Οι δυνατότητες της Belh@rra FDI – Η κρισιμότητα κάλυψης των επιχειρησιακών απαιτήσεων του Πολεμικού Ναυτικού δεν επιτρέπει συμβιβασμούς. Εν μέσω της “επικοινωνιακής καταιγίδας” της αμερικανικής πλευράς που επανέρχεται με -κατά δήλωση- “ακαταμάχητη” προσφορά στο Πολεμικό Ναυτικό, αρκεί να στείλει την περίφημη LOR (Letter of Request), που είναι διαδικαστική προϋπόθεση ώστε να ακολουθήσει η επίσημη τοποθέτηση των ΗΠΑ, επανερχόμαστε όπως είχαμε υποσχεθεί στο θέμα της γαλλικής πρότασης για τις φρεγάτες Belh@rra, αναλύοντας σε μεγαλύτερο βάθος τα οπλικά συστήματα που θα τις εξοπλίσουν.
Tου Στέργιου Δ. Θεοφανίδη
Η τουρκική απειλή δεν θα είναι μόνο μεγάλος αριθμός σχηματισμών μαχητικών οπλισμένων με συμβατικά ή μακρού πλήγματος όπλα. Ή δεν θα είναι μόνο μονάδες επιφανείας με μεγάλη ισχύ πυρός. Έχει μία εντελώς νέα, πολυδιάστατη μορφή, την οποία η Ελλάδα καλείται να αντιμετωπίσει συνολικά τα επόμενα 30 χρόνια και μέσω της προμήθειας νέων φρεγατών για το Πολεμικό Ναυτικό. Αν μείνει σε μέσης ακτίνας ναυτικά αντιαεροπορικά / αντιπυραυλικά συστήματα, παραμένει συνειδητά απολύτως έκθετη στα νέα τουρκικά όπλα.
Η Τουρκία πολύ πριν την απόφασή της να στραφεί στο ρωσικό αντιαεροπορικό/αντιπυραυλικό σύστημα S-400, κινήθηκε αποφασιστικά προς την αυτόνομη ανάπτυξη σειράς καθαρά επιθετικών, αερομεταφερόμενων και μη όπλων και πυραύλων (SOM/SOM-J, Atmaca, SLAM-ER, οι βαλλιστικοί Khan και TRG-300), επενδύοντας παράλληλα και στον βαλλιστικό J-600T Yildirim, αντίγραφο του κινεζικού B-611.
Είναι ξεκάθαρο συνεπώς ότι δεν υπάρχει το παραμικρό περιθώριο επιλογής νέας φρεγάτας από την Ελλάδα, με συστήματα και όπλα χωρίς τη δυνατότητα εντοπισμού και καταστροφής αυτών των όπλων. Και αυτών που θα εμφανιστούν στο μέλλον, μέσω της συνεργασίας της Τουρκίας με το Πακιστάν και την Κίνα. Οποιαδήποτε πλατφόρμα χωρίς πυραύλους SM-2 των εκδόσεων Block IIIΒ/C, ή του νεότερου ASTER 30 1ΝΤ και χωρίς τα συστήματα καθοδήγησής τους φυσικά, ΔΕΝ ικανοποιεί αυτή τη δεδομένη και πάγια ελληνική επιχειρησιακή ανάγκη.
Το πρώτο βήμα για τη εξασφάλιση αντιπυραυλικής – αντιβαλλιστικής δυνατότητας, έγινε μέσω της συμφωνίας με την Σαουδική Αραβία για την αποστολή μίας Μοίρας Patriot, για την κάλυψη περιοχών και μονάδων που θεωρούνται στόχοι, με αντάλλαγμα τον εκσυγχρονισμό των ελληνικών Patriot στο επίπεδο PAC-3, βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών.
Ο μικρότερης ακτίνας, επίσης βαλλιστικός, TRG-300. Θεωρείται δεδομένο ότι η Τουρκία έχει ήδη πρόσβαση σε τεχνολογίες ανάπτυξης έξυπνων βαλλιστικών πυραύλων, μέσω της συνεργασίας της με το Πακιστάν και την Κίνα
Μέσω αυτής της συμφωνίας, η Ελλάδα θα αποκτήσει για πρώτη φορά αντιπυραυλική / αντιβαλλιστική προστασία. Αυτή τη δυνατότητα επιβάλλεται να αποκτήσει και το Πολεμικό Ναυτικό με την Belhara FDI HN να είναι εκ των πραγμάτων μία από τις δύο εναλλακτικές της από πλευράς διαθέσιμων όπλων.
