Ὑπὸ τοῦ πρωτοπρ. Γεωργίου Εὐθυμίου
Οἱ πρόγονοί μας κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας καταπιέζονταν ἀπὸ τὸν Ὀθωμανὸ δυνάστη μὲ ἕνα πλῆθος ἀπὸ φόρους, ποὺ διαρκῶς ἐπιννοοῦσε, προκειμένου νὰ ἐξισλαμισθοῦν, δηλαδή, νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους καὶ τὴν ἐθνική τους ταυτότητα. Ἀρκετοί, οἱ ἀδύνατοι, ὑπέκυψαν, ἀλλ’ οἱ πολλοί, συσπειρωμένοι κάτω ἁπὸ τὶς πτέρυγες τῆς Ἐκκλησίας, ἄντεξαν, ἀντιστάθηκαν –μὲ κορυφαίους τοὺς Νεομάρτυρες- καὶ μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἦλθε «τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου», πέταξαν ἀπὸ πάνω τους τὸν ἐπαχθῆ ζυγὸ τῆς δουλείας.
Σήμερα, ἡ πατρίδα μας εὑρίσκεται καὶ πάλιν κατ’ οὐσίαν ὑπὸ κατοχήν. Τὰ δεσμά της ἐχάλκευσαν συστηματικὰ καὶ ἐπὶ πολλὰ χρόνια ἐξωτερικοὶ παράγοντες, ἀλλὰ καὶ ἐσωτερικοὶ «Ἐφιάλτες», προερχόμενοι ἐν πολλοῖς ἀπὸ τὶς τάξεις αὐτῶν ποὺ εἶναι ταγμένοι ἀπὸ τὸ Σύνταγμα καὶ τοὺς Νόμους νὰ ὑπηρετοῦν τὸν Λαὸ καὶ νὰ προασπίζουν τὰ συμφέροντα τοῦ Ἔθνους.
Ἡ ἀνίερος αὐτὴ συμμαχία τῶν ξένων καὶ τῶν ντόπιων παραγόντων ἐφαρμόζει τὴν δοκιμασμένη συνταγὴ τῆς Τουρκοκρατίας. Μὲ διάφορα προσχήματα καὶ «προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις», ἐπιβάλλει στὸν κοινό της ἐχθρό, τὸν ἑλληνικὸ λαό, φόρους ἐπὶ φόρων καὶ περικοπὲς ἐπὶ περικοπῶν στὶς ἀποδοχές, γιὰ νὰ τὸν ἐξουθενώσει, τὸν τρομοκρατήσει, τὸν ἀπελπίσει, τὸν μεταβάλλει σὲ προσκυνημένο ραγιᾶ, ἔτοιμο νὰ ὑποκύψει στὸ ὁποιοδήποτε κέλευσμά της καὶ νὰ ἀρνηθεῖ, ὅπως οἱ ἀδύνατοι τῆς Τουρκοκρατίας, τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια, δηλαδή, τὴν προσωπική του ἐλευθερία καὶ ἀξιοπρέπεια, τὴν πίστη του καὶ τὴν ἐθνική του ταυτότητα καὶ κυριαρχία.
Οἱ πρόγονοί μας ἄντεξαν ὑπὸ τὰς πτέρυγας τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀπετίναξαν τὸν ζυγόν. Ἐμεῖς τι θὰ κάνουμε, θὰ τοὺς μιμηθοῦμε; Θὰ ἀναδειχθοῦμε ἄξιοι τῶν προγόνων μας; Στὸ χέρι μας εἶναι νὰ τὸ πετύχουμε μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, τὴν μετάνοια καὶ τὸν ἐκκλησιαστικὸ-ἀσκητικὸ τρόπο τῆς ζωῆς μας. Τὸν δρόμο μᾶς δείχνει ὁ ἰσαπόστολος καὶ ἱερομάρτυρας ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὁ ὁποῖος λέγει: «Τοῦτο σᾶς λέγω πάλιν καὶ σᾶς παραγγέλλω: κἄν ὁ οὐρανὸς νὰ κατέβη κάτω κἄν ἡ γῆ νὰ ἀνέβη ἀπάνω κἄν ὅλος ὁ κόσμος νὰ χαλάση καθὼς μέλλει νὰ χαλάση σήμερον αὔριον, νὰ μὴ σᾶς μέλη τι ἔχει νὰ κάμη ὁ Θεός. Τὸ κορμί σας ἄς σᾶς τὸ καύσουν, ἄς σᾶς τὸ τηγανίσουν, τὰ πράγματά σας ἄς σᾶς τὰ πάρουν, μὴ σᾶς μέλη, δῶστε τα, δὲν εἶναι ἐδικά σας. Ψυχὴ καὶ Χριστὸς σᾶς χρειάζεται. Ἐτοῦτα τὰ δύο ὅλος ὁ κόσμος νὰ πέση, δὲν ἠμπορεῖ νὰ σᾶς τὰ πάρη, ἔξω ἄν τύχη καὶ τὰ δώσετε μὲ τὸ θέλημά σας. Αὐτὰ τὰ δύο νὰ τὰ φυλάγετε νὰ μὴν τύχη καὶ τὰ χάσετε».
Θάρρος, ἀδελφοί, «νεφύδριόν ἐστι καὶ θᾶττον παρελεύσεται», ὅπως λέγει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος. Ἀρκεῖ νὰ μείνουμε μὲ ὑπομονὴ καὶ μέχρι τέλους ἑδραῖοι καὶ ἀμετακίνητοι στὴν πίστη καὶ τὶς παραδόσεις τῶν Πατέρων μας καὶ τότε ὁ Χριστός, πού εἶναι ὁ Κύριος τῆς ἱστορίας, ἀπείρως ἰσχυρότερος ἀπὸ τὸν διάβολο καὶ τοὺς ὑποτακτικούς του, θὰ μᾶς χαρίσει καὶ πάλι τὴν ποθητὴ ἐλευθερία.