Μιχάλη Βασίλα
Στὰ σχολικὰ ἐγχειρίδια ἱστορίας ἡ ὅποια ἀναφορὰ στὶς ἑλληνικὲς ἀποικίες τῆς Δύσης ἐξαντλεῖται στὴν ἀδελφοκτόνο Σικελικὴ ἐκστρατεία. Τὰ στοιχεῖα ποὺ παρατίθενται κάνουν λόγο κυρίως γιὰ τὴ συμμαχία τῶν Συρακουσῶν μὲ τὴ Σπάρτη καὶ τὴν καταστροφὴ τοῦ Ἀθηναϊκοῦ στόλου μπροστὰ στὸν λιμένα τῆς σικελικῆς ὑπερδύναμης. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἀποσιωπεῖται ἕνα τεράστιο κομμάτι ἑλληνικῆς ἱστορίας, ἀφήνοντας μάλιστα στὸν μαθητὴ μιὰ ἐντύπωση ἀλγεινὴ καὶ στενάχωρη. Ὅμως, τὸ “θαῦμα τῶν Ἑλλήνων τῆς Δύσης”, ὅπως ἔχει χαρακτηριστεῖ, ἔχει νὰ παρουσιάσει καὶ σελίδες μεγαλείου καὶ γενικὰ πολλὰ περισσότερα διδάγματα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἐξάγονται μόνο ἀπὸ ἕναν ἐμφύλιο πόλεμο. Ἐνδεικτικά, λοιπόν, θὰ κάνουμε παρακάτω ἕναν παραλληλισμὸ τῶν δυὸ σημαντικότερων ἴσως ἑλληνικῶν πόλεων τῆς Σικελίας μὲ τὶς ἀντίστοιχες τοῦ κυρίως ἑλλαδικοῦ χώρου μέσα ἀπὸ τὴν πορεία καὶ τὰ ἐπιτεύγματά τους.
Οἱ Συρακοῦσες ἦταν ἀποικία τῆς Κορίνθου, ἐνῷ ὁ Ἀκράγαντας ἦταν ἀποικία μιᾶς ἄλλης σημαντικῆς πόλης τῆς Σικελίας, τῆς Γέλας, ποὺ μὲ τὴ σειρὰ της εἶχε ἱδρυθεῖ ἀπὸ Ρόδιους καὶ Κρῆτες ἀποίκους. Ἔτσι, οἱ δυὸ αὐτὲς πόλεις εἶχαν κοινὴ Δωρικὴ καταγωγή, ὅπως οἱ Ἀθηναῖοι καὶ οἱ Σπαρτιάτες εἶχαν τὸ ὄμαιμον, ὁμόγλωσσον καὶ ὁμόθρησκον, ἐνῷ οἱ πρῶτοι ἦταν Ἴωνες στὴν καταγωγὴ καὶ Δωριεῖς οἱ δεύτεροι.
Οἱ Συρακοῦσες ἔπαιξαν κυρίαρχο ρόλο στὴν ἱστορία τῶν πόλεων τῆς Σικελίας, ἀνάλογο μὲ αὐτὸν ποὺ ἔπαιξε ἡ Ἀθήνα στὴν κυρίως Ἑλλάδα. Καὶ οἱ δυὸ πόλεις φημίζονταν γιὰ τὴν οἰκονομική τους δύναμη, τὸν ἰσχυρὸ στόλο τους καὶ ἡ καθεμιὰ ἦταν οὐσιαστικὰ ἡ ἡγέτιδα δύναμη στὸν χῶρο της. Ἐντυπωσιάζει τὸ γεγονὸς ὅτι, ἂν καὶ μὲ διαφορετικὴ φυλετικὴ καταγωγή, ἐντούτοις οἱ δυὸ πόλεις εἶχαν κοινὴ τὴν ἰδιαίτερη λατρεία τῆς θεᾶς Ἀθηνᾶς.
