ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ:
ΟΙ «ΔΥΝΑΤΟΙ» ΚΑΙ ΟΙ «ΠΕΝΗΤΕΣ»
Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἰεροθέου
Καταναλωτικὴ κοινωνία καὶ καπιταλισμὸς συνδέονται μὲ τὴν προσπάθεια συσσώρευσης πλούτου καὶ ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἀλλὰ καὶ ἀτομικῆς εὐημερίας. Ὅταν, ὅμως, μερικοὶ ἐπιτυγχάνουν νὰ συγκεντρώσουν πολλὰ ὑλικὰ ἀγαθά, αὐτὸ σημαίνει ὅτι κάποιοι ἄλλοι τὰ στεροῦνται. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν δημιουργεῖται ἡ κοινωνικὴ ἀδικία, οἱ ἄνθρωποι χωρίζονται σὲ πλούσιους καὶ πτωχούς. Βέβαια, τὸ «πνεῦμα τοῦ καταναλωτισμοῦ», ὡς ἐπιθυμία, ἐπίδειξη καὶ ἀπόλαυση, συνδέεται μὲ ὅλες τὶς κοινωνικὲς τάξεις τῶν ἀνθρώπων. Θὰ δοῦμε στὴν συνέχεια πὼς ἡ Ρωμαϊκὴ Χριστιανικὴ Αὐτοκρατορία (Βυζάντιο) ἀντιμετώπιζε τὰ προβλήματα ποὺ ἀνέκυπταν ἀπὸ τὴν κοινωνικὴ ἀδικία.
Ἡ Χριστιανικὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία μὲ ἕδρα τὴν Κωνσταντινούπολη, τὸ λεγόμενο Βυζάντιο, διακρινόταν γιὰ τὴν φιλανθρωπία της, γι’ αὐτὸ ἄντεξε χίλια χρόνια καὶ πολλοὶ μελετητὲς σπουδάζουν τὴν ζωὴ καὶ τὸν πολιτισμό, ἀλλὰ καὶ τὴν ὅλη ἐσωτερικὴ καὶ ἐξωτερικὴ πολιτικὴ τὴν ὁποία ἐξασκοῦσαν οἱ Αὐτοκράτορες. Ὅλα τὰ κοινωνικὰ θέματα καὶ γενικότερα ἡ πολιτική της εἶχαν ἐμποτισθῆ ἀπὸ τὴν Χριστιανικὴ διδασκαλία. Βέβαια, καὶ ἐκεῖ γίνονταν διάφορα λάθη, ἀφοῦ ἡ ἁμαρτία δὲν ἀπουσιάζει ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὶς κοινωνίες, ἀλλὰ εἶχαν ἕναν ὀρθὸ προσανατολισμό. Αὐτὸ φαίνεται καὶ ἀπὸ τὸ πὼς προσπαθοῦσαν οἱ Ρωμαῖοι-Βυζαντινοὶ νὰ ἐπιλύσουν διάφορα κοινωνικὰ προβλήματα.
Ὁ Στῆβεν Ράνσιμαν στὸ βιβλίο τοῦ «Βυζαντινὸς πολιτισμὸς» ἀναφέρει πολλὲς πληροφορίες γιὰ τὴν ζωὴ τῶν κατοίκων τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα καὶ σὲ ὅλους τους τομεῖς. Ὡς πρὸς τὸν τρόπο τῆς διοίκησης γράφει ὅτι «τὰ ἰδεώδη της βυζαντινῆς διοίκησης θὰ μπορούσαμε νὰ τὰ ὀνομάσουμε σοσιαλιστικά. Ὅλοι ἔπρεπε νὰ εἶναι καλοὶ πολῖτες τοῦ κράτους». Ὅμως, ἡ τάξη τῆς ἀριστοκρατίας τῶν μεγάλων γαιοκτημόνων δὲν μποροῦσε νὰ προσαρμοσθῆ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν τῆς διοίκησης. Κυρίως ἀπὸ τὸν 9ο αἰῶνα παρατηρήθηκε μεγάλη ἀναστάτωση ἀπὸ διαφόρους λόγους, ὥστε μεγάλωσε ἡ τάση τῶν ἀριστοκρατῶν νὰ αὐξήσουν τὴν ἰδιοκτησία τους καὶ οἱ μικροὶ ἐλεύθεροι ἀγρότες ἐξαγοράζονταν καὶ γίνονταν δουλαπάροικοι.
