Του Δημητρίου Τσελεγγίδη
Καθηγητῆ τῆς Δογματικῆς
τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Βρισκόμαστε λίγες μέρες πρίν τά Χριστούγεννα. Εἶναι εὔλογο νά ἑτοιμαζόμαστε. Ἑτοιμαζόμαστε, ὅμως, ἐκκλησιαστικά καί πνευματικά, ὅπως ὀφείλουμε, ἤ κοσμικά, κατά τό πνεῦμα τοῦ κόσμου τούτου; Ὅσα θά ποῦμε στή συνέχεια, μᾶς προσανατολίζουν πνευματικῶς.
Τά ἱστορικά γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ ἔχουν σωτηριώδη σημασία γιά τόν ἄνθρωπο, πού ἐντάσσεται καί παραμένει στήν Ἐκκλησία, ὄχι μηχανιστικά, ἀλλά ὅταν αὐτά τά γεγονότα «μεταφράζονται» βιωματικά στήν προσωπική καί καθημερινή ζωή του, στήν καθημερινότητά του.
Τά Χριστούγεννα γιορτάζουμε τήν ἱστορική γέννηση τοῦ Θεανθρώπου. Σύμφωνα μέ τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ Θεός ἔγινε καί ἄνθρωπος, γιά νά γίνει ὁ ἄνθρωπος –χαρισματικά- θεός.
Καί πῶς γίνεται –χαρισματικά- ὁ ἄνθρωπος θεός, διά τῆς Ἐκκλησίας;
Ὑπάρχει μιά ἰδιόμορφη καί παράδοξη ἀντιστοιχία ἀνάμεσα στήν ἱστορική γέννηση τοῦ Χριστοῦ καί στήν χαρισματική γέννηση τοῦ Χριστοῦ στόν ἄνθρωπο τῆς Ἐκκλησίας.
Ὅπως, δηλαδή, ὁ Χριστός γεννήθηκε πραγματικά «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου», ἔτσι γεννιέται πάλι καί ἐπανειλημμένως ὁ Χριστός, μυστηριακά καί χαρισματικά, «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου» -κατά τό Ἅγιο Βάπτισμα- στήν καρδιά τοῦ κάθε βαπτιζομένου ἀνθρώπου. Καί ἡ χαρισματική αὐτή γέννηση πραγματοποιεῖται, ἀφοῦ προηγουμένως ὁ Χριστός καθαρίσει τόν βαπτιζόμενο ψυχοσωματικά –σέ ἀπόλυτο βαθμό- ἀπό τίς συνέπειες τῆς προγονικῆς ἁμαρτίας καί ἀφοῦ τόν ἀπελευθερώσει ἀπό τήν κατοχή τοῦ διαβόλου. Ἀφοῦ τόν ἐξυγιάνει πλήρως καί τόν ἁγιάσει καί διά τοῦ Ἁγίου Χρίσματός Του τόν καταστήσει πολίτη τῆς Βασιλείας Του.
Μέ ἄλλα λόγια, κατά τό Βάπτισμά μας γίνεται ἡ χαρισματική χριστοποίηση καί ἡ χαρισματική υἱοθεσία μας. Ἐνδυόμαστε τότε –χαρισματικῶς- τόν Χριστό μέ τήν θεότητά Του, ὅπως καί Ἐκεῖνος, ἀντίστοιχα, ἐνδύθηκε πραγματικῶς καί πλήρως τήν ἀνθρώπινη φύση μας. Γι’ αὐτό, ἄλλωστε, κατά τήν Βάπτισή μας, ψάλλεται ἡ ρήση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε». Ἔτσι, ἡ ἐν Χριστῷ χαρισματική γέννησή μας στό Βάπτισμα ἰσοδυναμεῖ μέ τήν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι χαρισματική γέννηση τοῦ Χριστοῦ στήν καρδιά μας.
