Ανυπόστατοι Φόβοι ή το Τέλος της Προσωπικής Ελευθερίας;

Σταματία Καραγεωργίου

Οικονομολόγος-Συγγραφέας.

Η υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών στα πλαίσια της Συνθήκης της Λωζάννης είναι η μοναδική μέχρι τώρα περίπτωση στην Ιστορία, κατά την οποία ένα κράτος με δημοκρατικό πολίτευμα αποκτά αυθαίρετα απόλυτη εξουσία πάνω στη ζωή και την περιουσία των πολιτών του και επιβάλλει τις αποφάσεις του ερήμην τους. Αυτή η ιστορική στιγμή υπήρξε γεγονός τόσο αποτρόπαιο και καταλυτικό, ώστε όλα τα κράτη που συμμετείχαν στη διάσκεψη, την υπογραφή και την επικύρωση της συνθήκης, μέχρι σήμερα αρνούνται μετ’ επιτάσεως την πατρότητα της αρχικής ιδέας. Νομικά η απόφαση αυτή παραβίαζε κάθετα και οριζόντια κάθε έννοια δικαίου, δημοκρατικής ελευθερίας και στοιχειωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων, ώστε όλοι ακόμα και σήμερα επιχειρούν την αποποίηση της ευθύνης.

Δυστυχώς, εκείνη η …νομική «θυσία» καθόλου δεν μας διασφάλισε από ανάλογα προβλήματα. Κι εδώ, συναντούμε ένα παράδοξο. Ενώ όλοι, αναγνωρίζοντας την προσωπική ελευθερία και την ιδιωτικότητα ως θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, ώστε οι διεθνείς οργανισμοί να τα κατοχυρώνουν με χάρτες και επίσημες συμβάσεις, παραμένει ενεργή η προσπάθεια καταστρατήγησης των δικαιωμάτων αυτών.

Ωστόσο, ακόμα και στις μέρες μας ο δρόμος για νέες συστηματικές απειλές κατά της προσωπικής ελευθερίας παραμένει ορθάνοιχτος. Ζούμε απειλές που αναφύονται σε περιβάλλον δημοκρατίας, όπου αυτή πλέον προβάλλεται όχι ως το πλαίσιο διασφάλισης των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά ως ένας ακατανόητος αυτοσκοπός. Γινόμαστε συνεχώς μάρτυρες συστηματικών προσπαθειών για τη ριζική αλλοίωση της έννοιας της δημοκρατίας και της καταπάτησης των βασικών της χαρακτηριστικών, αν και με πιο εύσχημες μεθόδους.

Για παράδειγμα, σύμφωνα με τον Χάρτη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 6ο άρθρο του κεφαλαίου που αφορά τις ελευθερίες αναγνωρίζει την ελευθερία και την ασφάλεια ως θεμελιώδη δικαιώματα.

Ωστόσο, η επικοινωνιακή δύναμη χρησιμοποιείται κατευθυνόμενα για την αλλαγή αντίληψης επί των βασικών όρων και μας ωθεί πιεστικά να παραιτηθούμε οικειοθελώς από τα δικαιώματα αυτά που όχι μόνο ο Χάρτης του ΟΗΕ περί Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατοχυρώνει, αλλά και το Σύνταγμα κάθε δημοκρατικής χώρας εξασφαλίζει στους πολίτες της, ενώ η εκάστοτε δημοκρατική κυβέρνηση έχει υποχρέωση να διαφυλάττει. Με την επικοινωνιακή μέθοδο ο περιορισμός και η σταδιακή κατάργηση της προσωπικής ελευθερίας παρουσιάζεται ως «αναγκαίο μέτρο για την ασφάλεια» και η συγκατάθεσή μας ως «συλλογική ευθύνη», που θα διευκολύνει την απαραχάρακτη εξυπηρέτηση του πολίτη από τις κρατικές δομές». Αλλά, όταν γίνεται ένας τέτοιος διαχωρισμός ελευθερίας και η ασφάλειας τότε απειλούνται και οι δυό. Δεν είναι καθόλου τυχαία η συνύπαρξή τους στο ίδιο άρθρο. Όπως δεν υπάρχει ελευθερία χωρίς ασφάλεια, ομοίως δεν μπορεί να υπάρξει ασφάλεια χωρίς ελευθερία. Η συλλογική ευθύνη οφείλει να προστατεύει από έναν τέτοιο διαχωρισμό και η εξυπηρέτηση του πολίτη δεν μπορεί να καταργεί τα θεμελιώδη δικαιώματά του, δηλαδή τον ίδιο ως πρόσωπο.

Σήμερα δεν είναι μια διεθνής συνθήκη που απειλεί να καταργήσει τις ελευθερίες αυτές, αλλά αμφίβολα νομοσχέδια που υποσκάπτουν τη διασφάλισή τους από τα άρθρα του Συντάγματος, νομοσχέδια τα οποία αποζητούν τη συγκατάθεση μας ώστε να καταργήσουν την ελευθερία μας de facto με τη … σύμφωνη γνώμη μας!

Η προσπάθεια υποχρεωτικής επιβολής του προσωπικού αριθμού είναι ένα χαρακτηριστικό και κραυγαλέο παράδειγμα της εύσχημης μεθόδου με την οποία οδηγούμαστε πιεστικά σε μια τέτοια οικειοθελή παραίτηση, μετατρέποντας την ανθρώπινη και ελεύθερης βούλησης ύπαρξή μας σε… project -ή ορθότερα- σε διαχειρίσιμο πιόνι. Η παραχώρηση -εμμέσως πλην σαφώς- προς την εκάστοτε κρατική δομή της αναντίρρητης εξουσίας να μας ελέγχει πλήρως, να μας χειρίζεται, να μας ακυρώνει και –γιατί όχι- να μας διαγράφει ως πολίτες αυτό ακριβώς το προνόμιο παρέχει στο όνομα του εκσυγχρονισμού της κρατικής οργάνωσης, της λειτουργικότητας, της «προστασίας».

Λίγες μέρες πριν γιορτάσαμε την επέτειο της μεγαλειώδους νίκης της ανθρωπότητας κατά του ναζισμού. Κάθε χρόνο σε μια τέτοια επέτειο ακούγονται διθύραμβοι περί δημοκρατίας και ελευθερίας του ανθρώπου. Ασφαλώς είναι σπουδαία η νίκη αυτή και δεν θα τη μειώσουμε. Δυστυχώς όμως, σημειώθηκε μόνο στα πεδία των μαχών. Επιτρέψαμε να επικρατήσει η βιοηθική αντίληψη του ηττημένου. Υιοθετήσαμε σταδιακά τη ναζιστική αντιμετώπιση του ανθρώπου ως προϊόντος εργαστηρίου που σχεδιάζεται, τροποποιείται, είναι αντικείμενο πειραματισμού και γενικά, είναι αναλώσιμος. Διαμορφώσαμε μια κοινωνία όπου τη θέση της «ανώτερης φυλής» παίρνει το εκάστοτε καλοθρεμμένο «ΕΓΩ», το οποίο ταυτίζεται απόλυτα με το «κοινό καλό» κι ενδόμυχα θεωρεί πως προηγείται η ατομική του διευκόλυνση ή επιβίωση για χάρη της οποίας κάποιες απαραίτητες «εκπτώσεις» είναι καλοδεχούμενες.

Μόνο που η κοινωνία είναι ζωντανός οργανισμός, άρα λειτουργεί συλλογικά. Σε αυτό το τραίνο είμαστε όλοι μαζί. Και όλοι θα επωμιστούμε τις επιπτώσεις των ατομικών αποφάσεων μιας πλειοψηφίας αλωμένης από όλα τα πιο πάνω και άρα εύκολα υποκύπτουσας. Είναι ώρα να λειτουργήσουμε ως σύνολο αλληλοβοηθούμενων και αλληλοϋποστηριζόμενων κυττάρων για να προστατέψουμε την ελευθερία μας και μέσα σ’ αυτήν να ζήσουμε με ασφάλεια. Γιατί δημοκρατική αντίληψη δεν σημαίνει ότι μπορώ να κάνω ότι θέλω ή ότι με βολεύει. Σημαίνει ότι οφείλω να κάνω ό,τι χρειάζεται για να διασφαλιστούν τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα που τόσο απροκάλυπτα απειλούνται. Το τέλος της ελευθερίας δεν παρέχει ασφάλεια παρά μόνο περιορισμό και συρρίκνωση. Το τέλος της προσωπικής ελευθερίας σε συλλογικό επίπεδο, θα σημάνει αναπόφευκτα το τέλος κάθε ελευθερίας.