Εἰς τὰ 1828 εἰς τὴν Αἴγινα ἐπῆγεν ὁ Γεώργιος Μαυρομιχάλης νὰ ἐπισκεφθῆ τὸν Κυβερνήτη. Ἐφόρεσε τὴν λαμπρότερη ἐνδυμασία του, βουτημένη εἰς τὸ μάλαμα· ἐγελοῦσαν τὰ φορέματά του, ἐγελοῦσε ἡ καρδιά του, διατὶ ὁ νέος εἶχε κλίσιν πρὸς τὸν Κυβερνήτην· τὸν ἔδεχθη αὐτὸς ἀλλὰ τοῦ εἶπε: Δὲν σ’ ἐπαινῶ διὰ τὰ φορέματά σου· καὶ πρὶν πατήσω τὰ χώματα τὰ Ἑλληνικά,καὶ ἀφοῦ ἦλθα καὶ εἶδα τὸ ἐβεβαιώθηκα, εἶναι καιροὶ ποὺ πρέπει νὰ φοροῦμε ὃλοι ζώνη δερματένια, καὶ νὰ τρῶμεν ἀκρίδαις μὲ ἂγριο μέλι·
Εἶδα πολλὰ εἰς τὴν ζωήν μου, ἀλλά σὰν τὸ θέαμα ὅταν ἔφθασα ἐδῶ εἰς τὴν Αἴγινα, δὲν εἶδα τί παρόμοιο ποτέ, καὶ ἄλλος νὰ μὴν τὸ ἰδῆ· προεῖδα μεγάλα δυστυχήματα διὰ τὴν πατρίδα, ἂν ἐσεῖς δὲν θὰ εἶσθε σύμφωνοι μαζί μου καὶ ἐγὼ μὲ ἐσᾶς. Ζήτω ὁ Κυβερνήτης ὁ σωτήρας μας, ὁ ἐλευθερωτής μας, ἐφώναζαν γυναῖκες ἀναμαλιάραις, ἄνδρες μὲ λαβωματιαῖς πολέμου, ὀρφανὰ γδυτά, κατεβασμένα ἀπὸ ταῖς σπηλιαῖς· δὲν ἦτον τὸ συναπάντημά μου φωνὴ χαρᾶς, ἀλλὰ θρῆνος· ἡ γῆ ἐβρέχετο ἀπὸ δάκρυα, ἐβρέχετο ἡ μερτιὰ καὶ ἡ δάφνη τοῦ στολισμένου δρόμου ἀπὸ τὸν γιαλὸν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν· ἀνατρίχιαζα, μοῦ ἔτρεμαν τὰ γόνατα, ἡ φωνὴ τοῦ λαοῦ ἔσχιζε τὴν καρδίαν μου· μαυροφορεμέναις, γέροντες μοῦ ἐζητοῦσαν νὰ ἀναστήσω τοὺς ἀποθαμένους τους, μανάδες μοῦ ἔδειχναν εἰς τὸ βυζὶ τὰ παιδιά τους, καὶ μοῦ ἔλεγαν νὰ τὰ ζήσω, καὶ ὅτι δὲν τοὺς ἀπέμειναν παρὰ ἐκεῖνα καὶ ἐγώ…
Υἱὲ τοῦ Μαυρομιχάλη, διὰ νὰ μὲ τιμήσης ἦλθες εὐμορφοστολισμένος· τὸ ἐννοῶ καὶ σὲ ἀγαπῶ, ὅθεν καὶ σοῦ ἀνοίγω τὴν καρδίαν μου.
Ἦλθεν εἰς τὴν πατρίδα σας ἕνας ὁμογενὴς περισσότερος, δὲν ἤφερα ξένους ὁπλοφόρους, συνοδίαν μου ἔχω μόνον τὴν πειθώ, τὸ φίλεργον, καὶ τίμια γηρατεῖα· ὄχι ἐσύ, ποῦ εἶσαι νέος, ἀλλὰ οἱ πλέον, πλέον γέροντες δὲν ἔχετε γνῶσιν λευκαμένην ἀπὸ παλαιότητα καιροῦ.
