σημειώνει ὁ Γουναρίδης, ἡ συνύπαρξη τοῦ Ἕλλην καὶ τοῦ Ρωμαῖος, φαίνεται στὸ συμπέρασμα ποὺ καταγράφει ὁ Μανουὴλ Χρυσολωρᾶς (1350- 1415), ὅτι δηλαδὴ ἡ Κωνσταντινούπολη εἶναι τὸ δημιούργημα τῶν δύο φρονιμότερων καὶ δυνατότερων ἐθνῶν, τῶν Ρωμαίων ποὺ τότε κυριαρχοῦσαν στὴν Οἰκουμένη καὶ τῶν Ἑλλήνων ποὺ εἶχαν κυριαρχήσει προηγουμένως.

Παρὰ τὸν ἀκρωτηριασμὸ ποὺ ἔχει ὑποστεῖ ἡ αὐτοκρατορία καὶ τὸ σὸκ ποὺ ἔχει ὑποστεῖ ὁ λαός, ἀκόμη καὶ τὴν ὕστατη ὥρα, ἡ μνήμη τῆς συνέχειας καθοδηγεῖ.

Ὁ Κωνσταντῖνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος καὶ οἱ συναγωνιστές του ἀγωνίζονται καὶ πέφτουν μέχρις ἐσχάτων, θυμίζοντας παλαιότερες καὶ προμηνύοντας ἑπόμενες στιγμὲς τῆς ἀντιστασιακῆς ἱστορίας τῶν Ἑλλήνων: «Ὑπὲρ βωμῶν καὶ ἑστιῶν», «ἀπὸ πατρίδα καὶ γονιοὺς γλυκότερο δὲν ἔχει τίποτα ὁ ἄνθρωπος» τοῦ Ὁμήρου, τὰ «τέσσερα πράγματα (γιὰ τὰ ὁποῖα) ἔχουμε κοινὴ ὑποχρέωση ὅλοι νὰ προτιμήσουμε νὰ πεθάνουμε παρὰ νὰ ζοῦμε πρῶτα γιὰ τὴν πίστη καὶ τὴν εὐσέβειά μας, δεύτερο γιὰ τὴν πατρίδα, τρίτο γιὰ τὸν βασιλιὰ ποὺ ἔλαβε τὴν ἐξουσία μὲ χρῖσμα καὶ τέταρτο γιὰ συγγενεῖς καὶ φίλους» τοῦ Παλαιολόγου, «Μάχου ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος» τοῦ Ἀλέξανδρου Ὑψηλάντη, «ἡ πατρίδα τοῦ κάθε ἀνθρώπου καὶ ἡ θρησκεία εἶναι τὸ πᾶν…» τοῦ Μακρυγιάννη.

Ὅσοι ἐπιβιώνουν διασώζουν τὰ γραπτὰ μνημεῖα τῆς συνέχειας τῆς ἑλληνικῆς ὕπαρξης. Ὅσα βεβαίως δὲν ἔχουν λεηλατηθεῖ, ἢ βιασθεῖ, ἢ τεμαχισθεῖ, ἢ καταστραφεῖ ἀπὸ ἀλλογενῆ καὶ ἀλλόθρησκα στρατεύματα. Ὁ Πλάτωνας, ὁ Ἀριστοτέλης, ὁ Σωκράτης, οἱ Πατέρες, μεταφέρονται στὶς παρὰ τῷ Δούναβῃ χῶρες ἡγεμονίες, στὸ Βυζάντιο μετὰ τὸ Βυζάντιο, ὅπως τὶς ὀνομάζει ὁ Γιόργκα, καὶ στὴ Δύση. Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὸ τὸ ἔργο τοῦ Γκοτζόλι στὸ παλάτι τῶν Μεδίκων στὴ Φλωρεντία ὅπου ἀπεικονίζεται ἡ φυγὴ τῶν βιβλίων ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ ἡ Μαρκιανὴ βιβλιοθήκη στὴ Βενετία, ὅπου φυλάσσονται οἱ Ἕλληνες κλασσικοί. Ἐκεῖ διασώζεται ἡ ἑλληνικὴ μνήμη καὶ παρὰ τὴν προπαγάνδα γιὰ Γραικοὺς καὶ Βυζαντινούς, παρὰ τὴν προσπάθεια οἰκειοποίησης τῆς κληρονομιᾶς τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, ἡ ἑλληνικότητα, τὸ Ρωμαίικο ἐπιβιώνει.

 

  1. Ἑλληνισμός, Ρωμανία, σήμερα καὶ αὔριο

Ἡ συνέχεια γιὰ τὸν λαό μας, πέραν τῶν ἀρνητῶν καὶ προπαγανδιστῶν, εἶναι αὐτονόητη. Τὸ νῆμα εἶναι ἕνα: ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ἀθῆνα μέχρι τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν παιδεία τῆς Ρωμανίας, ἀπὸ τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο καὶ τὸν Νικηφόρο Φωκᾶ μέχρι τὸν Βατάτζη, τοὺς Κομνηνοὺς καὶ τὸν Κωνσταντῖνο Παλαιολόγο, ἀπὸ τὸν Ἅγιο Εὐγένιο καὶ τὸν Ἅγιο Θεόδωρο Γαβρᾶ μέχρι τοὺς νεομάρτυρες τῆς πίστης καὶ τῆς πατρίδας, ἀπὸ τοὺς Σπαρτιᾶτες, τὴ Σαλαμῖνα καὶ τὸν Μαραθῶνα, μέχρι τοὺς ἐπαναστάτες τοῦ 1821, τοὺς Μακεδονομάχους, τοὺς Πόντιους ἀντάρτες, τοὺς στρατιῶτες στὰ Βορειοηπειρωτικὰ βουνὰ καὶ τοὺς Κύπριους τὴ δεκαετία τοῦ 1950.

Ἴσως αὐτὴ ἡ βιωματικὴ γνώση τῆς συνέχειας εἶναι ἡ σανίδα σωτηρίας μπροστὰ στὶς Συμπληγάδες, στὴ Χάρυβδη καὶ τὴ Σκύλλα τῆς ἐξαφάνισης ποὺ μᾶς ἀπειλεῖ. Στὴν πορεία του τὸ Ρωμαίικο, ἡ μνήμη συνέχειας, εἶναι σὺν Θεῷ, ἡ μοναδική μας ἐλπίδα. Ἐκεῖ κρίνεται τὸ μέλλον μας,  ὄχι ως δούλων καὶ ραγιάδων, αλλά  ὡς ἀνθρώπων, ὡς Ἑλλήνων, ἐλεύθερων, αὐθύπαρκτων, αὐτεξούσιων .