Η φρεγάτα FDI (Frégates de taille intermédiaire) που προτείνεται στο Πολεμικό Ναυτικό, πέρα από ικανότατη πλατφόρμα ΑΑ περιοχής, είναι μία καθόλα ολοκληρωμένη πρόταση, καθώς φέρει τεχνολογικά προηγμένο εξοπλισμό αποστολής και οπλισμό για την συνολική κάλυψη όλων των αποστολών μίας κύριας μονάδας επιφανείας. Ηλεκτρονικός πόλεμος, ανθυποβρυχιακές επιχειρήσεις (ASW) και επιχειρήσεις εναντίον σκαφών επιφανείας (AsuW).
Belhara FDI – Κύρια συστήματα μάχης/αποστολής
Ραντάρ έρευνας και ιχνηλάτησης
Το ραντάρ SEAFIRE 500 της Thales, είναι ραντάρ ενεργού ηλεκτρονικής σάρωσης (τεχνολογία AESA) που παρέχει κάλυψη 360 μοιρών, μέσω τεσσάρων σταθερών επίπεδων κεραιών. Το σύστημα καθιστά τις φρεγάτες Belhara FDI ικανές για την επιτήρηση μεγάλης έκτασης περιοχών (σε αέρα και θάλασσα) και για την ανάσχεση και καταστροφή στόχων διαφορετικών κατηγοριών και επιδόσεων.
Σε αυτούς περιλαμβάνονται από μαχητικά αεροσκάφη και μη επανδρωμένα αεροχήματα με σχεδιαστικά χαρακτηριστικά χαμηλής παρατηρησιμότητας (stealth), μέχρι και πυραύλους οριζόντιας πλεύσης (cruise) που πετούν σε μικρά ύψη και υπερηχητικούς πυραύλους, βαλλιστικής τροχιάς.
Σύμφωνα με την Thales το σύστημα που θεωρείται κορυφαίο στο είδος του, επιτρέπει την παρακολούθηση μέχρι και 800 στόχων σε απόσταση 500 χιλιομέτρων. Η απόσταση εντοπισμού εξαρτάται από το ηλεκτρομαγνητικό ίχνος (ραδιοδιατομή-RCS) του εκάστοτε στόχου.
Για στόχους διαστάσεων μικρού μαχητικού, η ακτίνα εντοπισμού του SΕΑFΙRE 500 ανέρχεται σε 300 χιλιόμετρα, ενώ πάντα με βάση αναφορές του κατασκευαστή, στόχοι επιφανείας μπορούν να εντοπιστούν σε αποστάσεις μέχρι 80 χιλιόμετρα. Οι αντιαεροπορικές / αντιπυραυλικές του δυνατότητες εξασφαλίζουν προστασία / άμυνα και άρνηση πρόσβασης περιοχής (Α2D) και ανάσχεσης ακόμη και των πιο επικίνδυνων εναέριων απειλών.
Κύριοι αισθητήρες και φιλοσοφία Κέντρου Πληροφοριών Μάχης
Το Κέντρο Πληροφοριών Μάχης της FDI HN, βρίσκεται κάτω από τον κεντρικό ιστό του σκάφους. Μία ειδικά σχεδιασμένη υπερκατασκευή που ονομάζεται PSIM (Panoramic Sensors and Intelligence Module) και περιλαμβάνει (από κάτω τα επάνω) το κύριο ψηφιακό κέντρο επεξεργασίας δεδομένων (data center) από τους αισθητήρες και τα συστήματα του πλοίου, και την τροφοδοσία του SETIS με αυτά με την αξιοποίηση προηγμένης συμβολογίας.
Ένα δεύτερο data center υπάρχει στο πίσω τμήμα του πλοίου ώστε να μπορεί εναλλακτικά να τροφοδοτήσει το SETIS σε περίπτωση πρόκλησης ζημιών μάχης, ή βλάβης. Τα δύο κέντρα επεξεργασίας δεδομένων, έχουν σχεδιαστεί γύρω από μια κατανεμημένη ψηφιακή αρχιτεκτονική τύπου cloud που επιτρέπει την άμεση εναλλακτική αξιοποίησή τους.
Πάνω από το data center είναι εγκατεστημένες οι σταθερές κεραίες του ραντάρ SEAFIRE 500, μαζί με τις κεραίες του συστήματος IFF, καθώς και δύο πυργίσκοι ηλεκτροοπτικών PASEO-XLR της Safran, περιμετρικής κάλυψης 360 μοιρών, για παθητικό εντοπισμό στόχων σε μεγάλες αποστάσεις. Τέλος, στον ιστό PSIM βρίσκονται και οι κεραίες των συστημάτων C-ESM (Communication Electronic Support Measures) και R-ESM (Radar-ESM).
