Οι μάχες στην ευρύτερη περιοχή Κρέσνα – Σιμιτλή – Τζουμαγιά (9-17 Ιουλίου 1913) αποτέλεσαν την τελευταία φάση των ελληνικών επιθετικών επιχειρήσεων στο βουλγαρικό έδαφος κατά τον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο. Η επιτυχής έκβασή τους, σε συνδυασμό με τη δυσμενή θέση στην οποία περιήλθε η Βουλγαρία σε όλα τα μέτωπα με τις υπόλοιπες βαλκανικές χώρες (Ρουμανία, Σερβία, Οθωμανική Αυτοκρατορία), οδήγησε στη σύναψη της Συνθήκης του Βουκουρεστίου και στον τερματισμό του πολέμου.Ύστερα από τις νικηφόρες για την ελληνική πλευρά μάχες Κιλκίς – Λαχανά (19 Ιουνίου 1913) και Δοϊράνης (23 Ιουνίου 1913), ο Ελληνικός Στρατός συνέχισε την προέλασή του βόρεια στην κοιλάδα του ποταμού Στρυμόνα προς τη νοτιοδυτική Βουλγαρία. Ο κύριος άξονας των επιχειρήσεων περνούσε δια των στενών της Κρέσνας. Τα στενά αυτά βρίσκονται ανάμεσα στα όρη Δυτικός Όρβηλος (Μάλες Πλάνινα) και Πιρίν, συνιστώντας το κυρίαρχο πέρασμα από την Ανατολική Μακεδονία προς τη Δυτική Βουλγαρία, που οδηγεί στην πόλη Τζουμαγιά. Ως το 1912, τα στενά της Κρέσνας κατέχονταν από τους Τούρκους, ενώ οι Βούλγαροι τα κατέλαβαν σχεδόν δίχως μάχη
12/14 Ιουλίου 1913: Η μεγάλη μάχη στο ύψωμα 1378 (Διήγηση του Γιώργου)
{Το πρωί της 11ης Ιουλίου, βαδίζαμε προς το Ουράνοβο υπό βροχή, λες και ήταν φθινόπωρο. Το απόγευμα, το Βουλγαρικό Πυροβολικό που υποχωρούσε μας έριξε κι μερικές οβίδες αλλά … δεν τις πήραμε στα σοβαρά! Πιο πολύ μας απασχολούσε η βροχή, που δεν σταμάτησε σχεδόν καθόλου, ούτε το βράδυ που καταυλιστήκαμε σε μία χαράδρα, και όλη τη νύχτα προσπαθούσαμε να μη γλυστρίσουμε στο βρεγμένο έδαφος. Το επόμενο πρωί, ακούω τον Εύζωνο το Δούκα, να ρωτάει ποιος θέλει καφέ! Νόμιζα ότι το έλεγε γι’ αστείο, αλλά αυτός ο μπαγάσας είχε και καφέ και ζάχαρη και καμινέτο! Έφτιαξε μπόλικο και βουτούσαμε κι ένα ξεροκόματο ψωμί, και όχι μόνο ξεγαλέσαμε τη πείνα μας, καθώς ήμασταν νηστικοί σχεδόν 24 ώρες, αλλά μου φάνηκε σαν το καλύτερο γλυκό, αυτό το ξεροκόματο βουτηγμένο στο γλυκό καφέ. «Εσύ βρε Ζήση αδικείσαι. Αφού μπορείς να γλυκάνεις έτσι το ξερό το ψωμί, εσύ πρέπει να γίνεις ζαχαροπλάστης!» «Μη μου φουσκών’ς τα μυαλά κυρ Λουχία, γιατί δι θέλου και πουλύ… Άμα τελέψει ου πόλεμος, σκέφτουμι να παρατήσου τα γίδια κι του χουριό κι να κατέβου στην πόλ’ να σιάχνου καταΐφια και σουρόπια κι κρέμ’ς, να γλιύφουν ούλοι τα δάχτυλάτ’ς! Θάχου δικόμ’ μαγαζί, να ’ρχεσι να σι φιλεύου …» Οι πληροφορίες λέγανε ότι ο εχθρός είχε πιάσει τα υψώματα γύρω απ’ το Ουράνοβο. Μετά τη συντριβή του εχθρικού αριστερού από τις Μεραρχίες του κέντρου, το Γενικό Στρατηγείο ανέθεσε στη Μεραρχία μας να καταδιώξει τον εχθρό, μαζί με την 7η Μεραρχία. Η Διαταγή όριζε να συντριβεί η αντίσταση του εχθρού στο ύψωμα 1378, έτσι ώστε η Μεραρχία μας να προελάσει προς το Τσέροβο, και η 7η να προωθήσει τμήματα στο Κάρλοβο. Ξεκινήσαμε χωρίς να συναντούμε αντίσταση, έχοντας μπροστά το 8ο ΤΕ, που μετά το θάνατο του Ιατρίδη διοικούσε ο Τχης Βασιλούνης. Διαπιστώσαμε την ύπαρξη εχθρικών δυνάμεων στα υψώματα βόρεια του ποταμού Οσένοβα. Με μία αριστοτεχνική ανάπτυξη, το 8ο πέρασε δεξιά και μπήκε μπροστά το δικό μας Τάγμα, το 9ο . Κατά τις 1 το μεσημέρι δεχθήκαμε πυρά και πήραμε «διάταξη μάχης». Με την κάλυψη μιας Ορειβατικής Πυροβολαρχίας που μας υποστήριζε με πυρά, μας πήρε λιγότερο από μιάμιση ώρα να περάσουμε το ποτάμι, παρά τα εχθρικά πυρά και παρ’ όλο που είχαν ανέβει τα νερά από καταρρακτώδη βροχή. Αρχίσαμε να σκαρφαλώνουμε στα υψώματα που είχαν οι εχθροί, έχοντας πίσω μας το Τάγμα Κρητών του Κολοκοτρώνη. Η τύχη μας βοήθησε και ως τις 3.30 σχεδόν επικρατούσε ομίχλη, που κάλυπτε κι εμάς αλλά και την Πυροβολαρχία μας. Όταν η ομίχλη διαλύθηκε και οι Βούλγαροι εντόπισαν τα πυροβόλα μας, ήταν πια αργά για αυτούς, γιατί εμείς είχαμε πια φτάσει στις ΒΔ συνοικίες του Ουράνοβου. Διώξαμε 4 ολόκληρα Βουλγαρικά Τάγματα, που αναγκάστηκαν να συμπτυχθούν στα υψώματα 1079 και 137843 . Ο Μέραρχός μας ο Δελαγραμμάτικας είχε στη διάθεσή του μόνο το δικό μας 1 ο ΣΕ και το 17ο ΣΠ του Σταθόπουλου, αποδεκατισμένα και τα δύο από τις μάχες των προηγούμενων ημερών. Είχε δηλαδή περίπου 4.200 οπλίτες, 110 Αξιωματικούς και 6 πυροβόλα μόνο. Το 18ο ΣΠ, ένας Ουλαμός Ορειβατικών και τμήμα του Ιππικού είχαν διατεθεί στην 7η ΜΠ. Υπήρχε και μία Ορειβατική Πυροβολαρχία του Τμήματος Στρατιάς Δαμιανού, που κατάφερε να φτάσει ως το Πόροβο, απέναντι από τα αντερείσματα του 1378.
