Σαΐτη Χαρᾶς
Κάθε πρωὶ ξυπνάω ἀπὸ τὸ γκὰπ- γκοὺπ ποὺ κάνει τὸ τσεκούρι της πάνω στὰ ξύλα. Μέσα στὸ πρωινὸ τσάφι, γριὰ κι ἄρρωστη γυναίκα αὐτή, πάνω ἀπὸ 75, σκίζει τὰ κούτσουρα γιὰ τὸ τζάκι της καὶ τὰ μάγουλά της ροδίζουν σὰν τὴν αὐγὴ ποὺ ἀχνοφέγγει πίσω ἀπ᾿ τὸ σπιτάκι της.
Μέχρι νὰ πιῶ ἐγὼ τὸν καφέ μου, ἐκείνη ἔχει μαγειρέψει, ἔχει ταγίσει τὶς κότες, ἔχει ἀρμέξει τὴ γίδα της, ἔχει σκουπίσει τὴν αὐλή της καὶ μπαίνει στὸν κῆπο της.
Φεύγοντας γιὰ τὴ δουλειά μου, τὴ χαιρετάω ἀπ᾿ τὸ αὐτοκίνητο μὲ τὸ χέρι. Εἶναι σκυμμένη στὸν κῆπο της καὶ σκάβει. Βάζει πατάτα καὶ μισοσηκώνεται γιὰ νὰ μοῦ ἀνταποδώσει τὸ καλημέρισμα. Λίγες ἄσπρες τοῦφες ἀπ᾿ τὰ μαλλιὰ της ξεφεύγουν ἀπ᾿ τὸ μαῦρο κεφαλομάντηλο. Ὅταν ἐγὼ ἐπιστρέφω, ἀργὰ τὸ ἀπόγευμα, τὴ βρίσκω στὸν πίσω κῆπο μὲ τὰ λαχανικά. «Τί ἀγωνιέσαι πάλι, θειά;». Κι ἐκείνη μὲ τὸ χαμόγελο πάντα, σὰν νὰ ἀπολογεῖται: «Τί νὰ κάνω, γιέ μ᾿, δύο πραμματάκια γιὰ τὰ παιδιά. Ἀμέ, ποῦ νὰ τρέχω ν᾿ ἀγοράζω;». Τὸ βραδάκι θὰ πήξει τὸ τυρί της, τὴ γιαούρτη της, θὰ ἀνοίξει φύλλο γιὰ λαχανόπιττα. Κι ὅταν θὰ τελειώσει ὅλα αὐτά, θὰ στρωθεῖ δίπλα στὴ φωτίτσα της νὰ πλέξει. Τόσες ἀγγονιὲς εἶναι ἀκόμη ἀνύπαντρες, νὰ μὴν ἔχουν κάτι ἀπ᾿ τὴ γιαγιά τους;
Ὅταν ἔχει λιακάδα, βάζει τὴ σκάφη καὶ μοσκοπλένει τὰ σκουτιά της. Μετὰ θὰ βγεῖ στὴ γύρα νὰ φέρει προσανάμματα. Τὰ κουβαλάει ὅλα στὴν πλάτη. Ὅταν βρίσκει λάχανα -καὶ ξέρει αὐτὴ νὰ τὰ ξεχωρίζει ἀπὸ μακριά-, γεμίζει ἕνα τσουβάλι καὶ τὸ μεταφέρει πάνω στὸ κεφάλι της.
Χ α ρ ο κ α μ έ ν η καὶ κακοπερασμένη, δὲν βαρυγγόμισε ποτέ της. Πολέμους, ἐμφύλιο, κατοχή, ξύλο καὶ κακουχίες ἀπὸ παιδάκι. Ἀγράμματη, κουβαλάει τὸν ἑλληνικὸ πολιτισμὸ στὸ κύτταρο, ὅπως τῆς τὸν πέρασε ἀπὸ στόμα σὲ στόμα ἡ μάννα της κι ἡ βάβω της. Ἀλλὰ ἡ ζωή, ζωὴ εἶναι. Μόνη της ἔχει μείνει ἡ καψερή, «ἕνα κούτσουρο». Τὰ παιδιὰ της παντρεμένα, ζοῦνε διάσπαρτα ὁ ἕνας ἐδῶ, ὁ ἄλλος ἐκεῖ.
Ἡ ἔννοια της τὰ συντροφεύει πάντα. Στὸν ἕνα δὲν ἀρέσει τὸ τυρὶ πολὺ ἁλμυρό, στὸν ἄλλο νὰ δώσει πιὸ πολὺ πατάτα, πέρσι δὲν τὸν ἔφτασε. Πουλάκια νὰ βάλει καινούργια, τὴν τρῶνε τὴν κοτόσουπα τὰ παιδιά. Καὶ οἱ προμήθειες ταξιδεύουν κάθε τόσο, γιὰ τὴν Ἀθήνα, γιὰ τὴ Λευκάδα… Κάθε βράδυ ὀσμίζεται τὸν ἀγέρα, πίσω ἀπ᾿ τὴ μισάνοιχτη πόρτα, νὰ δεῖ τί καιρὸ θὰ κάνει. Μὴ ρίξει πάχνη αὔριο καὶ κάψει τὴν πατάτα της. Μὴ τῆς χαλάσει τὴ ντομάτα. Μὴν ἀπορρίξει ἐκείνη ἡ γίδα. Μὴ μπεῖ καμμιὰ ἀλεποῦ στὸ κοτέτσι. Στὴ γλάστρα τὰ γεράνια προκοπὴ δὲν ἔχουνε. θέλουν μεταφύτευση.
Ὁ μικρόκοσμός της, ἕνα ὁλόκληρο σύμπαν. Ἄ γ ν ω σ τ η ἡρωίδα τῆς ζωῆς… Ἐκείνη ποὺ κράτησε τὴν οἰκογένειά της ὄρθια σὲ καιροὺς δύσκολους. Ποὺ δὲ ζήτησε γιὰ τὸν ἑαυτὸ της τίποτα. Ποὺ ἔζησε τίμια, μὲ μόνο στολίδι τὴν ἀξιοπρέπεια. Ποὺ στήριξε αὐτὴ –ἡ φτωχούλα κι ἀγράμματη– τὴν ἑλληνικὴ οἰκονομία καὶ τὴ στηρίζει ἀκόμα. Χωρὶς νὰ ξέρει, ἔχει δώσει μία ἀπάντηση στὴν παγκόσμια οἰκονομικὴ κρίση. Σίγουρα τὴν ἔχεις γνωρίσει, μένει δίπλα σου, στὴ γειτονιά σου, στὸ χωριό σου. Καὶ κανεὶς δὲν θὰ βρεθεῖ νὰ τῆς κάνει ἄγαλμα…