Ὡς ψάρι εἰς τὸ δίκτυ σπαράζει εἰς πολλοὺς κινδύνους ἀκόμη ἡ Ἑλληνικὴ ἐλευθερία. Μοῦ ἐδόσατε τοὺς χαλινοὺς τοῦ κράτους· τίνος κράτους; μετροῦμε εἰς τὰ δάκτυλα τὴν ἐπικράτειάν μας, τ’ Ἀνάπλι, τὴν Αἴγινα, Πόρον, Ὕδραν, Κόρινθον, Μέγαρα, Σαλαμίνα.
Ὁ Ἰβραΐμης κρατεῖ τὰ κάστρα καὶ τὸ μεσόγειον τῆς Πελοπόννησου, ὁ Κιουτάγιας τὴν Ρούμελη, πολλὰ νησιὰ βασανίζονται ἀπὸ αὐτεξούσιον στρατιώτην καὶ ἀπὸ πειρατείαν, τὰ δύο μεγάλα καράβια σας, εἶναι ἁραμμένα ’ξαρμάτωτα εἰς τὸν Πόρο, ἡ Ἀθήνα ἒφαγε πέρυσι τοὺς ἀνδρειοτέρους τῶν Ἑλλήνων.
Ποῦ τὸ θησαυροφυλάκιον τοῦ ἔθνους; Ἀκούω, ἐπουλήσατε καὶ τὴν δεκατιὰ τοῦ φετεινοῦ ἔτους πρὶν ἀκόμη σπαρθῆ τὸ γέννημα· ὁ τόπος εἶναι χέρσος, σπάνιοι οἱ κάτοικοι, σκόρπιοι εἰς τὰ βουνὰ καὶ εἰς τὰ σπήλαια· τὸ δημόσιον εἶναι πλακωμένο ἀπὸ δύο ἑκατομμύρια λίραις στερλίναις χρέος, ἄλλα τόσα ζητεῖτε οἱ στρατιωτικοί, ἡ γῆ εἶναι ὑποθηκευμένη εἰς τοὺς Ἄγγλους δανειστάς· ἀνάγκη νὰ τὴν ἐλευθερώσωμεν μὲ τὴν ἰδίαν ἀπόφασιν, ὡς θὰ τὴν ἐλευθερώσωμεν καὶ ἀπὸ τὰ ἂρματα τοῦ Κιουτάγια καὶ τοῦ Αἰγυπτίου.
Δὲν λυποῦμαι, δὲν ἀπελπίζομαι· προτιμῶ αὐτὸ τὸ σκῆπτρο τοῦ πόνου καὶ τῶν δακρύων παρὰ ἄλλο· ὁ θεὸς μοῦ τὸ ’δωσε, τὸ πέρνω, θέλει νὰ μὲ δοκιμάση· εἶμαι ἀπὸ τὴν φυλήν σας, εἰς ἕνα μνῆμα μαζὺ μὲ ’σᾶς θὰ θαφτῶ· ὅ,τι ἔχω ζωήν, περιουσίαν, φιλίαις εἰς τὴν Εὐρώπην, κεφάλαια γνώσεων ἀποκτημένα ἀπὸ τόσα θεάματα καὶ ἀκροάματα συμβάντων τοῦ κόσμου τῆς ἡμέρας μου, τὰ ἀφιερόνω εἰς τὴν κοινὴν πατρίδα, ἂς ὑψώσωμεν τὸ μεγαλεῖον της, ὥστε ὃποιος θελήσει, δυσκόλως νὰ τὸ ταπεινώση, στερεωμένο εἰς ρίζαις ἀρετῆς εἶναι ἀκαταμάχητον.
