τῆς Μαρίας Κορνάρου
«Ποιὸς εἶναι ὁ τρίτος ποὺ περπατεῖ πάντα
στὸ πλάι σου;
Ὅταν μετρῶ, εἶμαι μονάχα ἐγῶ καὶ σὺ μαζί μου
Μὰ ὅταν κοιτάζω ἐμπρὸς στὸν ἄσπρο δρόμο
Ὑπάρχει πάντα κάποιος ποὺ περπατεῖ στὸ
πλάι σου…» – Τ. Σ. Ἔλιοτ, Ἔρημη Χώρα
Τὰ Χριστούγεννα δὲν εἶναι τόσο μεγάλη γιορτὴ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία ὅσο τὸ Πάσχα. Αὐτὸ ὅμως δὲ σημαίνει ὅτι δὲν τὰ γιορτάζουμε μεγαλοπρεπῶς, καὶ μάλιστα ὅτι δὲν τὰ γιορτάζουμε συνεχῶς, καθ’ὅλο τὸ ἔτος. Κάθε φορὰ ποὺ ὑμνοῦμε τὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, στοὺς παρακλητικοὺς κανόνες, στοὺς χαιρετισμούς, στοὺς θεομητορικοὺς ὕμνους, τὰ Χριστούγεννα εἶναι ἐκεῖ. Ὑμνοῦμε καὶ θαυμάζουμε τὴν ὑπερφυσικὴ γέννηση ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῆς παρθένου κόρης, καὶ ὁ μεγάλος θαυμασμός μας ἐκφράζεται μὲ τὴ λειτουργικὴ ποίηση τῆς αἰωνοβίου παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ δοξολογία γιὰ τὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ εἶναι διαρκῶς παρούσα στὴ λειτουργική μας ζωή, διὰ τῆς προσκυνήσεως τῆς Θεοτόκου. Ὅταν ὅμως ἔρχεται ἡ μεγάλη ἐορτὴ τῶν Χριστουγέννων, οἱ ὕμνοι γίνονται ἀκόμη μεγαλοπρεπέστεροι, καὶ ἡ χαρά μας ἀκόμη μεγαλύτερη, μία χαρὰ ποὺ σιγοκαίει μέσα μᾶς ἀπὸ τὶς πρῶτες ἤδη μέρες τῆς Χριστουγεννιάτικης νηστείας καὶ μᾶς συνοδεύει ὡς τὴν 25η Δεκεμβρίου.
Ὁ Χριστιανὸς ποὺ προσμένει τὴν ἐορτὴ τῶν Χριστουγέννων μὲ πίστη στὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Σωτῆρος, κρατεῖ πάντοτε ἕνα στοιχεῖο ἀπὸ τὸν παιδικὸ ἐνθουσιασμὸ ποὺ βιώναμε ὅλοι σὲ αὐτὲς τὶς ἅγιες μέρες. Καὶ ἐνῶ ἑμεῖς βρίσκουμε εὐκαιρία τὰ Χριστούγεννα νὰ χαροῦμε διπλά, ν’ ἀνταμείψουμε τὸν ἐαυτό μας μὲ περισσότερα δώρα καὶ τραπέζια καὶ ξεκούραση, εἰς μνήμην τοῦ μεγάλου δώρου ποὺ μᾶς ἔκανε μὲ τὴν ἐνανθρώπησή του ὁ Θεός, ἄς θαυμάσουμε τὴ δική Του εὐσπλαγχνία καὶ τελεία ἀγάπη. Γιατὶ ὁ Θεὸς στὴν ἐορτή τῶν Χριστουγέννων μᾶς δώρισε τὴν ἄπειρή του συγκατάβαση, τὴ συμπόρευσή Του στὸν κόσμο τῆς φθορᾶς μὲ ἑμᾶς, χωρὶς νὰ ζητήσει ἀντάλλαγμα. Ἡ χαρὰ Τοῦ πηγάζει ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἀγάπη Του πρὸς ἑμᾶς, ἐὰν ὅμως ἀποφασίσουμε καὶ ἑμεῖς νὰ τὸν ἀκολουθήσουμε, νὰ στρέψουμε τὸ βλέμμα μας λατρευτικὰ στὴ φάτνη του καὶ ν’ἀφιερώσουμε ἐκεῖ τὶς καρδιές μας, τότε ἡ χαρὰ τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀκόμη πιὸ μεγάλη, βλέποντάς μας ν’ἀνακαλύπτουμε καὶ νὰ ἐκπληρώνουμε τὸ σκοπό τῆς ζωῆς μας.
Περνῶντας μία χρονιὰ δύσκολη, παράξενη μέσα στὰ χρόνια τῆς ἀνέσεως καὶ τῆς σαρκικῆς μακαριότητας ποὺ ἔχουμε συνηθίσει, ἄς βροῦμε φέτος τὸ νόημα τῆς ἐορτῆς τῶν Χριστουγέννων. Ἐὰν δὲν ἐνηνθρώπιζε ὁ Θεὸς δι’ἡμᾶς, ποὺ θὰ στρέφαμε τὸ βλέμμα σὲ ὅλες τὶς δυσκολίες; Πῶς θὰ συνεχίζαμε νὰ ἀγωνιζόμαστε, ἕναν ἀγώνα δύσκολο στὸν ἀφιλόξενο κόσμο, μὲ στόχους μάταιους καὶ φθηνούς, ἀφοῦ θὰ ἦταν καταδικασμένοι νὰ περιορίζονται στὰ ὅρια τῆς θνητῆς μας ὕπαρξης; Τὸ βάρος τοῦ κόσμου ποὺ κεῖται ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ εἶναι ἀσήκωτο γιὰ ἕναν ἄνθρωπο μόνο. Ὅμως μὲ τὸ Θεὸ νὰ γίνεται ἄνθρωπος, κανεὶς δὲν
ἀγωνίζεται πιὰ μόνος, κανεὶς δὲ γεννιέται καταδικασμένος στὴ φθορὰ καὶ τὴν κακοπάθεια. Ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος καὶ δημιουργεῖ πάλι τὸν κόσμο, ἕναν κόσμο ἑνωμένο πλέον μὲ τὸ Θεό, ὅπου οἱ οὐρανοὶ εἶναι ἀνοιχτοὶ καὶ οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ ἀνεβοκατεβαίνουν σὲ χρυσαφένιες σκάλες εἰς διακονίαν τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Θεὸς μπαίνει στὴν ἰστορία, καὶ κἀνει χῶρο στὸν κρῦο κόσμο μας γιὰ νὰ σταθοῦν οἱ δίκαιοι καὶ οἱ ἀγαθοί, νὰ μὴν πηγαίνουν εἰς μάτην πλέον οἱ κόποι καὶ οἱ θυσίες τους. Ἀλήθεια, ποιὸς θὰ τολμοῦσε νὰ πεῖ τὴν ἀλήθεια ἐνάντια στὸ συμφέρον του, νὰ συγχωρέσει ἀντὶ νὰ ἐκδικηθεῖ, νὰ θυσιαστεῖ ἀντὶ νὰ θυσιάσει, ἐὰν δὲν εἶχε δίπλα τοῦ τὸν σαρκωμένο Λόγο τοῦ Θεοῦ νὰ ἐγγυᾶται τὴν ἀνταπόδοση;
Τὰ Χριστούγεννα ἑορτάζουμε ἕναν καινούριο κόσμο. Ἕναν κόσμο κοντὰ στὸ Θεό, ὑπὸ τὴν προστασία του, μὲ προοπτικὴ τὴν τελεία ἕνωση μαζί του. Ἡ ἐποχὴ τῆς ἀναμονῆς τοῦ Μεσσία ἔδωσε τὴ θέση τῆς στὴν ἐποχὴ τῆς Χάριτος. Οἱ δοξολογίες τῶν ἀγγέλων ἂς δώσουν τὸ ρυθμό, νὰ χορέψουν οἱ καρδιές μας εἰς προϋπάντηση τοῦ Σωτῆρος, εἰς ὑποδοχὴν τῆς νέας ζωῆς κοντὰ στὸ Βασιλέα τῶν ὅλων, γύρω ἀπ΄τὴν ταπεινὴ φάτνη