Συνεχίσαμε την προέλασή μας και όταν η εμπροσθοφυλακή δέχθηκε πυρά, η Μεραρχία αναπτύχθηκε σε διάταξη μάχης, με το 1ο ΣΕ στα βόρεια του Ογνιάρ Μαχαλά με μέτωπο προς το 1378, έχοντας δεξιά της το ΙΙΙ/17 του Δημητριάδη και αριστερά το Ι/17 Τάγμα του Σταθόπουλου. Υπολογίζαμε σε ενίσχυση και από το 18ο ΣΠ, αυτό που είχε διατεθεί στην 7η ΜΠ, αλλά ήταν πολύ μακριά, καθώς απείχε ακόμη αρκετά από το Γράντεβο. Η ηρεμία κράτησε λίγο, ίσα που προλάβαμε να πάρουμε θέσεις και να πιούμε λίγο νερό, γιατί οι Βούλγαροι ενισχύθηκαν με 3 ακόμη Τάγματα και κατά τις 5 το απόγευμα επιτέθηκαν στις θέσεις του Τάγματός μας. Αντέξαμε στην πίεση και κατά τις 7 το βράδυ, ενώ η μάχη είχε ανάψει για τα καλά, ενισχυθήκαμε και με 2 Λόχους Ευζώνων του 8ου . «Εμπρός δια της λόγχης !!!» Ο Βελισσαρίου δεν πρέπει να ήξερε άλλο παράγγελμα. Αλλά και οι Εύζωνοι δεν ήξεραν άλλο από επίθεση. Οι Βούλγαροι ήταν πολύ περισσότεροι, ίσα με δύο πλήρη Συντάγματα, κάπου 8.000 δηλαδή, κι εμείς ούτε 1.000. Ορμήσαμε όμως με τις λόγχες και ανατρέψαμε την εχθρική επίθεση. Ταυτόχρονα έκαναν επίθεση και δύο Λόχοι των Κρητών του Κολοκοτρώνη και όλοι μαζί βαδίζαμε για να πάρουμε το ύψωμα. Είχαμε και στήριξη από το Πυροβολικό, με δύο Πυροβολαρχίες, αλλά αργούσαν να πάρουν κατάλληλες θέσεις. Έβρεχε δυνατά και το λασπώδες έδαφος έκανε την προχώρηση πιο δύσκολη. Άρχισαν να μας ρίχνουν και τα πολυβόλα τους, αλλά προχωρούσαμε. Για να μη βρεχόμαστε αλλά και για να τους μπερδεύουμε στο σημάδι, είχαμε ρίξει επάνω μας τα αντίσκηνα. Σαν φτάσαμε στους πρόποδες του υψώματος, τα πετάξαμε και νοιώσαμε σαν να έφυγε από πάνω μας βάρος πολλών οκάδων. Ορμήσαμε τρέχοντας κατά πάνω τον ανήφορο, και χωρίς να το καταλάβουμε πήραμε τα πρώτα χαρακώματα. Πρώτος και καλύτερος ο έφεδρος Ανθγός Παπαβασιλείου με τη Διμοιρία του. Δέκα βήματα πριν το εχθρικό χαράκωμα σκοτώθηκε ο Εύζωνος Μάκραινας. Και λίγο πιο κάτω ο Λοχίας Τόλιας. Στην έφοδο αυτή σκοτώθηκε και ο ήρωας Κολοκοτρώνης και το Τάγμα που έμεινε ακέφαλο, καθώς είχε χάσει όλους σχεδόν τους Αξιωματικούς, αποσυντέθηκε. Μείναμε στις θέσεις μας καθώς άρχισε να πέφτει η νύχτα44 . Έχουν γραφτεί πάρα πολλά για τον ηρωισμό του Κολοκοτρώνη και το πώς σκοτώθηκε. Θα σας πω κι εγώ μερικά γι αυτόν τον μεγάλο ήρωα, που πέθανε όπως άξιζε σε έναν Κολοκοτρώνη. Πάντα βάδιζε μπροστά από τους άντρες του χωρίς να υπολογίζει οβίδες και σφαίρες. Σε μια μάχη, στο Λαχανά αν θυμάμαι καλά, είχε πάρει και το όπλο ενός νεκρού, είχε ζωστεί και τις παλάσκες του και βάδιζε μπροστά σαν απλός Στρατιώτης. Κάποια φορά, ο Συνταγματάρχης μας ο Παπαδόπουλος, του έκανε παρατήρηση, να φυλάγεται. Κι αυτός του είχε απαντήσει: «Κύριε Διοικητά, σέβομαι όσα μου λέτε. Αλλά αν ένας Αξιωματικός οφείλει να προφυλάσσεται, σε έναν Κολοκοτρώνη δεν αρμόζει να μην είναι μπροστά από τους άνδρες του!» Τέτοιος λεβέντης ήταν ο εγγονός του γέρου του Μωριά! Δυστυχώς, δεν πρόλαβε να χαρεί την προαγωγή του «επ’ ανδραγαθεία» που είχε προτείνει μετά πολλών επαίνων στο Στρατηγείο ο Διοικητής μας ο Παπαδόπουλος. Τη νύχτα ήρθαν για ενίσχυση ένα Τάγμα του 17ου ΣΠ και οι άλλοι 2 Λόχοι του 8 ου ΤΕ. Αγνοώντας τη δυνατή βροχή και την κούραση, όλοι μαζί Οπλίτες κι Αξιωματικοί, σκάβαμε ορύγματα που τα ενισχύαμε με πέτρες κι ότι άλλο βρίσκαμε. Δεν μας ένοιαζε η πείνα, ούτε που έλειπε κι αυτό ακόμη το ψωμί.