Στό ἑξῆς, ἡ καρδιά τοῦ κάθε πιστοῦ γίνεται –χαρισματικῶς- «θεοτόκος» καί ὅλη ἡ ψυχοσωματική ὕπαρξή του γίνεται καί ὁ κοινός «θεοβάδιστος» χῶρος τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ, κατά τήν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ, «ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καί ἐμπεριπατήσω» (Κορ. Β΄ 6, 16). Γι’ αὐτό καί τό σημαντικότερο μυστήριο γιά τό νέο εἶναι μας στόν κόσμο εἶναι τό Βάπτισμα, ἐνῶ πρακτικῶς τό πιό ἐπωφελές εἶναι ἡ διατήρηση τῆς χαρισματικῆς γέννησης τοῦ Χριστοῦ μέσα μας. Ὁ πιστός βιώνει τήν χαρισματική σύλληψη, κυοφορία καί γέννηση τοῦ Χριστοῦ μέσα του «ἐν πάσῃ αἰσθήσει», κατά τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, ὅπως μιά γυναίκα βιώνει ψυχοσωματικά την σύλληψη, κυοφορία καί γέννηση τοῦ παιδιοῦ της.
Ὅταν ὅμως ὁ πιστός ἁμαρτάνει, ἀπενεργοποιεῖται ἡ ζωντανή, χαρισματική παρουσία τοῦ Χριστοῦ μέσα του, καί τότε –σέ πρακτικό ἐπίπεδο- ὁ πιστός δέν διαφέρει ἀπό ἕναν ἀβάπτιστο ἄνθρωπο.
Παρά ταῦτα, ὁ βαπτισμένος ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἐπιτρέψει καί πάλι στόν Χριστό τήν χαρισματική γέννησή Του μέσα του. Μάλιστα, ὁ Χριστός γεννιέται στόν πιστό –χαρισματικῶς- κάθε φορά, πού μέσα στόν πιστό αὐτόν ἐνεργοποιεῖται ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία ἀπενεργοποιήθηκε, ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν του.
Στήν διαδικασία αὐτή τῆς κατ’ ἐπανάληψη χαρισματικῆς γέννησης, τήν ἀποφασιστική ἀρχή τήν κάνει ἡ βαθειά καί εἰλικρινής μετάνοια τοῦ πιστοῦ, μέ τήν συνεπαγόμενη ταπείνωσή του.
Καί ὅταν -ἐνδεχομένως- ὁ πιστός ἀπενεργοποιεῖ «ἑβδομηκοντάκις ἑπτά» (Μτθ. 18, 22) φορές τήν ἡμέρα τόν χαρισματικά ἐντός του γεννημένο Χριστό, λόγω τῶν κατ’ ἐπανάληψη ἁμαρτιῶν του, τοῦ εἶναι ἐξίσου δυνατόν «ἑβδομηκοντάκις ἑπτά» φορές τήν ἡμέρα νά ἐπανενεργοποιεῖ μέσα του τόν Χριστό, μέ τήν μετάνοιά του.
Κατά συνέπεια, ἄν ὁ πιστός δέν ζεῖ τήν καθημερινή γέννηση – ἐνεργοποίηση τοῦ Χριστοῦ στήν καρδιά του, δέν πρόκειται νά τήν βιώσει μηχανιστικά στόν ἐκκλησιασμό του στόν Ναό, κατά τήν ἑορταστική – λειτουργική ἀνάμνηση τῆς ἱστορικῆς ἡμερολογιακῆς γεννήσεως τοῦ Θεανθρώπου. Τό ἴδιο ἰσχύει, βέβαια, γιά ὅλα τά σωτηριώδη γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ, κατά τήν Ἁγιοπνευματική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, «ὅ γέγονε, δι’ ἡμᾶς γέγονεν ὁ Κύριος» (Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλ. 21, PG 151, 277 ΑΒ)
Μοῦ ἔλεγε ἐμφατικά ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης: «Ἐγώ γεύτηκα τήν ζωντανή παρουσία τοῦ Χριστοῦ πρῶτα στό Κελλί μου, μέσα στήν καρδιά μου, καί μετά ἔζησα –τήν ἴδια τήν παρουσία Του- στήν Θεία Εὐχαριστία». Μετά ἀπό χρόνια κατάλαβα τήν πνευματική προεργασία του. Αὐτοεπίσκεψη – θέα τῆς ἁμαρτωλότητός του – μετάνοια – θεραπεία – ἀγαπητική τήρηση τῶν ἐντολῶν.
Τό ἱστορικό γεγονός τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ θά πρέπει, λοιπόν, νά καταστεῖ χαρισματικό γεγονός τῆς προσωπικῆς μας ζωῆς, κατά βιωματικό τρόπο.