Ένα πολλαπλών αισθητήρων και πλήρως διαλειτουργικό σύστημα συλλογής και διαχείρισης πληροφοριών μάχης, είναι αναγκαίο στο σύνθετο σημερινό περιβάλλον επιχειρήσεων. Οι εικόνες, οι ενδείξεις και οι πληροφορίες των συστημάτων της FDI HN διοχετεύονται στο σύστημα διαχείρισης μάχης SETIS (Combat Management System) και παρουσιάζονται στις οθόνες των χειριστών συνδυασμένα (φιλοσοφία sensor fusion), σε μία ενιαία και ολοκληρωμένη εικόνα της τακτικής κατάστασης.
Το SETIS χρησιμοποιεί αλγόριθμους για τη «σύντηξη» των δεδομένων από τους αισθητήρες του πλοίου και αυτών που προέρχονται μέσω data link από φίλια αεροσκάφη ή μονάδες επιφανείας, για την αξιολόγηση των απειλών και την ανάθεση όπλων εναντίον τους (TEWA: Threat Evaluation and Weapon Assignment).
Αεράμυνα περιοχής – Τα όπλα
Η FDI ΗΝ προσφέρει ολοκληρωμένα συστήματα διαχείρισης και ελέγχου πυρός (firing chains) με κύρια χαρακτηριστικά τον πολύ μικρό χρόνο αντίδρασης και την ακρίβεια καθοδήγησης όπλων. Οι πύραυλοι μικρής μέσης ακτίνας ASTER15 και μέσης-μεγάλης ακτίνας ASTER 30 που λαμβάνουν στοιχεία ιχνηλάτισης (tracking data) από το ραντάρ SEAFIRE 500, έχουν σχεδιαστεί ειδικά για να ανταποκρίνονται σε όλους τους τύπους πυραυλικών απειλών, ιδίως υπερηχητικών, και βρίσκονται σε υπηρεσία στο Γαλλικό Ναυτικό αλλά και άλλες ευρωπαϊκές ναυτικές δυνάμεις.
Εξασφαλίζουν (ως συνδυασμός) εξαιρετικές επιδόσεις στον τομέα της αντιαεροπορικής και αντιπυραυλικής άμυνας, κυρίως χάρη στο υψηλής ακρίβειας σύστημα καθοδήγησης τους (INS γυροσκοπικών δακτυλίων λέιζερ Agyle της Sagem) και τον ενεργό ερευνητή ραντάρ (AD4) που φέρουν στο ρύγχος, σε συνδυασμό με την υψηλή τους ευελιξία κατά την τελική φάση προσέγγισης του στόχου. Αυτές οι επιδόσεις επιβεβαιώθηκαν από αρκετές εκτοξεύσεις του Γαλλικού Πολεμικού Ναυτικού εναντίον υπερηχητικών πυραύλων, οι μόνες που πραγματοποιήθηκαν από ευρωπαϊκή ναυτική δύναμη.
Ο ASTER 30 αναπτύσσει ταχύτητα 4,5 Μαχ (1.531 μέτρα ανά δευτερόλεπτο) σε σχέση με τα 3,5 Μαχ (1.191 μέτρα ανά δευτερόλεπτο) του ASTER 15. Δηλαδή φτάνει ταχύτερα στο στόχο του! Χρησιμοποιεί έναν μεγάλο επιταχυντή (booster), τον οποίο απορρίπτει όταν εξαντληθεί το καύσιμο του. Μπορεί να λειτουργήσει και ως πύραυλος μέσης ακτίνας δεδομένου ότι η πολεμική του κεφαλή ενεργοποιείται ελάχιστα μετά την εκτόξευσή του (απόσταση τριών χιλιομέτρων)!
Μπορεί να εκτελέσει ελιγμούς αναπτύσσοντας δυναμικές φορτίσεις μέχρι και 60G! Δυνατότητα που επιτυγχάνεται όχι μόνο αεροδυναμικά αλλά και μέσω ενός πρωτοποριακού συστήματος αλλαγής της διεύθυνσης του ανύσματος της ώσης (thrust vectoring).
Οι μηχανισμοί (ακροφύσια) του συγκροτήματος thrust vectoring, είναι εγκατεστημένοι εκατέρωθεν του κέντρου βάρος του (το σύστημα ονομάζεται PIF-PAF) ώστε να επιτυγχάνεται η μέγιστη δυνατή αποτελεσματικότητα και αμεσότητα εκτροπής. Η FDI HN μπορεί να δεχθεί μέχρι τέσσερις εκτοξευτές Sylver A50 με συνολική χωρητικότητα 32 (16+16) πυραύλων και των δύο τύπων.