«Φυσίγγια κυρ Λοχαγέ, δεν θέλουμε ψωμί. Φυσίγγια να τα φάμε τα σκυλιά.» Τελειώνανε τα πυρομαχικά και το ξέραμε45 . Ξέραμε ότι οι Βούλγαροι θα συνέχιζαν τις αντεπιθέσεις τους. Ξέραμε επίσης ότι υπερείχαν αριθμητικά, καθώς όλη τη νύχτα ακούγαμε τις ενισχύσεις τους να έρχονται. Και ξέραμε ακόμη ότι θα έκαναν τα πάντα για να κρατήσουν το 1378, γιατί η απώλειά του θα γκρέμιζε όλη την παράταξή τους. Μέσα στη νύχτα, θα ήταν περίπου 4 πμ της 13ης Ιουλίου, οι Βούλγαροι έκαναν νυχτερινή επίθεση, αλλά αποκρούστηκαν. Μετά, ως το μεσημέρι είχαμε σχετική ησυχία. Αριστερά μας, η 1η Μεραρχία, μετά τη νίκη της στο Σιμιτλή, απωθούσε τον εχθρό προς την έξοδο των στενών της Κρέσνας. Από το Ρούγεν και το Χασάν Πασσά έφτανε σε μας ο απόηχος πυκνών κανονιοβολισμών, σημάδι ότι κι εκεί γινόταν μεγάλη μάχη. Λίγο μετά το μεσημέρι, καταφέραμε να συνδεθούμε με την 1η Μεραρχία. Ένα Τάγμα του 4 ου Συντάγματός της ασφάλιζε τώρα το αριστερό μας και αισθανόμασταν πιο ασφαλείς. Κρατούσαμε τις θέσεις μας, περιμένοντας και την άφιξη στο δεξιό μας της 7ης Μεραρχίας, που ερχόταν από την Μαχομία. Οι Βούλγαροι άρχισαν ξανά απανωτές επιθέσεις, με άφθονο Πεζικό και πυρά Πυροβολικού. Κρατήσαμε τις θέσεις μας, αλλά τα ορυγματά μας γέμιζαν με νεκρούς και τραυματίες όσο περνούσε η ώρα. Στις 3 το απόγευμα έκαναν νέα επίθεση και η κατάσταση ήταν κρίσιμη. Αλλά ο Βελισσαρίου, όπως σας έχω ξαναπεί, δεν ήξερε από άμυνα. «Εμπρός δια της λόγχης !!! Επάνω τους παιδιά !!!» Μόλις οι Βούλγαροι πλησίασαν στα 400 μέτρα, ο Βελισσαρίου διέταξε αντεπίθεση! Η ορμή μας, που έμοιαζε με τρέλα, τρόμαξε τους Βουλγάρους που τα έχασαν. Φτάσαμε πυροβολώντας σε απόσταση 15-20 μέτρων. «Δεν έχουμε φυσίγγια!» φώναξε ένας Υπαξιωματικός. «Και τι έγινε; Χαθήκανε μωρέ οι πέτρες; Κοτρώνες δεν υπάρχουν εδώ; Με τις πέτρες! Χτυπάτε τους με τις πέτρες μωρέ! Κι αυτές σκοτώνουν!» διέταξε ο Βελισσαρίου και δίνοντας το παράδειγμα σήκωσε και πέταξε την πρώτη.
Πιάσαμε όλοι όποια κοτρώνα βρίσκαμε μπροστά μας κι αρχίσαμε να τις πετάμε με λύσσα στους Βούλγαρους που τα έχασαν! Και τους πήραμε με τις πέτρες ως τα χαρακώματά τους. Ίσως να είχαν ξεμείνει από πυρομαχικά και οι Βούλγαροι, γιατί δεν τολμούσαν να επιτεθούν ούτε και ρίχνανε τα πολυβόλα τους. Πάνω στην ώρα έφτασε ένας Λόχος του 8ου με τον Λγό Καραχρήστο, που είχε πάει στο Ουράνοβο να φέρει πυρομαχικά. Ανεφοδιαστήκαμε και πήραμε κουράγιο. Η μάχη συνεχίστηκε σκληρή. Χτυπήθηκαν πολλοί, ανάμεσά τους και ο έφεδρος Υπλγός Μαλανδράκης που τραυματίστηκε σοβαρά. Οι Βούλγαροι δεν είχαν σκοπό να τα παρατήσουν και προσπάθησαν να αντεπιτεθούν. Γιατί ήταν κι αυτοί επίλεκτοι όπως εμείς. Απέναντί μας είχαμε οχτώ επίλεκτα Τάγματα, από το 6ο Σύνταγμα της 2ης ΜΠ των Βουλγάρων και το Σύνταγμα της προσωπικής Φρουράς του Φερδινάρδου. Ίσως αναρωτηθείτε: Πώς ξεχώριζαν τα επίλεκτα Συντάγματα; Ήταν απλό. Από τις μπότες που φορούσαν αντί για γουρνοτσάρουχα, τις στολές που ήταν φαιοπράσινες κι από καλό ύφασμα, σαν των Αξιωματικών, αντί για τις καφέ των απλών Στρατιωτών, αλλά και από τις επωμίδες τους. Αυτοί της Φρουράς εκτός από στέμα είχαν και το «Φι», το πρώτο γράμμα του ονόματος του Τσάρου τους. Και ήταν όλοι μεγαλόσωμοι και ψυχωμένοι, παληκάρια και πεισματάρηδες. Αλλά είχαν απέναντί τους εμάς, τους «μαύρους δαίμονες» του Βελισσαρίου, το 1ο Σύνταγμα των Ευζώνων, τους πορθητές του Μπιζανίου, τους ήρωες των Γιαννιτσών, του Λαχανά και του Δεμίρ Καπού. Η μοίρα το θέλησε να βρεθούν αντιμέτωποι οι εκλεκτοί των εκλεκτών. Και εμείς ήμασταν καλύτεροι και πιο αποφασισμένοι. Θέλετε να καταλάβετε πόσο αποφασισμένοι; Θα σας πω μια σύντομη ιστορία. Είχα έναν Εύζωνο στη Διμοιρία μου, τον Κώστα Λυμπίκη46, από την Αταλάντη. Ο Λυμπίκης τραυματίστηκε ελαφρά στα Γιάννινα και ξανά στο Λαχανά, την πρώτη φορά από σφαίρα που τον πήρε ξώφαλτσα στο δεξί χέρι, την δεύτερη από βολίδα οβίδας στο αριστερό πόδι. Κάθε φορά δενόταν μόνος του και συνέχιζε, ούτε στο Ιατρείο δεν ήθελε να πάει. Και τώρα, στις μάχες του 1378, είχε τραυματιστεί άλλες δυο φορές, στο αριστερό μπράτσο από σφαίρα και στο δεξί μηρό από ξιφολόγχη. Συνέχισε ωστόσο να πολεμάει δίπλα μας και ούτε σκέψη να σταματήσει. «Σταμάτα ρε Κώστα, άιντε πίσω να σι δέσουν καλά, έχεις γιομίσει αίματα» «Τι λες κυρ Δικανέα, και θα σας αφήκω μονάχους εδώ με τα σκυλιά;» «Δε βαστάς άλλο ωρέ Κώστα, τράβα δέσου και μη σε μέλλει για μας …» «Ηγουώ κυρ Δικανένα, και σκοτουμένους θα συν’χίσου να πουλεμάου. Δεν πέφτου χάμου ούτε νικρός, παρεξόν κι αν πάρου διαταή!» Καταλάβατε τώρα τι θα πει «αποφασισμένοι»; Και νεκρός, μόνο με διαταγή θα έπεφτε κάτω και θα σταματούσε να πολεμάει … Ο Βελισσαρίου ήταν κι αυτός αποφασισμένος να νικήσει πάλι. Η Βουλγαρική αντίσταση έπρεπε να τσακιστεί. Είχαμε μαζί μας και τους Κρήτες του μακαρίτη Κολοκοτρώνη. Μετά το θάνατό του και τον θάνατο ή τον τραυματισμό των περισσοτέρων Αξιωματικών τους, είχε αναλάβει τη Διοίκηση του Τάγματός τους ο Βελισσαρίου και ουσιαστικά είχε ενωθεί το Τάγμα τους στο δικό μας. Εδώ που τα λέμε, μετά από τόσες απώλειες, με το ζόρι και τα δύο Τάγματα κάνανε ένα ολόκληρο. Επιχειρήσαμε επίθεση στα υψώματα που ήταν στα αριστερά. Τα εχθρικά πυροβόλα άρχισαν πάλι σφοδρά «πυρά ανασχέσεως». Μπροστά μας δεν υπήρχε μέτρο γης που να μην το έσκαψαν οι οβίδες τους. Δεν γινόταν να πάμε παραπέρα. Πέσαμε όλοι πρηνηδόν, εκμεταλλευόμενοι κάθε ρεματάκι και κάθε ανασήκωμα του εδάφους για φύλαξη. 2-3 οβίδες πέσανε ανάμεσά μας και μερικοί πήγαν να σηκωθούν. Αν τους έβλεπε ο εχθρός δεν θα γλύτωνε κανένας. Ο Ανθυπασπιστής Χαράλαμπος Μουρτζούνης από την Ναύπακτο ανασηκώθηκε λίγο για να τον ακούσουμε όλοι και φώναξε: «Μην κινηθεί κανένας από τη θέση του! Ψυχραιμία παιδιά, δεν μας βλέπουν. Στην τύχη βαράνε. Μείνετε ακίνητοι όλοι εκεί που είσαστε!» Τη στιγμή εκείνη, μια οβίδα έσκασε δίπλα του και ένα θραύσμα του έσπασε το βραχίονα. Έσφιξε τα δόντια και δεν είπε τίποτα σε κανένα. Λίγο πιο δεξιά μας ήταν ο Βελισσαρίου. Βλέποντας ότι οι Βούλγαροι ετοίμαζαν ανετεπίθεση, σηκώθηκε ορθός αδιαφορώντας για τους μύδρους, ανέτεινε το μαστίγιο και φώναξε για να ακουστεί από όλους: «Όποιος θέλει την νίκη ή αλλιώς τον θάνατο, ας με ακολουθήσει !!!» Ήταν μεγαλοπρεπής και ωραίος στη στάση αυτή, επιβλητικός με το μαστίγιο στο δεξί χέρι. Και άρχισε να προχωράει πρώτος προς τον εχθρό παρασύροντάς μας όλους, σε μια πέρα από κάθε λογική επίθεση, κόντρα στις οβίδες που σκόρπιζαν θάνατο και στα πολυβόλα που θέριζαν. Τον σκέφτομαι ακόμη, με το ίδιο ρίγος και την ίδια συγκίνηση που ένοιωσα και τότε. Διακόσιοι πενήντα από εμάς μόνο είχαμε μείνει γύρω του, από ολόκληρο το Τάγμα. Και επειδή χρειαζόμασταν ενθάρρυνση, έδινε αυτός το παράδειγμα, εκτιθέμενος εντελώς στο εχθρικό πυρ. Πολλοί άνδρες μας τραυματίστηκαν, αλλά θα έλεγε κανείς ότι πέφτανε χαμογελώντας ευχαριστημένοι, που τους έβλεπε ο αρχηγός τους. Οι γραμμές μας αραίωναν επικίνδυνα. Δύο οβίδες, η μία μετά την άλλη, έσκασαν πάνω από το κεφάλι του, αλλά αυτός έμεινε εκεί ακλόνητος. Ούτε βήμα δεν κινήθηκε. Μία τρίτη, έπεσε με ορμή μπροστά του χωρίς να εκραγεί, σκεπάζοντάς τον με κομμάτια πηλού και σκόνη. Αυτός ατάραχος! Περίμενε να κατακάτσει η σκόνη και γαλήνιος είπε δυνατά να τον ακούσουμε όλοι: «Έ! Τι τους φοβάστε; Ανάθεμα τους αν ξέρουν να σκοπεύουν. Να, μόνο λάσπη και σκόνη με γέμισαν». Ο Λοχαγός του 4ου Λόχου Καζανάς, όρθιος, μην τολμώντας ο ίδιος να του πει πόσο επικίνδυνη ήταν η θέση του, έκανε νοήματα στον Μπούκουρα, το γιατρό μας, να του πει κάτι αυτός. Αλλά τι να του πει και αυτός; Να πει σε αυτόν που αψηφούσε το θάνατο, να φυλαχτεί μπρος στα μάτια των αποδεκατιζομένων ανδρών του; Θα ήταν αστείο και να δοκιμάσει κανείς. Θα δεχόταν αμέσως ένα από εκείνα τα αυστηρά και περιφρονητικά βλέμματά του. Με το αγέρωχο ύφος του άρχισε να βαδίζει μπροστά. Μία σφαίρα τον βρήκε στο δεξί μέρος του στήθους. Έβαλε την παλάμη στην πληγή και συνέχισε να προχωράει φωνάζοντας: «Εμπρός παιδιά! Εμπρός!» Έκανε λίγα βήματα ακόμη και μια δεύτερη σφαίρα τον χτύπησε κι αυτή στο στήθος. Δύο τραύματα στο στήθος. Ακόμη και ο θάνατος ήθελε να τον τιμήσει όπως του έπρεπε, όπως άξιζε σε έναν τέτοιο ήρωα. Μετά το δεύτερο τραύμα δεν άντεξε άλλο κι έπεσε. Η ώρα ήταν 12.30 ακριβώς. Ο Ταγματάρχης μας ήταν πεσμένος στην πλαγιά. «Ε! Καζανά, έπεσα». Δεν νοιάστηκε να καλέσει το γιατρό, αλλά τον Καζανά για να αναλάβει στη θέση του και να συνεχίσει την επίθεση! Ο γιατρός έτρεξε αμέσως κοντά του: «Τα είδατε Ταγματάρχα μου! Να! Όλο εκτεθιμένος. Τώρα τι θα γίνωμεν εμείς;»
Καθώς ο Μπούκουρας τον αγκάλιαζε τρυφερά, εκείνος, παρ’ όλο που σιγά σιγά λιποθυμούσε, ήταν αυστηρός στην απάντησή του: «Έχετε όπλα. Εάν έχετε και μυαλό δεν υπάρχει κανείς κίνδυνος». Το κακό που μας βρήκε κυκλοφόρησε αμέσως από στόμα σε στόμα: «Χτυπήθηκ’ ου πατέρας!» «Να τουν τραβήξουμι πίσου πηδιά!» «Μη σταματάτε παιδιά, οι Βούλγαροι είναι έτοιμοι να υποχωρήσουν!» Οι περισσότεροι συνέχισαν την επίθεση, υπακούοντας για τελευταία φορά στην εντολή του. Άλλοι πάλι, ανάμεσά τους κι εγώ, τον περιστοιχίσαμε με δάκρυα στα μάτια. Ήταν ο «πατέρας» μας κι έπρεπε να τον προστατεύσουμε. Όρμησα με τους άντρες μου να τον τραβήξουμε πίσω. «Σε χάνουμε κύριε Ταγματάρχα …» «Δεν πειράζει παιδιά μου. Τραβάτε με πίσω μόνο … Τραβάτε με κάτω. Αρκεί που μεγαλώνει η Πατρίδα! Ήταν σε θέση εκτεθειμένη στα εχθρικά πυρά, και ένας Βούλγαρος σήκωσε το τουφέκι του να τον αποτελειώσει. Αλλά πλήρωσε με τη ζωή του. Κι ένας άλλος λογχίστηκε λυσσασμένα, ίσα με 10 φορές, από έναν άλλο τσολιά, που καθώς τον τρυπούσε δάκρυζε. Δεν δάκρυζε για τον Βούλγαρο, αλλά για το κακό που μας βρήκε. Οι άνδρες του Λόχου άρχισαν «πυρά ομαδόν». Δεν χρειάστηκε να δώσει κανείς τη διαταγή. Θέλανε να εκδικηθούν τον επερχόμενο θάνατο.
