ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ – Η «ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΤΩΝ ΕΟΡΤΩΝ»

ΙΩΑΝΝΟΥ ΕΛ. ΣΙΔΗΡΑ

ΘΕΟΛΟΓΟΥ – ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ – ΝΟΜΙΚΟΥ

 

Ἡ ἰδιαίτερη ἡμερολογιακή καθιέρωση τῆς ἑορτῆς καί τό ἱστορικό-θεολογικό ὑπόβαθρό της.

 

Ὁ κύ­κλος τῶ­ν ἑ­ορ­τῶν μέ κέν­τρο τό Ἅ­γιο Πά­σχα, ὅ­πως εὔ­στο­χα γρά­φει ὁ Λει­τουρ­γι­ο­λό­γος, ἀ­εί­μνη­στος κα­θη­γη­τής Ἰ­ω­άν­νης Μ. Φουν­τού­λης, ἀ­κο­λου­θεῖ κα­τά βά­ση τό σε­λη­νια­κό–ἰ­ου­δα­ϊ­κό ἡ­με­ρο­λό­γιο, τό ὁ­ποῖ­ο σέ σχέ­ση μέ τό ἡ­λια­κό–ρω­μα­ϊ­κό δί­νει τήν ἐν­τύ­πω­ση τῆς μή στα­θε­ρό­τη­τας, τῆς κι­νή­σε­ως, γι᾿ αὐ­τό καί ἀ­πο­κα­λεῖ­ται «κι­νη­τός ἑορ­το­λο­γι­κός κύ­κλος». Σέ ἀν­τί­θε­ση μέ αὐ­τόν, ὁ λε­γό­με­νος «ἀ­κί­νη­τος ἑ­ορ­το­λο­γι­κός κύ­κλος» ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πό τίς ἑ­ορ­τές, οἱ ὁ­ποῖ­ες κα­θο­ρί­στη­καν ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἀ­πό τό ἰ­ου­δα­ϊ­κό ἡ­με­ρο­λό­γιο σέ στα­θε­ρή συμ­βα­τι­κή ἡ­με­ρο­μη­νί­α τοῦ ρω­μα­ϊ­κοῦ ἡ­λια­κοῦ ἡ­με­ρο­λο­γί­ου. Πολ­λές ἀ­πό αὐ­τές ἔ­λα­βαν τή θέ­ση εἰ­δω­λο­λα­τρι­κῶν καί ἰ­δι­αί­τε­ρα ἡ­λια­κῶν ἑ­ορ­τῶν, μέ τίς ὁ­ποῖ­ες καί ἔ­χουν μί­α τε­λεί­ως ἐ­ξω­τε­ρι­κή ἐν­νοι­ο­λο­γι­κή καί θε­μα­το­λο­γι­κή ἀν­τι­στοι­χί­α, ὅ­πως εἶ­ναι οἱ ἑ­ορ­τές, ἀρ­χι­κῶς τῶν Θε­ο­φα­νεί­ων καί ἀρ­γό­τε­ρα τῶν Χρι­στου­γέν­νων.

Πα­ρ᾿ ὅ­λο πού τά Χρι­στού­γεν­να εἶ­ναι χρο­νο­λο­γι­κά τό πρῶ­το γε­γο­νός, ἐν­ τού­τοις δέν εἶ­ναι καί ἡ πρώ­τη ἑ­ορ­τή τοῦ Χρι­στι­α­νι­κοῦ ἡ­με­ρο­λο­γί­ου. Ἀ­πό τά Εὐ­αγ­γέ­λια δέν μπο­ροῦ­με νά προσ­δι­ο­ρί­σου­με τήν ἀ­κρι­βῆ ἡ­μέ­ρα τῆς γεν­νή­σε­ως τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ. Ἐ­πί­σης δέ φαί­νε­ται ἡ γέν­νη­ση τοῦ Χρι­στοῦ νά ἔ­γι­νε κα­τά τή χει­με­ρι­νή πε­ρί­ο­δο.

Ἀ­πό τή­ν ἱστο­ρι­κή ἔ­ρευ­να δι­α­πι­στώ­νε­ται ὅτι οἱ Ἀ­πό­στο­λοι καί τά μέ­λη τῆς ἀρ­χαί­α­ς Ἐκ­κλη­σία­ς γιά ἕνα ἀρ­κε­τά με­γά­λο χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα δέ­ν ἑ­όρ­τα­ζαν τήν γέν­νη­ση τοῦ Χρι­στοῦ, ἀλ­λά τήν ἀ­νά­μνη­ση τοῦ σταυ­ρι­κοῦ θα­νά­του Του. Κα­τά τους δύ­ο πρώτου­ς αἰῶνες με­τά τόν θά­να­το τοῦ Ἰη­σοῦ  Χρι­στοῦ κα­νείς δέ­ν γνώριζε  καί λίγοι ἐν­δι­α­φέρον­τα­ν γιά τόν ἀκρι­βῆ προσ­δι­ο­ρι­σμό τῆς ἄ­γνω­στης ἡ­με­ρο­μη­νί­α­ς τῆ­ς γεν­νήσε­ώς Του.