Ἄλλωστε, γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο, ὅταν ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει ὅλα τά σωτηριώδη γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, προσδίδει σ’ αὐτά παροντικό χαρακτῆρα. «Σήμερον γεννᾶται… σήμερον κρεμᾶται ἐπί ξύλου…» κ.λπ.
Ἐφόσον εἴμαστε μέλη τοῦ μυστηριακοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τά γεγονότα τῆς Κεφαλῆς αὐτοῦ τοῦ σώματος εἶναι λειτουργικά γεγονότα τοῦ κάθε ζωντανοῦ μέλους Του.
Κριτήριο, ἑπομένως, ὅτι εἴμαστε ζωντανά μέλη τοῦ σώματός Του εἶναι ἡ «ἐν πάσῃ αἰσθήσει» βίωση τῶν προσωπικῶν γεγονότων τῆς Κεφαλῆς αὐτοῦ τοῦ σώματος.
Ἡ γνώση τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ εἶναι, οὐσιαστικά, ὑπόθεση βιωματική. Ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός μᾶς διαβεβαίωνε ὅτι ἡ γνώση τῆς ζωῆς Του παρέχεται ἀπό Αὐτόν βιωματικά. «Μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ», μᾶς εἶπε, «ὅτι πρᾷός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ» (Μτθ. 11, 29). Ὁ Χριστός εἶναι -ὄχι μόνον -ἡ Ὑποστατική Ὁδός γιά τήν προσαγωγή μας στόν Θεό Πατέρα, ἀλλά ὁ Ἴδιος γίνεται καί ἡ ὑπαρξιακή Ὁδός γιά τήν ἀποκάλυψη τῆς Τριαδικῆς ζωῆς Του στό μυστηριακό σῶμα, στό Ὁποῖο εἴμαστε ὀργανικά ἐνταγμένα μέλη διά τοῦ Βαπτίσματός μας.
Μέ τήν μυστηριακή ἔνταξή μας στό Σῶμα τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ -κεκαθαρμένοι καί ἐξαγιασμένοι- λάβαμε διά τοῦ Ἁγίου Χρίσματός Του καί τῆς προσωπικῆς μας Πεντηκοστῆς ἐνεργό τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἐνῶ μέ τήν Θεία Εὐχαριστία, στή συνέχεια, τραφήκαμε μέ τήν ὄντως Τραδική ζωή Του, χαρισματικῶς.
Χρονικά, ἀπό τότε μποροῦμε νά ζοῦμε τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ ὡς δική μας ζωή, στό μέτρο τῆς ἐλεύθερης προαιρέσεώς μας. Τότε, γνωρίζουμε –βιωματικῶς –τόν Χριστό ὡς Ὑποστατική Ἀλήθεια, Ὁδό καί Ζωή τῆς Τριαδικῆς καί ἄκτιστης Ἀγάπης. Τότε, γνωρίζουμε βιωματικῶς καί ὄχι ἁπλῶς διανοητικῶς, ἀποσπασματικῶς καί στιγμιαίως τά γεγονότα τῆς ζωῆς Του. Τότε, ἄλλωστε, βιώνουμε τήν ἀποστολή – φανέρωση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί σέ μᾶς, ὡς Πνεύματος τῆς Ἀληθείας, πού μᾶς ὁδηγεῖ «εἰς πᾶσαν τήν Ἀλήθειαν» (Ἰω. 16, 13), καί στό μέτρο τῆς καθαρότητάς μας μᾶς «ἀναγγέλλει τά ἐσόμενα», κατά τήν ἀψευδῆ ὑπόσχεσή Του.
Ἀλλά, ἐνῶ αὐτή εἶναι ἡ νέα ἐν Χριστῷ ὑπαρξή μας καί ἡ συναπαγόμενη ζωή μας, ἐμεῖς ὡς πιστοί, συνήθως, διαψεύδουμε στήν πράξη τήν παραπάνω ἀλήθεια, ἤ ἀκόμα δέν τήν βιώνουμε ἴσως ποτέ ἐμπειρικά. Ποῦ ὀφείλεται τό θλιβερό αὐτό γεγονός;
Δυστυχῶς, ἡ ἱστορία σχεδόν ὅλων μας εἶναι περίπου ἴδια. Ἀμέσως μετά τήν ἀποχώρηση ἀπό τήν χαρισματική οἰκείωση τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, μέσω τῶν σωτηριωδῶν μυστηρίων τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, τοῦ Ἁγίου Χρίσματος καί τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἀπενεργοποιήσαμε τήν νέα ζωή μας μέ τήν ἀγαπητική οἰκείωση τῶν νοητῶν «μπάζων» τοῦ βιολογικοῦ, τοῦ κοινωνικοῦ καί πολιτισμικοῦ περιβάλλοντός μας. Ἀποστατήσαμε ἀπό τήν ὄντως ζωή καί οἰκειωθήκαμε πάλι τόν παλαιό ἄνθρωπο, μέ τά νεκροφόρα πάθη καί τίς πολυποίκιλες ρυπογόνες ἐπιθυμίες τοῦ κόσμου τῆς σαρκός, πού ἀντιστρατεύονται τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ καί εἰσάγουν πάλι τόν πονηρό, ὡς κυρίαρχο στήν καρδιά μας.
Νά, γιατί δέν νοιώθουμε, βιωματικά, τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ καί τήν ὑποστατική Του εἰρήνη στήν καρδιά μας.
Ὅμως, ὡς ἐνήλικες πνευματικῶς πιστοί, γνωρίζουμε, εὐτυχῶς, τήν θεραπεία μας. Γνωρίζουμε ἀκόμη, ὅτι μέ τήν ἐν μετανοίᾳ ἀδιάλειπτη προσευχή μας παραμένει, συνεχῶς, ἐνεργός ὁ Χριστός καί ἡ Βασιλεία Του μέσα μας. Τότε, κυριαρχεῖ στίς ἐπιθυμίες, στή διάνοια, στούς λογισμούς, στή σκέψη, στά λόγια καί στίς πράξεις μας. Τότε, ὁ πιστός ἀντιλαμβάνεται –βιωματικά-, ἀλλά καί οἱ πλησίον του πληροφοροῦνται ἐμπειρικά, πώς ἐπαληθεύεται τό Ἀποστολικό λόγιο, ὅτι «τόν κοπιῶντα γεωργόν δεῖ πρῶτον τῶν καρπῶν μεταλαμβάνειν» (Β΄Τιμ. 2,6), τόν καρπό δηλαδή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως αὐτός περιγράφεται στήν πρός Γαλάτας Ἐπιστολή.
Ὅλα τά καλά, ἀλλά καί τά ἄσχημα, μέσα μας ἔχουν τήν ἀφετηρία τους, στήν προαίρεσή μας. Ἡ προαίρεση γίνεται ἐμφανῶς αἰσθητή, ὅταν ἐκβάλει στήν ἐπιθυμία μας.
Ἑπομένως, ἄν ἐπιθυμήσουμε μέ ἔντονο καί πύρινο πόθο τήν χαρισματική γέννηση τοῦ Χριστοῦ μέσα μας –δηλαδή τήν ἐνεργοποίηση τῆς ἤδη κατατεθειμένης παρουσίας Του μέ τό Βάπτισμά μας- καί Τόν ζητήσουμε ἀγαπητικά, ὁ Χριστός θά μᾶς φανερώσει ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι πρῶτα τό περιεχόμενο τῆς καρδιᾶς μας καί στή συνέχεια θά μᾶς βοηθήσει ἀκτίστως στήν κένωση τῶν ρυπογόνων νοητῶν ἀποβλήτων τῆς κενοδοξίας μας, μέ τήν δύναμη τῶν μυστηρίων τῆς μετανοίας καί τῆς ἐξομολογήσεως.
Ἀμέσως μετά, θά βιώσουμε τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πού θά ἐκβάλει καί στήν βοήθεια πρός τον πλησίον μας, θά βιώσουμε τήν εἰρήνη τῶν λογισμῶν, τήν χαρά ὡς ἀπελευθέρωση ἀπό τήν δυναστική ἐνέργεια τῶν παθῶν καί ἀπό τήν παρουσία τοῦ πονηροῦ μέσα μας, θά βιώσουμε τήν ἀγαθότητα καί τήν πραότητα, τήν ζωντανή πίστη καί τήν ἐγκράτεια, ὡς ὁριοθέτηση τῆς πραγματικῆς ἀνάγκης ἔναντι τῶν ποικίλων ἐπιθυμιῶν τοῦ κόσμου.