Στὴν βυζαντινὴ κοινωνία διακρίνονταν δύο τάξεις, οἱ «δυνατοὶ» καὶ οἱ «πένητες». Γράφει ὁ Ράνσιμαν: «Ἡ διοίκηση ἔκανε σαφῆ διάκριση ἀνάμεσα στοὺς πλουσίους –τοὺς δυνατοὺς- καὶ τοὺς φτωχούς -τοὺς πένητες- καὶ γενικὰ προσπαθοῦσε νὰ περιορίσει τοὺς ἀριστοκράτες σὲ καθήκοντα μόνο στρατιωτικά, διατηρῶντας τὶς πολιτικὲς ὑπηρεσίες δημοκρατικὲς καὶ ἐλεύθερες. Ὅλο τὸν 10ο αἰῶνα ἡ κυριότερη ἀσχολία τῶν αὐτοκρατόρων ἦταν νὰ θεσπίζουν νόμους προσπαθῶντας νὰ περιορίσουν τὴ δυνατότητα τῶν ἀρχόντων νὰ ἀγοράζουν γῆ τῶν φτωχῶν».
Πρόκειται γιὰ τὴν ἴδια νοοτροπία ποὺ παρατηροῦμε σήμερα, ποὺ ἀνοίγει ἡ ψαλίδα μεταξὺ τῶν πλουσίων καὶ τῶν μεσαίων ἡ μεταξὺ τῶν μικρομεσαίων καὶ τῶν πτωχῶν. Στὴν ἐποχή μας παρατηρεῖται τὸ φαινόμενο ὅτι ὅλο καὶ περισσότερο διευκολύνονται οἱ πλούσιοι παρὰ ἐνισχύονται οἱ πτωχοί. Ὁ τρόπος, ὅμως, μὲ τὸν ὁποῖο ἐνεργοῦσαν οἱ Βυζαντινοὶ Αὐτοκράτορες καὶ στὸν τομέα αὐτὸν εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὸς καὶ ἀξιοπρόσεκτος.
Μία καλὴ ἀνάλυση αὐτῆς τῆς προσπάθειας τῶν Βυζαντινῶν Αὐτοκρατόρων, παρουσιάζεται ἀνάγλυφα ἀπὸ τὸν Ζέραρ Βάλτερ στὸ βιβλίο του «Ἡ καθημερινὴ ζωὴ στὸ Βυζάντιο, στὸν αἰῶνα τῶν Κομνηνῶν» (1081-1180). Γράφοντας γιὰ τὶς προνομιοῦχες τάξεις, στὶς ὁποῖες συγκαταλέγονταν οἱ εὐγενεῖς, γράφει ὅτι στὸ Βυζάντιο οἱ εὐγενεῖς ὀνομάζονταν Δυνατοί, οἱ ὁποῖοι διακρίνονταν στοὺς στρατιωτικοὺς καὶ τοὺς διοικητικοὺς ὑπαλλήλους. Οἱ διοικητικοὶ ὑπάλληλοι ἦταν καὶ γαιοκτήμονες ποὺ ἀσκοῦσαν διοίκηση στὴν Αὐτοκρατορία καὶ εἶχαν τὴν τάση νὰ ἀγοράζουν στὶς ἐπαρχίες τοὺς κομμάτια γῆς. Ἐπίσης, οἱ πλούσιοι γαιοκτήμονες ἐπιδίωκαν νὰ ἀποκτήσουν μία διοικητικὴ θέση ὥστε νὰ ἔχουν αὐτὸν τὸν τιμητικὸ τίτλο. Ἔτσι, οἱ διοικητικοὶ ὑπάλληλοι ἦταν συγχρόνως καὶ γαιοκτήμονες, ἀσκοῦσαν, δηλαδή, διοίκηση καὶ ἦταν κάτοχοι ἐκτάσεων γῆς. Στὶς ἀρχὲς τοῦ 10ου αἰῶνος ἡ περιουσία τῶν Δυνατῶν εἶχε φθάσει στὸ ἀπόγειό της καὶ οἱ Αὐτοκράτορες προσπαθοῦσαν νὰ θέσουν φραγμοὺς στὴν ἐπέκτασή τους.