Ἔ­χει μά­λι­στα γρα­φεῖ ὅτι οἱ πρῶ­τοι Χρι­στια­νοί θέ­λον­τας νά το­νί­σουν τή θε­ό­τη­τα τοῦ Χρι­στοῦ σκο­πί­μως ὑ­πο­βί­βα­ζαν τή ση­μα­σί­α τῆ­ς σαρ­κι­κῆς γεν­νή­σε­ώς Του. Αὐ­τό συ­νέ­βαι­νε για­τί ἀ­πέ­φευ­γαν νά γι­ορ­τά­ζουν γε­νι­κῶς τίς ἡ­μέ­ρες τῶν γε­νε­θλί­ων, πι­θα­νό­τα­τα λό­γῳ τῆς σχέ­σης τους μέ τήν ἀ­στρο­λο­γί­α καί τή μαν­τεία, τῶν πα­γα­νι­στι­κῶν συ­νη­θει­ῶν τῆς ἐ­πο­χῆς. Ἴ­σως νά τό ἔ­κα­ναν καί γιά λό­γους ἀ­πο­στα­σι­ο­ποί­η­σης ἀ­πό τίς γε­νέ­θλι­ες γι­ορ­τές τῶν ρω­μαί­ων Αὐ­το­κρα­τό­ρων, οἱ ὁ­ποῖ­οι τι­μό­ταν σάν θε­οί.

Ἡ ἔ­ναρ­ξη τοῦ­ ἑορ­τα­σμοῦ τῆ­ς γεν­νή­σε­ω­ς τοῦ­  Ἰ­η­σοῦ­  Χρι­στοῦ, πι­θα­νο­λο­γεῖ­ται ὅ­τι ἀ­νά­γε­ται κα­τά τό­ν δεύτε­ρο ἤ τρί­το αἰ­ῶνα μ.Χ. Τό ἰ­δι­αί­τε­ρα ση­μαν­τι­κό εἶ­ναι ὅ­τι ἡ ἑ­ορ­τή τῆς κα­τά σάρ­κα γεν­νή­σε­ως τοῦ Θε­αν­θρώ­που ἦ­ταν ἄρ­ρη­κτα συν­δε­δε­μέ­νη μέ τήν ἑ­ορ­τή τῶν Θε­ο­φα­νεί­ων, τῆς βα­πτί­σε­ως τοῦ Κυ­ρί­ου, καί ἑ­ορ­τα­ζό­ταν στήν Ἀ­να­το­λή ἀ­πό κοι­νοῦ, κα­τά τήν 6η Ἰα­νου­α­ρί­ου μέ τό ὄ­νο­μα «Θε­ο­φά­νεια» ἤ «Ἐ­πι­φά­νεια».

Εἰ­δι­κό­τε­ρα, στά μέ­σα δεύ­τε­ρου αἰ­ῶνα κάποι­ε­ς γνω­στι­κές αἱρε­τι­κέ­ς πα­ρα­φυά­δες ἄρ­χι­σα­ν νά ἑορ­τά­ζου­ν τά Χρι­στού­γεν­να μα­ζί μέ τή βά­πτι­ση  τοῦ Χρι­στοῦ, στίς 6 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου, ἡ­μέ­ρα τῶ­ν εἰδω­λο­λα­τρι­κῶν ἑ­ορ­τῶν τοῦ χειμε­ρι­νοῦ ἡ­λι­ο­στα­σί­ου κα­τά τόν πα­λαι­ό­τε­ρο ἡ­με­ρο­λο­για­κό προσ­δι­ο­ρι­σμό.

Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μέ τίς ὀνο­μα­σί­ε­ς «Ἐ­πι­φά­νεια», «Θε­ο­φά­νεια» καί «Φῶ­τα» ἤ­θε­λε νά ἀν­τι­τά­ξει τότε στήν ἐμ­φά­νι­ση τῆς ψευ­δο­θε­ό­τη­τας ἤ τοῦ ψευ­δο­θε­οῦ Ρω­μαί­ου αὐ­το­κρά­το­ρα, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­να­βι­βα­ζό­ταν στό ρω­μα­ϊ­κό θρό­νο ἤ εἰ­σερ­χό­ταν νι­κη­τές σέ κά­ποι­α πό­λη, τήν σω­τή­ρια ἐ­πι­φά­νεια ἐ­πί τῆς γῆς τοῦ ὄν­τως μό­νου ἀ­λη­θι­νοῦ Θε­οῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ. Οἱ ἀρ­χές τῆς ἑ­ορ­τῆς τῶν Θε­ο­φα­νεί­ων εἶ­ναι ἀ­νά­λο­γες πρός τήν ἑ­ορ­τή τῶν Χρι­στου­γέν­νων. Οἱ ἐ­θνι­κοί (εἰ­δω­λο­λά­τρες) ἑ­όρ­τα­ζαν τήν 6η Ἰανουαρίου, σύμ­φω­να μέ τό πα­λαι­ό ἡ­με­ρο­λό­γιο, τό χει­με­ρι­νό ἡ­λι­ο­στά­σιο στήν Αἴ­γυ­πτο καί τήν Ἀ­ρα­βί­α. Στίς ἀρ­χές τοῦ τρί­του αἰ­ῶνα πρῶ­τα οἱ αἱ­ρε­τι­κοί τοῦ Βα­σι­λεί­δου ἐ­πε­χεί­ρη­σαν τήν ἀν­τι­κα­τά­στα­ση τῆς εἰ­δω­λο­λα­τρι­κῆς αὐ­τῆς ἑ­ορ­τῆς μέ τή βά­πτι­ση τοῦ Χρι­στοῦ. Οἱ ὀ­πα­δοί τοῦ αἱ­ρε­σιά­ρχου Βα­σι­λεί­δου ἀρ­χι­κά εἶ­χαν κα­θο­ρί­σει τήν ἑ­ορ­τή τῶν Θε­ο­φα­νεί­ων στίς 20 Μα­ΐ­ου ἤ στίς 19 ἤ στίς 20 Ἀ­πρι­λί­ου. Λί­γο ἀρ­γό­τε­ρα ἡ ἐκ­κλη­σί­α τῆς Ἀ­να­το­λῆς κα­θό­ρι­σε τήν 6η Ἰα­νου­α­ρί­ου ὡς ἡ­μέ­ρα ἑ­ορ­τῆς τῶν Ἐ­πι­φα­νεί­ων ἤ Θο­φα­νεί­ων.

Ἡ ἑορ­τή τῶν Ἐ­πι­φα­νείων ἤ Θεο­φα­νεί­ων εἶ­χε ἀρ­χι­κά πολ­λα­πλό θε­ο­λο­γι­κό πε­ρι­ε­χό­με­νο ὡς μνή­μη ὅ­λων ἐ­κεί­νων τῶν γε­γο­νό­των τῆς ἐ­πι­γεί­ου ζω­ῆς τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, διά τῶν ὁ­ποί­ων ὁ ἔν­σαρ­κος Υἱ­ός Θε­ός Λό­γος ἐ­πε­φά­νη στόν κό­σμο καί στά ὁ­ποῖ­α κα­τ᾿ ἐ­ξο­χήν ἐ­φά­νη καί πι­στο­ποι­ή­θη­κε ἡ θε­ό­τη­τά του. Τά γε­γο­νό­τα αὐ­τά ἦ­ταν: ἡ Γέν­νη­ση, ἡ προ­σκύ­νη­ση τῶν Μά­γων, ἡ βά­πτι­ση στόν Ἰ­ορ­δά­νη μέ τήν φα­νέ­ρω­ση τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος, τό ἐν Κα­νᾷ θαῦ­μα τῆς με­τα­βο­λῆς τοῦ ὕ­δα­τος σέ οἶ­νο, ὁ χορ­τα­σμός τῶν πεν­τα­κι­σχι­λί­ων ἀν­θρώ­πων μέ πέν­τε ἄρ­τους καί ἄλ­λα, ὅ­που φα­νε­ρώ­θη­κε ἡ θεί­α δύ­να­μη τοῦ Θε­αν­θρώ­που Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ.

Πο­λύ εὔ­στο­χα λοι­πόν ἔ­χει γρα­φεῖ ὅ­τι ἡ ἑορ­τή τῶν Θε­ο­φα­νείων ὑ­πῆρ­ξε στήν ἀρ­χή «συγ­κεν­τρω­τι­κή ἑ­ορ­τή», κα­τά τήν ὁποί­α ἑορ­τάζον­τα­ν πολ­λά  γε­γο­νό­τα καί γι­᾿ αὐ­τό ἡ ὀνο­μα­σί­α τη­ς «Θε­ο­φά­νεια ἤ Ἐ­πι­φάνεια» εἶναι στόν πλη­θυν­τι­κό ἀ­ριθ­μό.

Ὁ  συ­νε­ορ­τα­σμός  τῶν Χρι­στου­γέν­νω­ν  μέ τά Θε­ο­φά­νεια  στήν Ἀ­να­τολή

κα­τά τό­ν Γ΄ αἰ­ῶ­να μ.Χ. συ­νε­χί­στη­κε νά ἑ­ορ­τά­ζε­ται ὡς κοι­νή ἑ­ορ­τή μέ­χρι τά τέ­λη πε­ρί­που τοῦ Δ΄ αἰ­ῶνα στήν Αἴ­γυ­πτο (Ἀ­λε­ξάν­δρεια), στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα καί στή Θρά­κη (Ἡ­ρά­κλεια).

Κα­τά τόν Δ΄ αἰ­ῶνα ἡ Δύ­ση δέ­χθη­κε τήν ἑορ­τή τῶ­ν Ἐ­πι­φα­νεί­ων (6 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου) ἀ­πό τήν Ἀ­να­το­λή καί στή συ­νέ­χεια ἡ Ἀ­να­το­λή λί­γο ἀρ­γό­τε­ρα πα­ρέ­λα­βε ἀ­πό τή Δύ­ση τήν ἑ­ορ­τή τῆς γεν­νή­σε­ως τοῦ Χρι­στοῦ (25 Δε­κεμ­βρί­ου), τήν ὁ­ποί­α ἀ­πό τόν Β΄ αἰ­ῶ­να ὁ Πά­πας Ρώ­μης Τε­λέ­σφο­ρος (125-136 μ.Χ.) γιά πρώ­τη φο­ρά γύ­ρω στό 135 μ.Χ. ἀ­πο­φά­σι­σε νά τι­μή­σει καί μνη­μο­νεύ­σει τό ἰ­δι­αί­τε­ρο γε­γο­νός τῆς ἐ­λεύ­σε­ως τοῦ Θε­αν­θρώ­που στόν κό­σμο, θε­σπί­ζον­τας τήν ἑ­ορ­τή τῶν Χρι­στου­γέν­νων, τήν ἐ­πο­χή τῆς βα­σι­λεί­ας τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρα Ἀ­δρια­νοῦ.

