Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε Λαοί

Του Ευάγγελου Γριβάκου, Αντιστρατήγου ε.α – Νομικού

Ὅταν πλέον ἔφθασε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου κατὰ τὰς Γραφάς, ἡ προετοιμασία τῆς Ἀνθρωπότητος ἀπὸ τοὺς Προφῆτες καὶ τὴν κλασσικὴ Ἑλληνικὴ Παιδεία εἶχε ἤδη συντελεσθεῖ καὶ ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα ἦταν ἕτοιμη νὰ διαδώσει τὸν εὐαγγελικὸ Λόγο σὲ ὁλόκληρο τὸν τότε πολιτισμένο κόσμο, τότε συνέβη «τὸ πρὸ αἰώνων ἀπόκρυφον καὶ ἀγγέλοις ἄγνωστον μυστήριον, τὸ χρόνοις αἰωνίοις σεσιγημένον» (Ρωμ. 16,25) : Ἡ Γέννησις τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ ἐπὶ τῆς Γῆς.

Ὁ «ἐπιδημήσας Λόγος τοῦ Θεοῦ ἐκένωσεν ἐαυτόν, ἴνα τῶ κενώματι αὐτοῦ πληρωθῆ ὁ κόσμος». Ὁ Θεὸς γίνεται τέλειος καὶ ἀληθινὸς ἄνθρωπος, χωρὶς νὰ παύσει νὰ εἶναι τέλειος καὶ ἀληθινὸς Θεός , γιὰ νὰ κάνει τὸν ἄνθρωπο πλήρη καὶ τέλειο υἰὸ τοῦ Θεοῦ καὶ Θεὸ κατὰ χάριν. Ὁ πλούσιος « ἐν ἐλέοις καὶ οὶκτιρμοῖς » Ὕψιστος Θεὸς ἐνσαρκώνει τὴν προσδοκία ὅλων τῶν Ἐθνῶν, τὸν Υἱόν του τὸν Μονογενῆ, τὴν δεύτερη μορφὴ τῆς Ἁγίας καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος. «Τότε ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο», θεολογεῖ ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, « καἰ ἐσκήνωσεν ἐν ὑμῖν καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ Πατρός, πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας».

Γεννήθηκε, λοιπόν, ὁ Σωτήρας μιὰ παγερὴ ἀλλ΄ἀστερόεσσα χειμερινὴ νύκτα σὲ μιὰ ἄσημη χώρα ὅπου ἔναυλα ἀκόμη ἠχοῦσαν τὰ περὶ Αὐτοῦ κηρύγματα πολλῶν Προφητῶν καὶ Δικαίων. Ἡ μικρὴ κωμόπολη τῆς Βηθλεέμ,ἔμελλε ἔκτοτε νὰ γίνει ἡ κοιτίδα τῆς νέας, παγκόσμιας θρησκείας,καὶ ἀπὸ αὐτὴν νὰ ἐκλάμψει ἡ δύναμη τῆς Σοφίας τοῦ Θεοῦ, « τοῦ ποιήσαντος τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καἰ ἐξαποστείλαντος στὸν κόσμο τὸν Υἱὸν Αὐτοῦ τὸν Μονογενῆ». Τὸ λίκνον  τοῦ Θείου Βρέφους – ἡ φάτνη τῶν ἀθώων ζώων – παρὰ τὴν φαινομενική του γυμνότητα, ἔγινε ἡ ὑπερβατικὴ ἐστία τοῦ μυστηρὶου τῆς Θείας Ἐνανθρωπίσεως καὶ ἐπιβεβαίωσε τὴν αὐταπόδεικτη ἀλήθεια ὅτι ἡ φτώχεια καὶ ἡ ἀφάνεια εἶναι ἀνίσχυρες νὰ ἐλαττώσουν τὴν πραγματικὴ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως, ἀντίθετα, ἀδυνατοῦν νὰ προσθέσουν κάτι περισσότερο σὲ αὐτὴν ὁ πλοῦτος, ἡ δόξα,καὶ ἡ «λαμπερὴ» ζωή.

«Ἦλθε πρὸς ἡμᾶς», γράφει ὁ ἐκ τῆς Μ. Ἀσίας ἕλκων τὴν καταγωγὴν Ἀποστολικὸς Πατὴρ Εἰρηναῖος (130-202 μ.Χ), « οὐχὶ ὡς Αὐτὸς ἠδύνατο, ἀλλ΄ ὡς ἡμεῖς Αὐτὸν ἰδεῖν ἠδυνάμεθα. Αὐτὸς γὰρ ἐν τῆ ἀφάτῳ Αὐτοῦ δόξῃ ἐλθεῖν πρὸς ἡμᾶς ἠδύνατο, ἀλλ΄ἡμεῖς, ὅμως, οὐδέποτε, τὸ μέγεθος τῆς Δόξης Αὐτοῦ βαστάζειν ἠδυνάμεθα». Καὶ ἡ Ἁγία Γραφὴ λέγει : « Ἀλλ΄ ἐαυτὸν ἐκένωσε μορφὴν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος». (Φιλιπ. Β΄,7). Ὁ δὲ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης μὲ στοχασμὸ καὶ παράπονο περιγράφει στὸ Εὐαγγέλιό του τὴν ψυχρὴ ὑποδοχὴ τὴν ὁποίαν ἡ ἀνθρωπότητα, λόγῳ πνευματικοῦ σκότους καὶ ἀγνοίας, ἐπεφύλαξε στὸν Λυτρωτή της : «Εἰς τὰ ἴδια ἦλθε καὶ οἱ ἴδιοι (σ.σ. οἱ ἄνθρωποι) αὐτὸν οὐκ παρέλαβον» (Α΄11). Τὴν ἴδια πικρία ἐκφράζει καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς τονίζοντας : «οὐκ ἦν τόπος ἐν τῶ καταλύματι» ( Β΄, 7). Οἴκοθεν νοεῖται ὅτι ἄν ὁ Χριστὸς γεννιόταν καὶ διαβιοῦσε σὲ κάποιο πολυτελὲς καὶ χλιδᾶτο ἀνάκτορο τὴς Ἰερουσαλήμ, περιστοιχιζόμενος ἀπὸ « τοὺς δοκούντας ἄρχειν τῆς γῆς», ἀσφαλῶς οἱ « κοπιώντες καὶ πεφορτισμένοι», οἱ πτωχοὶ καὶ οἱ ἀσθενεῖς, οἱ δυστυχεῖς καὶ οἱ ἀπελπισμένοι, δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ τὸν πλησιάσουν οὔτε αυτὸς νὰ θεραπεύσει τὶς ψυχές καὶ τὰ σώματά τους.

