Ρωμανού Ξενοφάνουc Ανδρούτσου*
Από τους «προοδευτικούς», φραγκεμένους και αμερικανοθρεμμένους πολιτικούς μας, πειστήκαμε να παρατήσουμε τις πατρογονικέ μας εστίες και να κατηφορήσουμε στις ζούγκλες των μεγαλουπόλεων, προκειμένου, πρώτα να γίνουμε οι επηρμένοι αθηναϊκοί αστοί των ελληνικών ταινιών του ΄50 και του ΄60 που καταπίεζαν τον Ρωμηό πρόσφυγα εργάτη που «συνωστίσθηκε στην Σμύρνη», ώστε σταδιακά, να καταντήσουμε ξενομανείς δούλοι αυτών που αποβιομηχανοποίησαν την χώρα και που σιωπηλά επέτρεψαν το κάψιμο και κλείσιμο των ελληνικών μεγαλοκαταστημάτων και βιομηχανιών στην δεκαετία του ‘80 και όλων των στείρων πολιτικών και υποσχέσεων, που ώθησαν σε λουκέτο την οικογενειακή μας επιχείρηση, για να μας μετατρέψουν σε αντιπαραγωγικούς δούλους – «παροχείς υπηρεσιών» και σε «αεριτζήδες». Σε υπαλλήλους των πολυεθνικών και σε σερβιτόρους του κάθε παχυλού φλεγματικού ευρωπορτοφολιού που μας κάνει την χάρη να ’ρχεται και να μεθά μέχρι τελικής πτώσεως, απολαμβάνοντας τον Zorba, τον moussaka και το souvlaki ημών των ευρωγραικοραγιάδων.
Κι όλα αυτά τα αναπάντεχα σε εμάς, που κάποτε «πιάναμε την πέτρα και την στίβαμε». Που ως ραγιάδες – μετανάστες – αλώσαμε εμπορικά την Ευρώπη και την Ρωσία κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Που σαρώναμε τις θάλασσες και τους ωκεανούς. Που είχαμε υγιείς βιομηχανίες, βιοτεχνίες, επιχειρήσεις και πάνω απ’ όλα αρχοντιά και φιλότιμο, μάς κατάντησαν να ζητιανεύουμε για μια θεσούλα στο νευροπαραλυτικό της ανθρώπινης βούλησης και δημιουργίας, Δημόσιο κι εσχάτως, στις «επενδύσεις» της κάθε πολυεθνικής Λερναίας Ύδρας.
Πού πήγε η θαλπωρή της παλιάς μας γειτονιάς, όταν κοιμόμασταν με τα παράθυρα ανοικτά και τις πόρτες ξεκλείδωτες; Πού ’ναι και η απροσχημάτιστη καλημέρα και αγάπη στον γείτονα και τα τσιμπούσια στην κοινή μας πίσω αυλή;
Πού είμαστε σήμερα οι πιστοί και συνεπείς οικογενειάρχες, οι παρόντες στο σπίτι πατεράδες και μανάδες που νανουρίζαμε τα παιδιά μας με τους μύθους του Ομήρου και του Αισώπου, με την Πηνελόπη Δέλτα, με τον βίο του Αγίου Γεωργίου και του Αγίου Διονυσίου που συγχώρεσε τον φονιά του αδελφού του; Που χτίζαμε οικογένειες διδάσκοντας στ’ αγόρια μας την αντίσταση στα χαμερπή πάθη, την αξία της ανδρείας, της συζυγικής πίστης, της καρτερίας και της υλικής εγκράτειας μέσα απ’ την ασκητικότητα του Οδυσσέα, τονίζοντας την μνημειώδη απάρνησή του στα κελεύσματα των Σειρήνων, στα βόδια του Ηλίου αλλά και στα κάλλη της Καλυψούς και της Ναυσικάς, προς χάριν της επιτεύξεως του ιερού του σκοπού.