Εἶ­ναι ἀ­πο­λύ­τως τεκ­μη­ρι­ω­μέ­νο ὅ­τι τήν 25η Δε­κεμ­βρί­ου τοῦ ἔ­τους 354 μ.Χ. ὁ Πά­πας Ρώ­μης Λι­βέ­ριος ἑ­όρ­τα­σε ἰ­δι­αι­τέ­ρως τό γε­γο­νός τῆς κα­τά σάρ­κα γεν­νή­σε­ως τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, ἐ­νῶ σέ ἄλ­λες το­πι­κές Ἐκ­κλη­σί­ες ἑ­ορ­τα­ζό­ταν ἀ­κό­μη στίς 6 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου.

Σύμ­φω­να μέ τό­ν κα­θη­γη­τή Πα­νε­πι­στη­μί­ου ἀρ­χιμ. Νι­κό­λα­ο Ἰ­ω­αν­νί­δη «ὁ δι­α­χω­ρι­σμός τῆς ἑ­ορ­τῆς τῆς γεν­νή­σε­ως τοῦ Κυ­ρί­ου ἀ­πό τῆς Βα­πτί­σε­ως τῆς 6ης Ἰ­α­νου­α­ρί­ου ἀ­πο­δί­δε­ται συ­νή­θως σέ δύ­ο λό­γους:

α) Θε­ω­ρεῖται ὅτι με­τά τόν τερ­μα­τι­σμό τῶν δι­ωγ­μῶν και τῶν μαρ­τυ­ρι­κῶν θα­νά­τω­ν τῶν Χρι­στια­νῶν ἄρ­χι­σα­ν νά ὑ­πο­χω­ροῦν οἱ ἐν­θου­σι­α­στι­κές ἐ­σχα­το­λο­γι­κέ­ς τάσεις καί νά ἐ­κτι­μᾶ­ται ὅλο καί πε­ρισ­σό­τε­ρο  ἡ ἀν­θρώ­πι­νη ζωή­

καί ὡς ἐκ τού­του ἡ ἡμέ­ρα  τῆ­ς Γεν­νή­σε­ω­ς ἄρ­χι­σε νά γί­νε­ται πιό σε­βα­στή, μέ συ­νέ­πεια νά κα­θι­ε­ρω­θεῖ καί ὁ ἑ­ορ­τα­σμός τῶν Χρι­στου­γέν­νων.

β) Ὁ δεύ­τε­ρος λό­γο­ς ἀνα­φέρε­ται στήν ἀ­νάγ­κη τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­α­ς νά κα­θι­ε­ρώ­σει κά­ποι­α ἑ­ορ­τή πα­ράλ­λη­λη  πρός τίς εἰδω­λο­λα­τρι­κές ἑ­ορ­τές πού ἑορ­τά­ζον­τα­ν στίς 25 Δε­κεμ­βρί­ου καί  τί­ς προ­η­γού­με­νες ἀ­πό αὐ­τήν ἡ­μέ­ρες. Εἰ­δι­κό­τε­ρα στή Ρώ­μη ἀ­πό τήν 17η ἕ­ως καί τήν 23η ἑ­ορ­τά­ζον­ταν τά Saturnalia, πού ἦ­ταν ἀ­φι­ε­ρω­μέ­να στό θε­ό Saturna (Κρό­νο) καί πε­ρι­λάμ­βα­ναν θε­α­τρι­κές πα­ρα­στά­σεις. Οἱ ἑ­ορ­τα­στι­κές ἐκ­δη­λώ­σεις κο­ρυ­φώ­νον­ταν τήν 24η καί 25η Δε­κεμ­βρί­ου, ἡ­μέ­ρα ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νη στό θε­ό Μί­θρα, δη­λα­δή τόν «ἀ­ήτ­τη­το ἥ­λιο» (sol invictus), κα­θώς ἐ­πί­σης καί οἱ ἑ­ορ­τές Brumalia, ἑ­ορ­τα­σμός τῆς μι­κρό­τε­ρης ἡ­μέ­ρας τοῦ ἔ­τους (bruma).

Ὁ θε­ός Ἥ­λι­ο­ς ἑορ­τα­ζό­ταν στή Ρώ­μη ὡς κρα­τι­κός αὐ­το­κρα­το­ρι­κός θε­ός καί ἰδι­αί­τε­ρα κα­τά τή βα­σι­λεί­α τοῦ αὐτο­κρά­το­ρα Ἰου­λια­νοῦ (361-363μ.Χ.). Μέ τήν ἐ­πέ­κτα­ση τῆς Ρω­μα­ϊ­κῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­α­ς στήν Ἀ­να­το­λή κα­θι­ε­ρώθη­κε ἡ συγ­κε­κρι­μένη ἑ­ορ­τή σέ χῶ­ρε­ς ὅ­που ἀρ­γό­τε­ρα ἀ­να­πτύ­χθη­κε ἡ Χρι­στι­α­νι­κή ἐκ­κλη­σία, ὅ­πως ἡ Αἴ­γυ­πτος καί ἡ Συ­ρί­α. Σέ ὁ­ρι­σμέ­να «Χρόνια» ἡ 25η Δε­κεμ­βρί­ου ση­μει­ώ­νε­ται ὡς «γε­νέ­θλιος ἡ­μέ­ρα» τοῦ «ἀ­ήτ­τη­του Ἡ­λί­ου».