Καμία δύναμη δεν μπορούσε να τους συγκρατήσει. Και ποια δύναμη εχθρική μπορούσε να τα βάλει με τους συντρόφους του Βελισσαρίου; Τι αξία είχε η ζωή χωρίς τον ήρωά τους, χωρίς τον πατέρα τους; Βοήθησα το γιατρό, μαζί με τον Παπακωνσταντίνου και τους σαλπιγκτές, και τον σύραμε με κόπο προς τα δένδρα. Ο γιατρός άνοιξε τα ρούχα του. Μια πληγή τυφλή κάτω από την δεξιά κλείδα αιμορραγούσε πολύ. Η βολίδα είχε βρει τον πνεύμονα. Ο γιατρός προσπάθησε να σταματήσει την αιμορραγία. Δυο φορές ο Βελισσαρίου λιποθύμησε και δυο φορές συνήλθε ξανά. Μιλούσε με μεγάλη δυσκολία, από εσωτερική αιμορραγία μάλλον. Ανήσυχος διαρκώς, το μυαλό του ήταν ακόμη στη μάχη, καθώς τον βάλαμε στο φορείο. Πίσω από μια προεξοχή του εδάφους σταματήσαμε. Ήταν ωχρός και ήσυχος, αλλά παραπονιόταν ότι τα χέρια του κουράζονται. «Δεν είναι τίποτε» του είπε ο γιατρός. «Δεν είναι γραφτό να κουρασθούν αυτά τα χέρια Γιατρέ! Πολύ φοβούμαι πως δεν θα ξαναϋπηρετήσω την Πατρίδα. Μόνον εκείνη δεν κουράζει τον θέλοντα να την υπηρέτηση». Ένας σύνδεσμος ήρθε βιαστικός ζητώντας τον Ταγματάρχη. Πριν του δώσουμε απάντηση, είδε τον μανδύα του. «Α, τραυματισμένος, δυστυχία μας!». «Πήγαινε λεβέντη μου επάνω. Είναι άλλος Διοικητής τώρα. Μη φοβάσαι όμως. Να ξεκουρασθώ λιγάκι και το βράδυ θα είμαι πάλι κοντά σας». Μίλησε πολύ, τον ξανάπιασε η δύσπνοια. Ένας βήχας έφερε λιποθυμία. Αλλά συνήλθε και πάλι. «Πώς πάνε τα παιδιά πάνω;» «Μείνετε ήσυχος θα σας εκδικηθούν εκείνοι.» «Ω, το πιστεύω θα νικήσετε, θα φθάσετε στη Σόφια. Τί κρίμα να μην είμαι και εγώ κοντά σας όπως και στα Γιάννενα!» Μισόκλεισε τα μάτια του. Ξεκινήσαμε πάλι. Εκείνος, καθισμένος στο φορείο, είχε τα χέρια ψηλά, αγκαλιάζοντας με το δεξί χέρι το γιατρό. «Α! Να έτσι είναι καλά, μπράβο σαλπιγκταί μου, αλλά που είναι ο Βλάχος; Α! Ξέχασα γιατρέ, ήταν τραυματισμένος στο στόμα.» «Ναι αλλά μην ομιλείτε σας κάμνει κακό» «Α, γιατρέ βρήκες τη δύναμή σου, σ’ ακούω. Να που ήλθε και η σειρά σου να διατάξεις. Σ’ ακούω, όπως και συ τόσον καιρό.» Και πάλι λιποθύμησε και πάλι συνήλθε. Τα χείλη του ψιθύρισαν: «Ναι! Στη Σόφια. Στη Σόφια, όπως είπαμε. Το τελευταίο ταξίδι δεν φαίνεται να είναι… το πιο τυχερό!». Την ώρα εκείνη έσκασε κοντά μου μια οβίδα. Ένα μεγάλο θραύσμα τσάκισε το αριστερό μου γόνατο. Έπεσα δίπλα στον Βελισσαρίου, που, παρά την άσχημη κατάστασή του, προσπαθούσε να μας δώσει θάρρος.
«Παιδιά μου τη δουλειά σας εσείς.Αρκεί που μεγαλώνει η Πατρίδα! Θα μου δέσουν την πληγή και σε δυο ώρες θα γυρίσω. Άντε γεια σας τώρα. Και μην ξεχνάτε το σύνθημά μας. Στη Σόφια!» Αυτά ήταν τα τελευταία του λόγια που είπε στο πεδίο της μάχης. Μας πήραν και τους δύο να μας μεταφέρουν στο Α11 Ορεινό Χειρουργείο που ήταν κοντά στο Γράντεβο. Εγώ περπατούσα δίπλα, με τη βοήθεια ενός σαλπιγκτή. Δεν με ένοιαζε για το πόδι μου, που το έβλεπα να κρέμεται από λίγες σάρκες, καθώς κόκκαλα και μυς είχαν κομματιαστεί. Μόνο αυτόν σκεφτόμουν, τον «πατέρα» μας. Η πληγή του αιμορραγούσε συνεχώς. Φτάνοντας στο Χειρουργείο, όπως ήταν ωχρός και ήσυχος, ο γιατρός γελάστηκε και τον νόμισε νεκρό. Και καθώς τον κατέβασαν από το φορείο σε ένα κρεβάτι, τον φίλησε στο μέτωπο.
