ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΕΥΣΕΒΟΥΣ ΗΜΩΝ ΕΘΝΟΥΣ

ELLADA

ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΕΥΣΕΒΟΥΣ ΗΜΩΝ ΕΘΝΟΥΣ

ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΥΣΕΒΕΙΣ ΟΤΑΝ ΕΞΑΓΙΑΖΟΥΜΕ ΤΗ ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΤΗΤΑ ΜΑΣ

 

Ἀρχιμ. Νικοδήμου Κανσίζογλου

Ἱεροκήρυκος Ἱ. Μητροπόλεως

 Ἐδέσσης, Πέλλης καὶ Ἀλμωπίας

 

           Α. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ.

 

1. Πολλοὶ ὁρίζουν τὴν ἔννοια τοῦ «ἔθνους» ὡς μία εὐρεία κοινωνία ἀνθρώπων ποὺ ἔχουν κοινὴ παράδοση πολιτισμοῦ (colture), κοινὴ ἱστορία καὶ κοινὰ συμφέροντα. Ὅσοι ἀνήκουμε στὸ ἑλληνικὸ ἔθνος ὡς τὴν κύρια συνεκτικὴ δύναμη ἑνὸς ἔθνους θὰ ὁρίζαμε τὴν κοινὴ συνειδητότητα. Οἱ Ἕλληνες θεωροῦμε τὸ Ἔθνος  ὡς ἔννοια περισσότερο ἠθικὴ καὶ ἀξιακὴ καὶ ὄχι ὡς μέγεθος ἀνθρωπολογικό, γεωγραφικὸ καὶ πληθυσμιακό. Ὡς ἐκ τούτου αἰσθανόμαστε πὼς στὸ Ἔθνος ἀνήκει ὅποιος μετέχει στὴν κοινὴ συνειδητότητα, ἡ ὁποία χαλκεύτηκε ἀνὰ τοὺς αἰῶνες ἀπὸ ἀγῶνες γιὰ ἀξίες ἀκατάλυτες ὅπως εἶναι ἡ πίστη, ἡ πατρίδα, ἡ οἰκογένεια  κ.τ.ὅ. Δικαίως ἀμφισβητοῦμε καὶ ἀναρωτιόμαστε: ἀνήκει στὸ Ἔθνος κάποιος ποὺ ἀδιαφορεῖ γιὰ τὴν ἀκεραιότητα καὶ αὐτονομία τῆς χώρας του καὶ δὲν θέλει νὰ ὑπηρετήσει τὴν πατρίδα του στὶς διάφορες κλήσεις, θεσμοθετημένες ἢ ἔκτακτες  (π.χ. τὸ στρατὸ) ἐπικαλούμενος μία συγχυσμένη συνείδηση;  Κανένας Ἕλληνας δὲν μπορεῖ νὰ ἀπαντήσει καταφατικὰ σὲ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα. Ὁμοίως καὶ στὰ ἑξῆς ἐρωτήματα: ἀνήκει καὶ δὲν σέβεται τὸ σπίτι του ὅποιος φωνάζει στὸ παζάρι τὰ ἐλαττώματα τῆς μάνας του. Ἀνήκει στὸ Ἔθνος ὅποιος κλέβει ἀσύστολα τὸ κράτος του εἰς βάρος τῶν συμπατριωτῶν του; Ὄχι βεβαίως! Ἀνήκει στὸ Ἔθνος ὅποιος ἐκμαυλίζει τὴν κοινωνία ὅπου ζεῖ; Ὁ ἔμπορος ναρκωτικῶν; Ὁ προαγωγὸς στὴν πορνεία; Ὁ διαφθορέας τῆς νεολαίας; Ὄχι βεβαίως! Ἀνήκει στὸ Ἔθνος ὁ διαστροφέας καὶ ψευδογράφος τῆς ἱστορικῆς ἀλήθειας; Ὁ «πουλημένος»  ἱστορικός; Ὁ κομματικὸς προπαγανδιστής; Ὁ προδότης ὅποιας μορφῆς ἐθνικοῦ πλούτου, ἱστορικοῦ, πολιτιστικοῦ, θρησκευτικοῦ, ἀκόμη καὶ γεωλογικοῦ, γεωγραφικοῦ καὶ ἐμπορικοῦ; Βεβαίως, Ὄχι! Χίλιες φορὲς ὁ Ἕλληνας ἀπαντᾶ στὰ παραπάνω: Ὄχι!!! Αὐτὸν τὸν Ἕλληνα τὸν ὀνομάζουμε εὐσεβῆ  καὶ τέτοιοι Ἕλληνες συγκροτοῦν τὸ «εὐσεβὲς ἡμῶν ἔθνος». Εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἀγαποῦν τὴν πατρίδα, τὴν πίστη, τὴν οἰκογένεια, τὴν κοινωνία, τὴν ἱστορία, τοὺς προγόνους, τοὺς νεκρούς, τοὺς τάφους, τὰ μνημεῖα, τοὺς ἐπερχόμενους, τὴ φύση, τὰ ὕδατα, τὴ θάλασσα, τὰ βουνά, τὰ δένδρα, ὅτι γενικῶς πηγάζει ἀπὸ τὰ βάθη τῆς πολυεπίπεδης ἱστορικῆς συνειδητότητας.

        2. Ἀναντιρρήτως τὸ κάθε ἔθνος ἀνὰ τὴ γῆ ἔχει καὶ τὴ δική του ἀποστολὴ καὶ λειτουργία στὸ κοινὸ σῶμα τῆς ἀνθρωπότητος στὸν Ἀδὰμ παγγενῆ, ὅπως τὸ κάθε μέλος τοῦ σώματός μας, τοῦ ὀργανισμοῦ μας, ἔχει τὴ δική του ἀποστολὴ καὶ ὑπηρεσία στὴ βιολογική, ἀλλὰ καὶ στὴν ψυχική μας ζωή. Γἰ αὐτό, βεβαίως, πρέπει νὰ ἀποκρούουμε κάθε ἔννοια «ἀρίας φυλης» (ἀρία ἀπὸ τὸ προθεμ. μόριο ἄρι ποὺ ἐνισχύει θετικὰ κάποια ἔννοια) καὶ περούσιου λαοῦ. Περιούσιος λαὸς δηλαδὴ ἐκλεκτὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ, εἶναι μόνον ἡ Ἐκκλησία καὶ ὅσοι ἀνήκουν σὲ αὐτὴν ἀνεξαρτήτως ἀπὸ τὴν ἐθνικότητα, τὸ φύλο καὶ τὴν κοινωνικὴ θέση. Εὐτυχῶς ὅλα αὐτὰ μᾶς τὰ ξεκαθάρησε ἐξ αρχῆς ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ὡστόσο, δὲν πρέπει νὰ λησμονοῦμε, οὔτε πρὸς στιγμήν, καὶ τὴ βαρύτητα τῆς ἀποστολῆς ποὺ μᾶς ἀνέθεσε ὁ Θεὸς ὡς ἔθνος ξεχωριστά. Ἀρνούμαστε, κάθε μορφὴ «σοβινισμοῦ», ἀλλὰ δὲν μποροῦμε νὰ ἀρνηθοῦμε καὶ νὰ ἀπεμπολίσουμε τὶς δωρεὲς τοῦ Θεοῦ. Δὲν καταφάσκουμε σὲ κανένα εἶδος ἐθνικοῦ «ἐλιτισμοῦ», ἀλλὰ δὲν θὰ πρέπει νὰ προδώσουμε καὶ τὴν ἀποστολή μας. Οἱ ἅγιοι ἀνὰ τὴ γῆ ὑπῆρξαν ἄνθρωποι «παγκόσμιοι» καὶ «οἰκουμενικοὶ» μὲ τὴν πιὸ γνήσια ἔννοια τῶν ὅρων αὐτῶν, ἀλλὰ συνάμα διέθεταν καὶ πεντακάθαρη ἐθνικὴ αὐτοσυνειδησία. Αἰσθάνονταν ἱερὸ χρέος τιμῆς καὶ θυσίας πρὸς τὸ ἔθνος του καὶ τὴν πατρίδα τους.

3. Ὅταν ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες ὀνομάζουμε τὸ Ἔθνος  μας «εὐσεβές», δὲν τὸ κάνουμε γιὰ νὰ παραβληθοῦμε στὴν εὐσέβεια μὲ ἄλλα ἔθνη καὶ γιὰ νὰ μᾶς ἀναγνωρισθεῖ ὑπεροχή. Ὄχι! Ὁ εὐσεβὴς εἶναι πάντοτε ταπεινὸς καὶ ἀξιοπρεπής. Δὲν ἐπαίρεται ἀφρόνως ἔναντι τῶν ἄλλων. Ὀνομάζουμε τὸ Ἔθνος μᾶς «εὐσεβές», γιὰ νὰ θυμόμαστε  πρωτίστως ἐμεῖς οἱ ἴδιοι τὴν ἱστορία μας, τὴν ἀποστολή μας καὶ ἰδιαιτέρως, τὸν διαχρονικὸ προσανατολισμό μας. Οἱ ἱστορικοί, ἡμέτεροι καὶ ξένοι, διέγνωσαν τοὺς ἱστορικούς, πολιτισμικούς, ἀνθρωπιστικούς, κοινωνικοὺς καὶ παιδευτικοὺς προσανατολισμούς μας καὶ ἀνακήρυξαν τὴν εὐσέβεια τοῦ Ἔθνους μας, ἀφοῦ ὅλοι οἱ παραπάνω προσανατολισμοὶ ἔδειχναν τὸν Οὐρανὸ καὶ τὸν Θεό. Ἡ πυξίδα τῆς ἱστορίας τῶν Ἑλλήνων λειτουργοῦσε καὶ ἐλπίζουμε πὼς θὰ ἐξακολουθεῖ νὰ λειτουργεῖ, μὲ τρόπο ὅλως ἰδιάζοντα: δὲν δείχνει Βορρά, οὔτε Νότο οὔτε Δύση οὔτε Ἀνατολή, δείχνει κατακόρυφα οὐρανό.

 

       Β. ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ

 

1.Ἕνας ἀντικειμενικὸς μελετητής, ἂν ἀντιπαραβάλλει τοὺς παιδευτικοὺς στόχους, δηλαδὴ τοὺς στόχους τῆς παιδείας τῆς Μετακαρλομάγνιας Εὐρώπης  μὲ αὐτοὺς τῆς Ρωμηοσύνης σὲ ὅλη της τὴν ἱστορικὴ πορεία, καταλήγει ὅτι οἱ μὲν πρῶτοι ὁδηγοῦν σὲ ὑπερτροφία τῆς διάνοιας καὶ τοῦ λογικοῦ καὶ σὲ ἐγωιστικὴ ὑπερύψωση τοῦ δυτικοῦ ἀνθρώπου, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν ἐκνομίκευση καὶ ἐκκοσμίκευση τῆς ζωῆς καὶ σὲ ἐπιθυμία «πρωτείων» ἐθνικοπολιτικῶν καὶ θρησκευτικοπολιτισμικῶν, οἱ δὲ δεύτεροι στὸν ἀνακαινισμένο ἐν Χριστῷ ἄνθρωπο καὶ στὴν ἀνακαινισμένη ἐν Χριστῷ κοινωνία τῶν ἀνθρώπων. Ἂς δοῦμε δύο παραδείγματα: στὸν χῶρο τῆς φιλοσοφίας καὶ τῆς κοινωνιολογίας ἔχουμε τὸν Καρτέσιο (1650) ποὺ ἀπολυτοποιοῦσε τὴν διανοητικὴ λειτουργία ταυτίζοντάς την μὲ αὐτὴ τὴν ὕπαρξη: «Gogito, ergo sum». Ὅσο πιὸ δυνατὰ λειτουργεῖ ἡ διάνοια, τόσο πιὸ πολὺ ἀναβαθμίζεται  καὶ ἡ ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου δηλαδὴ ἔθετε τὰ θεμέλια γιὰ μία ταξινόμηση ἢ διαβάθμιση ἢ «καστοποίηση» τῶν ἀνθρώπων, ἀναλόγως μὲ τὴν νοητικὴ δύναμη ποὺ διαθέτουν. Στὸν χῶρο τῆς πολιτικῆς ἔχουμε τὸν Ροβεσπιέρο (1793) ποὺ θέλησε νὰ ἀντικαταστήσει τὸν Χριστιανισμὸ μὲ τὴ θρησκεία τοῦ «Ὑπερτάτου ὄντος», ποὺ μᾶλλον ἐπρόκειτο  γιὰ μία ἀφηρημένη σύλληψη ποὺ ἄφηνε ἐλεύθερους τοὺς ὀπαδούς του ἢ μᾶλλον τοὺς ἐξανάγκαζε νὰ θεοποιήσουν τὴ δύναμη καὶ τὴ λογική τους καὶ αὐτολατρεύονται. Ἡ πολιτικὴ φιλοσοφία τοῦ Ροβεσπιέρου ὑπῆρξε ἔκγονος καὶ συνάμα ἐμπνευστὴς τοῦ δόγματος τοῦ λεγομένου δεϊσμοῦ (Deismus) ποὺ δίδασκε ὅτι «Deus creator, sed non guvernator», δηλαδὴ ὁ Θεὸς εἶναι μὲν δημιουργός, ἀλλὰ ὄχι καὶ κυβερνήτης τοῦ κόσμου καὶ νομοτελειακὰ ὁδήγησε στὴ θεοποίηση ἢ αὐτοθεοποίηση προσώπων ποὺ θέλησαν νὰ διορθώσουν τὴ δημιουργία.

2. Ὅπως διέγνωσαν σοβαροὶ ἱστορικοί, «οἱ τόκοι» δηλαδὴ οἱ διαλεκτικὲς γεννήσεις τῶν παραπάνω παιδευτικῶν, (φιλοσοφικῶν, θρησκευτικῶν, πολιτικῶν) προϋποθέσεων τοῦ δυτικοῦ κόσμου, ἀπὸ τὸν Μεσαίωνα μέχρι καὶ τὶς ἡμέρες μας, εἶναι μεταξὺ ἄλλων οἱ ἑξῆς: Ὁ φεουδαρχισμός, ἡ ρατσιστικὴ φραγκοτευτονικὴ κοινωνία, ἡ ἀστικὴ νοοτροπία, ὁ καπιταλισμός, ὁ σοσιαλισμός, ὁ μαρξισμός, ὁ κομμουνισμός, ὁ ἐθνοφυλετισμός, ὁ ρατσισμὸς κ.λπ., γεννήματα πάντα μιᾶς ἁλυσιδωτῆς διαλεκτικῆς διαδικασίας ποὺ συλλήβδην ἀπορρίπτουν τὶς χριστιανικὲς ἀρχὲς τοῦ ἀνακαινισμένου ἐν Χριστῷ ἀνθρώπου καὶ τῆς ἀνακαινισμένης ἐν Χριστῷ κοινωνίας. Ἔγκονες ἐνσαρκώσεις καὶ ἐμπροσωποποιήσεις τῶν παραπάνω εἶναι μορφὲς ἢ ἐκδηλώσεις ὅπως ὁ Καρλομάγνος, ἡ Ἱερὰ Ἐξέταση, οἱ Σταυροφορίες, ὁ Ναπολέων, ἡ Γαλλικὴ Ἐπανάσταση, ἡ ἀποικιακὴ βαρβαρότητα, ὁ Χίτλερ, οἱ  «πολιτισμένες» φονικὲς ὑπερδυνάμεις, τὸ Νάτο, τὸ ΔΝΤ κ.λπ.

3. Ἂν μελετήσουμε τὰ κείμενα τῆς παιδείας καὶ τοὺς παιδευτικοὺς στόχους τῆς Ρωμηοσύνης, ἀπὸ τὶς βαθειὲς ρίζες της ἀκόμη, δηλαδὴ ἀπὸ τὸν «αἰώνα τοῦ Περικλέους» καὶ διαχρονικὰ μέχρι τὴν Ἐθνική μας Ἐπανάσταση τὸ 1821, θὰ διαγνώσουμε ἕναν ὁλοφάνερο θεοκεντρικὸ χαρακτήρα σὲ αὐτοὺς τοὺς στόχους, ποὺ ἐκφράζεται μὲ τὴν πνευματικὴ καὶ καθαρὴ λατρεία πρὸς τὸν Θεὸ καὶ μὲ τὴν γνήσια καὶ θυσιαστικὴ ἀγάπη πρὸς τὸν συνάνθρωπο. Δὲν μπορεῖ ὁ Ρωμηὸς νὰ ζήσει δίχως Θεὸ καὶ δίχως πλησίον. Δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει δίχως Πίστη καὶ δίχως Πατρίδα. Ἀπὸ τὰ πιὸ φιλοσοφικὰ  κείμενα μέχρι τὰ ἔργα τῶν μεγάλων Πατέρων, ἀλλὰ καὶ μέχρι τὰ λαϊκὰ κείμενα, τὰ δημοτικὰ τραγούδια, τοὺς θρύλους καὶ τὰ παραμύθια τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων τοῦ Ἔθνους μας, βλέπουμε τὴ δίψα γιὰ μετοχὴ στὴ ζωὴ τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν προσδοκία ὅτι αὐτὴ ἡ μετοχὴ θὰ φέρει δικαιοσύνη, ἀδελφοσύνη, ἀγάπη καὶ  χαρά. Σχεδὸν πουθενὰ δὲν θὰ συναντήσουμε ἐπιθυμία γιὰ πολυμάθεια καὶ ξερὴ χρηστικὴ γνώση. Ἡ γνώση νὰ εἶναι τέτοια ποὺ θὰ εἶναι ὑπηρέτης τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὄχι ὁ ἄνθρωπος ὑπηρέτης τῆς διανοητικῆς γνώσης. Ἡ εὐσέβεια τοῦ Ἔθνους μᾶς δίδασκε ὅτι ὁ ἄνθρωπος εὐημερεῖ καὶ εὐτυχεῖ ὅταν ἱεραρχήσει σωστὰ τὰ ἀνθρώπινα. Ἀξία ἔχει ὁ ἄνθρωπος καὶ ὄχι τὰ πράγματά του. «Ἐπιθυμῶ ὑμᾶς καὶ οὐ τὰ ὑμῶν», δηλαδὴ «ἀγαπῶ ἐσᾶς καὶ ὄχι τὰ πράγματα σας»  φώναζε ἕνας πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας μας. Μὴ προσκολλώμεθα στὰ παρόντα, διότι εἴμαστε «ὁδίτες καὶ οὐ πολίτες»  στὴ γῆ «περαστικοὶ καὶ ὄχι μόνιμοι κατοικοι». Μὴ ξεχνοῦμε τὸν Οὐρανό.

 

Γ. ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΕΥΣΕΒΟΥΣ ΗΜΩΝ ΕΘΝΟΥΣ

 

1. Ὁ Χριστιανισμὸς στὸ ξεκίνημά του βρῆκε στὸ Ἔθνος μας καὶ στὴν πατρίδα μας πολὺ καλὸ πνευματικὸ ἔδαφος καὶ ρίζωσε καὶ καρποφόρησε καὶ ἔθρεψε ἔθνη πολλά, ἐγγὺς καὶ μακράν. Στὴ χρυσὴ ἐποχὴ σύμπαντος τοῦ ἀρχαίου πολιτισμοῦ, στὴν Ἀθήνα καὶ στὸ τέλος τοῦ πρώτου ἔτους τοῦ Πελοποννησιακοῦ πολέμου (431 π.Χ.) ὁ Περικλῆς, ὁ ἡγέτης τῆς πόλεως, ἐκφώνησε ἕναν λαμπρὸ λόγο πάνω στοὺς τάφους τῶν πολεμιστῶν ποὺ ἔπεσαν ἀγωνιζόμενοι γιὰ τὴν πατρίδα τους. Ὁ Θουκιδίδης στὴν Ἱστορία του διέσωσε τὸν λόγο τοῦ Περικλῆ, γνωστὸ σὲ μᾶς ὡς «Περικλέους Ἐπιτάφιος». Ἐκεῖ λοιπόν, διεκήρυξε μὲ τρόπο ἀπαράμιλλο ἀνὰ τοὺς αἰῶνες, τὸ μυστικό της ἐπιτυχίας ἑνὸς λαοῦ καὶ τῆς εὐημερίας ἑνὸς ἔθνους: «Φιλοκαλοῦμεν γὰρ  μὲτ εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας», ἤτοι μπορέσαμε καὶ κάναμε τὴ ζωὴ μας ὄμορφη, μακριὰ ἀπὸ τὰ περιττὰ καὶ ἀγαποῦμε τὴν ἀλήθεια, χωρὶς πολυλογίες. Οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας, ἀκολουθώντας τὸν Περικλῆ, θεωροῦσαν ἐκπόρνευση τοῦ κάλλους κάθε πληθωρισμὸ καὶ περιττὴ πολυτέλεια, ἀλλὰ καὶ ἔλλειψη φιλοσοφίας κάθε πολυλογία, κάθε «βερμπαλισμό». Ἡ ζωή μας εἶναι ἀξιοπρεπὴς μὲ τὰ ὀλίγα καὶ ὁ λόγος μας δυνατός, ὅταν εἶναι σεμνός. Ἰδοὺ τὰ σπέρματα τῆς εὐσεβείας.

2. Οἱ Πατέρες καὶ διδάσκαλοί μας, οἱ πνευματικοὶ ὁδηγοὶ τοῦ Ἔθνους μας μᾶς δίδαξαν ὅτι, ὅπως κάποιος πρέπει νὰ σέβεται καὶ νὰ φυλάττει τὴν ψυχή του, τὸ ἴδιο θὰ πρέπει νὰ σέβεται καὶ νὰ μὴ φθείρει τὸ σῶμα του, ἰδιαίτερα νὰ μὴ τὸ φθείρει μετατρέποντάς το ἀπὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ σὲ σκήνωμα ἁμαρτίας καὶ φθορᾶς. Ὁ χριστιανὸς δὲν εἶναι σωματοκτόνος καὶ δὲν θεωρεῖ τὸ σῶμα του πηγὴ τῆς ἁμαρτίας καταφάσκοντας σὲ κάποιο εἶδος δυαλισμοῦ. Ὡστόσο, εἶναι πολὺ ἀπαραίτητο, ἱεραρχώντας σωστὰ καὶ συνετὰ τὶς προτεραιότητες, νὰ δίνουμε βάρος στὰ μένοντα καὶ ἀθάνατα καὶ νὰ φροντίζουμε τὰ παρόντα καὶ παρερχόμενα τόσο, ὅσον εἶναι ἀναγκαῖο καὶ δὲν ὁδηγεῖ αὐτὸ σὲ κάποια ὑποδούλωση τῶν ἀνωτέρων, τῶν μενόντων, τῶν αἰώνων. Ὁ Μέγας Βασίλειος προέτρεψε τὸ ρωμαϊκὸ γένος μας ὅτι πρέπει  «ὑπερορᾶν  μὲν σαρκὸς παρέρχεται γὰρ ἐπιμελεῖσθαι δὲ ψυχῆς,  πράγματος ἀθανάτου». Ἂν ἐμεῖς ἀντιστρέψουμε τὶς προτεραιότητες, θὰ καταλήξουμε ἀσύμμετρες καὶ ἀλλόκοτες ὑπάρξεις μὲ ὑπερτροφικὸ ἐγκέφαλο ἢ στόμαχο προσβάλλοντας ἔτσι τὴ θεία μας καταγωγή. Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι κεφάλι καὶ κοιλιά, ἀλλὰ πίστη, ἐλπίδα, ἀγάπη καὶ καρδιά. Ἰδοὺ τὸ δένδρο καὶ τὰ ἄνθη τῆς εὐσέβειας. 

3. Ὅταν στὰ χρόνια της σκλαβιᾶς τοῦ Ἔθνους μας στοὺς Τούρκους ἡ Ἑλλὰς ἐτάφη καὶ ἡ ψυχὴ τῆς Ρωμηοσύνης κατέβηκε στὸν ἅδη τῆς πικρῆς σκλαβιᾶς καὶ τοῦ βαρβαρικοῦ σκότους, αὐτὴ ἡ ψυχὴ ἐσκύλευσε τὸν ἅδη, πῆρε δηλαδὴ ὡς λάφυρο πολύτιμο τὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα γιὰ νὰ τὸ ἀνεβάσει στὸ φῶς τῆς ἐλευθερίας, τότε ἕνας κήρυκας τῆς παλιγγενεσίας τοῦ Ἔθνους μας, ὁ ἅγ. Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὀλίγον πρὸ τῆς ἀναστάσεως της (δηλαδὴ τῆς Ἐπαναστάσεως) ἔψαλε σὲ κάθε γωνιὰ τῆς ἑλληνικῆς γῆς τὸν παιάνα τῆς ἀπαρχῆς τῆς νέας βιοτῆς : «Χριστὸς καὶ ψυχὴ μᾶς χρειάζεται. Ἰδοὺ καὶ ὁ γλυκὺς καρπὸς τῆς εὐσεβοῦς ζωῆς. Σήμερα τὸ ἔθνος μας ἔχει μεγάλη ἀνάγκη νὰ ἀκούσει καὶ πάλι τὸν Περικλῆ, τὸν Μεγάλο Βασίλειο καὶ τὸν ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλό. Πρέπει νὰ ἐπαναπροσλάβουμε τὰ ὅσα οἱ Πατέρες μας αὐτοὶ μᾶς παρέδωσαν καὶ νὰ μὴν ἀπελπιζόμαστε. Μποροῦμε νὰ εἴμαστε ὄμορφοι μὲ λίγα, νὰ διδάσκουμε μὲ τὴ ζωή μας, νὰ σηκώσουμε τὰ μάτια μας ἀπὸ τὴ γῆ καὶ νὰ τὰ στρέψουμε πρὸς τὸν Οὐρανὸ καὶ θησαυρός μας νὰ εἶναι ὁ Χριστὸς κι ἡ ψυχή μας. Τότε θὰ συνεχίσουμε νὰ εἴμαστε τὸ «εὐσεβὲς ἑλληνικὸ ἔθνος» καὶ νὰ φωνάζουμε ἐξ ὅλης δυνάμεως: Ζήτω τὸ Ἔθνος μας! Ζήτω ἡ πατρίδα μας!

 

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , ΙΒ΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΟΚΤ.-ΔΕΚ. 2012