Ανθυποβρυχιακός εξοπλισμός αποστολής και όπλα
Πέρα από το ανθυποβρυχιακό ελικόπτερο της κατηγορίας των 11 τόνων (NH-90, S70B ή MH-60R) που μπορεί να υποστηρίξει, παράλληλα με ένα μη επανδρωμένο ελικόπτερο των 700 κιλών, η FDI HN είναι εξοπλισμένη με σόναρ κύτους Kingklip Mk.2 και το ρυμουλκούμενο CAPTAS 4.
Και τα δύο είναι της Τhales και θεωρούνται κορυφαίων επιδόσεων. Το CAPTAS 4 ήταν μεταξύ των συστημάτων σόναρ που απέσπασαν το βραβείο Hook’em του 6ου Αμερικανικού Στόλου για το 2020, μετά από σειρά συνεκπαιδεύσεων με τις φρεγάτες FREMM “Bretagne” και “Auvergne”
https://www.youtube.com/watch?v=1IAWPnPckgU.
Στα ανθυποβρυχιακά όπλα περιλαμβάνονται τέσσερις τορπίλες ΜU-90 (δύο σε κάθε πλευρά του σκάφους, χωρίς τη δυνατότητα επαναπλήρωσης τορπιλοσωλήνων εν πλω…), καθώς και σύστημα εκτόξευσης αντιμέτρων (δολωμάτων) τορπιλών CANTO.
Επιχειρήσεις εναντίον στόχων επιφανείας και επίπεδο προστασίας
Στη σχεδίαση της Belhara FDI HN, αποδόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στη μεγιστοποίηση της προστασίας πληρώματος και συστημάτων από πλήγματα μάχης. Το σύστημα πρόωσης και όλα τα κρίσιμα συστήματα του σκάφους, όπως και τα κέντρα δεδομένων προστατεύονται από ένα διπλό στεγανό διάφραγμα, ανθεκτικό σε πλήγματα πυραυλικών επιθέσεων, που διαχωρίζει το σκάφος σε δύο ζώνες.
Ενδεικτική της έμφασης που αποδόθηκε κατά το σχεδιασμό του σκάφους, είναι το δευτερεύων ψηφιακό κέντρο επιχειρήσεων (Digital Combat Bridge – DCB) σε προστατευμένο χώρο πίσω από τη γέφυρα. Μέσω των σταθμών εργασίας του, το πλήρωμα έχει πλήρη πρόσβαση στο σύστημα πληροφοριών και διαχείρισης μάχης SETTIS, μπορεί να χειριστεί και τα πυροβόλα Narwhal των 20 χιλιοστών της Nexter και έχει εικόνα και από τα ηλεκτροοπτικά συστήματα (ΕΟ) κάλυψης 360 μοιρών.
Τα όπλα εναντίον στόχων επιφανείας είναι οκτώ αντιπλοϊκοί πύραυλοι Exocet MM-40 Block 3C, που μπορούν να πλήξουν και στόχους ξηράς κοντά στις ακτές, καθώς και ένα πυροβόλο των 76 χιλιοστών της Leonardo (Oto Melara). Που μπορεί να αντικατασταθεί από πυροβόλο των 57 ή των 127 χιλιοστών και είναι διασυνδεδεμένο με το σύστημα ελέγχου πυρός STIR EO Mk.2 της Thales.
Αυτό, λαμβάνει στοιχεία ιχνηλάτησης και εγκλωβισμού στόχων τόσο από το ραντάρ, όσο και από τους ηλεκτροοπτικούς αισθητήρες του σκάφους.
Σύστημα CIWS (Close In Weapon System) μπορεί να εγκατασταθεί (Oerlikon Millennium ή RAM), πάνω από το υπόστεγο του ελικoπτέρου για την αντιμετώπιση επιθέσεων κορεσμού, ενώ μελετάται και η εγκατάσταση εκτοξευτών αντιαρματικών πυραύλων ΜΜP για την ανάσχεση επιθέσεων με μη επανδρωμένα ταχύπλοα και μικρά σκάφη.
Για όλους αυτούς τους λόγους, το Πολεμικό Ναυτικό επέλεξε μία ενισχυμένη έκδοση του της Belhara FDI (Belhara HN), με τα ίδια χαρακτηριστικά και δυνατότητα αξιοποίησης μεγαλύτερου οπλικού φορτίου στους ρόλους της αεράμυνας περιοχής και υποστρατηγικής κρούσης.
Αποδεικνύοντας ότι παραμένει πιστό στην παράδοση που το θέλει να επιλέγει πρωτοποριακές πλατφόρμες και όπλα, διαχρονικά. Ας το αφήσουμε να κάνει τη δουλειά του…