Ὁ δὲ Ἀκράγαντας γρήγορα ξεπέρασε σὲ φήμη καὶ εὐμάρεια τὴ μητρόπολή του, τὴ Γέλα. Ἀρχαῖοι ἱστορικοὶ ἀναφέρουν ὅτι ὑπῆρξε μιὰ χρονικὴ περίοδος κατὰ τὴν ὁποία οἱ Συρακοῦσες ἦταν ἡ μεγαλύτερη καὶ ὁ Ἀκράγαντας ἡ πλουσιότερη πόλη τοῦ γνωστοῦ κόσμου! Ἐπίσης, καὶ οἱ δυὸ πόλεις συμμετεῖχαν – ὅπως καὶ οἱ ὑπόλοιπες τῆς Μεγάλης Ἑλλάδας – στοὺς ἐθνικοὺς ἀγῶνες τῶν Ἑλλήνων, ὅπως αὐτοὶ τῆς Ὀλυμπίας, τῆς Νεμέας κ.λπ.
Ὡς πρὸς τὸ πολίτευμα, ὁ Ἀκράγαντας παρουσιάζει μιὰ διαδοχικὴ μεταβολὴ μέσα στὸ πέρασμα τοῦ χρόνου ἀπὸ τυραννία σὲ ἀριστοκρατία, κατόπιν σὲ δημοκρατία καὶ ἔπειτα πάλι σὲ τυραννία, θυμίζοντας τὸ πολίτευμα τῆς Σπάρτης, τὸ ὁποῖο, βασισμένο στοὺς νόμους τοῦ Λυκούργου, ἦταν ἕνα ἰδιότυπο κράμα ὀλιγαρχίας (γερουσία), τυραννίας (ἔφοροι) καὶ δημοκρατίας (ὅμοιοι), ἀλλὰ καὶ τῆς Ἀθήνας ποὺ διαδοχικὰ πέρασε ἀπὸ τὰ ἴδια συστήματα διακυβέρνησης. Οἱ Συρακοῦσες, ἀπὸ τὴν ἄλλη, γνώρισαν τὴν ἀκμή τους σὲ περιόδους τυραννίας ἀρχικὰ μὲ τὸν Γέλωνα, ἔπειτα τὸν ἀδερφό του, τὸν Ἱέρωνα, καὶ ἀργότερα μὲ τὸν Διονύσιο, ἐνδιάμεσα ὅμως ὑπῆρξε καὶ μιὰ περίοδος ὅπου εἶχε ἐπικρατήσει ἡ δημοκρατικὴ παράταξη.
Οἱ τέσσερις αὐτὲς πόλεις ἔμελλε νὰ διαδραματίσουν καθοριστικὸ ρόλο γιὰ τὴ διαχρονικὴ συνέχεια τοῦ ἑλληνισμοῦ σὲ μιὰ χρονιὰ-ὁρόσημο γιὰ τὴν ἱστορία τῆς Μεσογείου ἀλλὰ καὶ τὴν παγκόσμια ἱστορία γενικότερα. Βρισκόμαστε στὸ ἔτος 480 π.Χ., ὁπότε ὁ ἑλληνικὸς κόσμος δέχεται τὴν ἐπίθεση δυὸ μεγάλων δυνάμεων τῆς ἀρχαιότητας. Ἀπὸ τὴν Ἀνατολή, ἡ ἀχανὴς Περσικὴ αὐτοκρατορία ἐπιτίθεται ξανὰ στὸν κυρίως ἑλλαδικὸ χῶρο μετὰ τὴν ἥττα ποὺ γνώρισε στὸν Μαραθώνα δέκα χρόνια νωρίτερα. Ἀπὸ τὴ Δύση, ἡ Καρχηδόνα εἰσβάλλει στὴ Σικελία ἀπὸ τὰ δυτικά της παράλια καὶ πολιορκεῖ τὴν ἑλληνικὴ πόλη Ἱμέρα. Μάλιστα, ὁ Διόδωρος ὁ Σικελιώτης ἀναφέρει ὅτι ὑπῆρχε συμφωνία μεταξὺ Καρχηδονίων καὶ Περσῶν γιὰ παράλληλη ἐπίθεση σὲ Δύση καὶ Ἀνατολὴ ἀντίστοιχα, ὥστε οἱ δυνάμεις τοῦ ἑλληνισμοῦ νὰ πολεμοῦν