Ἐκάματε ἔργα πολεμικὰ ἀθάνατα· Βασιλεῖς καὶ ’Ἔθνη σᾶς ἐπαίνεσαν, ἀλλὰ πίστευσέ μου, διὰ πολυετίαν ἀκόμη ἡ ζώνη τοῦ Προδρόμου πρέπει νὰ ἦναι στολισμός σας, ὂχι χρυσοΰφαντη χλαμύδα.
Ὡς οἱ παλαιοὶ ἥρωες ἢ Βασιλεῖς τῆς Ἑλλάδος πρέπει νὰ φυτεύωμεν δένδρα, νὰ ἀνοίγωμεν δρόμους, νὰ παλεύωμεν μὲ τὰ θηρία τοῦ δάσους, νὰ δέσωμεν τὴν κοινωνίαν μας μὲ νόμους σύμφωνους μὲ τὸ ἔθνος μας· οὔτε ὀπίσω οὔτε ἐμπρός τοῦ καιροῦ μας· μὴ μοῦ ζητεῖτε ζωγραφίαις πολύτιμαις εἰς οἰκοδόμημα ἀκόμη ἀτελείωτον.
Μέτρον μας καὶ ἄστρο: εἰς δεινὰ Ἑλληνικὰ θεραπεία Ἑλληνική. Μὲ τὸ στόμα μας, ὂχι ὡς οἱ χειρουργοί τῆς Εὐρώπης κόφτοντας, ἀλλὰ μὲ τὸ στόμα μας νὰ βυζαίνομεν τὸ ἔμπυο της πατρίδος, διὰ νὰ τὴν γιάνωμεν… ἐπειδὴ κάθε τόπος ἔχει χωριστὰ τὸ μυστήριον τῆς ζωῆς του, τὸν νόμον τῆς εὐτυχίας του, ἂν πλανεθῆ ὁ ἑλληνισμός μας καὶ σηκωθῆ σκοτάδι μεταξὺ μας ὥστε ἐσεῖς νὰ μὴ διαβάζετε εἰς τὴν καρδίαν μου, θολοθοῦν καὶ ’μὲ οἱ ὀφθαλμοί, ποῖος ἠξεύρει… ποῦ θὰ ’πᾶμε, τί θὰ γινοῦμε; …
Κατεβαίνω πολεμιστὴς εἰς τὸ στάδιον, θὰ πολεμήσω ὡς Κυβέρνησις, δὲν λαθεύομαι, τὸν ἔρωτα τῶν προνομίων ποῦ εἶναι φυτευμένος εἰς ψυχαῖς πολλῶν, τὰ ὀνειροπολήματα τῶν λογιωτάτων, ξένων πρακτικῆς ζωῆς, τὸ φιλύποπτο, κυριαρχικὸ καὶ ἀνήμερον ἀλλοεθνῶν ἄνδρων. Ἡ νίκη θὰ εἶναι δική μας ἂν βασιλεύη τὴν καρδίαν μας, Θεὸς ζηλότυπος, μόνον τὸ αἴσθημα τὸ Ἑλληνικὸ- ὁ φιλὴκοος τῶν ξένων εἶναι προδότης».
Εἴθε οἱ νέοι τῆς Ἑλλάδος νὰ ἦναι βοηθοί μου καὶ πρῶτος ἐσύ· μφορὴς πολυτελῆ φορέματα ἀτέριαστα μὲ τὴν ἔνδειαν τῶν πολλῶν καὶ κεφάλαιο θαμένο, ἀχρησίμευτο· ἢ ἄφορμη, ἡ ἀπόκτησίς του, κακῶν ὀρέξεων καὶ πράξεων· μὴ θέλεις ἄλλο στολίδι καὶ καύχημα εἰμὴ ὅτι εἶσαι ἀπὸ οἰκογένεια δοξασμένη, ποῦ τόσο ἔχυσε αἷμα ἀνδρειωμένο διὰ τὴν ἀναγέννησιν καὶ τὴν ἐλευθερίαν τῆς Πατρίδος».
Ἀπὸ τὰ Ἀπομνημονεύματα
τοῦ Θεόδωρου Κολολοτρώνη