Αλλά την ώρα εκείνη, συνήλθε πάλι ο τραυματίας, άνοιξε τα μάτια, και σαν να αισθάνθηκε την κατάστασή του, ρώτησε με σβησμένη φωνή: «Τι είναι Γιατρέ; Το νεκροφίλημα;». Ο γιατρός κοκκίνησε, και προσπάθησε να δικαιολογηθεί κάπως παιδιάστικα. «Όχι, αλλά ξεύρετε πρέπει να γυρίσω πίσω στο Τάγμα μας. Να, εδώ είναι ο Γιατρός του Συντάγματος. Θα φροντίσει καλλίτερα εκείνος.» «Έχεις δίκαιο. Ξέχασα ότι δεν έχω κανένα δικαίωμα να σε κρατήσω πλέον. Ανήκεις στο Τάγμα. Πήγαινε γιατρέ μου τώρα, σ’ ευχαριστώ.» Σε λίγο ήρθε ο Συνταγματάρχης μας ο Παπαδόπουλος. Ο Μπούκουρας του παρέδωσε τα κυάλια και το περίστροφο του τραυματία και έφυγε αμίλητος. Ο γιατρός του Συντάγματος είπε ότι τα τραύματά του ήταν βαριά, στο δεξιό ημιθωράκιο. Πονούσε και ζήτησε να τον ξαπλώσουν κάτω, στο χώμα, όπως είχε συνηθίσει να κοιμάται τόσους μήνες. Οι γιατροί δεν συμφωνούσαν, λέγανε ότι το χώμα είναι υγρό, αλλά αυτός επέμενε. Στρώσανε κάτω χορτάρι και άχυρα και τον ξάπλωσαν, ικανοποιώντας την επιθυμία του, που έμελλε να είναι η τελευταία. Γιατί μετά από τρεις ώρες εξέπνευσε. Τα τελευταία του λόγια ήταν για μας, για τον αγώνα, αλλά και για τη γυναίκα του: «Και όπως είπαμε παιδιά μου. Στη Σόφια, στην Πόλη! Χαρίκλεια … Χαρίκλεια!» Τότε έχασα κι εγώ τις αισθήσεις μου. Όσο ζούσε, το μυαλό μου σκεφτόταν συνεχώς αυτόν. Η αδρεναλίνη έκρυβε τον πόνο και δεν με άφηνε να σκεφτώ τα χάλια μου. Μετά, δεν είχε πια νόημα και παραδόθηκα. Ούτε κατάλαβα πότε με χειρούργησαν. Το αριστερό πόδι κόπηκε στον μηρό, λίγο πάνω από το γόνατο. Αλλά δεν μ’ ένοιαζε. Το μόνο που ρώτησα όταν συνήλθα από τη νάρκωση, ήταν αν θα μπορώ να παρευρεθώ στην κηδεία. Και τα κατάφερα. Οι γιατροί διαφωνούσαν, αλλά ήρθαν το επόμενο πρωί δύο τσολιάδες από τη Διμοιρία μου, που ήταν πιο ελαφρά τραυματισμένοι και με ντύσανε πρόχειρα, μου φτιάξανε και μια γκλίτσα να στηρίζομαι και, με τη βοήθεια ενός Νοσοκόμου, μπόρεσα να παραστώ στην κηδεία του ήρωα, που έγινε έξω από το χωριό Γράντεβο, κοντά στο Ορεινό Χειρουργείο, δίπλα στον φρέσκο τάφο του άλλου ήρωα, του Κολοκοτρώνη. Γύρω από τον τάφο λίγοι συμπολεμιστές μας, οι άλλοι μάχονταν. Ο Συνταγματάρχης μας απαρηγόρητος, θρηνούσε τον ασύγκριτο. Ο στρατιωτικός Ιερέας έψαλε τη νεκρώσιμη ακολουθία, χωρίς να ακούγεται ούτε ψίθυρος. Απόλυτη σιωπή επικρατούσε, κρατούσαμε και την ανάσα μας, μέχρι να μπει στη γη το φέρετρο. Και τότε, μόλις ένας Εύζωνος έριξε λίγο χώμα με τη χούφτα, λυγίσαμε όλοι και ξεσπάσαμε σε κλάματα, σαν να είχαμε χάσει τον πιο αγαπημένο μας άνθρωπο.
Ο Συνταγματάρχης μας τον χαιρέτησε σιωπηλός, ο δημοσιογράφος Καρβούνης έβγαλε ένα σύντομο λόγο: «Εμπρός και πάντοτε εμπρός ήταν το σύμβολο σου. Όσαι μάχαι και τόσα στεφάνια νίκης. Το απόρθητο Σαραντάπορο, οι οξείς βράχοι της Αετοράχης, τα θρυλικά Γιάννενα, το ανδροκτόνο Κλέπε, η Λιγκοβάνη, τα βαθειά χαρακώματα του Λαχανά, τα χαλύβδινα στενά του Δεμίρ-Ισάρ, η ματωμένη λαβυρινθώδης Κρέσνα, τα ερυθρά υψώματα της Τζουμαγιάς, το 1378, όλα σκύβουν ταπεινά και με ευλάβεια προσκυνούν την μνήμη του μεγάλου πορθητού και διαλαλούν από γενεάς εις γενεάν το θριαμβευτικόν πέρασμα του μαύρου Καβαλλάρη. Πάντοτε ταχύς, ορμητικός σαν θύελλα, σκόρπιζες κεραυνούς και έδρεπες δάφνες. Η δόξα, η Πατρίς, οι Θεοί της Ελλάδος χειροκροτούμενοι ηκολούθουν το φλογερό άρμα του. Αγέρωχος και μεγαλοπρεπής στο υπερήφανο άτι του εφέρετο πτερώπους προς την αθανασίαν. Στον ιλιγγιώδη δρόμο του εσκόρπισε τόσα πτώματα εχθρού, που η Βουλγαρία με λύσσα θα ενθυμήται τον φοβερό διώκτη της. Ένδοξε και τιμημένε, ο αθάνατος θάνατός σου ακτινοβολεί σαν ήλιος σε κάθε Ελληνική ψυχή. Εκεί επάνω, στους γαλανούς κάμπους των Ηλισίων, η μεγάλη Πατρίς και η τιμή δρέπουν ολοπόρφυρες δάφνες και πλέκουν το αμάραντο στεφάνι της δόξας και ραίνουν με ολόλευκα την σεπτήν σκιάν σου. Τιμημένε, η εθνική ευγνωμοσύνη ανεγείρει μαυσωλεία στα στήθη των Πανελλήνων και χείλη ελευθερωθέντων σκλάβων ψάλλουν το αιωνία η μνήμη». Την επομένη μέρα, 14 Ιουλίου 1913, η μάχη συνεχίστηκε σκληρή. Και παρά την άφιξη του ΙΙΙ/17 Τάγματος, η κατάσταση όλο το πρωί ήταν κρίσιμη. Ο Λγός Μανωλίδης, που είχε αναλάβει τη διοίκηση των υπολειμμάτων του 9ου, έπεσε κι αυτός μαχόμενος. Ευτυχώς, το μεσημέρι έφτασαν ενισχύσεις στα δεξιά μας, μία Διλοχία του 20ού ΣΠ της 7ης Μεραρχίας, και στα αριστερά το ΙΙΙ/4 Τάγμα της 1ης Μεραρχίας, που επενέβη στον αγώνα με πρωτοβουλία του Διοικητή του, Λγού Θεόδωρου Μανωλάκη. Η παρουσία τους σταθεροποίησε κάπως την κατάσταση, μέχρι το βράδυ που έφτασε και το 18ο ΣΠ της Μεραρχίας μας, που αναπτύχθηκε δίπλα μας, ανάμεσα στο 17ο ΣΠ και το ΙΙΙ/4 Τάγμα. Οι Βούλγαροι συνειδητοποίησαν τελικά ότι ήταν μάταιη κάθε παραπέρα προσπάθεια και απέσυραν τα αποδεκατισμένα Συντάγματά τους.