ταυτόχρονα σὲ δυὸ μέτωπα. Τελικά, στὴν περίφημη μάχη ποὺ ἔγινε μπροστὰ στὰ τείχη τῆς Ἰμέρας ὁ συνασπισμὸς Συρακουσίων καὶ Ἀκραγαντινῶν νίκησε κατὰ κράτος τοὺς Καρχηδονίους καὶ ἀνέβαλε τὰ ἐπεκτατικά τους σχέδια γιὰ περίπου ἑβδομήντα χρόνια. Στὴν Ἀνατολή, ἀρχικὰ οἱ Σπαρτιάτες ἀμύνονται καὶ πέφτουν ἡρωικὰ στὶς Θερμοπύλες, ἐνῷ ὁ Πέρσες προελαύνουν καὶ καταστρέφουν τὴν Ἀθήνα γιὰ νὰ γνωρίσουν ἔπειτα τὴ συντριβὴ ἀπὸ τὸν στόλο τῶν Ἀθηναίων – οἱ ὁποῖοι πῆραν ἔτσι τὴν ἐκδίκησή τους – στὰ στενὰ ἔξω ἀπὸ τὴ Σαλαμίνα. Ἑνωμένοι κι ἐδῶ οἱ Ἕλληνες, ἕναν χρόνο μετὰ θὰ νικήσουν τοὺς Πέρσες στὶς Πλαταιὲς καὶ στὴ Μυκάλη καὶ θὰ περάσουν στὴν ἀντεπίθεση, ματαιώνοντας τὰ σχέδια τῶν Περσῶν γιὰ ἐπέκταση στὴν Εὐρώπη καὶ σηματοδοτώντας τὴν ἀρχὴ μιᾶς λαμπρῆς περιόδου γιὰ τὴν ἑλληνικὴ ἀλλὰ καὶ τὴν παγκόσμια ἱστορία.
Ἀξίζει νὰ ἀναφέρουμε ὅτι ὁ Ἀκράγαντας παρέμεινε οὐδέτερος κατὰ τὸν Πελοποννησιακὸ πόλεμο, ἐνῷ πολλὲς σικελικὲς πόλεις τάχτηκαν μὲ τὴ μιὰ ἢ τὴν ἄλλη παράταξη. Ἡ οὐδετερότητα αὐτὴ – ἔστω κι ἂν τὰ κίνητρα τῶν Ἀκραγαντινῶν ἦταν οἰκονομικῆς κι ὄχι “ἐθνικής” φύσεως – ἀπέβη εὐεργετικὴ γιὰ τὴν πόλη, καθὼς ἔγινε πλουσιότερη ἀπὸ ποτέ.
Ἔπειτα, οἱ Συρακοῦσες ἀπέκρουσαν ἄλλη μιὰ μεγάλη ἐπίθεση τῶν Καρχηδονίων, δέκα χρόνια μετὰ τὴν πετυχημένη ἄμυνά τους ἔναντι τῶν Ἀθηναίων. Ὅπως τὰ “ξύλινα τείχη” τῶν Ἀθηναίων τοὺς ἔσωσαν στὴ Σαλαμίνα, ἔτσι κι ἐδῶ τὰ πραγματικὰ τείχη τῶν Συρακουσῶν – ἕνα μνημειῶδες κτίσμα ποὺ χαρακτηρίστηκε ὡς τὸ μεγαλύτερο ὀχυρωματικὸ ἔργο τοῦ ἀρχαίου κόσμου – στάθηκαν ὁ κυματοθραύστης τῆς ἐπέλασης τῶν Καρχηδονίων, οἱ ὁποῖοι εἶχαν προηγουμένως καταστρέψει ὅλη τὴ Σικελία καὶ μόνες οἱ Συρακοῦσες ἀπέμεναν. Σώζονται μέχρι σήμερα ἐρείπια ἀπὸ τὸ φρούριο “Εὐρύαλος”, ἔργο ἑνὸς ἀνώνυμου ἀρχιτέκτονα, ποὺ μὲ τὶς πολλὲς παγίδες του – μερικὲς ἐκ τῶν ὁποίων ἀξιοποιοῦσαν ὀπτικὰ φαινόμενα ὅπως αὐτὸ τῆς ὀφθαλμαπάτης – στάθηκε ὀλέθριο γιὰ τοὺς ἐπιτιθέμενους.
Ἡ ἐγγύτητα τῶν δυὸ μεγάλων σικελικῶν πόλεων μὲ τὴ Ρώμη, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἄνοδο τῆς τελευταίας καὶ τὶς συνεχιζόμενες ἐπιθέσεις τῆς Καρχηδόνας, ἐπρόκειτο νὰ καθορίσει τὸ μέλλον τους. Ὁ Ἀκράγαντας, εὑρισκόμενος στὴ μεθόριο τῶν δυὸ αὐτοκρατοριῶν, λεηλατήθηκε διαδοχικὰ καὶ ἀπὸ τοὺς μὲν καὶ ἀπὸ τοὺς δέ, μέχρι τὴν ὁριστική του ὑπαγωγὴ στὸ ρωμαϊκὸ Imperium, κατὰ τὸν Β’ Καρχηδονιακὸ πόλεμο. Οἱ Συρακοῦσες συμμάχησαν διαδοχικὰ καὶ μὲ τοὺς δυὸ ἀντιπάλους μέχρι τὴν πολιορκία ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους – ἐπὶ ἕναν ὁλόκληρο χρόνο- καὶ τὴν κατάληψη τῆς πόλης τὸ ἔτος 212 π.Χ.
Μάλιστα, ὁ διάσημος Συρακούσιος μαθηματικὸς καὶ μηχανικὸς Ἀρχιμήδης -ποὺ φέρεται νὰ εἶχε ἐνισχύσει τὶς ὀχυρώσεις τῆς πόλης μὲ τὶς ἐφευρέσεις του- βρῆκε τὸν θάνατο ἀπὸ τὰ χέρια ἑνὸς Ρωμαίου στρατιώτη, παρὰ τὴ ρητὴ διαταγὴ τοῦ Ρωμαίου στρατηγοῦ Μάρκου Κλαυδίου Μαρκέλλου νὰ μὴν τὸν πειράξουν. Ἡ Σπάρτη κι ἡ Ἀθήνα ἐπρόκειτο ἐπίσης νὰ γίνουν μέρος τῆς νέας αὐτοκρατορίας, μέσα ἀπὸ διαδοχικὲς φάσεις ἀντίστασης καὶ ὑποταγῆς, ἀρκετὲς δεκαετίες ἀργότερα.
Σήμερα, οἱ ἀρχαιολογικοὶ χῶροι τῶν Συρακουσῶν καὶ τοῦ Ἀκράγαντα ἀποτελοῦν μνημεῖα τῆς Παγκόσμιας Πολιτισμικῆς Κληρονομιᾶς τῆς Unesco καὶ συνεχίζουν νὰ προκαλοῦν τὸν θαυμασμὸ τῶν ἐπισκεπτῶν. Τὸ περίφημο θέατρο τῶν Συρακουσῶν εἶναι ξακουστὸ γιὰ τὴ θαυμάσια ἀκουστική του, ἐνῷ ὁ ναὸς τῆς Ὁμόνοιας στὸν Ἀκράγαντα – τὸ σημερινὸ Agrigento – θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς καλύτερα διατηρημένους σὲ ὅλο τὸν ἑλληνικὸ κόσμο, μαζὶ μὲ τὸ Θησεῖο τῶν Ἀθηνῶν.