Έλεγε ο Γέρων Πορφύριος:
Να αγαπήσουμε τον Χριστό. Τότε από μέσα μας θα βγαίνει με λαχτάρα, με θέρμη, με θείο έρωτα το όνομά τού Χριστού, θα φωνάζουμε το όνομά Του μυστικά, αλάλητα. Να στεκόμαστε απέναντι στον Θεό με λατρεία, τα ταπεινά, πάνω στα χνάρια του Χριστού. Να μας ελευθερώσει ο Χριστός από κάθε πτυχή τού παλαιού μας ανθρώπου. Να παρακαλούμε να μας έλθουν δάκρυα πριν την προσευχή. Αλλά προσοχή! “Μὴ γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου“. Να προσεύχεσθε με συντριβή: “Είμαι άξιος να μου δώσεις τέτοια χάρι, Χριστέ μου;”. Και τότε τα δάκρυα αυτά γίνονται δάκρυα ευγνωμοσύνης. Συγκινούμαι· δεν έκανα το θέλημά τού Θεού, αλλά ζητώ το έλεός Του.
Να προσεύχεσθε στον Θεό με λαχτάρα κι αγάπη, μέσα σε ηρεμία, με πραότητα, μαλακά, χωρίς εκβιασμό. Κι όταν λέτε την ευχή, “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”, να τη λέτε αργά, ταπεινά, απλά, με θείο έρωτα. Με γλυκύτητα να λέτε το όνομα τού Χριστού. Να λέτε μία μία τις λέξεις, “Κύριε… Ιησού… Χριστέ… ελέησόν με”, απαλά, τρυφερά, αγαπητικά, σιωπηλά, μυστικά, νοερά, αλλά καιμε έξαρση· με λαχτάρα, με έρωτα, δίχως ένταση, βία ή απρεπή έμφαση, χωρίς σφιξίματα καισπρωξίματα. Πώς εκφράζεται η μάνα, που αγαπάει το παιδί της; “Παιδάκι μου!… Κορούλα μου!… Παναγιωτάκη μου!… Χρηστάκη μου!”. Με λαχτάρα. Λαχτάρα! Αυτό είναι όλο το μυστικό. Εδώ μιλάει η καρδιά. “Παιδάκι μου, ψυχή μου!”. “Κύριε μου, Ιησού μου, Ιησού μου, Ιησού μου!…”. Αυτό που έχεις στην καρδιά σου, στο νου σου, αυτό εκφράζεις “ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου“.
Όταν, όμως, ερωτευθείς τον Χριστό, προτιμάεις τη σιωπή και τη νοερά προσευχή. Τότε παύουν τα λόγια. Είναι η εσωτερική σιωπή, η σιγή, που προηγείται, συνοδεύει και ακολουθεί τη θεία επίσκεψη, τη θεία ένωση και σύγκραση της ψυχής με το θείον. Όταν βρεθείς σ’ αυτή την κατάσταση, δεν χρειάζονται λόγια. Αυτό είναι κάτι που το ζεις. Κάτι που δεν εξηγείται. Μόνο αυτός που τη ζει αυτή την κατάσταση την καταλαβαίνει. Το αίσθημα της αγάπης σ επλημμυρίζει, σε ενώνει με τον Χριστό. Γεμίζεις από χαρά και εγαλλίαση, που δείχνει ότι έχεις μέσα σου τη θεία αγάπη, την τελεία αγάπη. Η θεία αγάπη είναι ανιδιοτελής, απλή, αληθινή.
Ο τελειότερος τρόπος προσευχής είναι ο σιωπηλό. Η σιγή. “Σιγησάτω πᾶσα σάρξ βροτεία“. Εκεί γίνεται η θέωση. Μες στη σιγή, στη σιωπή, στο μυστήριο. Εκεί γίνεται η πιο αληθινή λατρεία. Για να το ζήσετε όμως αυτό, πρέπει να φθάσετε σε μέτρα. Τότε τα λόγια υποχωρούν. Θυμηθείτε: “Σιγησάτω πᾶσα σάρξ βροτεία“. Αυτός ο τρόπος, της σιγής, είναι ο πιο τέλειος. Έτσι θεούσαι. Μπαίνεις στα μυστήρια του Θεού. Δεν πρέπει εμείς να μιλάμε πολύ. Να αφήνουμε να μιλάει η χάρις.
Έλεγα το “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με” και νέοι ορίζοντες άνοιγαν. Δάκρυα χαράς κι ευφροσύνης κυλούσαν απ’ τα μάτια μου για την αγάπη και τη σταυρική θυσία του Χριστού. Λαχτάρα! Εδώ κρύβεται το μεγαλείο, ο Παράδεισος. Επειδή αγαπάεις τον Χριστό, λέεις τα λόγια αυτά, αυτές τις πέντε λέξεις λαχταριστά, με καρδιά. Και σιγά σιγά τα λόγια χάνονται. Είναι τόσο γεμάτη η καρδιά, που αρκεί να πεις μία λέξη, “Ιησού μου!”, και τέλος καμία λέξη. Η αγάπη εκφράζεται καλύτερα χωρίς λόγια. Όταν η ψυχή όντως ερωτευθεί τον Κύριο, προτιμά τη σιωπή και τη νοερά προσευχή. Η πλημμύρα της θείας αγάπης γεμίζει την ψυχή από χαρά και αγαλλίαση.
Αυτή η ψυχή προηγουμένως είχε διαπρέψει στο Ψαλτήρι, στην Παρακλητική, στα Μηναί κ.λ.π. Τώρα έπαυσαν τα λόγια. Βιώνει μέσα της βαθιά τη θεία ταπείνωση. Έχει εγκύψει ο Χριστός μέσα της κι αισθάνεται τη θεία φωνή. Είναι μέσα στον κόσμο κι εκτός του κόσμου, μέσα στον Παράδεισο, δηλαδή στην Εκκλησία, στον άκτιστο Παράδεισο. Λέει ο Ιγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ:
“Πολύ επιθυμητή είναι η προσευχή της καρδιάς, πολύ επιθυμητή η σιωπή της καρδιάς, πολύ επιθυμητό είναι να ζούμε στην πιο απομονωμένη έρημο, γιατί αυτές οι συνθήκες είναι ιδιαίτερα ευνοϊκές για την προσευχή της καρδιάς και τη σιωπή της καρδιάς”.
Η σιωπή της καρδιάς είναι να μη σε αποσπάει τίποτα. Νά ζεῖς μόνος μόνῳ Θεῷ.
Ὁ Θεός εἶναι πανταχοῦ παρών καί τἀ πάντα πληρῶν. Προσπαθώ να πετάξω μς στ’ άπειρο, μες στ’ άστρα. Ο νους μου πελαγώνει μες στο μεγαλείο της παντοδυναμίας τού Θεού, ανολογιζόμενος τις αποστάσεις των εκατομμυρίων ετών φωτός. Τον παντοδύναμο Θεό Τον αισθάνομαι ενώπιόν μου κι ανοίγω την ψυχή μου, να ενωθώ μαζί Του. Να μεταλάβω της θεότητος…
[Βίος και Λόγοι Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Ιερά Μονή Χρυσοπηγής, Χανιά 2003, σελ. 274]