Ὅταν βιώνεται ὁ παραπάνω «καρπός» τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀποκαλύπτεται καί ὁ Θεός στήν Τριαδικότητά Του ἔτσι, ὅπως τόν ἐκφράζει ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος: «Φῶς ὁ Πατήρ, Φῶς ὁ Υἱός, Φῶς καί τό Ἅγιον Πνεῦμα». Τό κάθε Φῶς μέ τήν ἰδιαιτερότητά Του, ἀλλά καί ὡς Ἕνα Φῶς τῆς Τριαδικῆς Θεότητας.
Τό Ἀπολυτίκιο τῆς ἡμέρας τῶν Χριστουγέννων εἶναι ἀποκαλυπτικό καί γιά τήν γνωσιολογικοῦ χαρακτῆρα ἰδιότητα τοῦ Φωτός τοῦ Χριστοῦ: «Ἡ Γέννησίς Σου, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ τό φῶς τό τῆς γνώσεως· ἐν αὐτῇ γάρ οἱ τοῖς ἄστροις λατρεύοντες ὑπό ἀστέρος ἐδιδάσκοντο, Σέ προσκυνεῖν τόν Ἥλιον τῆς ∆ικαιοσύνης, καί Σέ γινώσκειν ἐξ ὕψους ἀνατολήν, Κύριε, δόξα Σοι». Ὁ Χριστός εἶναι ἡ αὐθεντική πηγή πάσης ἀληθινῆς γνώσεως, ὡς δημιουργός ὅλων τῶν ὄντων. Εἶναι Αὐτός πού ἔδωσε τήν ἐντελέχειά τους, τόν σκοπό τους, πού εἶναι Αὐτός ὁ Ἴδιος.
Γι’ αὐτό, ἀκριβῶς, μόνον Αὐτός μπορεῖ νά μᾶς ἀποκαλύψει τήν γνώση τῆς αὐθεντικῆς ἀλήθειας ὅλων τῶν ὄντων, ἀλλά καί τόν σκοπό ὑπάρξεώς τους, ὥστε νά μή σφάλουμε καί ἁμαρτάνουμε, μέ τήν παράχρησή τους.
Γιατί, βέβαια, ἡ ἁμαρτία δέν εἶναι ἁπλῶς μιά ἠθική παράβαση, εἶναι ἀποστασία ἀπό τόν Θεό καί παραβίαση τῶν προδιαγραφῶν μας καί τῶν προδιαγραφῶν τῶν ὄντων, πού σχετίζονται μέ τή ζωή μας. Ἡ ἁμαρτία, ὡς νοερό, ρυπογόνο μονωτικό, ἐνεργεῖ διασπαστικά μέσα μας καί ἀπενεργοποιεῖ τήν ζωντανή ἑνότητά μας μέ τόν Χριστό, ἀφοῦ, ὡς γνωστόν, «ἀκαθάρτῳ νοΐ Θεός οὐχ ἥνωται». Ἡ ἀπενεργοποίηση ὅμως τοῦ Χριστοῦ μέσα μας ἔχει προσδιοριστική σημασία γιά τό πνευματικό ποιόν μας, ἐνόσω «τοῦ Χριστοῦ μή ἐνεργοῦντος ἐν ἡμῖν, ἁμαρτία πᾶν τό παρ’ ἡμῶν γινόμενον» (ἁγ. Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλία λγ’, PG 151, 416D- 417A), κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ.
Συμπερασματικά, θά μπορούσαμε νά ὑποστηρίξουμε ὅτι γιά νά προσεγγίσουμε καί νά βιώσουμε ὅλα τά σωτηριώδη γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἀσφαλέστερος καί συντομότερος τρόπος εἶναι νά ἐπιμεληθοῦμε καί νά αὐξήσουμε τήν ἐπιθυμία μας γιά τήν χαρισματική γέννηση καί τήν διατήρηση τοῦ Χριστοῦ ἐνεργοῦ στήν καρδιά μας.