Ὁ Ρωμανὸς Α΄ ὁ Λεκαπηνὸς μὲ Νεαρὰ (Νόμο) ποὺ ἐξέδωσε τὸν Ἀπρίλιο τοῦ ἔτους 922 ἔβαλε στόχο νὰ περιορίση τὴν ἰδιοποίηση τῆς περιουσίας τῶν πτωχῶν ἀπὸ τοὺς Δυνατούς. Σύμφωνα μὲ τὸν νόμο αὐτόν, ὅποιος πτωχὸς ἤθελε νὰ πουλήση τὴν περιουσία του, λόγῳ διαφόρων ἀναγκῶν ποὺ εἶχε, ὤφειλε νὰ προτείνη νὰ τὴν ἀγοράσουν πρῶτα τὰ μέλη τῆς οἰκογενείας του καὶ ἔπειτα οἱ γείτονές του. Ἂν αὐτοὶ δὲν ἤθελαν νὰ ἀγοράσουν αὐτὴν τὴν περιουσία τότε μποροῦσαν νὰ τὴν πουλήσουν στοὺς Δυνατούς. Ἀλλὰ δημιουργήθηκαν μεγάλες δυσκολίες στὴν ἐφαρμογὴ τοῦ νόμου καὶ ἀπεδείχθησαν οἱ ἀδυναμίες του, γιατί συγχρόνως ἐπικρατοῦσε ἡ μακροχρόνια μίσθωση, βάσει τῆς ὁποίας ὁ Δυνατὸς ἐμίσθωνε τὸ χωράφι τοῦ πτωχοῦ καὶ ἔπειτα παρεβίαζε τοὺς ὅρους, ὅποτε τὰ δικαστήρια, στὰ ὁποῖα κατέφευγε ὁ ἐκμισθωτὴς ὑποστήριζαν τοὺς Δυνατούς. Δηλαδή, ἐδῶ παρατηρεῖται διαπλοκὴ μεταξὺ πλουσίων καὶ δικαστῶν. Ἐξ ἄλλου τὴν περίοδο μεταξύ του 927-928 ἡ ἀγροτικὴ παραγωγὴ ἔπαθε μεγάλη ζημιὰ μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴ μποροῦν οἱ συγγενεῖς καὶ οἱ γείτονες τοῦ πεινασμένου πωλητοῦ νὰ ἐκμεταλλευθοῦν τὰ πλεονεκτήματα τοῦ νόμου καὶ ἔτσι οἱ Δυνατοὶ ἀγόρασαν τὴν γῆ τῶν πτωχῶν ἀνθρώπων σὲ μικρὴ τιμή, δίδοντάς τους τρόφιμα ὡς προκαταβολή.