Ἄ­ξιο μνεί­ας  εἶναι  ἐπίσης  τό  γε­γο­νό­ς ὅ­τι  ἡ  συγ­κε­κρι­μέ­νη  ἡ­με­ρο­μη­νί­α

τῆς ἑορ­τῆς τοῦ Ἡλί­ου ἦ­ταν ἀ­σφα­λῶς συν­δε­δε­μένη μέ τή θε­ω­ρί­α τῆς φυ­σι­κῆ­ς ἐ­πι­στήμη­ς ὅ­τι στό χει­με­ρι­νό ἡλι­ο­στάσιο  (22 Δε­κεμ­βρί­ου)  ση­μει­ώ­νεται

­ἡ  ἐ­τήσια  μι­κρότε­ρη διά­ρκεια τῆς  ἡμέ­ρας  καί  ἀν­τι­στοί­χω­ς ἡ  με­γα­λύ­τε­ρη

διά­ρκεια τῆς νύ­χτας. Ἡ ἡμέ­ρα ἀρ­χί­ζει νά με­γα­λώ­νει ἀ­πό τήν 25η Δε­κεμ­βρί­ου μέ­χρι καί τήν ἀν­τι­δι­α­με­τρι­κή πε­ρί­πτω­ση, τό θε­ρι­νό ἡ­λι­ο­στά­σιο (21 Ἰ­ου­νί­ου). Ἀ­πό πολ­λούς με­λε­τη­τές θε­ω­ρή­θη­κε δη­λα­δή ὅ­τι κα­τά τό χει­με­ρι­νό ἡ­λι­ο­στά­σιο ὁ Ἥ­λιος ἀρ­χί­ζον­τας τή νι­κη­φό­ρο πο­ρεί­α του ξα­να­γεν­νι­έ­ται καί γι᾿ αὐ­τό  κα­θι­ε­ρώ­θη­κε ὡς γε­νέ­θλιος ἡ­μέ­ρα του. Οἱ ἐ­θνι­κοί (εἰ­δω­λο­λά­τρες) λοι­πόν ἑ­όρ­τα­ζαν τή γε­νέ­θλια ἡ­μέ­ρα τοῦ ἀ­ήτ­τη­του Ἡλί­ου, τήν αὔ­ξη­ση δη­λα­δή τῆς ἡ­μέ­ρας, συμ­βο­λί­ζον­τας τή νί­κη τοῦ φω­τός κα­τά τοῦ σκό­τους.

Στή­ν πα­γα­νι­στι­κή-εἰ­δω­λο­λα­τρι­κή αὐ­τή ἑ­ορ­τή οἱ Χρι­στι­α­νι­κές ἐκ­κλη­σί­ες­  πο­λύ σο­φά καί συμ­βο­λι­κά ἀν­τέ­τα­ξα­ν τη Γέν­νη­ση τοῦ ἀλη­θι­νοῦ φω­τός, τοῦ  «νο­η­τοῦ ἡλίου τῆς δι­και­ο­σύνης», τοῦ Ἰη­σοῦ Χρι­στοῦ, ὁ ὁποῖ­ος δι­έ­λυ­σε  τή μα­κρά  νύ­κτα  τῆ­ς φθο­ρο­ποι­οῦ  ἁ­μαρ­τί­ας  καί  τῆ­ς πο­λυ­θε­ΐ­α­ς τῶ­ν εἰ­δώ-

λων.

Στό πλαί­σιο αὐ­τό ὁ Ρω­μαῖο­ς Αὐ­το­κρά­το­ρας Μέ­γα­ς Κων­σταν­τῖνος (274-323) σέ ἀν­τί­θε­ση μέ τούς προ­κα­τό­χου­ς του ἄρ­χι­σε στα­δια­κά νά τι­μᾶ ὄ­χι τόν εἰ­δω­λο­λα­τρι­κό θε­ό Ἥλιο, ἀλ­λά τό­ν ἐν­σαρ­κω­μέ­νο καί ἐναν­θρωπή­σα­ν­τα Υἱ­ό Θε­ό Λό­γο, τόν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό ὡς τόν ἀ­λη­θι­νό «ἥ­λιο τῆς δι­και­ο­σύ­νης», ὁ ὁ­ποῖ­ος «ἐ­πε­φά­νη ἐν σαρ­κί τῷ γέ­νει τῶν ἀν­θρώ­πων».

