Προκοπίου Μαγιάτη
ἀναπλ. Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου*
Γιὰ τὸ ἐλαιόλαδο καὶ τὴ σημασία του γιὰ τὸν πολιτισμὸ καὶ τὴ διατροφὴ ἔχουν μιλήσει πολλοὶ στὸ παρελθόν. Δὲν θὰ ἐπαναλάβω πράγματα ξαναειπωμένα, ἀλλὰ θὰ πάρω τὴν εὐκαιρία νὰ γράψω γιὰ ἕνα θέμα ποὺ μὲ συνεπαίρνει, τὴν ἀνεκτίμητη συνεισφορὰ τῶν προγόνων μας, ποὺ μὲ πεῖσμα κάποιοι προσπαθοῦν νὰ μᾶς ἀποκόψουν ἀπὸ αὐτούς. Τὸ ἀντικείμενο τῆς ἔρευνάς μου στὸ πανεπιστήμιο τὰ τελευταῖα 20 χρόνια εἶναι ἡ ἀναζήτηση φαρμάκων ἀπὸ φυσικὲς πηγές, φυτά, ἔντομα, θαλάσσιους ὀργανισμοὺς κ.τ.λ. Ἡ φύση μᾶς προσφέρει ἁπλόχερα μία τεράστια ποικιλία χημικῶν μορίων πολλὰ ἐκ τῶν ὁποίων ἀποτελοῦν αὐτούσια φάρμακα ἢ τὴ βάση γιὰ τὴν παρασκευὴ νέων φαρμάκων. Χιλιάδες ἐπιστήμονες σὲ ὅλον τὸν κόσμο ψάχνουν στὰ βάθη τῶν ὠκεανῶν ἢ στὰ τροπικὰ δάση γιὰ νὰ ἀνακαλύψουν νέα φάρμακα μὲ στόχο νὰ ἁπαλύνουν τὸν ἀνθρώπινο πόνο.
Πρὶν ὅμως ἀπὸ αὐτοὺς καὶ μάλιστα πολλοὺς αἰῶνες πρίν, κάποιοι σπουδαῖοι ἄνθρωποι μὲ πολὺ λιγότερα μέσα ἀπὸ ὅ,τι ὑπάρχουν σήμερα εἶχαν συγγράψει ἐξαιρετικὰ φαρμακευτικὰ βιβλία μὲ τὶς θεραπευτικὲς δράσεις τῶν φυσικῶν φαρμάκων (κυρίως βοτάνων). Ἡ πιὸ μεγάλη ἀπὸ αὐτὲς τὶς μορφὲς θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθεῖ ὅτι εἶναι ὁ Διοσκουρίδης (40-90 μ.Χ.) ποὺ ἀποκαλεῖται καὶ πατέρας τῆς Φαρμακολογίας. Στὰ σχολικά μου χρόνια δὲν ἄκουσα τίποτα γι’αὐτὸν καὶ κάποια λίγα ἄκουσα ὡς φοιτητὴς στὴν ἱστορία τῆς φαρμακευτικῆς ἐπιστήμης. Εἶχα ὅμως τὴν ἀγαθὴ τύχη, ἀφενὸς νὰ μάθω καλὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ ἀπὸ προσωπικὸ ἐνδιαφέρον καὶ ἀφετέρου νὰ ζήσω στὴν ἐποχὴ ποὺ ὅλα τὰ ἔργα τῶν Ἑλλήνων συγγραφέων ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ὁμήρου ὣς καὶ τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης εἶναι πλέον ψηφιακά. Ἂς εἶναι εὐλογημένο τὸ ὄνομα τῶν ἐπιστημόνων αὐτῶν ποὺ στὸ πανεπιστήμιο τῆς Καλιφόρνιας ἐμπνεύστηκαν πρὶν ἀπὸ μερικὲς δεκαετίες αὐτὸ τὸ τιτάνιο ἔργο νὰ ψηφιοποιήσουν ὅλα τὰ ὑπάρχοντα χειρόγραφα κείμενα.
Ὡς ἐρευνητὴς λοιπὸν εἶχα τὴν μοναδικὴ δυνατότητα νὰ μπορῶ νὰ μελετήσω στὸ πρωτότυπο καὶ μὲ δυνατότητα ψηφιακῆς ἀναζήτησης ὅλες τὶς πληροφορίες ποὺ μᾶς παρεῖχαν οἱ πρόγονοί μας γιὰ ἕνα πλῆθος φαρμακευτικῶν φυσικῶν πρώτων ὑλῶν. Μὲ ἀπίστευτη ἔκπληξη διαπίστωσα τὸ μέγεθος τοῦ ἔργου τῶν ἀρχαίων συγγραφέων, τὸ πλῆθος, τὴν ἀκρίβεια καὶ τὴ λεπτομέρεια στὴν καταγραφὴ ποὺ εἶχαν κάνει πρὶν ἀπὸ αἰῶνες. Μὲ συνεπῆρε τὸ γεγονὸς ὅτι ἔχοντας ὡς μητρικὴ γλῶσσα τὴν ἑλληνικὴ μποροῦσα πολὺ εὔκολα νὰ κατανοῶ ἐπιστημονικὰ κείμενα ποὺ εἶχαν γραφεῖ πρὶν περίπου 20 αἰῶνες. Μὲ μεγάλη ὑπερηφάνεια συνειδητοποίησα ὅτι αὐτὸ ἦταν ἕνα μεγάλο πλεονέκτημα σὲ σχέση μὲ ἐπιστήμονες ἀπὸ ἄλλες χῶρες ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ ἔχουν πρόσβαση σὲ ἕναν τέτοιο πλοῦτο ἢ εἶχαν μερικὴ πρόσβαση μέσῳ μεταφρασμένων ἀρχαίων κειμένων. Ὅμως ὅπως προσωπικὰ διαπίστωσα ἡ λεπτότητα τῶν ἐννοιῶν ἦταν τέτοια ποὺ μόνο στὸ πρωτότυπο κείμενο μποροῦσε νὰ γίνει σωστὰ κατανοητή. Ἐπὶ μία καὶ πλέον δεκαπενταετία τὰ κείμενα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς καὶ ρωμαίικης (βυζαντινῆς) περιόδου ἀποτέλεσαν καὶ ἀποτελοῦν πηγὴ ἔμπνευσης γιὰ τὴν ἀναζήτηση φυσικῶν πρώτων ὑλῶν μὲ θεραπευτικὴ χρήση. Ἡ διερεύνηση αὐτῶν τῶν ὑλῶν καὶ ἡ ἐπιβεβαίωση τῆς περιγεγραμμένης δράσης τους μὲ τὶς πιὸ σύγχρονες χημικὲς καὶ φαρμακολογικὲς μεθόδους ἀποτέλεσε γιὰ ἐμένα προσωπικὰ μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες χαρὲς τῆς ἐπιστημονικῆς μου σταδιοδρομίας.
Πρὶν ἀναφερθῶ ἀναλυτικότερα στὸ ἐλαιόλαδο θὰ ἤθελα νὰ ἀναφέρω ἐπιγραμματικὰ μερικὲς περιπτώσεις φυτῶν/ζῴων τῶν ὁποίων τὴ δράση ἔχει ἐπιβεβαιώσει ἡ ἐρευνητική μας ὁμάδα στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Ἀθήνας μὲ σύγχρονες μεθόδους, δημοσιευμένες σὲ διεθνῆ ἐπιστημονικὰ περιοδικά: μαστίχα Χίου καὶ φλεγμονὴ τοῦ στομάχου, ρίζα παιώνιας καὶ πρόληψη ἐπιληπτικῶν κρίσεων, σπέρματα παιώνιας καὶ γυναικολογικὰ προβλήματα, φλοιὸς τοῦ σουσαμιοῦ καὶ οἰστρογονικὴ δράση, πορφύρα καὶ καρκίνος. Εἰδικὰ τὸ τελευταῖο θὰ μποροῦσε νὰ ἀποτελέσει ἀντικείμενο εἰδικοῦ ἄρθρου μίας καὶ ἔχει ἀποτελέσει ἀντικείμενο πέντε ἑλληνικῶν καὶ ξένων διδακτορικῶν διατριβῶν, τεσσάρων διεθνῶν διπλωμάτων εὑρεσιτεχνίας καὶ δεκάδων ἐπιστημονικῶν δημοσιεύσεων. Ἐντυπωσιακὸς ἀπολογισμὸς ἂν κανεὶς σκεφτεῖ ὅτι ὅλα στηρίχτηκαν στὶς λεπτομερεῖς περιγραφὲς τῶν ἀρχαίων κειμένων δίχως τὶς ὁποῖες δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἀναπαραχθεῖ ὁ τρόπος παρασκευῆς τῆς πορφύρας ἀπὸ τὸ θαλασσινὸ ὄστρακο.
Ἐξίσου ὅμως ἐντυπωσιακὴ εἶναι καὶ ἡ περίπτωση τοῦ ἐλαιολάδου καὶ οἱ ἀναφορὲς τῶν ἀρχαίων συγγραφέων καὶ κυρίως τοῦ Διοσκουρίδη. Τὸ 2005 δημοσιεύθηκε στὸ κορυφαῖο ἐπιστημονικὸ περιοδικὸ Nature μία μελέτη ἀμερικανῶν ἐπιστημόνων οἱ ὁποῖοι ἀνέφεραν τὴν ἀντιφλεγμονώδη δράση μίας οὐσίας ποὺ ὑπάρχει στὸ ἐλαιόλαδο καὶ ἡ ὁποία ὀνομάστηκε ἐλαιοκανθάλη (oleocanthal). Γιὰ ἄλλη μία φορὰ τὸ ὄνομα ποὺ δόθηκε ἦταν ἑλληνικῆς ρίζας μίας καὶ δηλώνει τὴν αἴσθηση «καψίματος» στὸ λαιμὸ ποὺ νιώθουμε ὅταν καταπίνουμε ἕνα καλῆς ποιότητας ἐλαιόλαδο, ἰδίως ὅταν εἶναι ἄγουρο. Τὸ αἴσθημα αὐτὸ ἀποδόθηκε ἀπὸ τοὺς ἐπιστήμονες ἀπὸ τὴ ἑλληνικὴ λέξη «ἔλαιον + ἄκανθος» γιὰ νὰ περιγράψει τὸ αἴσθημα ποὺ προκαλεῖ ἡ κατάποση τῆς οὐσίας αὐτῆς. Οἱ ἐπιστήμονες ἀνέφεραν ὅτι τὸ κίνητρό τους γιὰ νὰ ψάξουν τὴ δράση τῆς συγκεκριμένης οὐσίας ἦταν ὅτι ἡ γεύση της ἔμοιαζε μὲ αὐτὴν ποὺ προκαλεῖ ἡ γνωστὴ ἀντιφλεγμονώδης φαρμακευτικὴ οὐσία ἰβουπροφαίνη. Κανεὶς ὅμως ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἐπιστήμονες δὲν εἶχε ποτὲ τὴ δυνατότητα νὰ διαβάσει τὸ πρωτότυπο κείμενο τοῦ Διοσκουρίδη ποὺ ἤδη δύο χιλιάδες χρόνια πρὶν μιλοῦσε γιὰ τὴν ἀντιφλεγμονώδη δράση τοῦ ἐλαιολάδου καὶ ἰδίως τοῦ ἀγουρέλαιου. Κατὰ ἐντυπωσιακὸ τρόπο, ποὺ ἐπιβεβαίωσαν ἐν ἀγνοίᾳ τους οἱ σύγχρονοι ἐπιστήμονες, ὁ Διοσκουρίδης συνιστοῦσε τὴ χρήση ἐλαιολάδου γιὰ κεφαλαλγίες καὶ πόνους τῶν δοντιῶν δηλαδὴ περιπτώσεις ποὺ σύγχρονοι γιατροὶ θὰ συνταγογραφοῦσαν τὰ συνήθη ἀναλγητικὰ-ἀντιφλεγμονώδη φάρμακα ὅπως γιὰ παράδειγμα ἡ ἀσπιρίνη ἢ ἡ ἰβουπροφαίνη.
Το πιὸ ἐντυπωσιακὸ ὅμως ποὺ ἀποτέλεσε καὶ τὴν ἀφορμὴ γιὰ τὴ δική μας ἔρευνα ἦταν ἡ ἀναφορὰ τοῦ Διοσκουρίδη ὅτι «ἔλαιον πρὸς ἐν ὑγιείᾳ χρῆσιν ἄριστον τὸ ὠμοτριβὲς ὃ καὶ ὀμφάκινον καλούσι». Τί ἄραγε ἦταν τὸ ὠμοτριβὲς ἢ ὀμφάκινο ἔλαιο; Ἡ λέξη ὠμὸς στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γλῶσσα ὅταν ἀναφέρεται σὲ καρπὸ σημαίνει ὅτι αὐτὸς εἶναι πρόωρος, ἄγουρος. Ὠμοτριβὲς λοιπὸν εἶναι τὸ ἔλαιο ποὺ παράγεται ὅταν ὁ καρπὸς τῆς ἐλιᾶς «ἐλαιοτριβεῖται» ὠμός, ἄγουρος. Ἀντίστοιχα, ἡ λέξη ὄμφαξ ποὺ συνήθως ἀφοροῦσε τὰ ἄγουρα σταφύλια (ὄμφαξ ὁ βότρυς, οὐ πέπειρος: Αἰσώπου μῦθοι, ἡ γνωστὴ διήγηση γιὰ τὴν ἀλεποῦ ἀπ’ ὅπου καὶ ἡ παροιμία: «Ὅσα δὲν φτάνει ἡ ἀλεποῦ τὰ κάνει κρεμαστάρια») ἐμφανῶς ἀναφέρεται σὲ ἄγουρες ἐλιές. Τὸ ἐρώτημα λοιπὸν ποὺ μᾶς κέντρισε τὸ ἐνδιαφέρον ἦταν γιατί ὁ Διοσκουρίδης συνιστοῦσε τὸ ἀγουρέλαιο ὡς ἄριστο γιὰ τὴ θεραπευτικὴ χρήση καὶ ἀνώτερο ἀπὸ τὸ λάδι ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ ὥριμες ἐλιές. Γιὰ νὰ δοθεῖ ἡ ἀπάντηση σὲ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα ἀναπτύχθηκε μία καινούρια τεχνολογία μὲ τὴν ὁποία μποροῦσε νὰ μετρηθεῖ ἡ περιεκτικότητα τοῦ ἐλαιολάδου σὲ ἐλαιοκανθάλη καὶ στὴ συνέχεια ἔγιναν ἀναλύσεις σὲ ἑκατοντάδες δείγματα ἀπὸ δεκάδες ποικιλίες, περιοχὲς καὶ ἀπὸ ἐλιὲς διαφόρων βαθμῶν ὡρίμανσης. Μὲ μεγάλο θαυμασμὸ διαπιστώσαμε ὅτι ὁ Διοσκουρίδης εἶχε δίκιο: σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις τὸ λάδι ποὺ προερχόταν ἀπὸ ἄγουρες ἐλιὲς εἶχε πάντα τὴν ὑψηλότερη περιεκτικότητα σὲ ἐλαιοκανθάλη καὶ γενικότερα στὶς οὐσίες ποὺ ὀνομάζονται πολυφαινόλες καὶ οἱ ὁποῖες πλέον εἶναι ἐπίσημα ἀποδεκτὸ ὅτι χαρίζουν στὸ ἐλαιόλαδο αὐξημένες ὑγειοπροστατευτικὲς ἰδιότητες.
Ἡ μελέτη αὐτὴ κράτησε πέντε ἔτη καὶ ἀναπτύχθηκε στὴ διάρκεια τριῶν μεταπτυχιακῶν διπλωμάτων στὸ ἐργαστήριο Φαρμακογνωσίας καὶ χημείας φυσικῶν προϊόντων του Φαρμακευτικοῦ τμήματος τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Τὰ ἀποτελέσματα τῆς μελέτης δημοσιεύτηκαν πρόσφατα σὲ κορυφαῖα διεθνῆ ἐπιστημονικὰ περιοδικά. Μὲ δέος στέκομαι μπροστὰ στὸ ὄνομα ὄχι μόνο τοῦ Διοσκουρίδη ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν σοφῶν προγόνων μας ποὺ ἔγραψαν στὴ γλῶσσα μας κείμενα τεράστιας ἐπιστημονικῆς καὶ φιλοσοφικῆς ἀξίας χωρὶς νὰ διαθέτουν οὔτε ἐλάχιστα ἀπὸ τὰ μέσα ποὺ ἔχουμε ἐμεῖς σήμερα στὴ διάθεσή μας. Μὲ σεβασμὸ ἐπίσης στέκομαι ἀπέναντι στοὺς δασκάλους μου στὸ σχολεῖο ποὺ μὲ ἔμαθαν ἀρχαῖα ἑλληνικὰ ἂν καὶ ποτὲ δὲν φαντάζονταν τί χρησιμότητα θὰ εἶχαν σὲ ἕναν ἐπιστήμονα τῆς «θετικῆς» κατεύθυνσης. Μὲ ἀποτροπιασμὸ στέκομαι ἀπέναντι σὲ ὅλους τους ψευτορωμηοὺς ποὺ προσπαθοῦν νὰ μᾶς πείσουν ὅτι τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ εἶναι νεκρὴ καὶ ἄχρηστη γλῶσσα ἀλλὰ καὶ τοὺς ἰθύνοντες ποὺ καθορίζουν τὸν τρόπο διδασκαλίας τῆς γλώσσας μας μὲ τέτοιο τρόπο ποὺ γίνεται ἀπωθητική. Μὲ θλίψη στέκομαι ἀπέναντι στὶς νέες γενιὲς Ἑλλήνων ποὺ ἐκπαιδεύονται νὰ ἀγνοοῦν τὸν πλοῦτο τῶν κειμένων τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς καὶ βυζαντινῆς γραμματείας καὶ ποὺ οὐσιαστικὰ ἀποκόπτουν τὸν ἑαυτό τους ἀπὸ τὶς πιὸ ὑγιεῖς ρίζες τοῦ ἔθνους μας. Ἡ ἀδιάσπαστη ἑνότητα τῆς γλώσσας μας καὶ ἡ βαθειὰ συναίσθηση τῆς ἀρχαίας ρίζας ἀπὸ τὴν ὁποία προερχόμαστε ἀποτελεῖ τὸ ἰσχυρότερο ὅπλο γιὰ τὴν ἐπιβίωση στὴν ἐποχὴ τῆς παγκοσμιοποίησης.
* Ὁ Δρ. Προκόπιος Μαγιάτης, ἀναπληρωτὴς καθηγητὴς στὸ Φαρμακευτικὸ τμῆμα τοῦ Παν. Ἀθηνῶν βραβεύτηκε γιὰ τὴν συνεισφορά του στὸ ἀντικείμενο τῆς ἀρχαιοφαρμακολογίας ὡς ὁ κορυφαῖος ἐπι- στήμονας στὴν Εὐρώπη τὸ 2009 στὸ πεδίο τῆς Φαρμακευτικῆς ἐπιστήμης (βραβεῖο Egon-Stahl)