Λίγα χρόνια μετά, τὸ 934, ὁ ἴδιος ὁ Αὐτοκράτορας, ἐπειδὴ ἀπέτυχε τὸ προηγούμενο μέτρο, ἐξέδωσε ἄλλη Νεαρὰ μὲ τὴν ὁποία διέταζε τοὺς Δυνατοὺς νὰ ἐπιστρέψουν, μὲ ὁρισμένους ὅρους, τὰ κτήματα στοὺς ἰδιοκτῆτες τους, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ὑποχρεωθῆ νὰ τὰ πωλήσουν κάτω ἀπὸ τὴν πίεση τῆς ἀνάγκης. Ἡ εἰσαγωγὴ τῆς Νεαρᾶς αὐτῆς εἶναι συγκινητική:
«Οἱ ἄνθρωποι πρέπει νὰ καλλιεργοῦν τὴν ψυχή τους, γιὰ νὰ μοιάσουν μὲ τὸν Δημιουργό. Ὅσοι παραγνωρίζουν αὐτὸ τὸ καθῆκον, εἶναι μοιραῖο νὰ γίνουν σκλάβοι τῶν παθῶν τους. Ἀπ’ αὐτὸ ξεπηδοῦν οἱ ἀπειράριθμες ἀδικίες, ἀπ’ αὐτὸ ἡ μεγάλη καὶ αἰώνια μιζέρια τῶν φτωχῶν, οἱ ἀτελείωτοι βόγγοι τους, ποὺ ἡ ἠχώ τους ἀφυπνίζει τὸν Κύριο. Ἂν ὁ Θεὸς ξεσηκώνεται γιὰ νὰ ἐκδικηθῆ τοὺς πόνους τους, πῶς ἐμεῖς μποροῦμε νὰ παραγνωρίζουμε τὰ παράπονά τους;
Ὅταν ἐνεργοῦμε κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, δὲν ὁδηγούμαστε ἀπὸ τὸ μῖσος ἢ τὸν φθόνο ἐναντίον τῶν Δυνατῶν, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀγάπη μας γιὰ τοὺς φτωχούς, ἀπὸ τὴν πρόθεσή μας νὰ τοὺς προστατεύσουμε καὶ ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία μας νὰ σώσουμε τὴν αὐτοκρατορία, γιατί αὐτοὶ στοὺς ὁποίους ἡ Θεία Πρόνοια ἔδωσε δύναμη καὶ πλοῦτο δὲν φροντίζουν γιὰ τοὺς φτωχούς, ἀλλὰ ἀντίθετα τοὺς βλέπουν σὰν λεία καὶ δύσκολα συγκατατίθενται νὰ μὴ τοὺς ἁρπάξουν ἀμέσως τὰ κτήματά τους».
Παρατηρῶντας αὐτὴν τὴν εἰσαγωγὴ στὸν νόμο γιὰ τὴν βελτίωση τῆς κοινωνικῆς ἀδικίας βλέπουμε τὴν θεολογικὴ ὑποδομή του. Ἀναφέρεται στὰ πάθη ποὺ ἐπικρατοῦν στοὺς ἀνθρώπους, ὅταν ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ τὰ ὁποῖα πάθη τοὺς παρακινοῦν στὴν αὔξηση τῆς περιουσίας τους καὶ τὴν ἀδικία τῶν πτωχῶν, ἀλλὰ καὶ στὸ ὅτι ἡ θέσπιση νόμων γιὰ τὴν ἐπικράτηση τῆς κοινωνικῆς ἀδικίας γίνεται ἀπὸ ἀγάπη καὶ κατὰ τὴν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ καὶ ἀκόμη γιὰ τὴν σωτηρία τῆς Αὐτοκρατορίας. Ἔτσι, οἱ Αὐτοκράτορες δὲν κινοῦνταν ἀπὸ κάποιο ἰδεολογικοκοινωνικὸ μοντέλο, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ὁ νόμος δὲν εἶχε τὰ προσδοκώμενα ἀποτελέσματα.
Στὴν συνέχεια, ὁ Κωνσταντῖνος Ζ ὁ Πορφυρογέννητος «ἐξέδωσε ἕναν νόμο ποὺ πρόβλεπε τὴν ἄμεση καὶ χωρὶς ἀποζημίωση ἐπιστροφὴ ὅλων τῶν κτημάτων, ποὺ εἶχαν ἀγοράσει οἱ Δυνατοὶ ἀπὸ τοὺς μικροϊδιοκτῆτες ἀπὸ τὴν ἔναρξη τῆς βασιλείας του».
Ὅμως, εἴκοσι χρόνια μετὰ ὁ Αὐτοκράτορας Νικηφόρος Φωκᾶς ἐξέδωσε νόμο, ὁ ὁποῖος ἐπέτρεπε στοὺς Δυνατοὺς νὰ ἀγοράζουν κτήματα ὄχι ἀπὸ τοὺς πτωχούς, ἀλλὰ ἀπὸ τοὺς ἰδιοκτῆτες τῆς δικῆς τους κοινωνικῆς τάξεως. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο προστάτευαν τοὺς πτωχοὺς ἀπὸ τὴν πίεση τῶν Δυνατῶν.
Ὁ Βασίλειος ὁ Β ἀκολούθησε τὴν ἴδια τακτική. «Κατάργησε τὴν παραγραφὴ τῶν σαράντα ἐτῶν, ποὺ ἴσχυε γιὰ τὶς αἰτήσεις ἐπιστροφῆς τῶν ἀπαλλοτριωμένων γαιῶν, ὕστερα ἀπὸ τὴν πεῖνα τοῦ 927. Διέταξε, ἐπίσης, τὴν ἐπιστροφὴ στοὺς δυστυχισμένους πωλητὲς ἢ στοὺς ἀπογόνους τους, ὅλων αὐτῶν τῶν κτημάτων, χωρὶς οἱ Δυνατοὶ νὰ μποροῦν νὰ χρησιμοποιήσουν ἔνδικα μέσα γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν χρημάτων ποὺ πῆραν ἡ γιὰ τὴν εἴσπραξη ἀποζημιώσεως, ἀναφορικὰ μὲ τὶς βελτιώσεις, ποὺ εἶχαν γίνει ἀπ’ αὐτούς. Καὶ πρόσθετε: «Δὲν δικαιοῦνται νὰ πάρουν τίποτε πίσω. Θἄπρεπε μᾶλλον νὰ τιμωρηθοῦν».
Αὐτὰ ἔκαναν τότε οἱ Βυζαντινοὶ Αὐτοκράτορες γιὰ νὰ περιορίσουν τὴν ἀπληστία τῶν δυνατῶν-πλουσίων γαιοκτημόνων καὶ νὰ προστατεύσουν τοὺς πτωχούς. Μακάρι αὐτὸ νὰ τεθῆ ὡς πρότυπο στοὺς σύγχρονους ἡγέτες τῶν Κρατῶν, καὶ κυρίως τῶν λεγομένων Χριστιανικῶν Κρατῶν, ὥστε νὰ ἀντιμετωπίζουν τὶς κρίσιμες καταστάσεις ποὺ παρατηροῦνται στὴν κοινωνία μας. Σήμερα, οἱ Δυνατοὶ εἶναι «οἱ ἔχοντες καὶ κατέχοντες», ὅσοι διαθέτουν μεγάλη περιουσία καὶ συνεχῶς τὴν αὐξάνουν σὲ βάρος τῶν ἀδυνάτων ἀνθρώπων. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ σύγχρονοι ὑπεύθυνοι γιὰ τὴν οἰκονομία μας δὲν πρέπει ἁπλῶς νὰ ἐφαρμόζουν οἰκονομικὰ συστήματα ποὺ ἰσχύουν σήμερα, ἀλλὰ νὰ παραδειγματίζονται καὶ ἀπὸ τοὺς φιλάνθρωπους τρόπους μὲ τοὺς ὁποίους ἀντιμετώπιζαν οἱ πρόγονοί μας τὰ θέματα αὐτά. Ὅπως εἴδαμε οἱ Νεαρὲς τῶν Αὐτοκρατόρων δὲν ἦταν προϊόντα κάποιου κοινωνικοῦ συστήματος καὶ κοινωνικῆς ἰδεολογίας, π.χ. φιλελεύθερης ἡ σοσιαλιστικῆς, ἀλλὰ καρποὶ καὶ ἔκφραση τῆς θεολογίας. Ὅταν κανεὶς ἐπιλύη τὰ κοινωνικὰ ζητήματα μέσα ἀπὸ τὸ πρῖσμα τῆς θεολογίας, τότε ἡ ἀντιμετώπιση τῶν πραγμάτων εἶναι φιλάνθρωπη, ἀφοῦ διατηρεῖται καὶ ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἐλευθερία.
ΠΗΓΗ: http://www.parembasis.gr/2009