Οἱ συγ­γρα­φεῖς Σ. Θε­ο­δο­σί­ου καί Μ. Δα­νέ­ζης πο­λύ εὔ­στο­χα ἐ­πι­ση­μαί­νουν ὅ­τι: «Ἡ χρι­στι­α­νι­κή ἀν­τί­λη­ψη γιά τό πρό­σω­πο τοῦ ἐ­ναν­θρω­πή­σαν­τος Χρι­στοῦ, ὅ­πως προ­κύ­πτει ἀ­πό τά πρῶ­τα χρι­στι­α­νι­κά κεί­με­να καί τήν ὑ­μνο­λο­γί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, μᾶς ὁ­δη­γεῖ στό συμ­πέ­ρα­σμα ὅ­τι ἡ κα­θι­έ­ρω­ση τοῦ ἑ­ορ­τα­σμοῦ τῆς γεν­νή­σε­ως τοῦ Κυ­ρί­ου στίς 25 Δε­κεμ­βρί­ου δέν ἔ­γι­νε ἀ­πο­κλει­στι­κά γιά λό­γους ἀν­τα­γω­νι­στι­κούς στήν εἰ­δω­λο­λα­τρι­κή ἑ­ορ­τῆς τῆς ἡ­μέ­ρας ἐ­κεί­νης, ἀλ­λά ὅ­τι προ­ῆλ­θε ἁ­πλῶς ἀ­πό τή ση­μα­σί­α πού ἤ­δη οἱ Χρι­στια­νοί ἀ­πέ­δι­δαν στήν ἑ­ορ­τή, ἐ­νῶ, ὅ­πως φαί­νε­ται, ἡ ἀν­τι­πα­ρά­θε­ση πρός τήν πα­γα­νι­στι­κή-εἰ­δω­λο­λα­τρι­κή ἑ­ορ­τή ὑ­πῆρ­ξε μό­νον ἡ ἀ­φορ­μή. Ὁ σκο­πός τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας δη­λα­δή δέν ἦ­ταν νά ἀν­τι­πα­ρα­τά­ξει μί­α χρι­στι­α­νι­κή ἑ­ορ­τή σέ μί­α ἐ­πι­κρα­τοῦ­σα εἰ­δω­λο­λα­τρι­κή, ἀλ­λά νά ἀ­πο­σα­φη­νί­σει τό σω­τη­ρι­ο­λο­γι­κό μή­νυ­μα  τῆς γεν­νή­σε­ως τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ στούς πι­στούς Χρι­στια­νούς καί νά δώ­σει συγ­χρό­νως ἀ­πάν­τη­ση στίς πνευ­μα­τι­κές ἀ­να­ζη­τή­σεις τῶν ἐ­θνι­κῶν».

Στή Ρώ­μη, κα­τά τό ἔ­τος 354 μ.Χ., ἡ ἑ­ορ­τή τῶν Χρι­στου­γέν­νων ἑ­ορ­τα­ζό­ταν ἰ­δι­αι­τέ­ρως τήν 25η Δε­κεμ­βρί­ου, ἐ­νῶ στήν Ἀ­να­το­λή συ­νέ­χι­σε νά ἑ­ορ­τά­ζε­ται στίς 6 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου μα­ζί μέ τά Θε­ο­φά­νεια ἤ Ἐ­πι­φά­νεια ἤ Φῶ­τα. Κα­τά τίς τε­λευ­ταῖ­ες δε­κα­ε­τί­ες τοῦ Δ΄ μ.Χ. αἰ­ῶ­να ἄρ­χι­σε στα­δια­κά καί σέ ὁ­ρι­σμέ­νες το­πι­κές ἐκ­κλη­σί­ες τῆς Ἀ­να­το­λῆς νά τι­μᾶ­ται ἰ­δι­αι­τέ­ρως ἡ ἑ­ορ­τή τῶν Χρι­στου­γέν­νων στίς 25 Δε­κεμ­βρί­ου.

Τό ἀρ­χι­κό ἑορ­το­λο­γι­κό θέ­μα δι­χο­το­μή­θη­κε καί τέ­θη­κε σέ ἱ­στο­ρι­κή πιά βά­ση (Γέν­νη­ση τοῦ Κυ­ρί­ου στίς 25 Δε­κεμ­βρί­ου, Βά­πτι­σμα στίς 6 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου) κι ἔ­γι­νε ἀ­πο­δε­κτό τό νέ­ο ἑορ­το­λο­γι­κό σχῆ­μα ἀ­πό ὅ­λες τίς Ἐκ­κλη­σί­ες στήν Ἀ­να­το­λή καί τή Δύ­ση ἐ­κτός βέ­βαι­α ἀ­πό τήν Ἀρ­με­νι­κή ἐκ­κλη­σί­α, ἡ ὁ­ποί­α μέ­χρι καί σή­με­ρα κρα­τᾶ τόν ἀρ­χι­κό σύν­θε­το ἑ­ορ­τα­σμό στήν κοι­νή ἑ­ορ­τή Χρι­στου­γέν­νων-Θε­ο­φα­νεί­ων στίς 6 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου.

Ἡ κα­τ᾿ ἀ­να­το­λάς γε­ω­γρα­φι­κή ἐ­ξά­πλω­ση καί κα­θι­έ­ρω­ση τῆς ἑ­ορ­τῆς τῶν Χρι­στου­γέν­νων στίς 25 Δε­κεμ­βρί­ου φαί­νε­ται ὅ­τι ἀρ­χι­κά ἐν­το­πί­ζε­ται λί­γο πρίν τό 380 μ.Χ. στήν Καπ­πα­δο­κί­α καί εἰ­δι­κό­τε­ρα στήν πό­λη τῆς Και­σά­ρειας, ὅ­που κα­θι­έ­ρω­σε τήν ἑ­ορ­τή ὁ Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος αὐ­τῆς Βα­σί­λει­ος ὁ Μέ­γας (μαρ­τυ­ρεῖ­ται ὅ­τι στήν κα­τ᾿ ἐ­κεῖ­νο τό ἔ­τος ἱ­ε­ρουρ­γί­α τῆς λει­τουρ­γί­ας τῶν Ἐ­πι­φα­νεί­ων πα­ρευ­ρέ­θη καί ὁ αὐ­το­κρά­το­ρας Οὐά­λης).

Στή­ν πρω­τεύ­ου­σα τῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας, τήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη, ὁ ἑ­ορ­τα­σμό­ς  τῶν Χρι­στου­γέν­νω­ν  ὡς ξε­χω­ρι­στή  ἑ­ορ­τή  ἀ­πό τά  Θε­ο­φά­νεια  καί  ὁ 

πα­νη­γυ­ρι­σμός της στίς 25 Δε­κεμ­βρί­ου εἰ­σά­γε­ται, κα­τά τόν ἀρ­χιμ. Νι­κό­λαο Ἰ­ω­αν­νί­δη, ἀ­πό τόν ἅγιο Γρη­γό­ριο τόν Θε­ο­λό­γο. Με­τά τόν θά­να­το τοῦ Οὐά­λη καί τήν ἄ­νο­δο στόν αὐ­το­κρα­το­ρι­κό θρό­νο τοῦ Θε­ο­δο­σί­ου τοῦ Με­γά­λου, ἐ­ξε­λέ­γη τό ἔ­τος 379 ὁ ἅγιος Γρη­γό­ριος στόν Ἀρ­χι­ε­πι­σκο­πι­κό θρό­νο τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως γιά νά ἀ­πο­κα­τα­στή­σει τήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α πού εἶ­χε πλη­γεῖ ἀ­πό τήν αἵ­ρε­ση τοῦ ἀ­ρει­α­νι­σμοῦ.

Ὁ Γρη­γό­ρι­ο­ς ἀ­πό τό­ν να­ό τῆ­ς ἁ­γία­ς Ἀ­να­στα­σίας, τόν μό­νο πού εἶχε ἀ­πο­μεί­νει στά χέ­ρια  τῶ­ν Ὀρ­θο­δό­ξων, ἄρ­χι­σε τήν κη­ρυγ­μα­τι­κή καί ποι­μαν­τι­κή του δρα­στη­ρι­ό­τη­τα. Ἐ­κεῖ, γιά πρώ­τη φο­ρά ἑ­όρ­τα­σε ξε­χω­ρι­στά στίς 25 Δε­κεμ­βρί­ου τοῦ ἔ­τους 379 μ.Χ. τήν ἑ­ορ­τή τῆς γεν­νή­σε­ως τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ καί ἐκ­φώ­νη­σε τρεῖς ἐ­πί­και­ρες ὁ­μι­λί­ες. Εἶ­ναι ἀ­ξι­ο­ση­μεί­ω­το ὅ­τι στίς ὁ­μι­λί­ες αὐ­τές ὁ ἅ­γιος Γρη­γό­ριος ὁ Θε­ο­λό­γος ἀ­να­γνω­ρί­ζει τόν ἑ­αυ­τό του ὡς εἰ­ση­γη­τή τοῦ ξε­χω­ρι­στοῦ ἑ­ορ­τα­σμοῦ τῶν Χρι­στου­γέν­νων στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη: «Ἐ­γώ τε ὁ τῆς ἑ­ορ­τῆς ἔ­ξαρ­χος».

Πολ­λοί  ξέ­νοι  ἐ­ρευ­νη­τές ἀ­να­φέ­ρου­ν ὅ­τι με­τά τήν ἀπο­χώ­ρη­ση τοῦ ἁγίου

Γρη­γο­ρίου τοῦ  Θε­ο­λό­γου ἀ­πό  τό­ν θρό­νο τῆ­ς  Κων­σταν­τι­νου­πόλε­ως  κα­τά

τό ἔ­τος 381 μ.Χ. φαί­νε­ται πώς ἡ ἑορ­τή τῆς γεν­νή­σε­ω­ς τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ ἔ­παυ­σε νά πα­νη­γυ­ρί­ζε­ται στίς 25 Δε­κεμ­βρί­ου.Τήν ἐ­πα­νει­σή­γα­γε στήν Κων-

σταν­τι­νού­πο­λη ὁ Βα­σι­λέ­ας Ὀ­νώ­ριος, πού ἔ­πει­σε τόν ἀ­δερ­φό του Ἀρ­κά­διο νά ἑ­ορ­τά­ζον­ται τά Χρι­στού­γεν­να κα­τά τό πα­ρά­δειγ­μα τῆς Ρώ­μης. Τό συμ­βάν αὐ­τό θά πρέ­πει νά συ­νέ­βη κα­τά τό ἔ­τος 395 μ.Χ.

Στήν Ἀν­τι­ό­χεια ὁ ξε­χω­ρι­στός ἑ­ορ­τα­σμό­ς τῶν Χρι­στου­γέν­νω­ν τήν 25η Δε-

κεμ­βρί­ου εἰ­σή­χθη ἀ­πό τόν Ἰ­ω­άν­νη τόν Χρυ­σό­στο­μο. Ἀ­ξι­ο­ση­μεί­ω­τη εἶ­ναι ἡ μαρ­τυ­ρί­α ὅ­τι ἡ ἑ­ορ­τή τι­μό­τα­νε ἰ­δι­αι­τέ­ρως στήν Ἀν­τι­ό­χεια κα­τά τή δε­κα­ε­τία­ (376-386). Στίς ἀρ­χές τοῦ 5ου αἰῶνα μ.Χ. καί συγ­κε­κρι­μέ­να κα­τά τό ἔ­τος 432 εἶ­χε ἤ­δη εἰ­σα­χθεῖ στήν Ἀ­λε­ξάν­δρεια ἡ ἑ­ορ­τή τῶν Χρι­στου­γέν­νων. Στήν το­πι­κή ἐκ­κλη­σί­α τῶν Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων ἡ ἀρ­χαί­α σύν­θε­τη, κοι­νή ἑ­ορ­τή Χρι­στου­γέν­νων-Θε­ο­φα­νεί­ων δι­α­τη­ρή­θη­κε γιά πε­ρισ­σό­τε­ρο χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα, ἀλ­λά τε­λι­κά ὁ πα­τριά­ρχης Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων Ἰ­ου­βε­νά­λιος (425-458) εἰ­σή­γα­γε τήν ἑ­ορ­τή τῶν Χρι­στου­γέν­νων στίς 25 Δε­κεμ­βρί­ου. Ἡ κα­θι­έ­ρω­ση τοῦ ἑ­ορ­τα­σμοῦ αὐ­τοῦ ὑ­πῆρ­ξε προ­σω­ρι­νή, ἀλ­λά ἐ­πι­κρά­τη­σε ὁ­ρι­στι­κά κα­τά τό 7ο αἰῶ­να μ.Χ. στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα σύμ­φω­να μέ τή μαρ­τυ­ρί­α τοῦ πα­τριά­ρχη Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων Σω­φρο­νί­ου.

Στήν Κύ­προ στα­θε­ρά ἐ­πι­κρα­τοῦ­σε ἡ ἀρ­χαί­α ἑ­ορ­το­λο­γι­κή πρά­ξη τοῦ κοι­νοῦ ἑ­ορ­τα­σμοῦ τῶν Χρι­στου­γέν­νων–Θε­ο­φα­νεί­ων μέ­χρι καί τά τέ­λη τοῦ 4ου αἰ­ῶνα μ.Χ. Ἀ­πό τόν 5ο αἰ­ῶνα μ.Χ. ἄρ­χι­σε στή Με­γα­λό­νη­σο ὁ ξε­χω­ρι­στός ἑ­ορ­τα­σμός τῆς γεν­νή­σε­ως τοῦ Χρι­στοῦ στίς 25 Δε­κεμ­βρί­ου.

Ἀ­πό ὅλα τά πα­ρα­πά­νω γί­νε­ται σα­φέ­ς ὅτι στήν το­πι­κή ἐκ­κλη­σί­α τῆ­ς Ρώ­μη­ς ἡ ἑ­ορ­τή τῶν Χρι­στου­γέν­νω­ν τι­μό­τα­ν ξε­χω­ρι­στά ἀπό τή­ν ἑορ­τή τῆ­ς Βα­πτίσε­ω­ς καί στα­δια­κά ἡ ἑ­ορ­το­λο­γι­κή αὐ­τή συ­νή­θεια εἰ­σή­χθη καί στίς κα­τά τό­πους ἐκ­κλη­σί­ες τῆς Ἀ­να­το­λῆς ἀ­πό τά τέ­λη τοῦ 4ου μέ­χρι καί τά μέ­σα τοῦ 5ου αἰῶ­να μ.Χ.

Τε­λι­κά, ἡ δι­χο­τό­μη­ση τοῦ ἀρ­χι­κοῦ σύν­θε­του ἑορ­τα­σμοῦ τῆ­ς κα­τά σάρ­κα  γεν­νή­σε­ω­ς τοῦ Χρι­στοῦ  καί  τῆ­ς Βα­πτί­σε­ω­ς ἀν­τίστοι­χα  στίς 25 Δε­κεμ-

βρί­ου καί 6 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου, τέ­θη­κε σέ ἱ­στο­ρι­κή πιά βά­ση καί δι­α­μόρ­φω­σε στήν πλη­ρό­τη­τά του τό Ἅ­γιο Δω­δε­κα­ή­με­ρο.

 

Ἐν­δει­κτι­κή βι­βλι­ο­γρα­φί­α: 

  • Ἀν­τω­νί­ου Πα­πα­δόπου­λου, Ἁ­γι­ο­λο­γί­α. Θέ­μα­τα Γε­νι­κά-εἰ­δι­κά  καί  ἑ­ορ­το­λο­γίου, Θεσ­σα­λο­νί­κη 1991.
  • Ἰ­ω­άν­νου Φουν­τού­λη, Λει­τουρ­γι­κά Α΄. Εἰσα­γω­γή  στή Θεί­α  Λα­τρεία,­
  • Θεσ­σα­λο­νί­κη 1993.
  • Σ. Θε­ο­δο­σί­ου-Μ. Δα­νέ­ζη, Στά ἴχνη τοῦ Ι.Χ.Θ.Υ.Σ., Ἀ­θή­να 2000.
  • Σ. Θε­ο­δο­σί­ου-Μ. Δα­νέ­ζη, Με­τρών­τα­ς  τό­ν  ἄ­χρο­νο  χρόνο. Ὁ χρό­νος
  • ­στήν Ἀστρο­νο­μί­α, Ἀ­θή­να 1994.
  • Δ. Ἀνα­το­λι­κι­ώ­τη, «Ἡ πραγ­μα­τι­κή ἡμε­ρο­μη­νί­α τῆς τοῦ Χρι­στοῦ Γεν­νή­σε­ως», Συμ­βο­λή εἰς τή­ν τάξι­ν τῆς Ὀρ­θο­δο­ξου­λα­τρείας, 15 (2000).
  • Ἀρ­χιμ. Νι­κο­λά­ου Ἰω­αν­νί­δη,  Ἡ  ἑ­ορ­τή  τῶ­ν  Χρι­στου­γέν­νων-Θε­ο­φα-
  • ­νεί­ων, Τό­μο­ς Πρα­κτι­κῶν  «Τό  χρι­στι­α­νι­κό­ν  Ἑ­ορ­το­λόγιον»   Ἀ­θῆ­ναι
  • 2007.

 

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα