ΤΑ ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΕΙΔΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ

Βιβλικὲς ἀρχὲς γιὰ τὴν ποιμαντική τους προσέγγιση.

Ἀρχιμ. Κύριλλου

(Κεφαλόπουλου)

Ἡ ὕπαρξη ἀνθρώπων μὲ εἰδικὲς ἀνάγκες πρόκληση γιὰ τὴν κοινωνία καὶ τὴν χριστιανική μας πίστη.

 

     Μέσα ἀπὸ τὶς σελίδες τῆς Ἁγίας Γραφῆς ξεπροβάλλει μία σειρὰ ἀπὸ περιπτώσεις ἀνθρώπων μὲ εἰδικὲς ἀνάγκες, μὲ νοητικὴ ὑστέρηση, ψυχικὲς διαταραχὲς καὶ σωματικὲς ἀναπηρίες. Τὰ ἄτομα αὐτὰ ἐμφανίζουν ἀποκλίνουσες συμπεριφορές,  μὴ ἀποδεκτὲς ἀπὸ τὸ κοινωνικό τους περιβάλλον (ἀπομόνωση, ἐπιθετικότητα, παράλογες κινήσεις καὶ ξεσπάσματα, μοναξιά, ψυχοσωματικὴ ἀστάθεια στὴν συμπεριφορὰ) ποὺ ὁδηγοῦν τοὺς ἄλλους νὰ τὰ ὠθήσουν στὸ περιθώριο τῆς κοινωνικῆς ζωῆς καὶ νὰ προσδώσουν τὸ στίγμα τοῦ περιθωριακοῦ, τοῦ ἐπικίνδυνου. Ἡ Ἁγία Γραφὴ ὡς θεόπνευστο κείμενο δὲν ἐνδιαφέρεται νὰ διακρίνει πάντοτε μὲ ἀκρίβεια καὶ νὰ διαχωρίσει μὲ τρόπο ἐπιστημονικὸ καὶ μὲ ὅρους ἰατρικοὺς ἢ ψυχιατρικοὺς τὶς συμπεριφορὲς αὐτές. Τὸ πρωτεῦον στὴν Ἁγία Γραφὴ εἶναι νὰ μᾶς δείξει τὴν διαντίδραση αὐτῶν τῶν ἀτόμων ἐν σχέσει μὲ τὴν κοινωνία καὶ μὲ τὸν Θεό, καὶ νὰ μᾶς φανερώσει τρόπους ἀνταπόκρισης αὐτῶν στὸ σωτηριολογικὸ μήνυμα τοῦ Χριστοῦ.

 

ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΕΙΔΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ.

ΜΙΑ ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΜΑΣ.

 

     Ἡ παρουσία τους ἀνάμεσά μας ἀποτελεῖ γεγονὸς ποὺ μᾶς φέρνει σὲ ἀμήχανη θέση, καθὼς δὲν ἔχουμε συνηθίσει τὴν ὕπαρξη αὐτῶν τῶν ἀτόμων καὶ πολλὲς φορὲς ἐμεῖς οἱ ἴδιοι εἴτε μεμονωμένα εἴτε ὡς κοινωνικὸ σύνολο αἰσθανόμασθε τὴν παρουσία τους ὡς κάτι ξένο πρὸς ἐμᾶς, τὴν συμπεριφορά τους ὡς ἀκατανόητη καὶ παράλογη, νοιώθουμε κάποιον φόβο, κάποια ἀπειλῆ στὴν ὑγεία καὶ τὴν ἀσφάλειά μας. Πολλὲς φορὲς αἰσθανόμασθε πὼς τὰ ἄτομα αὐτὰ ἀδυνατοῦν νὰ προσαρμοσθοῦν στὸ σύστημα ἀξιῶν μας καὶ νὰ ἀναλάβουν κοινωνικοὺς ρόλους ἀνταποκρινόμενοι σὲ αὐτούς.

     Ἡ ὀργανωμένη κοινωνία σὲ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις, ἐν ὀνόματι τῆς προστασίας τῶν ὑγιῶν της μελῶν, ἔχει ἐπιλέξει τὸν ἀποκλεισμό, τὴν περιθωριοποίηση ἢ τὴν ὑποκριτικὴ ἐπίδειξη ἐνδιαφέροντος μὲ τὸν περιορισμὸ τῶν ἀτόμων μὲ εἰδικὲς ἀνάγκες καὶ ἀποκλίνουσες συμπεριφορὲς σὲ ”περιβάλλον προστατευμένο”, δήλ. σὲ χώρους νοσοκομειακοὺς ἢ ἱδρύματα (hospitalization, institunalization= ἱδρυματοποίηση). Ἡ κοινωνία μπροστὰ  στὰ ἀδύναμα αὐτὰ πλάσματα προτιμᾶ νὰ κλείνει τὰ μάτια στὴν ἀνθρωπολογικὴ διάσταση τοῦ ”σκανδάλου τοῦ πόνου καὶ τῆς ἀσθένειας” καὶ νὰ τὰ ἐγκλείσει σὲ ἱδρύματα ἀπάνθρωπα καὶ ἀπρόσωπα νοιώθοντας πὼς ἔτσι ἐκπληρώνει τὸ ἠθικό της χρέος. (Αὐτὴν τὴν διαδικασία ἱδρυματοποίησης καὶ περιθωριοποίησης ἀναλύει ἐξετάζοντας τὴν ἐξέλιξη τοῦ θεσμοῦ τῶν ἱδρυμάτων αὐτῶν στὸ ἔργο τοῦ ὁ M. de Foucault, La naissance de la clinique, Paris 1968 , ἐνῶ τὴν διαμόρφωση τῶν συμπεριφορῶν καὶ τῆς εὐρύτερης κουλτούρας τῆς κοινωνίας ἔναντι τῶν ἀτόμων αὐτῶν ἐξετάζει ὁ D. Landy, Culture, disease and healing. Studies in medical anthropology, Macmillan, N.Y. 1977).

     Ἡ ποιμαντικὴ προσέγγιση ἐκ μέρους τῆς Ἐκκλησίας τῶν ἀτόμων αὐτῶν, ἐξ αἰτίας τῆς συγκεκριμένης ἀπορριπτικῆς στάσης τῆς κοινωνίας, συναντᾶ ἐμπόδια καὶ δυσχέρειες. Πῶς μπορεῖ ἕνας ἱερέας νὰ πλησιάσει τὰ ἄτομα αὐτὰ καὶ νὰ τὰ στηρίξει, νὰ τοὺς μιλήσει γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ὅταν τὰ ἄτομα μὲ εἰδικὲς ἀνάγκες αἰσθάνονται πολλὲς φορὲς ἐγκαταλελειμμένα καὶ προδομένα ἀπὸ τὴν ἀδιαφορία τῶν ἴδιων τῶν οἰκογενειῶν τους; Ὅταν γνωρίζουν ἀπὸ τὴν προσωπική τους πικρὰ ἐμπειρία τὴν ἀπόρριψη ἀπὸ τοὺς γονεῖς τους, πῶς μποροῦμε νὰ τοὺς πείσουμε γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Οὐράνιου Πατέρα καὶ γιὰ τὸ ἀδελφικὸ ἐνδιαφέρον τοῦ Χριστοῦ; Ἰδοὺ τὸ ἀμείλικτο ἐρώτημα στὸ ὁποῖο πρέπει νὰ δώσουμε τὴν ποιμαντική μας ἀπάντηση. Βοηθὸς στὸ ἔργο μας θὰ ἀποτελέσει ὁ ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Μέσα στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ θὰ ἀναζητήσουμε τὶς ἀπαντήσεις.

     Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, μιλώντας στὴν συναγωγὴ τῆς Ναζαρὲτ γιὰ τὴν ἀποστολὴ Τοῦ κάνει σαφῆ ἀναφορὰ στὴν διακονία αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων τῶν ἀσθενῶν καὶ τῶν ἐχόντων ψυχοσωματικὰ προβλήματα. ”Πνεῦμα Κυρίου ἐπ’ ἐμέ, οὐ εἴνεκεν ἔχρισε μέ, εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ἀπέσταλκε μέ, ἰάσαθαι τοὺς συντετριμμένους τὴν καρδίαν, κηρύξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν καὶ τυφλοῖς ἀναβλέψιν, ἀποστεῖλαι τεθραυσμένους ἐν ἀφέσει, κηρύξαι ἐνιαυτὸν Κυρίου δεκτόν” (Λούκ. 4,18-19). Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο ἐπανερχόμενος στὸ ἴδιο θέμα παραγγέλλει στοὺς μαθητές Του: ”πορευόμενοι κυρήσσετε λέγοντες ὅτι ἤγγικεν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἀσθενοῦντας θεραπεύετε, λεπροὺς καθαρίζετε, νεκροὺς ἐγείρετε, δαιμόνια ἐκβάλλετε” (Μάτθ. 10,7-8).

     Βλέπουμε ξεκάθαρα ὅτι ὁ Κύριος συνδέει τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τὴν ἔλευση τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν μὲ τὴν διακονία καὶ θεραπεία τῶν ἐλαχίστων  αὐτῶν καὶ ἐμπερίστατων ἀνθρώπων. Ὁ Λόγος τοῦ Κυρίου σπάει τὴν ὑπάρχουσα προκατάληψη καὶ κάνει τὸ πρῶτο βῆμα προσεγγίζοντάς τους καὶ ταυτόχρονα δίνει μία νέα διάσταση στὸν πόνο καὶ τὴν ἀσθένεια, προσδίδοντας σὲ αὐτὰ σωτηριολογικὸ περιεχόμενο.

 

 

ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ.

 

     Ἂς ἐξετάσουμε μερικὰ παραδείγματα τέτοιων περιπτώσεων καὶ ἂς δοῦμε πὼς παρουσιάζεται τὸ ὅλο θέμα τόσο στὴν Π.Δ. ὅσο καὶ τὴν Κ.Δ.

     Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἡ ἔννοια τῆς ἀρρώστιας καὶ τοῦ πόνου δὲν προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεό, ἐφ’ ὅσον ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου ἔγινε ”κὰτ’ εἰκόναν καὶ καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ” καὶ ὅσα δημιούργησε ὁ Θεὸς ἤσαν ”λίαν καλῶς” (Γέν. 1,26-27,31). Μὲ ὑπαιτιότητα τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἐξ αἰτίας τῆς παρακοῆς τῶν πρωτοπλάστων εἰσῆλθε στὴν ζωὴ ἡ διάσταση τοῦ πόνου ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας: ”καὶ τὴ γυναιξὶ εἶπε, πληθύνων πληθυνῶ τὰς λύπας σου καὶ τὸν στεναγμόν σου. Ἐν λύπαις τέξη τέκνα…τῷ δὲ Ἀδὰμ εἶπεν: ὅτι ἔφαγες ἀπὸ τοῦ ξύλου…ἐπικατάρατος” (Γέν. 3,16-17).

     Ἐκκινώντας ἀπὸ αὐτὴν τὴν θρησκευτικὴ ἀντίληψη ὁ ἀρχαῖος Ἰσραήλ, στὰ πλαίσια τοῦ θρησκευτικοῦ του βίου καὶ τῆς ἱστορικοκοινωνικῆς κουλτούρας ποὺ διαμόρφωσε, ἀντιμετώπισε τὰ ἄτομα μὲ ἀσθένειες καὶ σωματικὲς ἀναπηρίες εἴτε ἀκόμη καὶ μὲ ψυχοσωματικὲς διαταραχὲς ὡς φέροντα τὸ ”στίγμα τῆς κατάρας τῆς ἀρρώστιας καὶ τῆς ἁμαρτίας”, ὡς ἄτομα ἀκάθαρτα ποὺ ἔπρεπε νὰ ἀπομακρυνθοῦν καὶ νὰ τεθοῦν στὸ κοινωνικὸ περιθώριο γιὰ νὰ προστατευθοῦν τὰ ὑγιῆ καὶ φυσιολογικὰ μέλη τῆς κοινωνίας ἀπὸ τὴν abnormal συμπεριφορὰ τῶν ἀδυνάτων καὶ δυστυχῶν αὐτῶν πλασμάτων ποὺ μόνη αὐτὴ καθ’ ἐαυτὴ ἡ ἐμφάνισή τους καὶ οἱ παράλογες ἀντιδράσεις τοὺς προκαλοῦσαν τὴν ἀποστροφή. Ἐνδεικτικῶς ὡς πρὸς τὴν στάση αὐτή: ”καὶ ὁ λεπρὸς ἐν ὢ ἔστιν ἡ ἁφή…ἀκάθαρτος κλιθήσεται πάσας τὰς ἡμέρας, ὄσας ἐὰν ἡ ἐπ’ αὐτὸν ἡ ἁφή, ἀκάθαρτος ὧν ἀκάθαρτος ἔσται, κεχωρισμένος καθήσεται ἔξω της παρεμβολῆς αὐτοῦ ἔσται ἡ διατριβὴ” (Λευιτ. 13,45-45, πρβλ. τὶς πολλὲς διατάξεις καθαρμοῦ καὶ ἐξαγνισμοῦ τοῦ Λευιτικοῦ καὶ τοῦ Δευτερονομίου). Περισσότερο χαρακτηριστική της ἀντιλήψεως αὐτῆς εἶναι ἡ διάταξη τοῦ Νόμου γιὰ τὰ ἄτομα μὲ σωματικὲς ἀναπηρίες (τυφλότητα, χωλότητα, μὲ ἀναπηρία ἄνω/κάτω ἄκρων) ἡ ἀπαγόρευση νὰ προσφέρουν θυσίες στὸν Θεὸ ἢ νὰ προσεγγίζουν τὸ θυσιαστήριο (Λευιτ. 21,18-23).

     Πολλὲς φορὲς στὴν Π.Δ. ἡ ἐμφάνιση ἀσθενειῶν ὑπὸ τὴν μορφὴ ψυχονευρωτικῶν διαταραχῶν καὶ παράλογης συμπεριφορᾶς συνδέεται μὲ τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν Θεό, ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας ἢ τῆς ἀπιστίας πρὸς τὸν Θεό, καὶ ἑρμηνεύεται ἀπὸ τὴν παρουσία πονηρῶν καὶ ἀκαθάρτων πνευμάτων [σήμ:ὅπως ἀναφέρουμε καὶ προηγουμένως, ἡ Ἁγία Γραφὴ πρωτίστως ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν σχέση Θεοῦ ἀνθρώπων καὶ τὴν οἰκοδόμηση μίας σταθερᾶς καὶ ὑγιοῦς διασύνδεσης, καὶ στὰ πλαίσια αὐτὰ ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν Θεὸ ἐκλαμβάνεται ὡς μία ”παρά φύσιν” κίνηση τοῦ ἀνθρώπου ποὺ συνεπάγεται πτώση στὴν ἁμαρτία καὶ ὅ,τι αὐτὴ συνεπάγεται, πόνο, ἀσθένειες, ταλαιπωρίες… Ἡ ἁμαρτία εἶναι μία ”ἀρρωστημένη κατάσταση” καὶ χρήζει ἰάσεως, πρβλ. Μάτθ. 9,12: ”οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατροῦ, ἀλλ’ οἱ κακῶς ἔχοντες”. Ἑπομένως, δὲν θὰ πρέπει νὰ περιμένουμε ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ χρήση ἀκριβοῦς ἰατρικῆς ἐπιστημονικῆς ὁρολογίας καὶ τυπολογικῆς κατατάξεως τῶν abnormal συμπεριφορῶν].

     Θὰ ἀναφερθοῦμε σὲ μία χαρακτηριστικὴ περίπτωση, αὐτὴν τοῦ Βαβυλωνίου βασιλιᾶ Ναβουχοδονόσορ, ποὺ ὑπέφερε ἀπὸ διανοητικὴ διαταραχὴ γιὰ ἑπτὰ ἔτη, ζώντας μαζὶ μὲ τὰ ἄγρια θηρία, τρεφόμενος μὲ χόρτα καὶ τὸ γρασίδι τῆς γής. Ἡ κοινωνία, ὅταν ἄρχισε νὰ ἐκδηλώνει τὴν παράλογη αὐτὴν συμπεριφορά, τὸν ἀπεμάκρυνε, καὶ μόνον μετὰ ἀπὸ ἑπτὰ ἔτη, ἀφ’ ὅτου ἐπανῆλθε στὰ λογικά του, μπόρεσε νὰ ἐπανενταχθεῖ. Ἡ ἐξήγηση γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀσθένεια τοῦ Ναβουχοδονόσορ ἦταν ἡ ἐγωιστικὴ αὐτοπροβολὴ τῆς βασιλικῆς ἰσχύος, ἡ ἔλλειψη ταπείνωσης μπροστὰ στὸν Θεό, ἡ ὑπερηφάνεια γιὰ τὸ βασιλικό του μεγαλεῖο ποὺ τὸν ὁδήγησε στὴν ἀπώλεια τῆς λογικῆς (Δανιὴλ 4,22-34).

 

ΣΤΗΝ Κ.Δ.

Ὁ Χριστὸς καὶ τὰ ἄτομα μὲ εἰδικὲς ἀνάγκες.

 

     Στὴν Κ.Δ. ἀναφέρονται πολλὰ περιστατικὰ στὰ ὁποῖα ὁ Ἰησοῦς ἐπιτελεῖ θαυματουργικὲς ἰάσεις σὲ ἄτομα μὲ σωματικὲς ἀναπηρίες καὶ κινητικὲς δυσκολίες, εἴτε ἀκόμη σὲ ἄτομα μὲ ψυχοδιανοητικὲς διαταραχὲς καὶ ψυχολογικὰ ἀσταθῆ καὶ διαταραγμένη προσωπικότητα. Στὶς διηγήσεις τῶν εὐαγγελιστῶν, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς γενικὲς ἀναφορὲς σὲ ὁμαδικὲς ἰάσεις, ἀναφέρονται τουλάχιστον πέντε ξεχωριστὲς περιπτώσεις θεραπείας παραλυτικῶν καὶ μὲ ἀναπηρία τῶν ἄκρων (ὁ παραλυτικός της Καπερναούμ, ὁ δοῦλος τοῦ ἑκατοντάρχου, ἡ συγκύπτουσα γυναίκα, αὐτὴ μὲ τὴν ξηραμμένη χείρα, ὁ παραλυτικός της Βηθεσδᾶ), ἰάσεις τυφλῶν (π.χ. ὁ τυφλός της Βηθσαϊδᾶ, ὁ ἐκ γενετῆς τυφλός, ὁ τυφλὸς Βαρτίμαιος), τῆς κωφαλάλου στὴν Δεκάπολη. Ὡς πρὸς τὰ ψυχικὰ διαταραγμένα ἄτομα ἔχουμε ἀναφορὲς σὲ τέσσερεις ἰάσεις διαμονιζομένων (στὴν Καπερναούμ, στὴν χώρα τῶν Γεργεσηνῶν, τῆς θυγατρὸς τῆς Χαναναίας, τοῦ σεληνιαζομένου νέου).

     Ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ἀνωτέρω ἀναφερομένων ἰάσεων καταδεικνύεται τὸ συνεχὲς ἐνδιαφέρον τοῦ Ἰησοῦ νὰ ἐπικοινωνήσει μὲ τὰ ἄτομα αὐτὰ ποὺ Τὸν πλησιάζουν, νὰ θεραπεύσει τὶς ἀσθένειές τους, νὰ μιλήσει στὴν ψυχή τους. Πῶς μποροῦμε νὰ ἑρμηνεύσουμε τὴν ἐμμονή Του στὰ ἄτομα αὐτά?

Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἔθεσε στὸν πυρήνα τῆς ἀποστολῆς Του νὰ μεταφέρει τὸ εὐαγγελικὸ μήνυμα στοὺς πτωχοὺς καὶ ἀδυνάτους, νὰ τοὺς στηρίξει στὴν ἀδυναμία τους καὶ νὰ θεραπεύσει τὶς ψυχοσωματικές τους ἀσθένειες (Λούκ. 4,18-19). Ὁ Ἰησοῦς θέλει μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν νὰ καταδείξει πὼς ἡ παρέμβαση τοῦ Θεοῦ μέσα στὸν ἀνθρώπινο ἱστορικὸ χωροχρόνο, μὲ τὴν Ἐνανθρώπησή Του, ἀποτελεῖ Ἀποκάλυψη τῆς Θείας Οἰκονομίας καὶ ἐντάσσεται στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ Παρουσία τοῦ Χριστοῦ αὐτὸ ἀκριβῶς θέλει νὰ τονίσει, ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι Λόγος Ζωῆς ποὺ περιέχει μήνυμα σωτηριολογικὸ καὶ ἀπελευθερωτικὸ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ πλέον παύει νὰ εἶναι δέσμιος του πόμου καὶ τῆς ἀρρώστιας. Ἡ καλύτερη καὶ ἔμπρακτη ἀπόδειξη εἶναι οἱ θαυματουργικὲς ἰάσεις τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν, ποὺ λειτουργοῦν ὡς ”σημεῖα” φανέρωσης τῆς Ἐλεύσεως τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν (Μάτθ. 10,7-8).

     Ὑπάρχει ὅμως  καὶ μία ἄλλη διάσταση στὸ θέμα ποὺ πρέπει νὰ τονίσουμε. Ὅπως ἤδη ἔχει προαναφερθεῖ, ἡ ὀργανωμένη κοινωνία ἔχει τὴν τάση τὰ ἄτομα μὲ εἰδικὲς ἀνάγκες, τοὺς κατὰ τεκμήριον πιὸ ἀσθενεῖς καὶ ἀδυνάμους κρίκους στὸ κοινωνικὸ σύνολο, νὰ τὰ ἀπωθεῖ στὸ περιθώριο, νὰ τὰ σφραγίζει μὲ τὸ ἀρνητικὸ στίγμα καὶ νὰ τὰ θυματοποιεῖ.

Τὸ οἰκονομικὸ κοινωνικὸ καὶ πολιτιστικὸ περιβάλλον τοῦ Ἰσραήλ, στὸ ὁποῖο ὁ Ἰησοῦς κινεῖται καὶ ἐνεργεῖ, δὲν ξεφεύγει ἀπὸ τὰ παραπάνω κοινωνικὰ στερεότυπα. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς μὲ τὸ ἀπελευθερωτικὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου γιὰ νὰ σπάσει τοὺς κοινωνικοὺς ἀποκλεισμούς, νὰ κηρύξει μία κοινωνία ἀνοικτὴ καὶ ἀνεκτική, μία κοινωνία ἀγάπης, κατὰ τὸ πρότυπό του Θεοῦ (Λούκ. 6,27-38). Ὁ Χριστὸς βγάζει τὰ ἄτομα αὐτὰ ἀπὸ τὸ περιθώριο καὶ τὴν περιφρόνηση τῆς κοινωνίας, καὶ τὰ καθιστὰ ἐπίκεντρό της ποιμαντικῆς Του φροντίδας (πρβλ. Μάτθ,5,3 ”μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν”, Λούκ. 6,20).

     Ἂς δοῦμε πὼς ἐκδηλώνεται τὸ μήνυμα αὐτό, ἐξετάζοντας ἐν τὴ πράξει τὴν συμπεριφορὰ τοῦ Ἰησοῦ σὲ συγκεκριμένα περιστατικά. Στὴν θεραπεία τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ, ὁ Ἰησοῦς  ἀξιοποιεῖ τὴν εὐκαιρία νὰ τὸν θεραπεύσει καὶ παράλληλα νὰ ἀναιρέσει μία εὐρέως διαδεδομένη προκατάληψη. ”Καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες: ραββί, τὶς ἤμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἴνα τυφλὸς γεννηθῆ; Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς, οὔτε οὗτος ἤμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ’ ἴνα φανερωθῆ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῶ” (Ἰω. 9,1-3). Στοὺς Ἑβραίους, ὅπως καὶ σὲ πολλὲς κοινωνίες κυριαρχεῖ ἡ ἀντίληψη ὅτι ἡ ἀρρώστια ἀποτελεῖ καρπὸ τῆς ἁμαρτίας τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἕνα εἶδος θεϊκῆς τιμωρίας. Ὅσοι λοιπὸν ἔχουν κάποιο εἶδος σωματικῆς ἀναπηρίας, σύμφωνα μὲ τὴν παραπάνω ἀντίληψη, στιγματίζονταν ἀρνητικὰ ἀπὸ τὸ περιβάλλον τους. Ὁ Χριστὸς παρουσιάζει στοὺς Ἑβραίους ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλους ἐμᾶς ποὺ θεωροῦμε τὰ ἄτομα μὲ εἰδικὲς ἀνάγκες ὡς ” κατώτερα παιδιὰ τοῦ Θεοῦ”, μίαν ἄλλη ὀπτική, ὅτι πρέπει νὰ ἀντιμετωπίσουμε τὴν παρουσία αὐτῶν ἀνάμεσά μας ὄχι ὡς σημάδι ἀρνητικό, ἀλλὰ ὡς σημεῖο τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, ὡς εὐκαιρία γιὰ δοξολογία τοῦ Ὀνόματός Του. Καὶ πράγματι, ὁ ἐκ γενετῆς τυφλός της Κ.Δ. μετὰ τὴν ἴασή του, λειτουργεῖ ὡς ζωντανὸ παράδειγμα τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ σὲ ὅσους τὸν συναντοῦν καὶ τὸν συναναστρέφονται, στοὺς οἰκείους του καὶ στὸ εὐρὺ κοινωνικὸ περιβάλλον (Ἰω. 9,8-40). Κατὰ ἀνάλογο τρόπο λειτουργεῖ ἡ θεραπεία τυφλῶν, χωλῶν, κωφαλάλων στὴν Γαλιλαία, ποὺ προξενεῖ τὴν ἐντύπωση καὶ τὸν θαυμασμὸ τῶν παρισταμένων. Ἡ θεραπεία καθίσταται ”σημεῖο” καὶ ἀφορμὴ δοξολογίας τοῦ Θεοῦ: ” ὥστε τοὺς ὄχλους θαυμάσια βλέποντας κωφοὺς ἀκούοντας, ἀλάλους λαλοῦντας, κυλλοὺς ὑγιεῖς, χωλοὺς περιπατοῦντας καὶ τυφλοὺς βλέποντας, καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεὸ Ἰσραῆλ” (Μάτθ. 5,29-31).

     Θὰ ἐξετάσουμε τώρα μία ἄλλη ὁμάδα περιπτώσεων ἀτόμων ποὺ ἡ Ἁγία Γραφὴ τὶς χαρακτηρίζει γενικῶς ὡς δαιμονιζόμενα. Πρόκειται γιὰ ἄτομα ποὺ παρουσιάζονται μπροστὰ στὸν Χριστὸ καὶ χαρακτηρίζονται ἀπὸ τὸν ὑπόλοιπο κοινωνικὸ περίγυρο ὡς δαιμονιζόμενα. Κάποια ἀπὸ αὐτὰ πράγματι ἤσαν δαιμονιζόμενα καὶ τότε ὁ Ἰησοῦς τὰ ἀπελευθέρωνε ἀπὸ τὰ δαιμόνια, ἐνῶ γιὰ κάποια ἄλλα ἁπλῶς ἀναφέρεται ὅτι ὁ Ἰησοῦς τὰ θεράπευσε. Ἡ σύγχυση αὐτὴ προέρχεται ἀπὸ τὶς ἐξωτερικὲς συμπεριφορὲς (μοναξιά, ἀπομόνωση, παράλογη συμπεριφορά, ἀπρόκλητες ἐκρήξεις βίας, φωνὲς καὶ κραυγές, σπασμωδικὲς κινήσεις τοῦ σώματος, ἀπώλεια συνειδήσεως καὶ ἐπαφῆς μὲ τὴν πραγματικότητα) ποὺ εἶναι κοινὲς καὶ στὶς δύο κατηγορίες, καὶ μὲ σύγχρονους ἐπιστημονικοὺς ὅρους θὰ λέγαμε πὼς χαρακτηρίζουν ἄτομα μὲ εἰδικὰ σύνδρομα νοητικῆς ὑστέρησης, ψυχικὲς καὶ νοητικὲς διαταραχές, ποὺ ὑποφέρουν ἀπὸ ἐλαφρὲς  ἕως καὶ πιὸ σοβαρὲς ἀσθένειες τοῦ νοῦ χωρὶς ἀπαραιτήτως νὰ εἶναι ”τρελοὶ” ἢ σχιζοφρενεῖς. Ἂς δοῦμε λοιπὸν πὼς ἀντιμετωπίζει ὁ Ἰησοῦς αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους.

     Ἔχουμε λοιπὸν τὸν διαμονιζόμενο τῶν Γεργεσηνῶν (Μάτθ. 8,28-34, Μάρκ.5, 1-20, Λούκ. 8,26-39)., ποῦ ἡ κοινωνία τὸν ἔχει θέσει στὸ περιθώριο, προσπάθησε νὰ τὸν δέσει μὲ ἁλυσίδες καὶ νὰ τὸν ἀπομονώσει. Ὁ Ἰησοῦς τὸν ἀπάλλαξε ἀπὸ τὰ δαιμόνια. Ὅταν οἱ ἄλλοι τὸν εἶδαν νὰ κάθεται ἤρεμα, ντυμένο, μὲ λογικὴ συμπεριφορὰ νὰ μιλάει μὲ τὸν Ἰησοῦ, φοβήθηκαν. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τὸν βοήθησε νὰ ἀφομοιώσει ἀποδεκτοὺς κανόνες κοινωνικῆς συμπεριφορᾶς καὶ ἐπανένταξης στὴν κοινωνία (social integration). ”ἀλλὰ λέγει αὐτῶ: ὕπαγε εἰς τὸν οἶκον σου, πρὸς τοὺς σοὺς καὶ ἀναγγειλον αὐτοῖς ὅσα σοὶ ὁ Κύριος πεποίηκε καὶ ἠλέησε σέ. Καὶ ἀπῆλθε καὶ ἤρξατο κηρύσσειν ἐν τὴ Δεκαπόλει ὅσα ἐποίησεν αὐτῶ ὁ Ἰησοῦς, καὶ πάντες ἐθαύμαζον’΄’ (Μάρκ. 5,19-20). Ὄχι μόνον θεραπεύθηκε καὶ ἐπανεντάχθηκε, ἀλλὰ ἀπετέλεσε καὶ ζωντανὴ μαρτυρία καὶ ὁμολογία γιὰ τὸν Χριστό.

Ὑπάρχει καὶ μία ἄλλη διάσταση, τῆς σχέσης τῶν γονέων μὲ τὰ ἄρρωστα παιδιά τους καὶ ἡ ἐπαφὴ ποὺ ἀναπτύσσεται μὲ τὸν Χριστό. Γιὰ παράδειγμα, ὁ πατέρας ποὺ πλησιάζει τὸν Ἰησοῦ καὶ Τοῦ παρουσιάζει τὸν γιό του ποὺ ὑποφέρει ἐκ γενετῆς ἀπὸ κρίσεις. Ὁ πατέρας αὐτὸς τόσα χρόνια ἔχει σηκώσει τὸ βαρὺ φορτίο νὰ φροντίζει τὸ ἄρρωστο παιδί του, καὶ πιθανῶς μπροστὰ στὴν ἀπελπισία καὶ τὴν ἀπεγνωσμένη ὕστατη ἐλπίδα, προσεγγίζει τὸν Χριστό. ”Πιστεύω, Κύριε, βοήθει μου τὴ ἀπιστία”. Διατηρεῖ κάποια ἀδιόρατη ἐλπίδα, ὅμως ἡ πίστη τοῦ εἶναι χαμηλή. Ὁ Ἰησοῦς θεραπεύει τὸ παιδί, ὅμως ἡ θαυματουργὴ αὐτὴ ἴαση ἔχει καὶ ἕνα ἄλλο παρεπόμενο’ στὴν καρδιὰ τοῦ πατέρα συντελεῖται τὸ θαῦμα τῆς πίστης. Ἡ ἴαση τοῦ παιδιοῦ λειτουργεῖ θετικὰ ὡς σημεῖο ἐνισχυτικό της πίστης τοῦ πατέρα (Μάτθ. 17,14-21, Μάρκ. 9,14-29, Λούκ. 9,37-43).

     Στὴν περίπτωση τῆς κόρης τῆς Χαναναίας (Μάτθ. 15,21-28, Μάρκ. 7,24-30) τὸ σχῆμα λειτουργεῖ ἀντίστροφα. Ἐδῶ ἡ πίστη τῆς Χαναναίας μητέρας εἶναι τόσο ἰσχυρὴ ὥστε νὰ ἀδιαφορεῖ γιὰ τὰ κοινωνικὰ στερεότυπα (ἦταν ἀδιανόητο γιὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη μία γυναίκα καὶ μάλιστα εἰδωλολάτρισσα νὰ πλησιάσει ἕναν Ἑβραῖο ἄνδρα, ὅπως ὁ Ἰησοῦς) καὶ μπροστὰ στὴν θεραπεία τῆς κόρης της δὲν διστάζει νὰ ὑπερβεῖ τὰ cliche τῶν κοινωνικῶν συμπεριφορῶν. Τὸ κλειδὶ γιὰ τὴν ἴαση τῆς κόρης εἶναι ἡ μεγάλη πίστη τῆς μητέρας, τὴν ὁποία ὁ Ἰησοῦς ἐπαινεῖ δημοσίως καὶ τὴν προβάλλει ὡς πρότυπο στοὺς μαθητές Του: ”Τότε ἀποκριθεῖς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτὴ’ ὢ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! Γεννηθήτω σοὶ ὡς θέλεις. Καὶ ἰάθη ἡ θυγάτηρ αὐτῆς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης” (Μάτθ. 15,28).

     Στὶς περιπτώσεις ποὺ ἤδη ἐξετάσαμε ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλες τὶς θαυμαστὲς θεραπεῖες ἀνθρώπων μὲ εἰδικὲς ἀνάγκες καὶ συμπεριφορὲς ὁ Χριστὸς φροντίζει νὰ μεταστρέφει τὴν ἀρνητικὴ κατάσταση σὲ θετικὸ μήνυμα ἐλπίδας, ἀγάπης καὶ κοινωνικῆς εὐαισθησίας.

 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ- ΤΕΛΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ

 

     Ἔχοντας ὡς πρότυπο καὶ ὑπόδειγμα τὴν στάση τοῦ Χριστοῦ στὰ ἄτομα μὲ εἰδικὲς ἀνάγκες καὶ ἀποκλίνουσες συμπεριφορὲς μποροῦμε καὶ ἐμεῖς νὰ υἱοθετήσουμε ἀνάλογες μορφὲς ποιμαντικῆς προσέγγισης περιπτώσεων τέτοιων.

     (Ά)Εἶναι ἀξιοπρόσεκτο ὅτι ὁ Ἰησοῦς δὲν μένει μόνον στὴν θεραπεία, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ αὐτήν, κάθεται καὶ συνομιλεῖ μαζί τους, καὶ πολλὲς φορὲς τοὺς στέλνει πίσω μὲ εἰδικὴ ἀποστολή, τοὺς ἀναθέτει κάποιον ρόλο, νὰ φανερώσουν στοὺς ἄλλους τὸ μήνυμα τοῦ Κυρίου. Μὲ τὴν σύγχρονη ὁρολογία θὰ λέγαμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν ἀξιοπρέπεια τῶν νοητικὰ ἀσθενῶν καὶ ἀπροσάρμοστων ἀτόμων ὡς ”εἰκόνων τοῦ Θεοῦ”, καὶ μέσα ἀπὸ προγράμματα ἐκπαίδευσης καὶ προσαρμογῆς θέλει νὰ τὰ βοηθήσει νὰ ἀναπτύξουν προσωπικὲς δεξιότητες, νὰ ἐνισχύσει τὴν αὐτοπεποίθησή τους καὶ νὰ κάνει ὁμαλότερη τὴν κοινωνική τους αὐτενέργεια καὶ ἐπανένταξη.

     Πρακτικὲς σύμφωνες μὲ τὶς σύγχρονες μεθόδους τῆς κοινωνιολογίας καὶ τῆς ψυχολογίας, μποροῦν νὰ βροῦν πεδίο ἐφαρμογῆς ἐκ μέρους τῆς Ἐκκλησίας καὶ σὲ συνεργασία μὲ κοινωνικοὺς λειτουργοὺς εἴτε σὲ ἐπίπεδο ἐνορίας καὶ γιὰ μεμονωμένες περιπτώσεις εἴτε μέσω ἐπικοινωνίας ἐνορίας καὶ ἱδρυμάτων γιὰ ἄτομα μὲ εἰδικὲς ἀνάγκες ἐντός της περιοχῆς τῆς ποιμαντικῆς της εὐθύνης μὲ ἱερεῖς συνδέσμους, εἴτε ἀκόμη μὲ τὴν λειτουργία ἐκκλησιαστικῶν ξενώνων γιὰ τέτοιες περιπτώσεις, ὅπως π.χ. ἡ Στέγη Κατακοίτων καὶ τὸ κέντρο ”Δάμαρις” γιὰ δυσπροσάρμοστα ἄτομα ποὺ διατηρεῖ ἡ Ἱερὰ Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀθηνῶν.

     (Β)Ἕνα ἄλλο σημεῖο ποὺ ὁ Ἰησοῦς δίνει βαρύτητα στὴν προσέγγιση τῶν ἀτόμων αὐτῶν εἶναι ἡ σχέση τους μὲ τοὺς γονεῖς. Στὴν Κ.Δ. ἔχουμε περιπτώσεις ποὺ τὸ ἔντονο ἐνδιαφέρον καὶ ἡ ἐπίμονη παράκληση τῶν γονέων γιὰ τὰ ἀσθενῆ παιδιὰ τοὺς ἀποτελεῖ προϋπόθεση γιὰ τὸν Κύριο νὰ παρέμβει θαυματουργικά. Πολλὲς φορὲς τὸ θάρρος τῶν γονέων, ἀρκετὰ συγκινητικό, ποὺ παρουσιάζονται μπροστὰ στὸν Κύριο ἀψηφώντας τὶς κοινωνικὲς προκαταλήψεις καὶ ἀποδεκτὲς συμπεριφορὲς τοῦ περιβάλλοντός τους, ἐνεργεῖ καταλυτικὰ γιὰ τὸν Κύριο.

     Εἶναι σημαντικὸ γιὰ τοὺς ἴδιους τους γονεῖς νὰ ἀποδεχθοῦν τὴν ἰδιαιτερότητα τῶν παιδιῶν τους καὶ νὰ τὰ στηρίξουν. Αὐτὸ περιλαμβάνει τὸ οἰκογενειακό, συγγενικὸ καὶ φιλικὸ περιβάλλον, ποὺ τὶς περισσότερες φορὲς δυσκολεύονται νὰ συμφιλιωθοῦν μὲ τὸ γεγονός. Συχνὰ προσπαθοῦν νὰ τὸ ἀποκρύψουν, φοβούμενοι τὸ κοινωνικὸ στίγμα, τὴν ἀρνητικὴ γνώμη τοῦ φιλικοῦ, ἐπαγγελματικοῦ, κοινωνικοῦ περιβάλλοντος.

     Πολλὲς φορὲς ἀρνοῦνται νὰ δεχθοῦν τὴν πραγματικότητα διότι αἰσθάνονται προσωπικὲς ἐνοχές, νοιώθουν οἱ ἴδιοι ὑπαίτιοι διότι κατὰ κάποιον τρόπον αὐτοὶ γέννησαν παιδιὰ ποὺ τοὺς ”μετέδωσαν” τὴν ἀρρώστια ἢ τὴν ἀναπηρία. Τὸ αἴσθημα ἐνοχῆς μαζὶ μὲ τὸν φόβο τῆς κοινωνικῆς πίεσης τοὺς ὁδηγεῖ στὸ νὰ κρύβουν ”τὸ ἔνοχο μυστικό της οἰκογενείας”, ἢ ἀπὸ ὑπερπροστατευτικότητα νὰ κρατοῦν τὰ παιδιὰ τοὺς περιορισμένα. Ἔτσι ὅμως τὰ γκετοποιοῦν καὶ τὰ θυματοποιοῦν. Ἄλλοι προτιμοῦν τὴν ”λύση” τοῦ ἐγκλεισμοῦ καὶ τῆς ἐγκατάλειψής τους σὲ ἱδρύματα.

     Η Κ.Δ. ἀντιθέτως μᾶς προβάλλει περιπτώσεων γονέων ποὺ στέκονται κοντὰ στὰ παιδιά τους, καὶ ὁ Χριστὸς μὲ τὴν στάση Τοῦ ἐνθαρρύνει συμπεριφορὲς ὑποστήριξης καὶ ἀλληλεγγύης ὡς ἐκδηλώσεις μίας ἀνεκτικῆς καὶ ὑποστηρικτικὴς κοινωνίας. Τὸ μήνυμά Του εἶναι νὰ στεκόμαστε παραγορητικᾶ καὶ μακρόθυμα πρὸς τοὺς ἀδυνάτους καὶ ἀσθενεῖς ἀδελφούς μας (Ἃ’ Θὲς 5,14), ὡς δυνατότεροι νὰ τοὺς στηρίζουμε στὴν ἀδυναμία τοὺς (Ρώμ. 15,1). Ὅπως ὁ Κύριος ”τὰς ἀαθενείας ἠμῶν ἔλαβε καὶ τὰς νόσους ἐβάστασεν” (Μάτθ. 8,17) ἔτσι καὶ ἐμεῖς ὀφείλουμε νὰ σταθοῦμε ἐνισχυτικὰ στὴν βαριὰ δοκιμασία ποὺ περνοῦν (Γάλ. 6,3) οἱ ἴδιοι καὶ οἱ οἰκογένειές τους, ὥστε νὰ τοὺς βοηθήσουμε νὰ ἀντιμετωπίσουν τὸ πρόβλημα αὐτὸ μὲ ἀξιοπρέπεια, πίστη, ἐλπίδα καὶ προσευχή.

     (Γ)Μία τρίτη διάσταση τοῦ ὅλου ζητήματος ποὺ ὀφείλουμε νὰ ἐξετάσουμε, ἀλλὰ συνήθως τὴν παραβλέπουμε, εἶναι τί μποροῦν τὰ ἄτομα μὲ εἰδικὲς ἀνάγκες νὰ μᾶς προσφέρουν. Συνήθως στεκόμαστε στὸ πῶς μποροῦμε ἐμεῖς νὰ βοηθήσουμε τὰ ἄτομα αὐτά, ἀλλὰ ξεχνᾶμε πὼς ἀναπτύσσοντας μαζί τους μία σχέση ἀλληλεπίδρασης, αὐτὴ λειτουργεῖ ἀμφίδρομα. Τὰ ἄτομα αὐτὰ ἔχουν πολλὰ νὰ μᾶς προσφέρουν καὶ νὰ διδαχθοῦμε ἀπὸ αὐτά, κυρίως ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ ἀντιμετωπίζουν τὴν ἰδιαιτερότητά τους.

     Μέσα ἀπὸ τὴν ἀσθένειά τους μποροῦμε νὰ συνειδητοποιήσουμε πόσο εὔθραυστοι καὶ εὐάλωτοι εἴμαστε, καὶ νὰ στραφοῦμε στὸν Θεὸ ἀναζητώντας πηγὴ ἐνισχύσεως καὶ δύναμης. Ἡ ἐπαφὴ μὲ τὰ ἄτομα αὐτὰ μπορεῖ νὰ ἀποδειχθεῖ ὠφέλιμη γιὰ τὴν πνευματικότητά μας καὶ τὴν πίστη. Βιώνοντας τὴν δοκιμασία τοὺς αὐτὸ μπορεῖ νὰ ἀποβεῖ διαδικασία καθαρτήρια καὶ λυτρωτική, μᾶς βοηθήσει νὰ βιώσουμε ”τὸ μυστήριο τῆς πίστεως”, ὅπως τὸ περιέγραψε ὁ Ἄπ. Παῦλος: ”ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενεία τελειοῦται. Ἤδισατ οὒν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἴνα ἐπισκηνώση ἐπ’ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ. Διὸ εὐδοκῶ ἐν ἀσθενείαις, ἐν ὕβρεσιν, ἐν διωγμοῖς, ἐν στενοχωρίαις, ὑπὲρ Χριστοῦ. Ὅταν γὰρ ἀσθενῶ, τότε δυνατὸς εἰμι”(Β’ Κόρ. 12,9-10). ”Ἡ θλίψη μᾶς καθιστὰ καθαρούς. Ὁ ἄνθρωπος μέσα στὴν θλίψη γίνεται αὐτὸς ποὺ πραγματικὰ εἶναι. Καὶ κατ’ ἐξοχὴν πλησιάζει τὸν Θεό. Νοιώθει τὴν ἀδυναμία του”, ἔλεγε ὁ π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος, ἐνῶ ὁ π. Ἰωὴλ Γιαννακόπουλος συνήθιζε νὰ λέει ὅτι ἡ ἀσθένεια εἶναι ”ἡ δοκιμασία διὰ τῶν θλίψεων, εἶναι ἐκείνη ποὺ ταπεινώνει τὸν ἄνθρωπο, τὸν ἀποσπᾶ ἀπὸ τὰ ἐγκόσμια, φανερώνει τὸν χαρακτήρα του, καθαρίζει τὶς ἰδέες του καὶ τοῦ δίνει τὸ μεγαλεῖο ἐφ’ ὅσον τὴν ὑπομένει” (πρεσβ. Διονυσίου Τάτση, Διδαχὲς γερόντων, σς 131-131, 1996).

     Μέσα ἀπὸ τὴν ἰδιαιτερότητα τῶν ἀτόμων μὲ εἰδικὲς ἀνάγκες μᾶς δίδεται ἡ δυνατότητα νὰ ἀνακαλύψουμε τὴν πνευματική μας ἰσχὺ διὰ τῆς ἀδυναμίας τους, νὰ σταθοῦμε πλάι τους καὶ νὰ γίνουμε συμμέτοχοι στὸν πόνο τους, γενόμενοι κατὰ κάποιον τρόπον ”συμπάσχοντες καὶ συγκληρονόμοι” στὸ σωτήριο Πάθος τοῦ Κυρίου (Ρώμ.8,17). Ἡ παρουσία τῶν ἀτόμων αὐτῶν ἀνάμεσά μας μπορεῖ νὰ καταστεῖ εὐλογία, θεϊκὸ σημάδι καὶ ὁδοδείκτης πρὸς τὸν οὐρανό. Στὸ πλαίσιο αὐτὸ μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε τὸν λόγο τοῦ Κυρίου γιὰ τὸν ἐκ γενετῆς τυφλό: ”οὔτε οὗτος ἤμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ’ ἴνα φανερωθῆ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῶ” (Ἰω. 9,3).

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα