βεβαρημένος ἢ βεβαρυμένος; Ὁ βεβαρημένος εἶναι μετοχὴ μεσοπαθητικοῦ Παρακειμένου τοῦ ρήματος βαρῶ, ἀρχαιοελληνικὸ ρῆμα ποὺ σήμαινε «πιέζω μὲ τὸ βάρος μου»· σήμερα χρησιμοποιεῖται μὲ διαφορετικὴ σημασία· λέμε «βαροῦν τὶς καμπάνες», ἤτοι χτυποῦν. Τὸ βαρῶ προῆλθε ἀπὸ τὴν ὁμηρικὴ μετοχὴ βεβαρηώς, ποὺ ἀπαντᾶ στὴ φράση «οἴνῳ βεβαρηότες» (γ΄ 139), ἀναλελυμένη μορφὴ τοῦ συνθέτου οἰνοβαρής < οἶνος + -βαρής < βάρος. Ἡ διαφορὰ στὴ σημασία ἐξηγεῖται ὡς ἑξῆς: Τὸ θηλυκὸ τοῦ ἐπιθέτου βαρὺς εἶναι βαρεία. Ἡ βαρεία, προϊόντος τοῦ χρόνου, οὐσιαστικοποιήθηκε (βαρεία > βαρέα > βαριά) καὶ κατέληξε νὰ σημαίνῃ «σφυρί» , ποὺ χρησιμοποιεῖται γιὰ τὸν θρυμματισμό τοῦ πάγου καὶ τὴ θραύση τῆς πέτρας: ἔσπασαν τὴν πέτρα μὲ τὴν βαριά. Λογικῷ τῷ τρόπῳ ἡ σημασία τοῦ οὐσιαστικοῦ ἐπεκτάθηκε στὸ ρῆμα καὶ τὰ παρεπόμενά του· ἔτσι κάνουμε λόγο γιὰ βεβαρημένο παρελθόν, βεβαρημένη ἀτμόσφαιρα, βεβαρημένο ποινικὸ μητρῶο, βεβαρημένη κατάσταση τῆς ὑγείας. «Ὁ οὖν Πόρος μεθυσθεὶς τοῦ νέκταρος—οἶνος γὰρ οὔπω ἦν—εἰς τὸν τοῦ Διὸς κῆπον εἰσελθὼν βεβαρημένος ηὗδεν» γράφει ὁ Πλάτων στὸ Συμπόσιό του (203, b). Ἄρα τὸ βεβαρυμένος εἶναι λάθος; Ὑπάρχει τὸ ρῆμα βαρύνω, ἄρα ὑπάρχει καὶ ἡ μετοχὴ βεβαρυμένος. Λέει ὁ Σωκράτης στὴν Ἀπολογία του: «καὶ ἣν ἐγὼ δόξαν ἔχω περὶ ἐμαυτοῦ, ταύτην ἀναφαίνων εἰ βαρυνῶ τοὺς δικαστάς, αἱρήσομαι τελευτᾶν μᾶλλον ἢ ἀνελευθέρως τὸ ζῆν ἔτι προσαιτῶν κερδᾶναι τὸν πολὺ χείρω βίον ἀντὶ θανάτου» (Ξενοφῶντος, Ἀπολογία Σωκράτους 9). Συνεπῶς εἴτε βεβαρημένος εἶναι κανείς, εἴτε βεβαρυμένος τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι ἕνα καὶ τὸ αὐτό: ὅτι πιέζεται ἀπὸ ἕνα βάρος καὶ ὅτι πρέπει νὰ ἀπαλλαγῇ ἀπὸ αὐτό.
Δείτε ΕΔΩ τα προηγούμενα άρθρα