Ἀναλλοίωτο παραμένει στοὺς αἰώνες τὸ ἐρώτημα : Γιατί ὁ Χριστὸς γεννᾶται ὡς ἄνθρωπος; Ποιός ὁ σκοπὸς τῆς Θείας Ἐνανθρωπήσεως; Λιτά καὶ ἀπέριττα δίνει τὴν ἀπάντηση ἡ φράση τοῦ χριστουγεννιάτικου Κανόνα : «Χριστὸς γεννᾶται τὴν πρὶν πεσοῦσαν ἀναστήσων εἰκόνα». Γιὰ νὰ ὁδηγήσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν οἰκτρή του κατάπτωση στὴν ἀνόρθωση καὶ νὰ τοῦ χαρίσει τὴν Θέωση. Ἐμφαντικὰ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος θὰ σημειώσει : «Καὶ ὁ πλουτίζων (σ.σ. Χριστὸς) πτωχεύει. Πτωχεύει γὰρ ἴνα ἐγώ πλουτίσω τὴν αὐτοῦ Θεότητα. Καὶ ὁ πλήρης κενοῦται…ἴνα ἐγώ τῆς ἐκείνου μεταλάβω πληρώσεως»

Καθημερινὰ γεννᾶται ὁ Κύριος, γιὰ νὰ δωρήσει τὴν σωτηρία σὲ ὅσους ἐκ τῶν βροτῶν τὴν ἐπιθυμοῦν – διότι πολλοὶ εἶναι ἐκείνοι ποὺ τὴν ἀπαρνοῦνται, ἐπιλέγοντες τὴν πλήρη αὐτονόμηση ἀπὸ τὸ βλέμμα τοῦ Θεοῦ – καὶ γιὰ νὰ ἔλθει δίκαιος ἀρωγὸς στὴν ἀντιμετώπιση τῶν ἐγκοσμίων προβλημάτων τους. Γιὰ νὰ καλέσει, ὁμοίως, αὐτοὺς ποὺ ὑποφέρουν – τὴν πλειονότητα τῶν ἀνθρώπων – νὰ ἔλθουν πρὸς Αὐτόν, τὸν «πρᾶο καὶ ταπεινὸ τῆ καρδίᾳ» καὶ νὰ βροῦν ἀνάπαυση τῶν παθῶν καὶ τῶν ψυχῶν τους (Ματθ. 11, 29). Γιὰ νὰ διατρανώσει ὅτι ὁ πραγματικὸς πλοῦτος εἶναι ὁ πνευματικός, ἡ ἐλευθερία ἀπὸ τὴν πλάνη καὶ τὴν σύγχυση, ἡ ἀποδέσμευση ἀπὸ τὰ πάθη, τὸν ἐγωϊσμὸ καὶ τὴν πολύμορφη ἁμαρτία, ἡ νοηματοδότηση τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου καὶ γιὰ νὰ τονίσει ὅτι πλοῦτο τοῦ πνεύματος ἀποτελοῦν ἡ πίστη, ἡ καταλαγὴ μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ἐνοικοῦσα στὸν χριστομίμητο ἄνθρωπο.

Ὥς « Μητρόπολις πασῶν τῶν χριστιανικῶν ἑορτῶν» εὔστοχα χαρακτηρίζει τὰ Χριστούγεννα ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, προσδίδοντας σὲ αὐτὰ καὶ ἀνθρωποκεντρικὸ χαρακτῆρα, μὲ τὶς σεμνὲς ἑορταστικὲς ἐκδηλώσεις, τὰ σαλαγίσματα τῶν φώτων, τὰ ἔθιμα τῶν ἡμερῶν, τὰ πατροπαράδοτα κάλαντα, τὶς ἀγγελικὲς μελωδίες ποὺ μὲ χέρια βελούδινα ἐγγίζουν τὴν μνήμη καὶ εὐφραίνουν τὴν ψυχή μας, τὰ εὔγευστα ἐδέσματα. Ὡστόσο, ἐπέκεινα τῆς ἐξωτερικῆς τυπολατρείας, « ὁ ἐν σπηλαίῳ γεννηθείς καὶ ἐν φάτνη ἀνακληθείς Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς » προσδοκᾶ ἀπὸ ἐμᾶς, τὸ Ποίμνιόν Του, νὰ Τὸν δεχθοῦμε ὡς συνοδοιπόρο τῆς ζωῆς μας , ὥστε νὰ ἀξιωθοῦμε τὴν βίωση τῆς πραγματικῆς εὐδαιμονίας καὶ νὰ ὑλοποιήσουμε τὴν ἔννοια τῆς σωτηριώδους πρὸς τὸν συνάνθρωπο ἀγάπης, ὑπακούοντας μὲ θεία ταπεινότητα στὶς διδαχές Του.