Εμείς που νουθετούσαμε τα κορίτσια μας με την μακαρία εγκράτεια, με την υπερβατική πιστότητα και υπομονή της Πηνελόπης, προχριστιανικά ασκητικά κατορθώματα που παραπέμπουν απ’ ευθείας στους μιμητές των απτώτων αγγέλων, στους αγιασμένους ορθοδόξους μοναχούς και μοναχές μας. Αντιθέτως σήμερα, καταντήσαμε «γονείς του τηλεφώνου» και της «διαζευγμένης» διατροφής, έρμαιοι του καταναλωτισμού και του κυνηγιού φαντασμάτων, βουτηγμένοι στα πάθη και στις μοιχείες, έχοντας παρατημένα τα παιδιά μας μες στα κλουβιά των διαμερισμάτων, στις φιλότιμες αλλά ανεπαρκείς φροντίδες των Φιλιππινέζων και των Αλβανίδων οικονόμων και εσχάτως, στα απάνθρωπα νεοταξίτικα «σουηδικοφινλανδικά» ολοήμερα σχολεία, τα οποία διαγράφουν από την συνείδηση των νεοσσών μας και το τελευταίο ίχνος της παραδοσιακής ελληνικής οικογένειας…
Πού είναι σήμερα ο κυριακάτικος Εκκλησιασμός και οι Αγάπες; Οι οικογενειακές επισκέψεις στους συγγενείς και στα μουσεία μας; Πού ’ναι το οικογενειακό τραπέζι, η αλάνα, η εκδρομή και το πικ νικ του ψωμιού, της ελιάς και της ντομάτας; Αντικαταστάθηκαν από τις «νάυλον» τροφές των fast food, από τον μασονόφερτο προσκοπισμό, από τα κάθε λογής τέρατα της νεοβαβυλωνιακής μικρής και μεγάλης «οθόνης» κι από τα ψυχοναρκωτικά των απωανατολικών παιχνιδομηχανών.
Άδεια και εγκαταλελειμμένα τα πάρκα και οι παιδικές χαρές από την υπογεννητικότητα και την «έλλειψη χρόνου». Γεμάτα όμως από νόμιμους και παράνομους αλλοδαπούς νεοσσούς, οι οποίοι ήδη υλοποιούν τον στόχο της «Παγκόσμιας Διακυβέρνησης», την πολυπολιτισμική «Έκτη Ρίζα Φυλή» της μεντόρισσας της “Νew Age”, της αρχιπνευματίστριας Χελένας Μπλαβάτσκυ*…
Πάει λοιπόν κι η οικογένεια, διέρρηξαν τον πυρήνα και την μονάκριβη αυτήν γεννήτρια και στυλοβάτη της υγιούς παραδοσιακής ελληνικής κοινωνίας.
«Δυστυχώς επτωχεύσαμεν», επειδή παραθεωρήσαμε τις παραδόσεις, την σοφία, την σύνεση και την μαχητικότητα των προγόνων μας και καταντήσαμε λάτρεις της υποκουλτούρας της «χαριτωμένης» και «καπάτσας» αμαρτίας, της αταξίας και της ασχήμιας, αχαλίνωτοι «μνηστήρες της Πηνελόπης», μόνιμοι θαμώνες του κάθε καπηλειού, παραδομένοι στις ορέξεις του ατιθάσευτου «κτήνους» μας και στην «θαλπωρή» των «μοναχικών» ξενοδοχείων, προδίδοντας ιερά και όσια, όρκους και οικογένειες.
Με τον εξευτελισμό και όλες τις ψυχοφθόρες διαμάχες στα αστικά και ποινικά δικαστήρια σε ημερησία διάταξη, αντιδικώντες για διαζύγια, απάτες, ακάλυπτες επιταγές και οφειλές, δίχως να ξέρομε πλέον «πόθεν ερχόμεθα και πού υπάγομεν» έχουμε καταντήσει «πεπληρωμένοι πάσης αδικίας, πορνείας, πονηρίας, πλεονεξίας, κακίας, μεστοί φθόνου, φόνου, έριδος, δόλου, κακοηθείας, ψιθυρισταί, καταλάλοι, θεοστυγείς, υβρισταί, υπερήφανοι, αλαζόνες, εφευρέται κακών, γονεύσιν απειθείς, ασύνετοι, άστοργοι, άσπονδοι, ανελεήμονες (Ρωμ. α΄, 29-31)».
Με τι θράσος, άραγε, τoλμάμε και αναμασάμε τις σφαγές και τις γενοκτονίες των Φραγκοσαξώνων, των Αγαρηνών και των Νατοϊκών, όταν εμείς οι ίδιοι προσφέρουμε θυσία στο τέρας Γιάβουλον, 350.000 ελληνόπουλα, ετησίως, με τις εκτρώσεις στις οποίες προβαίνουμε;
Οι όποιοι κατά καιρούς εχθροί και εκμεταλλευτές μας υπηρετούν πιστά τα συμφέροντα τους και δεν φέρουν καμία ουσιαστική ευθύνη για τα δικά μας χάλια, μιας και είναι οι ακούσιοι παραλήπτες μιας πολεμοχαρούς, ωφελιμιστικής και χρησιμοθηρικής ιδεοληψίας που τους δίδαξε ότι είναι οι «θείω και κληρονομικώ δικαίω» πορθητές και δυνάστες των λαών της υφηλίου, καταστάσεις, για τις οποίες, θα ’πρεπε να ’χαμε προ πολλού εμείς οι ίδιοι λάβει τα μέτρα μας.
Εμείς είμαστε, λοιπόν, οι υπαίτιοι, που καταντήσαμε «φτωχοί συγγενείς της Ευρώπης», οι οποίοι μ’ ένα τσιγάρο κι ένα κινητό στο χέρι συνεχίζουμε και θηρεύουμε σάρκες και ουτοπίες, εγκλωβισμένοι μες στην ζηλοφθονία και «στην πονηρία των επιτηδευμάτων μας» υποθάλπτοντας την πρόοδο και την ευημερία του κάθε συνετού και φιλότιμου συμπατριώτη μας.
Άρα, πρωτίστως η δική μας άγνοια, ραθυμία και αμέλεια είναι υπεύθυνες που αφήσαμε «την πόρτα» της ψυχής και της πατρίδας μας ανοικτή και επιτρέψαμε να αλωθούμε και να μετατραπούμε σε προτεκτοράτο και σε νεοραγιάδες ζητιάνους της εκάστοτε Αγγλίας, Γαλλίας, Γερμανίας και Αμερικής.
ΩΡΑ ΗΜΑΣ ΕΞ ΥΠΝΟΥ ΕΓΕΡΘΗΝΑΙ!
* «(…) Η (ιδρυτής (17 Νοέμβρη 1875, της Θεοσοφικής Εταιρείας) Έλενα Μπλαβάτσκυ, έγραψε χαρακτηριστικώς στο έργο της “Η μυστική διδασκαλία” (“The Secret Doctrine”): “Ο σατανάς είναι εκείνος ο άγγελος ο οποίος ήταν αρκετά υπερήφανος για να πιστεύει ότι είναι ο ίδιος θεός· αρκετά γενναίος για να εξαγοράσει την ανεξαρτησία του έναντι του τιμήματος να υποφέρει και να βασανίζεται αιωνίως (…)”. “Ο σατανάς, ο όφις της Γενέσεως, είναι ο αληθής δημιουργός και ευεργέτης, ο πατέρας της πνευματικής ανθρωπότητος (…) Και αυτός που πρώτος ψιθύρισε “εν η αν ημέρα φάγητε απ’ αυτού έσεσθε ως Ελοχίμ, γινώσκοντες καλόν και πονηρόν”, μπορεί να εκτιμηθεί μόνον υπό το φως ενός σωτήρα (…)”».
*Από το υπό έκδοση βιβλίο του:
ΦΡΑΓΚΟCΥΝΗ←«ΜΝΗΜΟΝΙΟ»→ΡΩΜΗΟCΥΝΗ