Η μάχη για το ύψωμα 1378 ήταν μία πραγματική εποποιία. Και, αναντίρρητα, ήταν η πιο σκληρή και η πιο αιματηρή από όλες τις μάχες που έδωσε ο Στρατός μας κατά τους δυο Βαλκανικούς πολέμους. Μία παράξενη μοίρα ή μάλλον η ύψιστη σημασία αυτής της μάχης, έκανε να βρεθούν αντιμέτωπα τα εκλεκτότερα Συντάγματα των δύο Στρατών. Το 1ο Σύνταγμα Ευζώνων και το Σύνταγμα της Βασιλικής Φρουράς της Βουλγαρίας. Οι απώλειες ήταν τόσο βαριές και από τις δυο πλευρές, που κάθε πλευρά νόμιζε ότι ηττήθηκε. Οι Βούλγαροι αποδεκατίστηκαν και στις απώλειές τους περιλαμβανόταν και ο Διοικητής του Συντάγματος της Φρουράς. Οι πλαγιές και οι χαράδρες καλύφθηκαν από κορμιά Ελλήνων και Βουλγάρων. Ο αγώνας ήταν εκ του συστάδην και τόσο άγριος, ώστε πολλοί νεκροί ήταν λογχισμένοι, ενώ πολλοί Βούλγαροι είχαν και ανοιγμένα κεφάλια και άλλα τραύματα από τις κοτρώνες που χρησιμοποιήσαμε, όταν εξαντλήθηκαν τα πυρομαχικά μας. Το Σύνταγμά μας διαλύθηκε σχεδόν, μετά από αυτή τη μάχη. Πολεμώντας επί κεφαλής των Ταγμάτων τους, σκοτώθηκαν ο Διοικητής του Τάγματος Κρητών Τχης Κολοκοτρώνης, ο θρυλικός Διοικητής μας Τχης Βελισσαρίου, αλλά και ο αντικαταστάτης του, στη Διοίκηση του 9ου Λοχαγός Μανωλίδης. Στο 1378 τερματίστηκε η ένδοξη πολεμική σταδιοδρομία του 1 ου Ευζωνικού Συντάγματος και του θρυλικού μας 9 ου Τάγματος, με ένα ολοκαύτωμα. Από τους Αξιωματικούς του Συντάγματος παρέμειναν όρθιοι μετά τη μάχη αυτή, μόνο ο Διοικητής του Συντάγματος, ένας Λοχαγός, ένας Υπολοχαγός και τρείς Ανθυπολοχαγοί. 859 γενναίοι Αξιωματικοί και Οπλίτες έμειναν για πάντα εκεί, στα αφιλόξενα υψώματα. Και από το Τάγμα μας, στο τέλος του σκληρού αγώνα, μείνανε γεροί μόνο ο Υπολοχαγός Σπηλιωτόπουλος, που ανέλαβε τη Διοίκηση όταν τραυματίστηκε κι ο Λγός Καραχρήστος, και 75 Εύζωνοι. 200 τραυματίες που μπορούσαν ακόμη να βαστήξουν όπλο, μείνανε κι αυτοί στο πλάι των γερών συντρόφων τους, στην πρώτη γραμμή, μέχρι να τελειώσει η μάχη. Από το 8 ο Ευζωνικό μείνανε γεροί μετά τη μάχη καμιά διακοσαριά και από τους Κρήτες του Κολοκοτρώνη μόνο γύρω στους 5047 .
Στα αρχεία του ΓΕΣ υπάρχει η τηλεγραφική αναφορά του Διοικητή του 1ου ΣΕ, προς το Γενικό Στρατηγείο, μετά το τέλος της μάχης: «Κατέχομεν τα αριστερά της χαράδρας υψώματα. Κατελάβαμεν επίσης δεσπόζον σημείο εις έξοδον χαράδρας … Απεγυμνώθημεν τελείως βαθμοφόρων. Παρούσα δύναμις 9ου Τάγματος εις Υπολοχαγός και 75 Οπλίται. Προ Βουλγαρικών χαρακωμάτων 14-7-1913, ώρα 8.30 μμ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ» Το πρωί της 15ης Ιουλίου 1913 μας βρήκε κυρίαρχους του υψώματος. Η νίκη, νίκη «Πύρρεια» αλλά και μεγαλειώδης. Ήταν δική μας. Έγραψα κι ένα γράμμα στη γυναίκα μου, που τις εξιστορούσα τα όσα γίνανε, και το φύλαξε. Σας το διαβάζω, συμπαθάτε με που είναι γραμμένο λίγο βλάχικα, έτσι μιλάγαμε τότε, κι όπως μιλάγαμε τα γράφαμε: «Γράντεβο, Α11 Ορεινό Χειρουργείο, 17 του Ιουλίου Λενιώ μου Σου γράφω απ’ του χειρουργίου, αλλά μην βάνης κακό στο μυαλόσ’ είμ’ εντάξ. Ουλάκερη οβίδα Βουλγάρικη δεν μπόρσε να μι κάνει καλά. Τους δώσαμε να καταλάβουνε πάλι. Τρέχουνι και δε φταν. Μον’ που πάθαμε μεγάλου ατύχημα και χάσαμε το μπατέρα μας τον Ταγ/χη μας το Βελισσαρίου. Τούνε κηδέψαμε επροψές και στεναχουρηθήκαμε ούλοι πάρα πολύ. Αυτούνα τα σκυλιά οι Βουλγαρέοι ήντουσαν 5 και 10 φορές περσότεροι. Μας στείλαν το καλύτερο σύνταγμά τους, τη φρουρά του Βασιλιά τους. Αλλά τους βάλαμε μπροστά κι ακόμη τρέχουν. Άμα συνεχιστή ου πόλεμος, θένα μπούμε και στη Σόφια. Να μην ανησυχείς για μένανε, μοναχά να μου γράφεις συχνότερα, τώρα που θα πάου στο νοσοκομείου θα έχω και γω χρόνο να σου γράφου. Να φιλήσης τα κορίτσια μας, την Αθηνά, τη Νίκη και τη Δοξούλα και να τους λες ότι ου πατέρας τους έκαμε το καθήκον του καταπώς ήπρεπε και πως δε θ’ αργήσου να γυρίσου. Λοχίας Γ. Κοκκίνης, 9ον Τάγμα Ευζώνων» Όσον αφορά εμένα, μετά τον ακρωτηριασμό του αριστερού μου ποδιού, έμεινα στο Ορεινό Χειρουργείο μέχρι τις 18 που κηρύχθηκε η ανακωχή και μετά μεταφέρθηκα στη Θεσσαλονίκη, στο Β΄ Στρατιωτικό Νοσοκομείο, το πρώην Οθωμανικό Δημοτικό Νοσοκομείο48, που είχε Διευθυντή τον Αρχίατρο Δημήτριο Αιγινήτη.
Έμεινα εκεί για ένα μήνα περίπου. Μαζί μου ήταν κι ο Λυμπίκης που σας έλεγα νωρίτερα, τραυματίστηκε και τρίτη φορά στην ίδια μάχη, και τον φέρανε με το ζόρι στο Χειρουργείο, με «διαταγή», γιατί το τρίτο τραύμα ήταν σοβαρό, σφαίρα στον ώμο που χτύπησε κόκκαλα. Στο διάστημα αυτό μας επισκέφθηκε και ο Βασιλιάς. Του διηγηθήκαμε λεπτομέρειες της τρομερής μάχης και πώς πέθανε ο Βελισσαρίου και δάκρυσε, του είχε μεγάλη αγάπη και εκτίμηση. Ήρθαν και δημοσιογράφοι που μας ρωτούσαν για τις μάχες και πώς τραυματιστήκαμε. Άφηνα τον Λυμπίκη να απαντάει, εγώ δεν μπορούσα. Μιλούσα μόνο για τον Βελισσαρίου και για το πώς σκοτώθηκαν τόσοι Αξιωματικοί και Οπλίτες. Θεωρούσα υπερβολή να μιλώ για τραυματίες, που είχαν ακόμη ζωή μπροστά τους, σε μια Ελλάδα περήφανη και μεγάλη. Μιλούσα μόνο για αυτούς που έχασαν τη ζωή τους για να ζούμε εμείς. Αργότερα ζήτησα να με μεταφέρουν στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Καρδίτσας, για να ’μαι κοντά στη γυναίκα και τα παιδιά μου. Πήρα απολυτήριο από το Στρατό παραμονές Χριστουγέννων του 1913. Χάρη στο ξύλινο πόδι που μου βάλανε, μπορούσα να στέκομαι όρθιος και να κινούμαι. Και δε με πείραζε που είχα ξύλινο πόδι. Θεωρούσα πάντα ότι, το κομμάτι που έχασα, έμεινε εκεί απάνω στο Γράντεβο49, κοντά στον «πατέρα» μας, κοντά στους συντρόφους που μείνανε εκεί για πάντα. Μπροστά στη δική τους θυσία, η δική μου ήταν μικρότερη. Και η Πατρίδα με βοήθησε και με μια σύνταξη αναπήρου, αλλά και χάρη στο καινούργιο πόδι δεν ήμουν και ολότελα άχρηστος. Με κάτι ψευτοοικονομίες άνοιξα ένα καφενείο στο χωριό, που το ονόμασα «Καφενείον εις μνήμην του ήρωος Βελισσαρίου». Κρέμασα μέσα και μια κορνίζα με τη φωτογραφία του κομμένη από παλιά εφημερίδα, και τα μετάλιά μου από τους δύο πολέμους, κι από κάτω είχα γράψει τα τελευταία του λόγια: «Αρκεί που μεγαλώνει η Πατρίδα!» Με τα χρόνια η φωτογραφία πάλιωσε και κιτρίνισε, μέχρι που την άλλαξα με καλύτερη και πιο μεγάλη. Τα βράδια διηγιόμουν ιστορίες, με τσίπουρα και μεζέδες. Και κάθε χρόνο 13 Ιουλίου, στην επέτειο του ηρωικού του θανάτου μνημόνευα τον Βελισσαρίου και όλους τους Αξιωματικούς και συντρόφους που χάθηκαν. Εκείνη την ημέρα, το καφενείο σερβίριζε σκέτο καφέ, κονιάκ και παξιμάδια μόνο. Ο Βελισσαρίου δεν ήταν ήρωας επειδή έπεσε στη μάχη. Ήταν ήρωας επειδή νίκησε σε όσες μάχες έδωσε. Το ότι σκοτώθηκε οδηγώντας μας στη μάχη ήταν ένα «ατύχημα», όπως θα λέγαμε τότε, που λίγο προσέθεσε στον ηρωισμό και την αξία του. Ο θάνατός του στέρησε την Πατρίδα από έναν εξαίρετο πολεμιστή, έναν Αξιωματικό με κορυφαίες ικανότητες, που θα ήταν πολύτιμος στους πολέμους που ακολούθησαν, αλλά και στην ειρήνη. Λέγεται πως, όταν ο Βασιλιάς πληροφορήθηκε το θάνατό του, είπε: «Ήταν επόμενο. Τέτοιοι ήρωες δε ζουν πολύ». Και ότι στο συλλυπητήριο τηλεγράφημα που συνέταξε και απέστειλε προς τη σύζυγό του έγραφε τα εξής: «Χαιρετίζω τον Ήρωα των Ηρώων». Εννοείται πως δεν μπόρεσα να συμμετάσχω σε επόμενους πολέμους. Αλλά είχα πια χορτάσει από αίμα και κακουχίες. Ωστόσο, σαν ήρθε η κατοχή, κάτι έκανα κι εγώ, κι ας ήμουν γέρος πια. Αλλά αυτά, θα σας τα πω άλλη φορά.[1]}
*Του Κωνσταντίνου Αραμπάμπασλη (Ιστορικός)
ΠΗΓΕΣ:
- COGNOSCO TEAM
Βιβλιογραφία:
- Σαραντόπουλος Φώτης, «Εμπρός δια της λόγχης – Η μεγάλη εξόρμηση 1912- 1913», Εκδόσεις ΝΙΔΑ, Αθήνα 2012
- Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Εκδοτική Αθηνών. Τόμος ΙΔ’. Αθήνα 1980.
Παραπομπές:
- [1] Σαραντόπουλος Φώτης, «Εμπρός δια της λόγχης – Η μεγάλη εξόρμηση 1912- 1913», Εκδόσεις ΝΙΔΑ, Αθήνα 2012 σελ.119-134.